ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 3 - ΛΟΜΠΟΚ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ
Μας ξέβρασε εδώ ένας ξεχαρβαλωμένος χωματόδρομος. Ψυχή ζώσα! Έχω μπροστά μου την απεραντοσύνη του γαλαζοπράσινου Νότιου Ινδικού. «Δέος» είναι η λέξη που ψάχνω για να εκφραστώ. Τεράστια και άγρια κύματα σκάζουν στον ύφαλο πεντακόσια μέτρα μακριά από την ακτή, κι από κει και πέρα ημερεύουν. Ή έτσι φαίνεται, γιατί η φαινομενική ηρεμία τους κρύβει μια τεράστια και ύπουλη καταστροφική δύναμη.
Του Κώστα Ζυρίνη
Από το βιβλίο του «ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΙ»
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 220 / 22.06.2004
Προηγούνται:
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Βρισκόμαστε σ’ ένα καϊκι μαζί με άλλους πέντε αλλοδαπούς, δυο Γερμανούς, ένα ζευγάρι Ολλανδών κι έναν Γιαπωνέζο. Όλοι μαυρισμένοι ή κοκκινισμένοι, ανάλογα με την περιεκτικότητα της μελανίνης στο δέρμα τους. Ο στόχος μας είναι τα κοραλλιογενή νησάκια Γκίλι, τρία τον αριθμό, στ’ ανοιχτά της δυτικής ακτής του Λόμποκ. Θα ρίξουμε τις απλωτές μας, θα περιεργαστούμε τα κοράλλια του βυθού και θα ξεροψηθούμε στην αμμουδιά.
Ο Γιαπωνέζος μου την έχει σπάσει. Ανοικονόμητος, τσαπατσούλης και αγενής. Αλλού η μια σαγιονάρα, αλλού η άλλη, αλλού η πετσέτα του, αλλού το σακίδιό του. Πιάνει χώρο για τρεις. Α ναι, έχει και μια δήθεν φωτογραφική μηχανή, μικρή όσο ένα τσιγαρόκουτο, κι όλη την ώρα τσίκι τσίκι! Σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό στην αλυσίδα παραγωγής γιαπωνέζικου εργοστασίου. Ο Ολλανδός πάλι κουβαλάει ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι κιάλια και ατενίζει τον Ινδικό με αέρα Χριστόφορου Κολόμβου. Πλάκα έχει! Οι Γερμανοί στον κόσμο τους. Απόμακροι και βλοσυροί, λες και πάνε πρωινή βάρδια σε φάμπρικα της Φολκσβάγκεν.
Βυζάκια έξω
Φτάνουμε στο μεγαλύτερο από τα τρία νησάκια, το Γκίλι Τραγουγκάν. Ουκ ολίγοι αλλοδαποί σουλατσάρουν στην παραλία, ενώ οι περισσότεροι ξεροψήνουν τη λευκή τους σάρκα οριζοντιωμένοι. Πήρε το μάτι μου και μερικά βυζάκια έξω. Σιγά μη μου ξέφευγαν! Τριακόσια μέτρα πριν από την ακτή ο καϊκτσής έκοψε ταχύτητα και ο βοηθός του βούτηξε με την άγκυρα αγκαλιά για να την εμποδίσει να καταστρέψει τα κοράλλια του βυθού.
Εκεί μας μετεπιβίβασαν σε μια βάρκα με επίπεδο πάτο από διαφανές πλέξιγκλας για να χαζέψουμε τον κόσμο της θάλασσας. Καλά, ε! Εντάξει, θέαμα για παιδιά, δεν λέω, αλλά και για μεγάλα παιδιά. Χρώματα και σχήματα, ψάρια και κοράλλια απίστευτης ομορφιάς. Πρόλαβα και μια τεράστια θαλάσσια χελώνα που πέρασε ακριβώς από κάτω μας. Όμως προτιμώ να μην την ξανασυναντήσω όταν βουτήξω με μάσκα. Ποτέ δεν ξέρεις… Και μιας και περί κατάδυσης ο λόγος, διστάζουν όλοι να πέσουν στην θάλασσα ή μου φαίνεται; Η αλήθεια είναι ότι το νερό από κάτω μας μοιάζει απύθμενο. Από καρχαρίες τι γίνεται αλήθεια; Ο καϊκτσής πάντως επιμένει πως το μέρος είναι «βέρι σέιφ» και τα κοράλλια λίγο πιο πέρα «βέρι μπιούτιφουλ». Για να το λέει…
Πλαφ! Δήθεν άνετος. Στην πραγματικότητα ένοιωθα χειρότερα κι από το να πρέπει να πέσω για πρώτη φορά με αλεξίπτωτο, αλλά νε, μ’ έφαγε για μια ακόμη φορά το εθνικό φιλότιμο. Ο Ορέστης δεν άφησε να περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο για να βουτήξει δίπλα μου. Ούτε αυτός θα καταδεχόταν ποτέ να πέσει μετά από τον Γιαπωνέζο που καθυστερεί (σκοπίμως) να φορέσει τα νοικιασμένα βατραχοπέδιλά του. Ο Ολλανδός παρέδωσε με μια μεγαλοπρεπή κίνηση τα κιάλια στη συμβία του κι έκανε μια θεαματική, στην εκτίναξή της, βουτιά, σαν τζόβενο, πλην έσκασε με την κοιλιά. Οι Τεύτονες ακολούθησαν πάραυτα, ομαλά κι αθόρυβα.
Έλα ρε μάνα, αν υπήρχε καρχαρίας εδώ γύρω θα είχε ήδη φάει τους Γερμανούς!
Συστήνω στον Ορέστη να μην πιέζει την καλή μου, διότι έτσι βραχυκυκλώνει περισσότερο. Ο Γιαπωνέζος κρέμεται από την κουπαστή και δοκιμάζει την θερμοκρασία του νερού με το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.
Μπλουμ! Η Ισαβέλλα βούτηξε. Πάντα κολυμπούσε ταχύτατα και με πολύ στιλ, αλλά αυτή τη φορά κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ της. Ήδη στεγνώνει στην άμμο της παραλίας.
Ο Γιαπωνέζος στο μεταξύ βρήκε νέο τρόπο να αναβάλει την είσοδο του στο νερό πιάνοντας κουβέντα με την Ολλανδέζα σύζυγο του Χριστόφορου Κολόμβου. Ας είναι.
Το επόμενο νησί είναι το Γκίλι Μένο. Καρμπόν του πρώτου και με τις ίδιες πάνω-κάτω «δραστηριότητες». Στη συνέχεια, ο καϊκτσής μας βάζει πλώρη προς το μικρότερο από τα τρία, το Γκίλι Ερ. Η σύγκρισή του με τα δυο προηγούμενα είναι σχεδόν αδύνατη και οπωσδήποτε ανώφελη.
Αναμφιβόλως είναι τo πιο όμορφο. Πυκνόφυτο και με πανύψηλους κοκκοφοίνικες. Μερικοί απ’ αυτούς γέρνουν τόσο που σχεδόν αγγίζουν την επιφάνεια της θάλασσας. Βαδίζουμε στο στενό περιμετρικό μονοπάτι. Χλωρίδα ανέγγιχτη. Παρθένα. Φυλλώματα πλατιά σαν ταψιά. Ή λεπτά σαν ξίφη. Κάτι άσπρα πουλιά με λοφίο που δεν τρομάζουν από την παρουσία μας. Ίσως γιατί κανείς δεν τα κυνήγησε ποτέ. Κάποια πιθήκια που καραδοκούν να κλέψουν οτιδήποτε. Και καβούρια, εκατοντάδες καβούρια όλων των μεγεθών. Μέσα στους κοκκοφοίνικες έχουν στηθεί αχυροκαλύβες, στέγαστρα, υπαίθρια τραπέζια, φαγάδικα και κάποιοι λιτοί ξενώνες για διαμονή. Για παραδείσια εγκατάσταση. Όλα φτιαγμένα από τα υλικά που δίνει το νησί. Κορμούς, χόρτα, φύλλα.
Ντισκοτέκ ιντονίζιαν
Νησάκια, τέλος. Το πλωτό μέσο μας ξεφορτώνει στο κυρίως Λόμποκ.
Δύσκολη, πολύ δύσκολη η επιλογή του ψαροφαγάδικου στον κεντρικό δρόμο του Σένγκικι, του πιο δημοφιλούς τουριστικά οικισμού του Λόμποκ πάνω στη δυτική ακτή. Οι βιτρίνες με τα προϊόντα τους στο πεζοδρόμιο. Διαλέγεις, σου τα ζυγίζουν, παραγγέλνεις.
Μέσα, καλόγουστα τραπέζια, με πεντακάθαρα τραπεζομάντιλα, κεράκια και άνθη. Κάποια ορχήστρα γκαμελάν και μια ατμόσφαιρα που, αν υπήρχε στην Αθήνα, λίγοι θα μπορούσαν να πληρώσουν.
Άφθονα και τα μαγαζιά λαϊκής τέχνης. Πουλάνε ό,τι μπορείς να φανταστείς, από πρωτόγονα όπλα των Παπούα μέχρι πόρτες και σεντούκια λομποκέζικης παραγωγής. Άφθονα και τα ξενοδοχεία. Όλα γεννήματα αυθεντικού ινδονησιακού πολιτισμού. Ένα απ’ αυτά και το δικό μας μπαμπουδένια μπαγκαλόους μέσα στους κοκκοφοίνικες και πλάι στο ωκεάνιο κύμα. Και δεν χρειάζεται να είσαι ματσωμένος για να μείνεις εδώ.
Σίγκαπουρ Σλιγκ
Και μέσα σ’ όλα, ιδού και μια ντισκοτέκ ιντονίζιαν! Ε, να μην μπούμε; Τραγούδια από Έλβις Πρίσλεϊ και Νιλ Σεντάκα της γενιάς μου μέχρι αυτούς που ξέρει ο Ορέστης και που εγώ δεν προβλέπεται να μάθω ποτέ.
Διασχίζουμε την πίστα ανάμεσα από τα ιδρωμένα κορμιά που πάλλονται στο ρυθμό του γκάπα γκούπα και πιάνουμε το προνομιούχο τραπέζι στο πατάρι με την επιτελική εποπτεία. Φωτορυθμικά και απογείωση. Και κάτι μισοξενέρωτοι αλλοδαποί που έχουν πατήσει τα «ήντα», ταξιδεύουν με γκρουπ και ονειρεύονται αρπαχτές με ντόπιες γόησσες για να εκδικηθούν το χρόνο και την πειθαρχία της παραγωγής που τους έχει χαλαρώσει τα κρέατα και την λίμπιντο.
Και κάτι αλλοδαπές, που τώρα στην εμμηνόπαυση κοιτούν λιγωμένες τους νεαρούς αυτόχθονες επιβήτορες, ενώ εκείνοι λικνίζουν χυδαία τη λεκάνη απέναντί τους. Με κολλητά δερμάτινα παντελόνια, έτσι που να αναδεικνύονται αρκούντως τα μοναδικά τους προσόντα. Και κάποιες Ινδονήσιες κουκλάρες ντυμένες με ροζ λαμέ καλσόν και υποψία φούστας και γιλέκου κατά τα δυτικά πρότυπα που επιβάλλει η παγκοσμιοποιημένη τηλεόραση.
Όλ’ αυτά τα συγκλονιστικά απολαμβάνουμε από το πατάρι, επιδιδόμενοι σε μια ενδελεχή κοινωνιολογική έρευνα που έχει πολλά κοινά με τον κακεντρεχή σχολιασμό αυτών των χαρούμενων ανθρώπων. Που το μόνο τους πταίσμα είναι ότι θέλουν να ξεδώσουν λιγάκι από την ψυχοφθόρα ρουτίνα της καθημερινότητας. Χαλάρωσε λοιπόν, Ζυρίνη, άσε τις κακίες στην άκρη και πιες το Σίγκαπουρ Σλινγκ σου, μπας και καταλάβεις από πού εμπνεύστηκε ο Νικολαϊδης τον τίτλο της υπέροχης ομώνυμης ταινίας του.
Οι άνθρωποι της παλίρροιας
Θάλαττα, θάλαττα, μουρμουράω ανακουφισμένος ύστερα από την ανεπανάληπτη περιπλάνηση με το νοικιασμένο τζιπάκι στην καρδιά του Λόμποκ. Μιλώ για την «θάλαττα» που βρέχει το νοτιότερο άκρο του νησιού. Μας ξέβρασε εδώ ένας ξεχαρβαλωμένος χωματόδρομος. Ούτε χωριό, ούτε οικισμός, ούτε τίποτε. Ψυχή ζώσα! Έχω μπροστά μου την απεραντοσύνη του γαλαζοπράσινου Νότιου Ινδικού. «Δέος» είναι η λέξη που ψάχνω για να εκφραστώ. Τεράστια και άγρια κύματα σκάζουν στον ύφαλο πεντακόσια, οκτακόσια μέτρα μακριά από την ακτή, κι από κει και πέρα ημερεύουν. Ή έτσι φαίνεται, γιατί η φαινομενική ηρεμία τους κρύβει μια τεράστια και ύπουλη καταστροφική δύναμη.
Ένας καταυλισμός από κορμούς και φοινικόφυλλα, ξεφτισμένα υφάσματα και άλλα κορεσμένα υλικά. Από ‘κει μέσα ξετρυπώνουν η μια μετά την άλλη οι γυναίκες: πρόσωπα ηλιοκαμένα και ταλαιπωρημένα. Πρόσωπα χωρίς ηλικία. Όλες προσπαθούν να μας πουλήσουν κάτι. Ένα περιδέραιο από κοχύλια, μια καρύδα με γάλα, ένα βραχιόλι από δεν ξέρω τι. Δίνω με χειρονομίες να καταλάβουν ότι θέλω να τις φωτογραφίσω. Νο, νο, νο, μίστερ! Επιμένω καλοπιαστικά. Ανυποχώρητες. Ουαν, του, θρι, φορ, λέω, δείχνοντας ισάριθμα από τα διάφορα μπιχλιμπίδια που κρατάνε στο χέρι τους, προβαίνοντας συγχρόνως στην έπαρση ενός χαρτονομίσματος. Νο, νο, μίστερ! Επιμένουν, αλλά λιγότερο σθεναρά. Κάνω πως μπαίνω στο αυτοκίνητο. Γιες, γιες, γιες, μίστερ! Κατόπιν τούτου, σηκώνω τη φωτογραφική μέχρι το ύψος των ματιών μου. Νο, νο, νο, μίστερ! Προβαίνοντας στην έπαρση του δεύτερου χαρτονομίσματος. Γιες, γιες, γιες, μίστερ! Έτσι εκμαυλίζονται οι αθώες κοινωνίες!
Μερικές από τις γυναίκες, σκυμμένες πάνω από τις νερολακκούβες που αποκάλυψε η άμπωτη, μαζεύουν με τα χέρια τα παγιδευμένα ψάρια, καβούρια και άλλα θαλασσινά, και τα ψήνουν σουβλισμένα σ’ ένα κλαρί πάνω από μια πρόχειρη φωτιά. Τα τρώνε επί τόπου, μαζί με τα παιδιά τους, αφού πρώτα προσφέρουν και σε μας. Γύρω από τη φωτιά, σκορπισμένα κατσαρολικά, ρούχα, αυτοσχέδια παιχνίδια, αλλά και μια γυμνή μονοπόδαρη «μπάρμπι» που γεννήθηκε κάποτε σε κάποιο εργοστάσιο της Δύσης. Η κατσίκα πίνει νερό από μια καρύδα κοκκοφοίνικα που κάνει χρέη κούπας. Σε λίγο, από την ίδια καρύδα θα πιουν και τα παιδιά. Θα’ θελα να μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους. Θα ’θελα να ρωτήσω πολλά και να μάθω άλλα τόσα απ’ αυτούς τους άστεγους πλάνητες. Τους ανθρώπους της παλίρροιας.
Ο καταρράκτης
Το Λόμποκ από τον δέκατο έβδομο μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία του γειτονικού Μπαλί. Στη συνέχεια ανέλαβαν οι Ολλανδοί. Με τους Ολλανδούς πάνω στο σβέρκο τους, οι Λομποκέζοι γονάτισαν από τη σκληρή φορολογία. Εκτιμήθηκε πως μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ένα τέταρτο της συνολικής συγκομιδής ρυζιού του νησιού πέρασε στα χέρια των Ολλανδών υπό μορφή χαρατσιού. Επομένως δεν είναι καθόλου ανεξήγητοι οι τρεις γενοκτόνοι λιμοί μέχρι το χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά. Ο τελευταίος λιμός πάντως, εκείνος του Εξήντα έξι, δεν έγινε κάτω από την επικυριαρχία των Ολλανδών. Κι όμως, ελάττωσε τον πληθυσμό του Λάμποκ κατά πενήντα χιλιάδες. Μάλιστα!
Η ενδοχώρα του νησιού είναι μια απέραντη καλλιεργημένη γη όπου φυτρώνουν τα πάντα. Από καυτερές πιπεριές, που έδωσαν το όνομά τους στο νησί («λόμποκ» στα ινδονησιακά σημαίνει καυτερή πιπεριά), μέχρι καφεόδεντρα, γαρίφαλο, βαμβάκι, καπνό, και βέβαια, ρύζι.
Ο σημερινός μας στόχος λέγεται Σεναρού. Μια περιοχή που έχουμε βάλει στην ακίδα του στόχαστρού μας για τους καταρράκτες της. Κάτι σαν αφορμή για να πατήσουμε και το βόρειο τμήμα του νησιού.
Όλοι οι κάτοικοι του Σεναρού, όπως και γενικά όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Ινδονησίας, εκτός από αγρότες, κτηνοτρόφοι και μαγαζάτορες δηλώνουν και «γκάιντ». Και μάλιστα εξπέρ. Παιδιά χάσατε! Δεν θέλουμε γκάιντ. Ψοφάμε για περιπέτεια! Ο τρόπος του λέγειν, δηλαδή. Κατεβαίνουμε αυτά τα καταραμένα ανώμαλα, ψηλά και, το χειρότερο, γλιτσιασμένα σκαλοπάτια, στηριζόμενοι στα ύποπτης στερεότητας φυτά που φυτρώνουν δεξιά κι αριστερά του σχεδόν κατακόρυφου μονοπατιού, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να φτάσουμε κάποτε στο βάθος του φαραγγιού. Τι να μας κάνει εδώ ένας γκάιντ; Να μας πάρει αγκαλιά; Να μας κατεβάσει με το φορείο; Και πόσα τέλος πάντων είναι αυτά τα τρισκατάρατα σκαλοπάτια; Τριακόσια; Πεντακόσια;
Επιτέλους πιάνουμε πάτο. Ευτυχώς για την ώρα το μονοπάτι κατά μήκος του ποταμού είναι αρκούντως ευκρινές και στέρεο.
Πηγαίνω μπροστά κρατώντας ένα χοντρό κλαρί, που το έξυσα με τον ελβετικό σουγιά μου στην άκρη για να είναι μυτερό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Μια ψευδαίσθηση μόνο ότι, και καλά, είμαι οπλισμένος. Άγνωστο απέναντι σε τι.
Τώρα το μονοπάτι αρχίζει να περά όλο και πιο συχνά μέσα από πυκνά και ύπουλα φυλλώματα, όπου η ανάσα κόβεται και η παραγωγή αδρεναλίνης αυξάνει. Και όλο και πιο συχνά το χάνουμε το μονοπάτι. Ή, μάλλον, παύει να υφίσταται ως τοιούτο σε όλο και περισσότερα σημεία καθ’ ότι, ως γνωστόν, στους τροπικούς χώμα που δεν πατιέται φυτρώνει.
Επιστρατεύω όλα τα κόλπα που θυμάμαι από την εποχή που ήμουν πρόσκοπος, αλλά άλλο Πάρνηθα κι άλλο φαράγγι Σεναρού. Αν είχαμε έναν γκάιντ, καλά θα’ ταν!
Μα που στο διάολο βρίσκεται τέλος πάντων αυτός ο καταρράκτης;
Άκου! Μα ναι, το βουητό αρχίζει να δυναμώνει, άρα καλά πάμε. Προχωράμε με δυσκολία κατά μήκος του ρου και κάθε τόσο τσαλαβουτάμε στο ποτάμι αναζητώντας τη συνέχεια του μονοπατιού στην αντίπερα όχθη . Ώσπου…
Το νερό τινάζεται από κάποιο σημείο του βουνού με πολύ πυκνή βλάστηση κι ακολουθεί μια κάθετη πτώση ύψους αρκετών δεκάδων μέτρων μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
Εκείνο όμως που κάνει τον καταρράκτη ανεπανάληπτο είναι η σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο: μια πλούσια ζουγκλοειδής χλωρίδα που κρέμεται από κάθετα βράχια.
Ένας Ταρζάν των παιδικών μου χρόνων λείπει για να συμπληρώσει το σκηνικό.
Στην Αθήνα ο χρόνος…
Πίσω στην μπαμπουδένια καλύβα μας, στο Σένγκικι. Είμαι αραχτός στο αίθριο, χαλαρωμένος ύστερα από ένα ευεργετικό ντους. Θέλω να συγκροτήσω τις σκέψεις μου. Δεν είναι εύκολο. Ένας καταιγισμός από εικόνες κι άλλες τόσες εντυπώσεις.
Οι σκέψεις μου για να μπουν σε τάξη, για να γίνουν γνώσεις και ιδέες, θέλουν χρόνο.
Ο χρόνος εδώ έχει μιαν άλλη διάσταση. Μπορούν να γίνουν πάρα πολλά μέσα σε μια μέρα!
Στην Αθήνα ο χρόνος μοιάζει επαναλαμβανόμενος και λίγος μαζί. Χαμένος αλλά και πολύτιμος. Γεμάτος άγχη και την ίδια στιγμή κενός. Πώς γίνεται αυτό;
Στο μεταξύ, γι άλλη μια φορά ο ήλιος βυθίζεται στον αχανή Ινδικό, πίσω από το Μπάλι.
Για φωτογραφίες από την Ινδονησία:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 4 - ΜΠΑΛΙ, ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΡΕΦΕΝΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 5 - ΣΟΥΛΑΓΟΥΕΖΙ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΤΟΡΑΤΖΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν