ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 2, ΣΤΟ ΣΒΕΡΚΟ ΤΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΑ

Front Picture: 

Ο ελέφαντας έχει μια βάση στη ράχη σαν αναποδογυρισμένο τραπέζι για να κάθονται τέσσερις με τα πόδια κρεμασμένα έξω από το κάθε ανάστροφο σκέλος. Εγώ, ως πέμπτος, προτίμησα να καθίσω στο σβέρκο του παχύσαρκου διότι θεώρησα, ορθώς, πως η θέση αυτή είναι η πιο βολική για φωτογράφιση.  Το ζώο όμως είναι κακομαθημένο και κάθε άλλο παρά φιλότεχνο. Κάθε τόσο μου φέρνει την προβοσκίδα του μέχρι τη φωτογραφική απαιτώντας θρασύτατα μπανάνα λες και του είμαι υποχρεωμένος.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε την περίοδο Δεκέμβρη 2009 – Γενάρη 2010



Προηγείται:

ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 1, ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΚΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΤΡΟΠΙΚΟΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 


Απορώ πότε κοιμάται, πότε τρώει και πότε πλένεται αυτός ο Λαλ. Όταν δεν είναι στο τιμόνι κρατά ένα πανί και πασπατεύει το τροχοφόρο φετίχ του, μέσα-έξω, σ’ έναν διαρκή ακήρυχτο πόλεμο ενάντια σε κάθε μόριο σκόνης  που θα τολμήσει να επικαθίσει πάνω του. Και χαίρεται ιδιαίτερα κάθε που σταματούμε κοντά σε κάποιον καταρράχτη γιατί όσο εμείς, με ποδηγέτη τον ξεναγό μας που ακούει στο όνομα Τζαγιανπάτι, περιφερόμαστε προς άγραν εμπειριών, εντυπώσεων και φωτογραφιών αυτός, ο Λαλ, ξαμολιέται με τους δυο πλαστικούς κουβάδες του για να ικανοποιήσει το ακατανίκητο πάθος του. Τι θα ‘ταν όμως η ζωή χωρίς τα πάθη μας;


Αντίθετα με τον Λαλ, ο Τζαγιανπάτι δεν κλείνει στόμα. Μπορεί να μας πάρει όλους ο ύπνος μέσα στο βανάκι αλλά αυτός θα συνεχίσει απτόητος το ποίημα του. Εγώ πάντως έχω απαλλαγεί διότι, αφού τ’ αγγλικά μου είναι του δημοτικού, δικαιούμαι να κλείνω τα μάτια όποτε θέλω χωρίς να κινδυνεύω να χαρακτηριστώ αγενής. Μετά θα μου τα πει συνοπτικά μια απ’ τις γυναίκες της ομάδας.

Καίτη, Μαράκι, Έλενα, Ισαβέλλα, Τζαγιανπάτι και ο γράφων θα πορευτούμε στα αρχαία ερείπια της Πολοναρούα η οποία, από τον Ενδέκατο μέχρι τον Δέκατο τρίτο αιώνα μετά τη χρονολογία μας, χρημάτισε ως η ιστορικά δεύτερη πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα. Ελπίζω να μην ξεπατωθούμε πάλι στο περπάτημα.



Ατύχησα. Θα ξεπατωθούμε πάλι στο περπάτημα. Το δασώδες τροπικό περιβάλλον είναι μεν ύψιστης σαγήνης, πλην τόσο απέραντο όσο άπληστες είναι και οι συνταξιδιώτισσες μου. Δεν βαριέσαι, μια ψυχή θα βγει που θα βγει!  Ευκαιρία να τους αποδείξω γι άλλη μια φορά πως έχω ακόμη κότσια.



Ωραία ερείπια, δε λέω, και η φωτογραφική μου δεν σταματά να πάρει ανάσα αλλά το «ευ» και το «πολλώ» είναι έννοιες ανταγωνιστικές κι εγώ, εν τω μεταξύ, θέλω έναν παγωμένο χυμό αλλά.. πού να βρω το δίκιο μου;



Το παλάτι του Παρακραμαμπάχου, του σημαντικότερου βασιλιά της Πολοναρούα πριν αυτή καεί, ήταν, λέει, επταώροφο. Περιφερόμαστε ανάμεσα στα περίπου ισοπεδωμένα ερείπιά του που τα σαπίζει η μούχλα της τροπικής χλωρίδας. Κι εδώ η Ουνέσκο έχει ανασκουμπωθεί και προσπαθεί να αναστηλώσει κάποια μέρη του. Να ‘ναι καλά η Ουνέσκο που βγάζει στην επιφάνεια τα χνάρια των αρχαίων πολιτισμών ώστε ν’ αντιλαμβανόμαστε κι εμείς πως η πορεία της Ανθρωπότητας ούτε ευθύγραμμη είναι, ούτε πάντα ουμανιστική.  Κάθε άλλο. Κάποιος θα πει πως μόνο ουμανιστική δεν είναι.



Το φωτο-σαφάρι θα συνεχίσει ανάμεσα στα ωραία ερείπια των βουδιστικών ναών αλλά δεν είμαι διατεθειμένος, βέβαια, να υποστώ τον ακατάσχετο χείμαρρο των πληροφοριών του κατά τα άλλα συμπαθούς Τζαγιανπάτι αφού είναι τόσες πολλές που δεν χωρούν ούτε σ’ έναν χοντρό τόμο. Πόσο μάλλον σ’ ένα ταξιδιωτικό άρθρο.



Στο σβέρκο του ελέφαντα

Όταν κάποιος έχει φωτογραφήσει τα τετράμετρα βαράνους του Κόμοντο στην Ινδονησία, τούτα δω τα βαρανάκια του ενός μέτρου του φαίνονται νάνοι.  Ωστόσο δεν θα ‘χα καμιά όρεξη να τους χαϊδέψω το κεφάλι αφού, ως γνωστό, είναι και επιθετικά και σαρκοφάγα. Η ζωοφιλία μου, έχει κι αυτή τα όριά της. 


Είμαστε σ’ ένα μέρος που λέγεται Χαραμπάνα, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από την Πολοναρούα. Ο Λαλ  θ’ αδράξει την ευκαιρία να πλύνει με μανία τον τροχοφόρο έρωτά του κι εμείς θ’ αφήσουμε την άσφαλτο να πορευτούμε μέσα στη ζούγκλα στη ράχη ενός ελέφαντα. Ο οποίος ελέφαντας, ειρήσθω εν παρόδω, έχει μια βάση στη ράχη του που θυμίζει κάτι σαν αναποδογυρισμένο τραπέζι για να κάθονται τέσσερις έως έξι με τα πόδια κρεμασμένα έξω από το ανάστροφο σκέλος του τραπεζιού.


Εγώ, ως πέμπτος, προτίμησα να καθίσω, νομίμως φυσικά, στο σβέρκο του παχύσαρκου διότι θεώρησα, ορθώς, πως η θέση αυτή είναι η πιο βολική για φωτογράφιση. 


Το ζώο όμως είναι κακομαθημένο και κάθε άλλο παρά φιλότεχνο. Κάθε τόσο μου φέρνει την προβοσκίδα του μέχρι τη φωτογραφική απαιτώντας θρασύτατα μπανάνα λες και του ήμουν υποχρεωμένος.


Και τα κορίτσια από πίσω να ‘χουν ξεραθεί στα γέλια. Όχι όμως κι εγώ διότι οι μπανάνες κάποτε εξαντλούνται κι εκτός αυτού πρέπει να ‘χω μυαλό, χέρια, και βλέμμα απερίσπαστα για να  υπηρετήσω τη φωτογραφική αποστολή μου.

Το ζώο άρχισε να πορεύεται μέσα από έλη, ποτάμια και ανώμαλα εδάφη χωρίς να σταματά να μου ζητά μπαξίς. Ε, δεν υποφέρεσαι! 

Άλλαξα θέση με την Ισαβέλλα, άλλο που δεν ήθελε, και κάθισα δίπλα στην Καίτη η οποία θεώρησε τη στιγμή ιδανική για να σηκώσει το κινητό και ν’ απαντήσει στον καλό της που την καλούσε από Ελλάδα, «έλα Βαγγέλη, μ’ ακούς; Πού να στα λέω, είμαι στη ράχη ενός ελέφαντα!».


Πάει το παραμύθι, μου το θρυμμάτισε πάνω που νόμιζα πως είμαι σ’ έναν κόσμο αλλιώτικο από κείνο της Αθήνας.

 

Μετά την ελεφαντοβασία, το βαν θα μας φέρει στη βάση του περίφημου «βράχου της Σιγκιρίγια», ύψους τριακοσίων μέτρων και βάλε. Μιλάμε για έναν απ τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Σρι Λάνκα.


Πρόκειται για μια ανάβαση χιλίων διακοσίων σκαλοπατιών. Αλλά τι σκαλοπατιών! Το καθένα απ αυτά θα έχει το δικό του αυθαίρετο φάρδος, μήκος και ύψος. Ότι πρέπει, δηλαδή, για να σου σμπαραλιάσει τους μηρούς απ την κούραση. Ας είναι, μια ψυχή θα βγει που θα βγει! Αφού ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω φωτογράφος.. καλά να πάθω.



Αλλά δεν είναι ο αριθμός των σκαλοπατιών που καθιστά τον εν λόγω βράχο ενδιαφέροντα. Είναι πρωτίστως η ποικιλία και η ανομοιομορφία των βαθμίδων που παίζει ανάλογα με τη μορφολογία του βράχου. Κάπου κάπου το εγχείρημα μοιάζει με αναρρίχηση. Α, βέβαια, κατά την ανάβαση ο βράχος, σε ορισμένα κοιλώματά του,  διαθέτει και πολλά φρέσκα με ξώβυζες Απσάρες και άλλα τινά ξωτικά, πολύ καλά διατηρημένα, τα οποία όφειλα να απαθανατίζω διότι ενδομύχως διαισθανόμουν πως αυτά τα βυζάκια-έξω θ’ αρέσουν στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες του Γεωτρόπιου. 



Τη βγάλαμε παλικαρίσια μέχρι το μικρό οροπέδιο-οροφή του βράχου. Εκεί έχει κάποια υπολείμματα μιας πόλης του Πέμπτου Αιώνα, μια υπέροχη θέα κι ένα άπαιχτο γρασίδι όπου και σωριάστηκα  δηλώνοντας στάση εργασίας κι ας μου φέρουν το δου-νου-του. Δεν δουλεύω-δεν δουλεύω.  



Η κατεβασιά δεν ήταν δα και ιδιαίτερα ξεκουραστική αφού συγχεόμαστε με τους ξεθεωμένους ανερχόμενους σ’ αυτή τη σκαλίτσα τ’ ουρανού που φτιάχτηκε για ακροβάτες.



Η μέρα θα κλείσει κάπου κει γύρω, σε μια πολίχνη που στο χάρτη αναφέρεται ως Νταμπούλα, και συγκεκριμένα σ’ ένα «εκολότζ» κατάλυμα. Όνειρο! Ξύλινο ταβάνι, τεράστιο κρεβάτι, κουνουπιέρα, αλλά εδώ οι ηλεκτρολόγοι είναι σαδιστές: είδα κι έπαθα ν’ ανακαλύψω πώς λειτουργεί η πρίζα ώστε να φορτίσω της μπαταρίες της μηχανής μου. 



Εις φάλαγγα κατά μοναχό.

Το  σαδιστικό πρόγραμμα της Ισαβέλλας προβλέπει επίσκεψη στα «περίφημα» σπήλαια της περιοχής που είναι διαμορφωμένα σε βουδιστικούς ναούς. Και ποιος να της φέρει αντίρρηση;  Τον  καταμερισμό εργασίας ή τον αποδέχεσαι ή κάθεσαι σπίτι σου, πολύ δε περισσότερο αν αυτός ο καταμερισμός ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ομάδας. Η κριτική και η αυτοκριτική μετά. Αλλά και το μετά έχει κάθε φορά δείξει πως η Ισαβέλλα έχει κάνει πολύ καλά τη δουλειά της. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Αβάντι, λοιπόν!


Αυτή η ανάβαση δεν είναι τόσο τραγική όσο η χτεσινή. Τα στόμια των τεράστιων σπηλαίων που χρησιμοποιήθηκαν για να φιλοξενήσουν τους τόπους λατρείας των σριλανκέζων βουδιστών είναι, ζωή να ‘χουν, πέντε. Μα, καλά, πρέπει να δούμε και τα πέντε; Αλλά ποιος μ’ ακούει εμένα; Θέλουν να τα δουν και τα πέντε οι άπληστες, οι ακόρεστες συνταξιδιώτισσές μου! Ή ακολουθώ, ή αράζω στο γρασίδι για τρεις-τέσσερις ώρες και τις περιμένω. Προτίμησα το πρώτο, όπως πάντα.

Στα σπήλαια στεγάζονται εκατόν πενήντα τρία αγάλματα του Βούδα, και πάνω από δυο χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα φρέσκων μας ανακοινώνει χαρούμενα ο Τζαγιανπάτι καθώς βαδίζουμε ξυπόλυτοι στον αρχαιολογικό χώρο. Πρέπει να διέκρινε πανικό ακόμα και στα μάτια της Ισαβέλλας, γιατί βιάζεται να συμπληρώσει: Εννοείται ότι εσείς θα αποφασίσετε πόσο χρόνο θέλετε ν’ αφιερώσετε στην επίσκεψη. Πάλι καλά!



Τελικά οφείλω να παραδεχτώ πως η ξενάγηση ήταν ενδιαφέρουσα και τα σπήλαια υποβλητικά μ’ έναν ιδιόμορφο τρόπο. Σαν αρχαίοι αιγυπτιακοί τάφοι. Εκεί με παραμπέμπουν τα δεκάδες επαναλαμβανόμενα αγάλματα του Βούδα, φαραωνικά στην στατικότητα  και την ιερατικότητα της στάσης, με φόντο τις πολύχρωμες τοιχογραφίες. Κι ας μην ήταν αυτή η πρόθεση εκείνων που τα φιλοτέχνησαν πριν από είκοσι δύο αιώνες.



Για τελείως διαφορετικούς λόγους, δεν μπορώ παρά να καθηλωθώ μπροστά στο θέαμα του σύγχρονου ναού της Νταμπούλα, στα ριζά των βράχων απ’ όπου κατεβήκαμε μετά την επίσκεψη των σπηλαίων. Εδώ οι βουδιστές έχουν υπερβεί εαυτούς ποιοτικά και ποσοτικά ως προς το κιτς του πράγματος.

Δεκάδες γύψινοι ελέφαντες κι εκατοντάδες γύψινοι και φρεσκοβαμμένοι μοναχοί, σε φάλαγγα ο ένας πίσω απ τον άλλο και «δώρα» φέροντες στο γιγαντιαίο επίχρυσο άγαλμα του Βούδα μέσα από ένα εκατοντάδων μέτρων μονοπάτι που ελίσσεται πάνω και πλάι στους εξεπιτούτου σμιλευμένους βράχους, συχνά φιλοτεχνημένους από ναούς, ναΐσκους και ναΐδια λατρείας.


Το άγαλμα αυτό, του Βούδα, το χάρισαν στη Σρι Λάνκα οι σημερινοί κινέζοι επίγονοι του Μεγάλου Τιμονιέρη μαρξιστή Μάο Τσε Τουνγκ! Ας μη το σχολιάσω εδώ γιατί θα μελαγχολήσω.

Κι εκτός αυτού θα νοιώσω πάλι μια κάποια ενοχή ως φέρων κούφια πολιτισμική υπεροψία αναλογιζόμενος πως το «απόλυτο» μέτρο της πολιτισμικής ανωτερότητας το κρατούν οι παντοειδείς άφρονες με τις όποιες εκφάνσεις τους.

Εν προκειμένω, δουλειά μου είναι μόνο η φωτογράφιση. Τελεία και παύλα.



Χωρίς, ωστόσο, να έχω κατανικήσει εντελώς την όση «δυτική» μου υπεροψία θα θεωρήσω ως «επίχρυση τούρτα» τον παρακείμενο ναό, του οποίου η λαμπρότητα γεμίζει με δέος τους ενθάδε πιστούς, και θα διασκεδάσω τις ενοχές μου γι αυτή την υπεροψία με τη σκέψη πως κάπως έτσι θα ένοιωθα και με τους δυτικούς πιστούς που συρρέουν στο φεστιβάλ αγιοσύνης της Παναγίας της Τήνου. Μόνο που για μένα το «εδώ» έχει το πλεονέκτημα του εξωτικού ενώ η Τήνος θα με πλημμύριζε μόνο με θυμό, ίσως και οίκτο.



Στη διαδρομή ανάμεσα στην Νταμπούλα και στο Ματάλε, όπου ελπίζω να ξεκουράσουμε το κοκαλάκι μας, μεσολαβεί ένας μπαχαρόκηπος για τον οποίο ο Τζαγιανπάτι μας έπρηξε, και καλά ότι πρέπει να τον δούμε. Ρε μπας και παίρνει ποσοστά απ τις πωλήσεις του μπαχαρο-παραγωγού; Δεν θα το ‘λεγα, όμως. Ο Τζαγιανπάτι δεν έχει τίποτε το ελληνικό μέσα του. Είναι η προσωποποίηση της εντιμότητας. Τέλος πάντων, ο μπαχαρόκηπος, παρ’ ότι κάθε άλλο παρά φωτογενής, μου φάνηκε εν τούτοις πολύ ενδιαφέρων, κι εκτός αυτού δεν είχε ούτε την ανάβαση εκατοντάδων σκαλοπατιών, ούτε τις ιδιοτροπίες κάποιου κακομαθημένου ελέφαντα. Είχε τα δένδρα απ’ όπου βγαίνει το τζίντερ, το κάρδαμο, η κανέλα και δεν ξέρω τι άλλο, από τα οποία, λέει, παράγονται και τα αγιουβερδικά φάρμακα, για τα οποία τυχαίνει να είμαι απολύτως άσχετος.



Στην προδιαγεγραμμένη πορεία μας θα περάσουμε κι από την πόλη Ματάλε. Σ’ αυτή τη Ματάλε εδράζεται ο μεγαλύτερος ινδουιστικός ναός της Σρι Λάνκα. Άλλο ένα απίστευτο τερατούργημα με αγριωπές θεότητες στον παρδαλό διάκοσμό του. Δεν είναι, ίσως, περιττό να πω πως η ινδουιστική θρησκευτική αισθητική είναι αξεπέραστη σε κακογουστιά, σύμφωνα πάντα με τα δικά μου αισθητικά κριτήρια. 


 


Μας χωρίζουν ακόμη τριάντα, πάνω κάτω, χιλιόμετρα για το Κάντι και, παρά την φαινομενική γκρίνια μου, θα ήθελα να ήταν περισσότερα. Κοντολογίς, αυτή η χώρα δεν χορταίνεται. Στο Κάντι θα μείνουμε τρία περίπου βράδια, αν θυμάμαι καλά το πρόγραμμα που έχω πάντα στην τσέπη μου, αλλά ποτέ δεν κοιτάζω προκαλώντας την αγανάκτηση της Ισαβέλλας που τόσο κόπο έκανε για να το φτιάξει.


Η Χειρομάλαξη

Έχω κάνει πάνω από είκοσι φορές μασάζ στους διάφορους πολιτισμούς που περιφέρομαι και κάθε φορά είναι διαφορετική από την κάθε άλλη. Το Κάντι έχει κι αυτό τη δική του μέθοδο μυοχαλαρωτικής μάλαξης. Και δεν είμαι βέβαιος, πάντως, πως θα της έδινα το προσωπικό μου πρώτο βραβείο.  

Ο χώρος σκοτεινός κι ο νεαρός μασέρ μου δείχνει μια καμπίνα για να γδυθώ. Έβριθίνγκ; Γιες, μου απαντά κοφτά. Κανένα πρόβλημα, στο κάτω κάτω είμαι γυμνιστής εφηβειόθεν. Μου κάνει και τη χάρη να μου δώσει και μια πετσέτα στην περίπτωση που είμαι ντροπαλός. Δεν είμαι, αλλά στην καμπίνα είναι στριμωγμένοι δυο ακόμη άντρες και τρεις γυναίκες με τις πετσέτες τυλιγμένες γύρω τους. Αμηχανία.

Γουέιτιγκ χήαρ! Ότι πεις δικέ μου.


Περιμένω στη στενότατη καμπίνα αναμονής ανταλλάσσοντας αμήχανα χαμόγελα με τους μεν και τις δε.

 

Σε λίγο ο τυπάκος θα με πάει σε μια άλλη καμπίνα όπου θα βράσω στον ατμό της ανάσκελα και μπρούμυτα κι αργότερα στην εξεπιτούτου καμπίνα της χειρομάλαξης όπου, με νοήματα,  θα με διατάξει να οριζοντιωθώ πρώτα μπρούμυτα, μετά ανάσκελα, μετά στο πλάι.

 

Με ζύμωσε επί μακρόν με διάφορα αγιουβερδικά μυρωδάτα έλαια και στη συνέχεια μ’ έστειλε στο καθαρτήριο ντους. Ομολογώ πως βγήκα άλλος άνθρωπος, αποφασισμένος να περπατήσω απνευστί τέσσερα χιλιόμετρα!


Καταλύουμε σ’ έναν αποικιακού στυλ οικογενειακό ξενώνα που τον διευθύνει ένα ζευγάρι Σριλανκέζων. Ένα ζεστό, ανθρώπινο περιβάλλον που περιβάλλεται από έναν πανέμορφο κήπο. Στην Έλενα όμως δεν άρεσε γιατί ένοιωσε βέβαιη πως πρόκειται για φωλεά πολυάριθμων σαμιαμιδίων τα οποία την περίμεναν από ανέκαθεν ώστε να της κάνουν τη ζωή κόλαση, ειδικά εκείνης, κι έτσι αποφάσισε να καταλύσει στο παρακείμενο κυριλέ οτέλ συμπαρασύροντας και το Μαράκι, που έκανε πως δεν ήθελε. Ή κάπως έτσι.  Το βράδυ θα μας βρει σε κάποιο ινδικό εστιατόριο. Πανδαισία μπαχαριών και καυτερών κάθε τύπου αλλά μόνο ο γράφων και η Ισαβέλλα το απολαύσαμε. Οι άλλες τρεις χάριτες έχουν πολύ τρυφερά στομάχια για τόσο βάναυση βρώση. Μόνο στο κόκκινο γαλλικό κρασί συνέπεσαν τα γούστα όλων μας. Άντε, εβίβα Σρι Λάνκα!


Για περισσότερες φωτογραφίες:

 

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

 

Διαβάστε επίσης:

ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ 1, ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΚΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΤΡΟΠΙΚΟΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν