ΙΡΑΝ 2 - ΜΠΑΜ, ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Front Picture: 

Στα δεξιά μας βουνά γυμνά, με κορφές χιονισμένες που χάνονται στα σύννεφα. Κι από την άλλη η ανελέητη έρημος Νταστ-Ε-Λούτ, ισόπεδη και γκρίζα με την τραχύτητα της πέτρας. Διανύουμε την δεκαετία του ’90 και οδεύουμε προς την Μπαμ που τα έκθαμβα μάτια μας είχαν την ανεπανάληπτη τύχη ν’ αντικρίσουν πριν την ξοδέψει ολοσχερώς ο Εγκέλαδος στο δολοφονικό του ξέσπασμα τα Χριστούγεννα του 2003.

 

Της Ισαβέλλας Μπερτράν

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 32 18.11.2000


Διαβάστε επίσης:

ΙΡΑΝ 1, ΑΠΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΟ ΙΡΑΝΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 


 

Πετάμε με προορισμό το νοτιοανατολικό Ιράν και τo κέφι μας βρίσκεται στο απόγειό του όπως συμβαίνει κάθε φορά που αυτοσχεδιάζουμε ανατρέποντας προγράμματα που εμείς οι ίδιοι επεξεργαστήκαμε πρωτύτερα με κάθε επιμέλεια. Νωρίτερα το πρωί, είχαμε περάσει δυο άχαρες ώρες στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, περιμένοντας μάταια την προγραμματισμένη πτήση μας με προορισμό την Ραστ, στα παράλια της Κασπίας. Η χιονοθύελλα ωστόσο που μαίνονταν πάνω από τις βόρειες οροσειρές της χώρας ανέβαλε την απογείωση προς αυτήν την κατεύθυνση και μας κρατούσε καθηλωμένους σε μια εκνευριστική όσο και άγονη αναμονή.

Ώσπου η λύση ήρθε απρόσμενα από μια φωτογραφία. Μέσα από ένα εγκαταλειμμένο φυλλάδιο της Ίραν Αιρ που ξεφύλλιζα για να περάσει η ώρα, ξεπετάχτηκε και με χτύπησε κατάκαρδα η σχεδόν εξωπραγματική εικόνα μιας ρημαγμένης και έρημης λάσπινης πολιτείας. Πόλη της Μπάμ, επαρχία της Κερμάν, σημείωνε η λεζάντα. Έρωτας ακαριαίος και σαρωτικός. Μπαμ και κάτω.

Μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά η απόφαση είχε παρθεί ομοφώνως, και η τετραμελής παρέα μας στέκονταν σύσσωμη μπροστά στο γκισέ της Ιράν Αιρ για την αλλαγή των αεροπορικών εισιτηρίων. Αντί για βορειοδυτικά, θα πετάγαμε νοτιοανατολικά. Αντί να διασχίσουμε βουνά για να καταλήξουμε σε θάλασσα, θα περνάγαμε πάνω από έρημο για να προσγειωθούμε σε οροπέδιο. Η απόλυτη ανατροπή σχεδίων. To ανεκτίμητo πλεονέκτημα της ελευθερίας κινήσεων του ανεξάρτητου ταξιδιώτη.


Έρευνα αγοράς


Καθισμένη στο φουαγιέ του ξενοδοχείου Ακαβάν στην Κερμάν προσπαθώ να υπολογίσω στον χάρτη την απόσταση που μας χωρίζει από την Μπαμ. Καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα, απ’ ό,τι μπορώ να εκτιμήσω. Δίπλα μου, η Στέλλα έχει βυθιστεί στο βιβλίο της για την πορεία του Μεγαλέξανδρου ενώ η Νίκη πασχίζει φιλότιμα για την ανάπτυξη των ελληνο-ιρανικών εμπορικών σχέσεων ψαρεύοντας από τον ρεσεψιονίστα πληροφορίες για τις ποιότητες και τις τιμές των χαλιών της περιοχής. Ο καθείς με τον καημό του. Κι ο Κώστας με τον δικό του, αφού ήδη περιφέρεται στα πέριξ του ξενοδοχείου με τη μηχανή στο χέρι σε αναζήτηση φωτοθηράματος.


Η έρευνα αγοράς της Νίκης πρέπει να απέδωσε αφού μας προτείνει γεμάτη έξαψη να βγούμε ατάκα κι επιτόπου για επίσκεψη στο παζάρι, όπου ο ρεσεψιονίστας της σύστησε το μαγαζί ενός ξαδέλφου του που εμπορεύεται, λέει, τα καλύτερα χαλιά της επαρχίας. Η πρόταση γίνεται αμέσως αποδεκτή, όχι γιατί κανείς άλλος ενδιαφέρεται για τα χαλιά του (υποτιθέμενου) ξαδέλφου του ρεσεψιονίστα αλλά γιατί το παζάρι είναι εξ ορισμού το προσφορότερο μέρος για μια πρώτη κατάδυση στην καρδιά της πόλης. Το επιβεβαιώνει εξάλλου και η σχετική κοσμοπλημμύρα που συναντάμε στην πλατεία Τοχίντ, στην είσοδο του Μπαζάρ-Ε-Βακίλ. Εισχωρούμε στη σκεπαστή αγορά για μια αναγνωριστική περαντζάδα,  σύντομα όμως οι γνώμες διχάζονται ως προς το δρομολόγιο, εξ ου και το συναινετικό προσωρινό διαζύγιο. Η Νίκη κατευθύνεται προς το χαλέμπορα, συνοδευόμενη από την πάντα βολική Στέλλα, ενώ ο Κώστας κι εγώ συνεχίζουμε τη βόλτα μας στα δρομάκια της πόλης.


Η Κερμάν δεν είναι αυτό που θα λέγαμε κλασσικά «ωραία».  Στερείται για παράδειγμα την εξόφθαλμη μεγαλοπρέπεια του Ισπαχάν ή την πληθώρα αξιοθέατων της ευρύτερης περιοχής του Σιράζ.

Αποπνέει όμως αυθεντικότητα κι ένα είδος σεμνής και κρυφής γοητείας όπως αυτή που καλύπτουν οι Περσίδες κάτω από τις πτυχές των τσαντόρ τους.


Χτισμένη ψηλά στο ασιατικό οροπέδιο στα 1800 μέτρα, η σημερινή Κερμάν των τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων είναι μια πόλη που μετράει ήδη δεκαεπτά αιώνες ζωής.


Την ίδρυσε ο Αρντασίρ, πρώτος  μονάρχης της δυναστείας των Σασσανιδών, για να περάσει ανά τους αιώνες στα χέρια Αράβων, Σελτζούκων, Τουρκμένων, Μογγόλων και άλλων αφεντάδων που ο καθένας όλο και κάποιο σημάδι άφησε στην αρχιτεκτονική, τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής. Το αποκαλούμενο τζαμί της Παρασκευής για παράδειγμα χτίστηκε τον 14ο αιώνα, την περίοδο της κυριαρχίας των Μογγόλων, αλλά πολλά από τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι μεταγενέστερα κατά δύο αιώνες και τα χρωστάει στη δυναστεία των Σαφαβιδών. Το λεγόμενο τζαμί του Ιμάμη είναι απομεινάρι των Σελτζούκων καταχτητών του 11ο και 12ου αιώνα, ενώ οι Τουρκμένοι έβαλαν κι αυτοί το χεράκι τους στις διάφορες προσθήκες. Όσο για τον ζωροαστρικό ναό, συνενώνει τους εναπομείναντες πιστούς της πιο παλιάς θρησκείας του Ιράν, που συγκροτούν στην Κερμάν τη δεύτερη πολυπληθέστερη κοινότητα ζωροαστρών της χώρας μετά από εκείνη στη Γιαζντ.



La terra trema  

Για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία μιας πόλης συχνά δεν είναι τόσο τα υποτιθέμενα αξιοθέατα της όσο οι δρόμοι και τα σπίτια της. Οι γειτονιές των ανθρώπων.

“Ζελζελέ” επαναλαμβάνουν τα παιδιά κάθε φορά που στεκόμαστε μπροστά σ’ ένα από τα δεκάδες ερειπωμένα κτίσματα. Κοιταζόμαστε ερωτηματικά, ώσπου ένας πιτσιρικάς επιδίδεται σε μία πολύ παραστατική παντομίμα. Αρχίζει να τρέμει και να κουνιέται σύγκορμος, μέχρι που σωριάζεται στο έδαφος σαν χάρτινος πύργος.


Σεισμός λοιπόν ο ζελζελέ (μάλλον από κει κατάγεται και ο «δικός» μας τζερτζελές), μια λέξη-τρόμος για τους περισσότερους Ιρανούς που ζουν σε μία από τις πιο ασταθείς γεωλογικά χώρες του πλανήτη.


Τα παιδιά όμως είναι πάντα παιδιά, και η ανάγκη για παιχνίδι ισχυρότερη από τον φόβο, τα δε εγκαταλειμμένα σπίτια ιδανικός παιδότοπος για κρυφτό και κυνηγητό. Κι ας ελλοχεύει κάθε στιγμή ο κίνδυνος μιας επικείμενης κατάρρευσης κάποιου ραγισμένου ντουβαριού.


Ξυρισμένα με την “ψιλή” τα περισσότερα αγορίστικα κεφαλάκια, καλυμμένα με μαντίλα όλα τα κοριτσίστικα άνω των εννέα ετών.


Όσο για τις έφηβες με τα τσαντόρ, περνάνε από δίπλα μας φαινομενικά σοβαρές κι αδιάφορες, αλλά οι πλάγιες κλεφτές ματιές δίνουν και παίρνουν όταν νομίζουν πως δεν τις βλέπουμε.


Συγκαλυμμένα περίεργη και συγκρατημένα φιλική αυτή εδώ η νέα γενιά που γεννήθηκε, γαλουχήθηκε και ενηλικιώθηκε κάτω από το θεοκρατικό καθεστώς, χωρίς καμιά επαφή με το αλλότριο και το διαφορετικό. 

 


Νασερί

Ο Νασερί είναι μικροκαμωμένος, με καλοσυνάτο πρόσωπο, εγκάρδιο χαμόγελο και μια υποψία παιχνιδιάρικης λάμψης στα μάτια. Το δε αυτοκίνητο του είναι μάλλον ευρύχωρο, περίπου ετοιμόρροπο και εντελώς παράνομο. Δηλαδή, για ν’ ακριβολογούμε, δεν διαθέτει αυτό που εμείς ονομάζουμε άδεια ταξί. Παρ’ όλα αυτά, δέχτηκε πρόθυμα να μας μεταφέρει στην Μπαμ, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους οδηγούς που, διστακτικά ο ένας, κατηγορηματικά ο άλλος, αρνήθηκαν να αναλάβουν το αγώγι, και μάλιστα χωρίς εξηγήσεις.


Ο Νασερί μας έθεσε μονάχα έναν όρο που άρχισε όμως να φωτίζει κάπως τους λόγους της επιφυλακτικότητας των συμπατριωτών του. Επ’ ουδενί δεν μπορεί, λέει, να βγει ούτε μέτρο έξω από τον κεντρικό δρόμο, ούτε να σταματήσει στο τμήμα της διαδρομής που περνάει από τις παρυφές της ερήμου.


Σύμφωνοι, αλλά γιατί; τον ρωτάμε γεμάτοι φιλομάθεια.


 Dangerous, λέει, very dangerous, επαναλαμβάνει, προσθέτοντας κάτι για Pakistan, Afghanistan, drugs και police.

 


Με τα τσάτρα πάτρα αγγλικά του, μας εξηγεί ότι τα καραβάνια της ηρωίνης των Πακιστανών και Αφγανών λαθρεμπόρων που διασχίζουν την έρημο, συχνά πυκνά περνάνε κοντά από τον κεντρικό δρόμο Κερμάν-Μπαμ. Και δεν είναι ό,τι καλύτερο το να πέσεις πάνω τους, γιατί οι τύποι αυτοί δεν αστειεύονται καθόλου, ανοίγουν πυρ κατ’ ευθείαν στο ψαχνό. Άσε που κι αν ακόμα γλυτώσεις απ’ αυτούς, κινδυνεύεις να πιαστείς κατά λάθος ως λαθρέμπορος από τις περιπολίες της αστυνομίας, και τότε, μέχρι ν’ αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, σ’ έφαγε το μαύρο σκοτάδι (των ιρανικών φυλακών). Άσε καλύτερα. Εντάξει Νασερί, καταλάβαμε. Καρφωτοί για τη Μπαμ, χωρίς στάση, και μόνο από τον κεντρικό.


Δεξιά μας η οροσειρά του Ζάγρου. Βουνά γυμνά, στις γήινες αποχρώσεις της ώχρας και της σκουριάς, με χιονισμένες κορφές που χάνονται στα σύννεφα. Κι από την άλλη το απόλυτο κενό, ένα τοπίο ισόπεδο και γκρίζο με την τραχύτητα της πέτρας.

Οι γεωλογικές ανακατατάξεις του πλανήτη οδήγησαν σε εξάτμιση κι αποξήρανση την παλιά λίμνη που υπήρχε κάποτε εδώ, δημιουργώντας στη θέση της αυτό το τρομερό “κεβίρ”, μια  γη σκασμένη από τη λειψυδρία και γεμάτη ρωγμές. 


 Είναι απίστευτη η σκληρότητα της ερήμου Νταστ-Ε-Λουτ που απλώνεται στ’ αριστερά μας προς τον Βορρά, και μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Και να σκεφτείς ότι διασχίζουμε μονάχα στις παρυφές της. Μπροστά της η Σαχάρα με τις καμπύλες της, τα αμμοκύματα και την πλαστικότητά της μου μοιάζει τώρα σχεδόν φιλική.


Κάπου σ’ αυτά εδώ τα μέρη, αποφαίνεται η Στέλλα, τοποθετείται η αρχαία έρημος της Καρμανίας, όπου παρ’ ολίγο να αφήσει ο Αλέξανδρος τα κοκαλάκια του, επιστρέφοντας με τα στρατεύματά του από την εκστρατεία στις Ινδίες. Δηλαδή τα σκληροτράχηλα τζιπ των ναρκεμπόρων ίσως και να πατάνε πάνω στα χνάρια του. Όπως και οι νταλίκες που συναντάμε ακατάπαυστα στην πορεία μας, φορτωμένες προϊόντα με προορισμό το Πακιστάν.


Μπάμ και κάτω!


Ώσπου ξαφνικά, ξεπροβάλει μπροστά μας, τρισδιάστατη και απτή, η εικόνα που κυνηγήσαμε μέχρις εδώ στην ερημιά, στα βάθη της Περσίας. Ιδού λοιπόν το κάστρο της Μπαμ! Έχουμε σταθεί άφωνοι, θαυμάζοντας εκστασιασμένοι τα πανύψηλα οχυρωμένα τείχη και τους στιβαρούς πύργους που φυλάσσουν την πρόσβαση της αρχαίας πολιτείας.


Το μεγάλο οπτικό πανηγύρι κορυφώνεται αφού διαβούμε την πύλη εισόδου. Για τη χαρά των δικών μας ματιών και μόνο, μας προσφέρεται μια ολόκληρη νεκρή πόλη, με τα σπίτια της και τα τζαμιά της, τις αγορές της, τα χάνια της και τα δημόσια κτίρια της. Όλα πλινθόκτιστα, άδεια κι ερειπωμένα. Και γι αυτό ακόμα πιο γοητευτικά.


Προηγήθηκε η εγκατάλειψη των ανθρώπων, κι ήρθε η φθορά του χρόνου και των στοιχείων της φύσης να φτιάξει το δικό της σουρεαλιστικό έργο, στρογγυλεύοντας και λειαίνοντας τις γωνίες και σμιλεύοντας νέα σχήματα και καμπύλες, όλα καλυμμένα μ’ ένα αδιόρατο αλλά έντονα αισθητό πέπλο νοσταλγίας.


 

Περιδιαβαίνουμε στην τύχη, δρόμους και πλατείες, απολαμβάνοντας την μοναχικότητά μας μέσα

σ’ αυτόν τον απίστευτο χώρο, που στην ακμή του στέγασε τις ζωές και τα όνειρα πάνω από δέκα χιλιάδων ανθρώπων.



Εικάζεται ότι η Μπαμ ιδρύθηκε την εποχή των Σασσανιδών  δηλαδή κάπου μεταξύ 3ου και 7ου αιώνα, αλλά τις μεγάλες μέρες της τις γνώρισε τον 16ο και 17ο αιώνα, κάτω από την διακυβέρνηση της δυναστείας των Σαφαβιδών. Από τότε χρονολογούνται τα περισσότερα κτίσματα, μολονότι ορισμένα απομεινάρια μας γυρνάνε πίσω στον 12ο αιώνα ή και ακόμα παλιότερα.


Η αρχή του τέλους για την Μπαμ ξεκινάει γύρω στο 1720, με την επιδρομή Αφγανών εισβολέων. Οι κάτοικοί της  υποχρεώθηκαν τότε ν’ αφήσουν πίσω τους τα πάντα, για να σώσουν το μοναδικό εν τέλει αναντικατάστατο αγαθό: τη ζωή τους.

 

Οι Αφγανοί όμως δεν φτούρισαν για πολύ στη νοτιοανατολική Περσία. Εκδιώχτηκαν σύντομα, κι έτσι μετά από μερικά χρόνια, οι Μπαμίτες επέστρεψαν στην πόλη τους. Αλλά, όπως και να το κάνεις, η Μπαμ δεν ξανάγινε ποτέ αυτή που ήταν. Κι όταν άλλοι εισβολείς, από την περιοχή της Σιράζ αυτήν τη φορά, επιτέθηκαν ξανά με πρωτοφανή αγριότητα, τότε η πόλη εγκαταλείφτηκε οριστικά από τους κατοίκους της το 1810. Έκανε κατά καιρούς χρέη στρατώνα μέχρι το 1930, κι από τότε - ευτυχώς για μας - παραμένει άδεια και υπέροχη.



Έχουμε σκαρφαλώσει μέχρι την ακρόπολη που περιστοιχίζεται από δικό της εσωτερικό τείχος ύψους δεκατριών μέτρων, πέρα από τον εξωτερικό που αγκαλιάζει ολόκληρη την πόλη. Ειδομένη από δω ψηλά, λουσμένη στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, η Μπαμ φαντάζει εντελώς εξωπραγματική. Ένας απατηλός αντικατοπτρισμός της ερήμου. Ψεύτικο χολιγουντιανό ντεκόρ από συμπιεσμένο χαρτί. Μια τεράστια μακέτα κάποιου ευφάνταστου αρχιτέκτονα.


 

Μία τάξη από κάποιο γυμνάσιο θηλέων της περιοχής έχει έρθει εκδρομή και οι μαθήτριες ανηφορίζουν προς το μέρος μας τυλιγμένες στα τσαντόρ τους. Είναι η  μόνη ανθρώπινη παρουσία, εκτός από τη δική μας, που σπάει τριών ωρών σιωπής και απόλυτης μοναξιάς στην πόλη-φάντασμα.

Σύντομα τα κορίτσια μας έχουν πλησιάσει, στέλνοντας προς το μέρος μας ντροπαλά χαμόγελα αμηχανίας κι ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ψιθυριστές κουβέντες και συνωμοτικές ματιές. Αρκούν μερικές κουβέντες από την πλευρά μας για να εξαφανιστεί η συνηθισμένη ιρανική συστολή τους και να παραχωρήσει τη θέση της σ’ έναν απροσχημάτιστο ενθουσιασμό για τη γνωριμία. Είναι, λέει, η πρώτη φορά  που συναντάνε δυτικούς από τη μέρα που γεννήθηκαν. Ε, αυτό πια! Ούτε φυλή στα βάθη της τροπικής ζούγκλας της Νέας Γουϊνέας να ήταν! Σε λίγο επακολουθεί και δεύτερη “παρεκτροπή”. Καμιά δεκαπενταριά κορίτσια φωτογραφίζονται μαζί με τον μοναδικό άντρα της παρέας μας. Και μάλιστα με την άδεια της καθηγήτριάς τους που ποζάρει κι αυτή. Σαν να μου φαίνεται ότι ακούω τα κόκαλα του Χομεϊνί να τρίζουν στον τάφο του.


Για περισσότερες φωτογραφίες από το Ιράν:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...


 

Διαβάστε επίσης: 

ΙΡΑΝ 1, ΑΠΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΟ ΙΡΑΝΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν