ΑΙΘΙΟΠΙΑ 4 - ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΓΕΙΑ ΛΑΛΙΜΠΕΛΑ
Εδώ όλες οι εκκλησίες είναι σμιλευμένες μέσα σε έναν γκρίζο συμπαγή βράχινο ορεινό όγκο. Σημαίνει πως είναι υπόσκαφες, ή μάλλον υπόγλυφες. Πως τίποτε δεν έχει χτιστεί. Ούτε ένα τούβλο. Ούτε ένα πρόσθετο δομικό στοιχείο κατασκευασμένο εκτός εργοταξίου και μεταφερμένο εδώ, ούτε μια μυστριά λάσπη. Τσίκι τσίκι με το καλέμι.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 454 / 27.12.2008
Προηγούνται:
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 1 - ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 2 - ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΝΤΑΡ ΣΤΟ ΑΞΟΥΜ, ΣΥΝΟΙΚΙΑ Τ' ΟΝΕΙΡΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 3 - ΒΥΘΙΣΜΑ ΝΤΑΝΑΚΙΛ, ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΑΡΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Αφήσαμε πίσω μας την επίγεια Κόλαση η οποία γεωγραφικώς αναφέρεται ως «Έρημος Ντάνακιλ» και οδεύουμε νότια, με στόχο τη Λαλιμπέλα. Τα χωριά, τσουρούτικα, φτιαγμένα από πηλό και στέγες από χόρτο. Οι Αιθίοπες της βαθειάς επαρχίας δεν έχουν συνηθίσει στην, έτσι κι αλλιώς σπάνια, άσφαλτο. Ίσως γιατί δεν έχουν χαθεί ακόμη πολλές ζωές ανθρώπων, είτε ζώων, κάτω απ τους τροχούς. Βαδίζουν οπουδήποτε στο κατάστρωμα του δρόμου και πρέπει να έρθουμε σε, σχεδόν σωματική, επαφή μαζί τους, και μάλιστα κορνάροντας, για να κάνουν στη μπάντα. Συχνά πανικοβάλλονται όπως και τα κατσίκια τους και δεν ξέρουν κατά πού να πάνε, δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω; Μια χορογραφία μικροπανικού στη μέση του δρόμου.
Όπου κι αν σταθούμε θα μας ζητήσουν άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού, λες και πρόκειται για μετουσιωμένο χρυσό. Ο Σάτσο, απ τον οποίο δεν περνά τίποτε απαρατήρητο, υποψιάζεται ότι ο οδηγός μας, ο Μούλε, τα εμπορεύεται. Κάπως υπερβολικό μας φάνηκε αλλά αποφασίσαμε να τα δίνουμε μόνοι μας. Μούτρα ο Μούλε! Πάντα άπληστος και πάντα λαμογιάρης. Κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικός του πολιτισμού της χώρας του. Σε αντίθεση μ’ αυτόν, οι Αιθίοπες που συναντάμε είναι όλοι τους γλύκες. Η προσωποποίηση της ανθρώπινης καλοσύνης.
Τέρμα και η στραπατσαρισμένη άσφαλτος. Τώρα μας μέλλει να κάνουμε τα επόμενα εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα χαλικόδρομο μέχρι τη Λαλιμπέλα.
Έχει κάτι από Τήνο
Μπαίνουμε στη Λαλιμπέλα η οποία είναι στα πολύ χάι της αφού, λόγω παλαιοημερολογίτικων Χριστουγέννων, διάγει μέρες ατέρμονων πανηγυριών και συναφών θρησκευτικών εκδηλώσεων. Μέγα το πλήθος των προσκυνητών που έρχεται απ όλη την επικράτεια και μαζί μ’ αυτούς οι κάθε λογής σωματικώς αναξιοπαθούντες «προσμένοντες ίσως κάποιο θάμα», που λέει κι ο ποιητής. Μού ‘ρχεται συχνά στο νου η λαϊκή ρήση, κουτσοί, στραβοί, ανάποδοι, όλοι στον άγιο Παντελεήμονα. Η Λαλιμπέλα έχει και κάτι από Παναγία της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο αλλά στο πολύ πιο εξαθλιωμένο.Έντονα χρώματα και σχέδια της αθωότητας. Κι έναν αέρα εμπλουτισμένο από μια ελαφριά μπόχα υπαίθριου αποχωρητηρίου ανάκατη μ’ αυτήν που προκύπτει απ τις σβουνιές των εκτεταμένων ζωοπανηγύρεων. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες τα κατσικοπρόβατα και τα ιπποειδή.
Διατρέχουμε τον κεντρικό χωματόδρομο, τη δημοσιά σα να λέμε, όπου όλοι συναπαντούν όλους. Η κραυγαλέα φτώχεια στην αποθέωσή της. Καταλύουμε σ’ ένα ξενοδοχειάκι κάπως ψηλά με θέα τη μισή πόλη. Κι εκτός αυτού, ακριβώς δίπλα, υπάρχει κι ένα ίντερνετ καφέ. Ε, αυτό πια!
Ο Σάτσο δε νοιώθει πολύ καλά, κάποια μικροδηλητηρίαση συμπεραίνουμε. Τα συνηθισμένα. Η Ισαβέλλα ανασύρει από το φαρμακείο της ένα επιτούτου καταπότι και του φτιάχνει και μία πορτοκαλάδα ως συνοδευτικό. Τους ανακοινώνω πως σήμερα δεν πρόκειται να βγω στην πόλη. Νισάφι! Είμαστε λιώμα στην κούραση και η σκόνη έχει εισδύσει βαθειά στους πόρους μας. Μας αξίζει ένα καλό μπάνιο και κάνα δυο ωρίτσες χαλάρωση. Έχουμε τόσες μέρες στη διάθεσή μας για να σουλατσάρουμε και να κλικάρω ασύδοτα.
Το καλό μπάνιο θ’ αργήσει. Το νερό είναι εξαντλημένο. Με τόσα μιλιούνια πελεγκρίνων απ όλη την επικράτεια έχει στερέψει η ύδρευση.
Βραδιάζει. Η Ισαβέλλα κατάφερε να μπει στο ίντερνετ για να μάθουμε τι γίνεται στον κόσμο. Εγώ, ως ψυχωσικός με την τάξη, επωφελούμαι να ανατακτοποιήσω τα φωτογραφικά και το σακίδιό μου. Ο Σάτσο υποθέτω ότι κάνει τα γλυκά μάτια σε μια μαυρούκα της λεγόμενης ρεσεψιόν. Ε, νέο παιδί είναι! Το νερό ήρθε με τη συνδρομή της γνωστής αφρικανικής «μαγείας». Τσουρούτικο και έγχρωμο από κάποιο είδος σκουριάς αλλά, δε βαριέσαι, μήπως θα το πιούμε;
Είναι τέσσερις του Γενάρη και νομίζεις πως είσαι στον αθηναϊκό Ιούλη. Με τα πήγαιν’ έλα στην Υδρόγειο έχουμε χάσει και την αίσθηση του ετήσιου κύκλου. Το καζανάκι της τουαλέτας δεν λειτουργεί. Τα νεύρα μου! Στο χώρο του λεγόμενου «ρεστωράν», απαγορεύεται, λέει, το κάπνισμα. Έχω προσέξει πως, όσο πιο πρωτόγονη, φτωχιά και τεχνολογικά «καθυστερημένη» είναι μια κοινωνία, τόσο πιο γρήγορα, πιο εύκολα και πιο φανατικά ενστερνίζεται την απαγόρευση του καπνίσματος. Μοιάζει με ειρωνεία. Παρά τη φτώχεια και τον υποσιτισμό τους αποδέχονται ως θεία εντολή την αμερικανόπνευστη αντικαπνιστική υστερία λες και το κάπνισμα είναι αυτό από το οποίο θα προέλθει η μέλλουσα συντέλεια του κόσμου. Τι να πεις! Μπορεί να ‘ναι κι έτσι.
Έχουμε μπλοκάρει σ’ έναν φαρδύ χωματόδρομο. Μπροστά μας στέκει, και μας κόβει το πέρασμα, ένα νερουλάδικο φορτηγό το οποίο, εν προκειμένω, κάνει χρέη σκαλωσιάς. Στο ντεπόζιτό του ακροβατεί ένα σμήνος από ανυπόδητους μαστροδιάφορους με την καθ όλα αγαθή φιλοδοξία να στερεώσουν ένα εορταστικό πανό από το ένα δοκάρι στο άλλο. Όλοι δίνουν εντολές σε όλους. Όλα γίνονται με τα χέρια. Εργαλεία, μηδέν. Ένα χαρούμενο κομφούζιο. Βάζω στοίχημα πως μ’ αυτούς τους σπάγκους το πανό δεν θ’ αντέξει ούτε δέκα λεπτά, ακόμα και χωρίς αέρα. Μόλις που συγκρατώ τον Σάτσο που θέλει να κατέβει να τους κάνει υποδείξεις. Ως γνήσιος νεοέλλην!
Περιέργως, κάθε φορά, στον κόσμο που υπεροπτικά αποκαλούμε «Τρίτο», οι τεχνολογικές μου πεποιθήσεις διαψεύδονται η μία μετά την άλλη. Το σμήνος των ανυπόδητων στερέωσε το πανό του, το νερουλάδικο έκανε στην πάντα και μείς περάσαμε με προορισμό τις διάσημες υπόσκαφες εκκλησίες που γι αυτές ήρθαμε.
Μπετ Γκολγκοθά και σία
Υπόσκαφες σημαίνει ότι είναι σμιλευμένες μέσα σε έναν γκρίζο συμπαγή βράχινο ορεινό όγκο. Σημαίνει πως είναι υπόγλυφες. Πως τίποτε δεν έχει χτιστεί. Ούτε ένα τούβλο. Ούτε ένα πρόσθετο δομικό στοιχείο κατασκευασμένο εκτός εργοταξίου και μεταφερμένο εδώ, ούτε μια μυστριά λάσπη. Οι μαστόροι κατασκευαστές, του δωδέκατου αιώνα παρακαλώ, και οι είλωτες που ήσαν στη δούλεψή τους, ξεκινούσαν τις εργασίες τους από την οριζόντια επιφάνεια του πέτρινου εδάφους μ’ ένα σφυρί, ένα καλέμι και, υποθέτω, κάποια αρχιτεκτονικά σχέδια στα χέρια του ιερέα-ειδήμονα της εποχής.
Απ’ ότι αντιλαμβάνομαι, ξεκινούσαν ορύσσοντας έναν στενό περιφερειακό διάδρομο που όλο και βάθαινε μέχρι το επίπεδο όπου θα αποτελούσε τη βάση της μέλλουσας εκκλησίας. Μιλάμε για καμια δεκαριά μέτρα και βάλε κάτω από την εδαφική επιφάνεια. Τσίκι τσίκι με το καλέμι. Ούτε φουρνέλα, ούτε κομπρεσέρ, ούτε τίποτα. Από το βάθος αυτό άρχιζαν να σμιλεύουν την πέτρα περιφερειακά και να δίνουν σχήμα, αισθητική και λειτουργικότητα στο μεγαλειώδες υποδόμημά τους.
Οι εκκλησίες αυτές έχουν τοξωτές πύλες, υπόγειους κατασκότεινους και δαιδαλώδεις διαδρόμους, σκήτες σκαμμένες στην κάθετη κοψιά του βράχου ίσα που να χωρούν το σώμα ή τον σκελετό ενός οριζοντιωμένου ασκητή, εσωτερικά αίθρια και, βεβαίως, τους κυρίως εκκλησιαστικούς χώρους: τη μεγάλη αίθουσα, το ιερό και όλα αυτά τα συμπαρομαρτούντα δομικά εκκλησιαστικά στοιχεία τα οποία ουδέποτε έμαθα πώς λέγονται. Είναι εντυπωσιακή η λιτότητα όσο και η απλοϊκότητα της ναϊκής αισθητικής.
Σε έντονη αντίθεση με τη βυζαντινή τεχνοτροπία, εδώ οι ζωγραφιές-εικόνες έχουν κάτι το εξτρίμ απλοϊκό, όσο και γήινο. Οι χριστιανοί άγιοί τους, σε αντίθεση με το χαύνο βλέμμα των δικών «μας» βυζαντινών εικόνων, έχουν κάτι το τραχύ και ταλαιπωρημένο, το ασκητικό και το θυμωμένο μαζί, χωρίς τη γνωστή προσπάθεια βυζαντινότροπης ωραιοποίησης. Οι παπάδες τους ενδυματολογικά ρέπουν προς τα φανταχτερά ράσα, λευκά κατά προτίμηση, που τα συνδυάζουν με λευκά ή εντονόχρωμα καμηλαύκια.
Στη Λαλιμπέλα υπο-δομήθηκαν, υποσκάφτηκαν για την ακρίβεια, έντεκα συνολικά χριστιανο-κόπτικες εκκλησίες χωρισμένες σε δύο συμπλέγματα, ένα των έξι εκκλησιών κι ένα των τεσσάρων, καθώς και μίας μεμονωμένης. Το βορειοδυτικό σύμπλεγμα, που είναι και το πιο εκτεταμένο, απαρτίζεται από τις έξι. «Μπετ» σημαίνει «άγιος» ή «αγία» και.. έχουμε και λέμε: Μπετ Μαριάμ, Μπετ Μέσκελ, Μπετ Νταναγκχέλ, Μπετ Γκολγκοθά, Μπετ Μικαέλ και Μπετ Μεντχάνε Άλεμ που σημαίνει «του Σωτήρος». Αυτή την αναφέρω τελευταία από τις έξι γιατί είναι η μεγαλύτερη του συμπλέγματος: τριαντατριάμισι επί εικοσιτριάμισι εμβαδό, επί εντεκάμισι ύψος που μπορεί και να διαβαστεί και ως βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους του περιβάλλοντος χώρου.
Αυτός ο ναός του Σωτήρος από εξωτερική εμφάνιση έχει το χάλι του αλλά δεν φταίει ο ίδιος, ο ίδιος είναι μια χαρά, φταίει η Ουνέσκο η οποία, προκειμένου να τον προστατεύσει του έφτιαξε ένα κακάσχημο μεταλλικό σκέπαστρο τεραστίων διαστάσεων και του στέρησε όλη τη χαριτωμενιά. Δεν μπορώ να το χωνέψω ότι ολόκληρη Ουνέσκο δεν μπορούσε να βρει μια λύση αισθητικά πιο ανεκτή.
Το νοτιοδυτικό σύμπλεγμα είναι πιο μικρό. Περιλαμβάνει τέσσερις εκκλησίες για τις οποίες, απαξάπαντες, ειδικοί και μη, συνομολογούν ότι είναι και οι πιο φινετσάτες. Οι βεντέτες αυτές ακούν στα ονόματα: Μπετ Γκαμπριέλ Ραφαέλ, Μπετ Μερκόριος, Μπετ Αμανουέλ και Μπετ Άμπα Λίμπανος. Την ενδεκάδα συμπληρώνει η Μπετ Γκιόργκις που είναι σκαμμένη σε βάθος δεκαπέντε μέτρων και η οροφή του, για όποιον τη βλέπει από ελικόπτερο, είναι ένας τέλεια συμμετρικός σταυρός.
Όλοι αυτοί οι «μπετ» κατασκευάστηκαν περί τον δωδέκατο με δέκατο τρίτο αιώνα, επί των ημερών του μεγαλειότατου Λαλιμπέλα, στου οποίου το μυαλό είχε σφηνώσει η Μεγάλη Ιδέα να κατασκευάσει μια «νέα Ιερουσαλήμ», αλλά όμως απρόσβλητη απέναντι στις ορέξεις των πιστών του Αλλάχ.
Τότε δεν υπήρχαν ούτε αεροπλάνα ούτε δορυφόροι για να την πάρουν χαμπάρι οι εχθροί. Αν δεν σε οδηγούσε κάποιος αντίστοιχος Εφιάλτης θα πέρναγες από δίπλα της χωρίς να την αντιληφθείς. Κάθε εποχή έχει τα κόλπα της.
Είναι εξ αυτού του κατορθώματος, των υπηκόων του δηλαδή, που ο μεγαλομανής Λαλιμπέλα άφησε το όνομά του στην πόλη και στην Ιστορία. Στην Ιστορία, δυστυχώς, δεν άφησαν τα ονόματά τους κι εκείνοι οι καταπληκτικοί αρχιτέκτονες. Καλά, άσε τα μιλιούνια τους είλωτες που πήγαν σαν τα σκυλιά στ αμπέλι από το βούρδουλα και τις κακουχίες στ’ όνομα του Κυρίου Ημών. Μιλάμε για σαράντα χιλιάδες εργάτες. Τόσους τους υπολόγισαν οι αρχαιολόγοι. Αλλά, τι σημασία έχει το τι λένε οι επιστήμονες; Σημασία έχει το τι λέει η «παράδοση» και, εν προκειμένω, η Εκκλησία, η οποία αποδίδει το έργο σε αγγέλους που κατέβησαν από τον ουρανό με τα σφυριά και τα καλέμια τους και διεκπεραίωσαν αυτό το θαύμα για πάρτη του Κυρίου. Ε, λοιπόν, μερικές θρησκείες όχι μόνο προσβάλλουν τη νοημοσύνη σου αλλά σε φτύνουν κι όλας.
Η κάθοδος
Εισδύουμε, το λοιπόν, από τον στενό περιφερειακό διάδρομο που καταλήγει στο επίπεδο του υπόγλυφου ναού. Ενός απ όλους.
Από κει και πέρα διατρέχουμε άλλους παράπλευρους διαδρόμους γεμάτους σκόνη και γλίτσα, πέτρινους θόλους που συνδέουν τους διαδρόμους μεταξύ τους και μερικά ανοίγματα που βλέπουν ουρανό.
Σε πολλές πλευρές των βασικών ορυγμάτων υπάρχουν σμιλευμένες σκήτες που στην πορεία έγιναν τάφοι ιερέων, αρχιερέων και ασκητών. Κάποιοι πέθαναν εκεί επιτόπου και αυτή τη στιγμή τα κόκαλα και οι νεκροκεφαλές τους είναι στην μόστρα.
Περπατάμε σκυφτοί στα σκοτεινά λαγούμια για να μην κοπανάμε το κεφάλι μας. Διασταυρωνόμαστε με διερχόμενους προσκυνητές από την αντίθετη κατεύθυνση και βλαστημάω την ώρα και τη στιγμή που μπήκα σ’ αυτό το λούκι. Ρίχνω φλασιές στα σκοτάδια και μερικοί τρομάζουν. Κανείς όμως δεν θυμώνει. Κάνουν το σταυρό τους μουρμουρίζοντας και με προσπερνούν. Τώρα εδώ είμαστε στην καθαυτού εκκλησία. Του Μπετ Γκολγκοθά αν θυμάμαι καλά.
Πρέπει, λέει, να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να μπούμε μέσα. Όχι, δεν μπαίνω. Φοράω δύσκολα παπούτσια, με κορδόνια, και δεν μπορώ κάθε φορά.. Άσε που έχω και τρύπιες κάλτσες, αλλά εδώ ποιος νοιάζεται; Στο χώρο που πρέπει ν’ αφήσουμε τα παπούτσια είναι και μερικές δεκάδες ζευγάρια ακόμη. Και ποιος θα τα φυλάει; Θα τα ξαναβρώ; Όχι, δεν μπαίνω σ΄ αυτή τη σπηλιά που τη λένε εκκλησία. Τέλος πάντων, θα βγάλω τα παπούτσια, θα τα δέσω μεταξύ τους με τα κορδόνια γιατί καλύτερα να χάσω και τα δύο παρά το ένα και.. ότι βρέξει ας κατεβάσει.
Ξυποληθήκαμε πάρα πολλές φορές και τ’ αφήναμε στην τύχη τους. Στο οπουνάναι. Εδώ κανείς δεν κλέβει τα παπούτσια του άλλου. Συγνώμη αλλά εγώ κάπως έτσι μετράω τους πολιτισμούς.
Προσκυνητές και εκκλησιαζόμενοι Αιθίοπες είναι συνήθως ρακένδυτοι και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι μοσχοβολούν λεβάντα αλλά είναι μέσα στη δουλειά μου κι αυτό και δεν δικαιούμαι να γκρινιάζω. Σε πολλά σημεία-λαγούμια στάθηκε αδύνατο να πλησιάσω λόγω κοσμοσυρροής. Εδώ τα βασικά κλίτη είναι σχεδόν αφώτιστα και γλιτσιασμένα και οι πιστοί ταπεινοί κι αμίλητοι. Μια πέτρινη λιτότητα με τεράστιες αγιογραφίες κεντημένες σε ισομεγέθη λάβαρα.
Η επαναφορά
Βγήκαμε. Μια ανάσα, λίγος ήλιος, για να ξαναμπούμε αχόρταγα στην επόμενη και στη μεθεπόμενη. Λίγο η γοητεία, λίγο η απληστία, λίγο η περιέργεια, λίγο η επαγγελματική διαστροφή, έβγαλα και ξανάβαλα τα παπούτσια μου όσες φορές το κάνω στην Αθήνα μέσα σε μία εβδομάδα.
Το άλλο σοκ είναι ο περιβάλλων χώρος που ζέχνει από εκατοντάδες μέτρα μακριά εξ αιτίας των ανθρώπινων απόβλητων, κι αυτό σε συνδυασμό με την αποφορά των εκατοντάδων συγκεντρωμένων για πούλημα ζώων. Άλογα, αιγοπρόβατα, μουλάρια… Αλλά, και πού να πάνε για την ανάγκη τους οι χριστιανοί; Γύρω στους τριάντα χιλιάδες υπολογίζονται στις περιόδους αιχμής. Κοιμούνται στο ταπεινό χαλάκι που κουβαλούν παραμάσχαλα και ικανοποιούν τις ανάγκες τους λίγο πιο κει. Στο όπου να ‘ναι. Δεν θυμάμαι, από γεννησιμιού μου, να έχουν δεχτεί οι ρινικοί μου αδένες ισχυρότερη επίθεση.
Και η ελεημοσύνη! Όλοι ελεούν όλους. Νομίζω πως τα ίδια λεφτουδάκια απλώς αλλάζουν χέρια.
Υπ’ αυτή την έννοια το να εξασφαλίσει κάποιος μια θέση στον Παράδεισο δεν κοστίζει και πάρα πολύ. Είναι το ίδιο ταπεινό χρήμα που θα κάνει τον κύκλο του ξεπλένοντας παλιές αμαρτίες για να χωρέσουν οι επόμενες.
Εν τέλει, είναι μια χώρα ανάδελφη.
Στη δημοσιά προς το ξενοδοχείο. Η αέναη κίνηση. Περπατάνε, περπατάνε, περπατάνε… Και όλοι, άνθρωποι και ζώα έλξης κουβαλάνε το έχειν τους, τα εμπορεύματά τους. Όλοι. Κάποια φέρνει στον ώμο ένα μωρό κι αυτό το μωρό έχει κάτι άλλο στο δικό του ώμο.
Στο ξενοδοχείο το ρεύμα κόπηκε. Ευτυχώς μαγειρεύουν με γκάζι και τώρα μας φέρνουν κεριά για να βλέπουμε τι τρώμε. Όλη αυτή την ώρα η γλυκιά μαυρούλα, η σερβιτόρα, προσπαθεί ν’ ανοίξει το κόκκινο κρασί που της παράγγειλα. Το φως ήρθε. Δεύτε λάβετε! Στο απέναντι από μας τραπέζι κάθονται δύο βελγάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Πολύ συμπαθητικά παιδιά. Δε θ’ αργήσουμε να γίνουμε μια παρέα. Έτσι γίνεται στα ταξίδια. Φιλίες γεννιόνται, εμπειρίες και διευθύνσεις ανταλλάσσονται κι έπειτα οι δρόμοι χωρίζουν. Και πάμε γι άλλα.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 1 - ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 2 - ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΝΤΑΡ ΣΤΟ ΑΞΟΥΜ, ΣΥΝΟΙΚΙΑ Τ' ΟΝΕΙΡΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 3 - ΒΥΘΙΣΜΑ ΝΤΑΝΑΚΙΛ, ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΑΡΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 5 - ΣΤΟΝ ΑΓΡΙΟ ΝΟΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 6 - Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΡ, ΤΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν