ΜΑΛΑΙΣΙΑ - ΒΟΡΝΕΟ 2, ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΙΜΠΑΝ
Αρχέγονη ζούγκλα! Αιωνόβια δέντρα σφιχταγκαλιασμένα σε μια αδυσώπητη κούρσα επιβίωσης προς το φως. Ψηλά, πιο ψηλά, κυνηγώντας τον ήλιο που εδώ κάτω φτάνει σε ελάχιστες ακτίνες φιλτραρισμένες μέσα από τα φυλλώματα. Ώρες ώρες οι όχθες είναι τόσο κοντά που σχεδόν τις ακουμπάμε με τα χέρια. Ώσπου, ιδού, το καταζητούμενο long house της φυλής των Ιμπάν…
Της Ισαβέλλα Μπερτράν
Από τις σημειώσεις του ταξιδιού, τον Αύγουστο του 1999
Προηγείται:
ΜΑΛΑΙΣΙΑ - ΒΟΡΝΕΟ 1, ΟΙ ΒΑΡΟΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το πουκάμισο έχει γίνει ένα με το δέρμα. Βρεγμένο και κολλημένο πάνω μας σαν μεμβράνη. Από τον ιδρώτα; Από τη βροχή που έπεσε πριν λίγο; Και ποια εν τέλει η διαφορά;
Ρούχα υγρά παντού και πάντα. Πάνω μας, αλλά και στα σακίδια μέσα. Ρούχα που πλύθηκαν κι απλώθηκαν επί μία ή δύο μέρες, αλλά δε στέγνωσαν ποτέ τελείως, παρά τους τριάντα βαθμούς θερμοκρασίας. Φορέθηκαν έτσι, νωπά, και μούσκεψαν στον ιδρώτα μέσα σε δέκα λεπτά. Ξεπλύθηκαν πάνω μας με την πρώτη μπόρα. Ξαναποτίστηκαν στον ιδρώτα που στη συνέχεια αναμείχτηκε με το νερό του ποταμού όπου βουτήξαμε για να δροσιστούμε... Μια ατέρμονη και ανθυγιεινή, λέει, αλυσίδα υγρασίας που ωστόσο μας ευδαιμονίζει οικογενειακώς.
Όχι, δεν πρόκειται για εκδήλωση ταξιδιωτικού ή άλλου μαζοχισμού. Είναι που αυτή η βαριά υγρή ζέστη θερμοκηπίου είναι η πεμπτουσία του τροπικού δάσους. Η γενεσιουργός αιτία του. Μέσα απ’ αυτήν αναπτύσσεται κι αναπαράγεται σε απίστευτους ρυθμούς η αδιαπέραστη ζούγκλα που μας περιβάλλει. Αυτή ευθύνεται για τις μυριάδες μυρουδιές που αναδύονται σχεδόν επιθετικά από παντού. Χάρη σ’ αυτήν, το δάσος εισχωρεί πραγματικά στο πετσί μας, εισβάλοντας από τους πόρους μας και κατακλύζοντας τα ρουθούνια μας. Γιατί το τροπικό δάσος είναι παν’ απ’ όλα αίσθηση. Που δεν βιώνεται πραγματικά αν δε συνοδεύεται από τη συγκεκριμένη εξουθενωτική, αποπνικτική, αποχαυνωτική, αλλά και τόσο μοναδική ατμόσφαιρα.
Γι αυτό και κανείς μας δεν δυσανασχετεί. Ούτε τώρα που, για πολλοστή φορά, ο Τζόσουα μας κάνει σήμα ότι η πιρόγα μπαίνει σε αβαθή νερά και πρέπει να κατεβούμε για να σπρώξουμε κόντρα στο ρεύμα. Τις πρώτες φορές βγάζαμε τα άρβυλα και σηκώναμε τα μπατζάκια μέχρι το γόνατο πριν μπούμε στο νερό. Γλιστρούσαμε αδέξια με τα γυμνά πέλματα πάνω στις γλιτσιασμένες κροκάλες, χώρια το βάλε-βγάλε κάλτσες και άρβυλα που μας είχε τσακίσει τα νεύρα. Μέχρι που είπαμε δεν πάει στο διάολο, και τώρα πια μπαίνουμε στο ποτάμι με ότι φοράμε. Θα στεγνώσουμε κάποτε στην Αθήνα, μια και καλή!
Για τον Τζόσουα και τον Ντάνα, τον γεροπιρογιέρη, δεν τίθεται βεβαίως θέμα. Παντού ξυπόλυτοι ή, το πολύ-πολύ, με σαγιονάρες: Στη λάσπη και στα βρύα. Στα ζούγκλινα μονοπάτια, ανάμεσα στο ανεξιχνίαστο δίκτυ από φυτά και ρίζες. Στις νερολακκούβες όπου σήμερα το πρωί μετρήσαμε τρία φίδια να κολυμπάνε. Για να μην μιλήσω για τους κροκόδειλους που χαιρετίσαμε δυο φορές.
Στην όχθη όπου σταματάμε για να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό μας, ίχνη από στάχτες σηματοδοτούν πρόσφατο πέρασμα ανθρώπων. “Κυνηγοί” αποφαίνεται ο Τζόσουα. “Κεφαλών;”, ρωτάω δήθεν άνετα, αναφερόμενη στις ευγενικές πρακτικές, περασμένων (ελπίζω) εποχών, των ιθαγενών του Σαραγουάκ. “Όχι, όχι!” μου απαντάει με μια σοβαρότητα που περισσότερο με ανησυχεί παρά με καθησυχάζει. Για να προσθέσει εξ’ ίσου σοβαρά ότι “το κυνήγι κεφαλών απαγορεύεται από την κυβέρνηση”. Τώρα μάλιστα! Και της αρκούδας απαγορεύεται στη χώρα μου, θέλω να του πω, αλλά υπάρχει και η λαθροθηρία. Αντί όμως άλλης κουβέντας, δείχνω τον γερό-Ντάνα. Τα τατουάζ στα χέρια του είναι η αδιάψευστη μαρτυρία στην κοινωνία των Ιμπάν ότι ο φορέας τους έχει πάρει κάποτε κάποιο κεφάλι. Ο Τζόσουα καταλαβαίνει που το πάω. “Πάνε πολλά χρόνια, μίσσες”. Δεν τολμώ να ρωτήσω πόσα.
Έχουμε χάσει το λογαριασμό από τους παραπόταμους που έχουμε αλλάξει από τότε που αφήσαμε τον Ρατζάνγκ, τον μεγαλύτερο ποταμό του Σαραγουάκ. Κάπου τρεις ώρες ανεβαίναμε τον Μπάλεχ που πηγάζει από τα όρη Μπατού Τιμπάν, στην καρδιά του Βόρνεο, στην ινδονησιακή πλευρά του νησιού, πριν χωθούμε σ’ έναν παραπόταμο από τη δεξιά πλευρά της κοίτης, κι από κει σε άλλον, και σε τρίτο, σ’ ένα λαβύρινθο όλο και πιο στενών υδάτινων δρόμων.
Αρχέγονη ζούγκλα! Αιωνόβια δέντρα σφιχταγκαλιασμένα σε μια αδυσώπητη κούρσα επιβίωσης προς το φως. Ψηλά, πιο ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, κυνηγώντας τον ήλιο που εδώ κάτω φτάνει σε ελάχιστες ακτίνες φιλτραρισμένες μέσα από τα φυλλώματα. Είναι στιγμές που οι όχθες είναι τόσο κοντά που σχεδόν τις ακουμπάμε με τα χέρια, και τα δέντρα μοιάζουν να φράζουν ξανά πίσω μας το ποταμίσιο πέρασμα καθώς προχωράμε. Κι άλλες πάλι φορές όπου η κοίτη φαρδαίνει όπως τώρα ώσπου …
Στην στροφή ξεπροβάλει. Επιτέλους φτάσαμε! Το long house στέκει στην καμπύλη του ποταμού, σ’ ένα ανηφορικό ξέφωτο κατά μήκος της όχθης. Πέντε-έξι πιρόγες, προφανώς ιδιοκτησία των κατοίκων της κοινότητας, είναι φωλιασμένες σε μια εσοχή που δημιουργεί ένα είδος φυσικού λιμανιού. Εκεί δένει κι ο Ντάνα τη δικιά μας. Ο Τζόσουα πηδάει σβέλτα και προπορεύεται για να ειδοποιήσει την οικογένειά του αλλά και το υπόλοιπο χωριό για την άφιξή μας. Είμαστε καλεσμένοι του, κι αυτό πρέπει να γίνει γνωστό ώστε να τύχουμε της ανάλογης φιλικής υποδοχής.
Το λεγόμενο “μακρύ σπίτι” είναι η βορνεάτικη εκδοχή της έννοιας “κοινότητας” ή “χωριό”. Σ’ αυτήν την περιοχή του κόσμου όπου η ζούγκλα καλύπτει τα πάντα, το μόνο πρόσφορο μέρος για διαβίωση και κατασκευή κατοικιών περιορίζεται κατά μήκος των ποταμών. Έτσι οι διάφορες φυλές του Βόρνεο, χτίζουν στην καρδιά του τροπικού δάσους χωριά-σιδηρόδρομους στις όχθες του νερού. Το τυπικό long house απαρτίζεται από τρία παράλληλα επιμηκή τμήματα. Κατ’ αρχάς, ένα είδος κοινόχρηστης ανοιχτής βεράντας-αίθριο, που βλέπει πάνω στο ποτάμι και όπου διεκπεραιώνονται διάφορες εργασίες όπως η αποξήρανση καρπών και ρυζιού ή το άπλωμα των ρούχων.
Ακριβώς από πίσω, εκτείνεται μια δεύτερη μακρόστενη αλλά στεγασμένη αυτή τη φορά βεράντα-στοά, που κάνει χρέη κοινού τόπου συγκέντρωσης των οικογενειών, για φαγητό, κουβέντα και γλέντι. Αυτός ο κλειστός και προστατευμένος από τις βροχές χώρος αποτελεί ταυτόχρονα και το μοναδικό “δρόμο” του χωριού καθώς και την “αυλή” των νοικοκυριών που στεγάζονται ακριβώς από πίσω.
Ο ιδιωτικός χώρος της κάθε οικογένειας, που απαρτίζεται συνήθως από ένα-δυο δωμάτια, αποτελεί το τρίτο και τελευταίο τμήμα του long house. H πρόσβαση στα επί μέρους διαμερίσματα είναι ξεχωριστή για το καθένα, με είσοδο από τον κεντρικό “δρόμο-στοά”, αραδιασμένο στη μία του πλευρά με μία μακρόσυρτη σειρά από πόρτες.
Η παράδοση της κοινοβιακής ζωής των long houses είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που πολλοί κάτοικοι του Βόρνεο εξακολουθούν και σήμερα να ζουν σε παρόμοια κτίσματα, ακόμα και σε περιοχές αισθητά αποψιλωμένες και “ανεπτυγμένες”, όπως κατά μήκος του Ρατζάνγκ. Πρόκειται όμως στην πραγματικότητα για σύγχρονες, δήθεν αναβαθμισμένες κατασκευές από μπετόν, τσιμεντότουβλα, λαμαρίνα, αλουμίνιο κι όποιο άλλο διαθέσιμο σύγχρονο οικοδομικό υλικό. Μόνο στο μακροσκελές σχήμα θυμίζουν τα παλιά ξύλινα κομψοτεχνήματα, που απαντώνται μονάχα αν προχωρήσει κανείς βαθιά στην ενδοχώρα και που εξαφανίζονται κι αυτά μαζί με το ακατάσχετα υλοτομούμενο τροπικό δάσος.
Το long house όπου πρόκειται να καταλύσουμε είναι μια παλιά αυθεντική ξύλινη κατασκευή, καμιά ογδονταριά μέτρα μήκος, που στεγάζει γύρω στις είκοσι οικογένειες της φυλής Ιμπάν. Είναι ένα μέτριο σε μέγεθος (για τα παλιά δεδομένα) “μακρύ σπίτι”, αφού οι αφηγήσεις εξερευνητών των αρχών του αιώνα έκαναν λόγο για πενηντάθυρα οικήματα και βάλε ως κάτι το συνηθισμένο, ενώ υπήρξαν αναφορές ακόμα και για κτίσματα πολλών εκατοντάδων μέτρων μήκους! Ζαλωνόμαστε τα σακίδια μας κι ανεβαίνουμε το σανιδωτό μονοπάτι που οδηγεί στο κυρίως οίκημα, αφού πρώτα προσπερνάμε τους διάφορους βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, κοτέτσια, μέχρι κι ένα χοιροστάσιο με τρία κατάμαυρα γουρούνια.
Το σαβουάρ βιβρ της περιοχής απαιτεί να γνωριστούμε κατ’ αρχήν με τον tuai rumah, δηλαδή τον αρχηγό της κοινότητας του long house. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις στις οποίες προβαίνει ο επί των δημοσίων σχέσεων Τζόσουα, προχωράμε στο παρασύνθημα, δηλαδή στην κατάθεση των εθιμικών δώρων ως αντάλλαγμα για την φιλοξενία που θα μας παρασχεθεί: Ρύζι, φασόλια, ζάχαρη, παστά ψάρια, τσιγάρα, καραμέλες, σαπούνια, και λοιπά καλούδια. Όλα εξετάζονται ένα προς ένα από τον tuai rumah που κουνάει κάθε τόσο επιδοκιμαστικά το κεφάλι, ενώ η ομήγυρης που έχει στο μεταξύ μαζευτεί γύρω μας παρακολουθεί κι αυτή με έκδηλη ικανοποίηση.
Την παράσταση όμως κλέβουν τα δυο μπουκάλια ούζο Μυτιλήνης από την πατρίδα. Η εισαγωγική φράση “this is from Greece” αποσπά διάφορα ευγενικά αλλά μάλλον συγκαταβατικά χαμόγελα. Στο άκουσμα όμως των επεξηγηματικών λέξεων “strong drink”, ένα ρίγος ενθουσιασμού διαπερνάει τους συγκεντρωμένους που ζητάνε επιτακτικά να δοκιμάσουν αμέσως. Χρειάστηκε να επιστρατευτεί η μεσολάβηση του Τζόσουα καθώς και όλη η διπλωματική μας δεινότητα για να πεισθούν (και κυρίως ο tuai rumah) ότι καλό θα ήταν η ουζοποσία να αναβληθεί για κάποια άλλη στιγμή, με μέτρο και με γεμάτο στομάχι για να μην αρχίσουμε από τώρα να ψαρεύουμε μεσημεριάτικα μεθυσμένους Ιμπάν μέσα από το ποτάμι.
Η κοινότητα που μας φιλοξενεί εγκαταστάθηκε στην περιοχή πριν από διακόσια περίπου χρόνια, ακολουθώντας το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των Ιμπάν προς την ενδοχώρα του Σαραγουάκ. Τόσο χρονολογείται και το ξύλινο long house, τμήματα του οποίου κατά καιρούς ανακατασκευάστηκαν, συνέπεια της φθοράς από τις κατακλυσμιαίες τροπικές βροχές αλλά και από τις λεηλασίες την εποχή των μαχών με τη φυλή των Καγιάν. Τώρα πια οι φυλετικές αψιμαχίες φαίνεται να έχουν παρέλθει αλλά σε ό,τι αφορά τις βροχές…
‘Οπως λένε οι Ιμπάν, στο Βόρνεο υπάρχουν δύο εποχές: η εποχή των βροχών και η εποχή όπου βρέχει. Έτσι, εξ’ αιτίας της βροχής έγινε πριν δύο χρόνια και η πρώτη παραχώρηση προς τον εκσυγχρονισμό, κι ένα μέρος της παλιάς χόρτινης στέγης αντικαταστάθηκε με λαμαρίνα. Απειροελάχιστα “μακρυά σπίτια” με χόρτινη στέγη έχουν απομείνει στο Σαραγουάκ. Ο Τζόσουα πάντως υπόσχεται να μας οδηγήσει σ’ ένα απ’ αυτά σε μια από τις εξορμήσεις μας τις επόμενες μέρες. Για την ώρα, περιοριζόμαστε σε μία αναγνωριστική βόλτα στη γύρω περιοχή και μέχρι το νεκροταφείο της κοινότητας.
Το νεκροταφείο δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην εικόνα που έχουμε σχηματίσει συνήθως για το ζήτημα, αφού δεν πρόκειται για κάποιον συγκεκριμένο οριοθετημένο χώρο αλλά για μια ευρύτερη περιοχή διάσπαρτη από μεμονωμένους τάφους, σκορπισμένους κατά βούληση στην περιβάλλουσα ζούγκλα. Οι παλαιότεροι απ’ αυτούς δύσκολα αναγνωρίζονται ως τέτοιοι εφόσον έχουν σχεδόν εξαφανιστεί μέσα στην οργιώδη βλάστηση. Υπάρχουν όμως μερικοί τάφοι, προφανώς επιφανών ή απλά πρόσφατων νεκρών, με ξύλινες υπερκατασκευές και υπόστεγο που για τα δεδομένα των Ιμπάν, αντιστοιχούν στα μαρμάρινα μαυσωλεία των δικών μας νεκροταφείων. Εκεί συσσωρεύονται, εν είδη προσφορών, διάφορα χρειώδη, από τσιγάρα μέχρι οικοσκευή, μην και ξεμείνει ο νεκρός από τίποτε και γυρίσει το πνεύμα του να ζητήσει τα ρέστα από την φυλή.
Όταν επιστρέφουμε στο long house αργά το απόγευμα, η κίνηση στην σκεπαστή βεράντα είναι μεγάλη. Κόσμος πάει κι έρχεται, παιδιά που κυνηγιούνται, κοπέλες φορτωμένες με καρπούς από το δάσος, νέοι ψαράδες με τη σοδειά τους, άλλοι που μπαλώνουν δίχτυα. Οι γηραιότεροι έχουν αράξει στα κατώφλια και ρεμβάζουν. Η γιαγιά του Τζόσουα μυρικάζει σε κάποια γωνία μια τζούρα μπετέλ (είδος καπνού) φτύνοντας κάθε τόσο μέσα σ’ ένα πήλινο δοχείο κάτι ροχάλες στο χρώμα του αίματος και μεγάλες σαν δίευρα.
Μια ομάδα γυναικών υφαίνουν, σκυμμένες στους αργαλειούς. Η ύφανση εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί την κυριότερη ασχολία των γυναικών Ιμπάν, όπου οι επιδόσεις της κάθε μίας προσδιορίζουν και το στάτους της μέσα στην κοινότητα. Τα αποκαλούμενα “πούα κούμπου”, δηλαδή οι υφαντές κουβέρτες και τα κιλίμια παίζουν εξέχοντα ρόλο στις τελετουργίες των Ιμπάν, στις γιορτές της συγκομιδής και στους γάμους. Σε άλλες εποχές, όχι και τόσο μακρινές, τότε που το κυνήγι κεφαλών ήταν στην ημερήσια διάταξη στο Βόρνεο, τα πουά κούμπου είχαν και μιαν άλλη, πολύ λιγότερο ειρηνική χρήση. Ήταν τότε που οι γυναίκες τα άπλωναν για ν’ ακουμπήσουν σ’ αυτά τα κεφάλια που έφερναν ως τρόπαια οι πολεμιστές Ιμπάν σαν επέστρεφαν από τις μάχες με τις άλλες φυλές…
Στο βραδινό γλέντι που ετοιμάζεται προς τιμήν μας, ο συνδυασμός του ελληνικού ούζου και του τοπικού τουάκ (είδος αλκολούχου ποτού με βάση το ρύζι) κάνει το θαύμα του. Μετά από τρεις-τέσσερις ώρες φαγητό, χορό και τραγούδι, οι ελληνο-ιμπανικές σχέσεις φτάνουν στο καλύτερο σημείο της … ανύπαρκτης ιστορίας τους. Κι έτσι, η βραδιά που ξεκίνησε με βορνεάτικα κρουστά και πολεμικούς χορούς κλείνει πανηγυρικά γύρω στα μεσάνυχτα με το τροπικό δάσος να αντιλαλεί από τις στροφές της “Δραπετσώνας” και δύο-τρεις Ιμπάν να τρεκλίζουν στο ρυθμό ενός ζεϊμπέκικου δικής τους εκδοχής.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Βόρνεο:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΜΑΛΑΙΣΙΑ - ΒΟΡΝΕΟ 1, ΟΙ ΒΑΡΟΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΑΙΣΙΑ - ΒΟΡΝΕΟ 3, Η ΧΕΙΡΑΨΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν