ΚΑΜΠΟΤΖΗ 4 - ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΚΡΕΝΓΚ
Ρατανακίρι: Εδώ, στο βορειοανατολικό άκρο της Καμπότζης τοποθετείται το αρχικό ορμητήριο του Πολ Ποτ, με την αμέριστη στήριξη της φυλής των Κρενγκ, αλλά και η διάσημη σκηνή του "Αποκάλυψη Τώρα", όπου η συνάντηση του Μάρτιν Σιν με τον σαλεμένο μιλιταριστή Μάρλον Μπράντο μέσα στο μίνι βασίλειό του στα βάθη της τροπικής ζούγκλας.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 113 / 08.06.2002
Προηγούνται:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το μικρό ελικοφόρο που μόλις μας μετέφερε σώους από την Πνομ Πενχ αναπαύεται στο χωμάτινο διάδρομο του λιλιπούτειου αεροδρομίου της επαρχίας του Ρατανακίρι, ενώ παραμένουμε στην πίστα μέχρι να ξεφορτωθούν τα σακίδιά μας από την άτρακτο.
Δίπλα μας περιμένουν οι επιβάτες που προορίζονται για την πτήση επιστροφής προς την καμποτζιανή πρωτεύουσα, όλοι ντόπιοι, γένους αρσενικού οι περισσότεροι, με φάτσες ταλαιπωρημένες αλλά πάντα χαμογελαστές. Και μ’ ένα περίεργο επίστρωμα κοκκινωπής μάκας στο πρόσωπο και στα χέρια αλλά και κατά τόπους λεκέδες ανάλογου χρώματος πάνω στα ρούχα. Μα τι διάολο γίνεται εδώ πέρα, κανείς δεν πλένεται σ’ αυτά τα μέρη;
ΜΙΑ ΖΑΧΑΡΗ ΑΧΝΗ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΟΥΡΙΑΣ
Με το που ζαλωνόμαστε τα σακίδια μας και βγαίνουμε από το αεροδρόμιο προς αναζήτηση στέγης λύνεται μονομιάς η απορία μας. Με το πρώτο απαλό φύσημα του αέρα βρισκόμαστε πασπαλισμένοι κι εμείς σαν κουραμπιέδες μ’ ένα λεπτό στρώμα σκόνης με την υφή ζάχαρης άχνης στο χρώμα της σκουριάς, που μας κάνει αυτομάτως να μοιάζουμε με Ερυθρόδερμους της Βόρειας Αμερικής.
Μπροστά μας απλώνεται ένας υπέροχος ολόισιος χωματόδρομος απ’ όπου και προέρχεται η κοκκινωπή πούδρα, και που σύμφωνα με το χάρτη πρέπει να μας βγάζει μετά από ένα περίπου χιλιόμετρο στη δυτική είσοδο της πόλης της Μπανλούνγκ, δίπλα ακριβώς από την πανσιόν της κυρίας Κιμ όπου φιλοδοξούμε να καταλύσουμε.
Το εν λόγω χάνι αποτελεί σύσταση του επικεφαλής του αεροδρομίου, ο οποίος και δεν έκρυψε την απορία του για το τι μπορεί να γυρεύουν στο βορειοανατολικό άκρο της Καμπότζης τρεις ταξιδιώτες από τη Δύση σε πλήρη οικογενειακή σύνθεση.
Σχεδόν κανένας ξένος δεν έρχεται εδώ, μας εξομολογείται με κάποιο παράπονο. Έχουμε ωραία φύση βέβαια, ούτε όμως μνημεία ούτε δυστυχώς καλά ξενοδοχεία, προσθέτει με απολογητικό ύφος.
Ούτε τουρίστες κατά συνέπεια, σκέφτομαι εγώ, κι αυτό το ανεκτίμητο πλεονέκτημα πολλές φορές αρκεί από μόνο του για να κάνει έναν προορισμό ακαταμάχητα ελκυστικό, με τη χαρά της ανακάλυψης να ισοφαρίζει τις όποιες άλλες δυσκολίες. Όπως για παράδειγμα αυτή του να περπατάς είκοσι λεπτά της ώρας φορτωμένος με δεκαπέντε κιλά στην πλάτη και λουσμένος στον ιδρώτα και στη σκόνη για να φτάσεις μπροστά σ’ ένα κλειστό πανδοχείο. Και τώρα τι κάνουμε; Υπομονή, τι άλλο;
Έχουμε ήδη ξεκινήσει την τρίτη παρτίδα ξερή, καθισμένοι πάνω στα σακίδιά μας και με την τράπουλα απλωμένη πάνω στο πεζοδρόμιο, όταν ένα τζιπ κινέζικης κατασκευής φρενάρει λίγα μέτρα πιο πέρα από την κλειστή είσοδο της πανσιόν τυλίγοντάς μας ολόκληρους σ’ ένα νέο σύννεφο κόκκινης σκόνης. Άψογα! Τώρα πια έχουμε γίνει ένα χρώμα με το χώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Από τη θέση του οδηγού ξεπροβάλει μια ψηλή, ευθυτενής και αγέλαστη Κινέζα που ξεκλειδώνει το λουκέτο της κλειστής εξώπορτας πριν στραφεί προς το μέρος μας απευθυνόμενη στη διεθνή γλώσσα των κυρίαρχων αυτού του πλανήτη. Are you waiting for me? Εξαρτάται. Μήπως είστε η κυρία Κιμ; Είναι, λέει, αυτοπροσώπως. Ωραία λοιπόν, θα θέλαμε δύο δωμάτια. Να περάσουμε τότε μέσα, λέει, και θα μας βολέψει.

ΣΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΙΜ
Η πανσιόν είναι μια γοητευτική ξύλινη κατασκευή, απ’ αυτές που κατοικούσαν τη χρυσή εποχή της αποικιοκρατίας οι Γάλλοι βαρόνοι του καουτσούκ.
Απέραντες άλλοτε οι φυτείες των καουτσουκόδεντρων στην περιοχή, με πρώτη και καλύτερη στην εκμετάλλευσή τους τη γνωστή γαλλική εταιρεία Μισελέν - όλα αυτά πριν αναπτυχθεί η χημική βιομηχανία συνθετικών ελαστικών.
Ο εξηνταπεντάρης κύριος και η κυρία του που βγαίνουν από το πίσω κάθισμα του τζιπ της Κινέζας έχουν πάντως κάτι από τον αέρα και την υπεροψία που παραπέμπει σε νοσταλγούς εκείνου του ένδοξου παρελθόντος. Ίσα και με το ζόρι ανταλλάσσουν μαζί μας ένα συγκαταβατικό χαιρετισμό πριν τραβήξουν ολοταχώς για τον πάνω όροφο του πρώην αρχοντικού, εκεί όπου μας οδηγεί σε λίγο η κυρία Κιμ, για να ξεκλειδώσει τα δύο μοναδικά ελεύθερα δωμάτια από τα τέσσερα όλα κι όλα που διαθέτει.
Τα δωμάτια που αντικρίζουμε είναι άκρως ατμοσφαιρικά μέσα στη λιτότητά τους και την παρακμή του χρόνου. Πάτωμα, ταβάνι, τοίχοι, κρεβάτι, τραπεζάκι και καρέκλα όλα από ξύλο, μόνο η κουνουπιέρα και τα σεντόνια είναι υφασμάτινα. Τρεχούμενο νερό στο κοινόχρηστο ντους υπάρχει μόνο κρύο, μας ξεκαθαρίζει ωστόσο η ανεξιχνίαστη Κινέζα, κι αυτό έξι με οκτώ το πρωί και για καμιά ωρίτσα το απόγευμα λίγο πριν τη δύση. Τις υπόλοιπες ώρες το κατάστημα παρέχει έναν κουβά κατ’ άτομο για όλες τις ανάγκες, οπότε η χρήση πρέπει να γίνεται με φειδώ. Εντάξει κυρία Κιμ, καταλάβαμε, μια χαρά είναι κι έτσι, έχουμε επιβιώσει αλλού κι από πολύ χειρότερα.
ΣΑΝ ΑΣΙΑΤΙΚΟ EASTERN
Δύσκολο να εξηγήσεις θεωρητικά τι είναι δυνατόν ν’ αγαπήσεις από την Μπανλούνγκ, τόσο όσο για να κολλήσεις εδώ επί μέρες και να μη θες να φύγεις με τίποτε.
Τρεις παράλληλοι χωματόδρομοι όλοι κι όλοι, και πέντε-έξι κάθετοι συνθέτουν την αποκαλούμενη «πρωτεύουσα» της ακριτικής επαρχίας του Ρατανακίρι, που συνορεύει ανατολικά με το Βιετνάμ και βόρεια με το Λάος. Σπίτια χαμηλά, φτωχά και προχειροφτιαγμένα επί το πλείστον, εξαιρώντας μερικά απομεινάρια της γαλλικής αποικιοκρατίας με εμφανή ακόμα τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα περασμένων μεγαλείων, που παρακμάζουν όμως κι αυτά βουλιάζοντας αναπόδραστα μέσα στη σκόνη και τη λησμονιά.
Κατά τα άλλα, δεν θα βρεις εδώ κανένα από τα λεγόμενα μαστ αξιοθέατα με τους τουρίστες-πακέτο, αγχωμένους καταναλωτές μνημείων και εξωτικών τοπίων-κλισέ, ίσα το χρόνο για να συμπληρώσουν το ταξιδιωτικό τους curriculum vitae με νέα λάφυρα χωρίς ουσία, σαν τις ατσαλάκωτες εγκυκλοπαίδειες που γεμίζουν τα ράφια του σύνθετου στο οικογενειακό σαλόνι.
Όχι, η Μπανλούνγκ δεν έχει τίποτε ευτυχώς να προσφέρει σε τέτοιου είδους φαστ τρακ επιδρομείς. Γι αυτό και έχει τα πάντα να δώσει στους ταξιδευτές εκείνους που δεν ήρθαν στην Καμπότζη απλά για ένα πέρασμα, παρακινημένοι από την αξεπέραστη θωριά των ναών του Ανγκόρ, αλλά αναζητώντας συνάμα και κάτι από την αλήθεια του σήμερα στη ζωή των ανθρώπων. Που εδώ, στην πιο απομονωμένη γωνιά της χώρας, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τη ζωή έτσι όπως αυτή κυλούσε άλλοτε πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια.
Και πρώτα απ’ όλα είναι αυτή η διάχυτη γοητεία από ασιατικό eastern που πλανάται παντού, σαν ετεροχρονισμένη απάντηση στο αμερικάνικο western του δέκατου ένατου αιώνα.
Με τα μετρημένα ρώσικα και κινέζικα τζιπ στο ρόλο των αραμπάδων, και τα κάπως παραπάνω μηχανάκια και ποδήλατα εν είδη αλόγων, να σηκώνουν τον οξειδωμένο κουρνιαχτό των δρόμων σαν σε σκηνή καταδίωξης από την Άγρια Συμμορία του Σαμ Πέκινπα.
Με τα δύο μπαρ-καραόκε της πόλης ως άλλα παρακμασμένα σαλούν. Και με τα ορυχεία πολύτιμων λίθων του Μποκέο σε απόσταση βολής για να δανείζουν κάτι από τη απατηλή λάμψη τους στα όνειρα των δίχως στον ήλιο μοίρα.
Κι έπειτα είναι αυτή η υπέροχη ράθυμη και νυσταλέα ατμόσφαιρα που διαποτίζει τη ζωή της Μπανλούνγκ, και σε κάνει ν’ απολαμβάνεις μέχρι το μεδούλι την κάθε της στιγμή, στο ρυθμό μιας καθημερινότητας όπου στην ουσία δεν συμβαίνει τίποτε, γι αυτό και το παραμικρό αποκτάει ενδιαφέρον.
Όπως το να χαζεύεις με τις ώρες το αδιάκοπο πάρε δώσε των μειονοτικών φυλών των Κρεγκ που κατεβαίνουν από τα γύρω χωριά στη μικρή επαρχιακή πολίχνη για να πουλήσουν τα προϊόντα της γης τους, αραδιάζοντας στο χώμα λαχανικά και καρπούς στις πιο απίθανες αποχρώσεις και σχήματα.
Και να μετράς την εξίσου μεγάλη ποικιλία χρωμάτων στις ενδυμασίες καθώς και στον τρόπο δεσίματος στα κεφάλια και στους λαιμούς των χαρακτηριστικών καρό μαντιλιών των Χμερ.
Ή να παρατηρείς τα τρία θεόρατα γουρούνια, τα μεγαλύτερα που έχω δει στη μέχρι σήμερα ζωή μου, που λίγο πριν τη δύση καθαρίζουν τα σκουπίδια της ημέρας περιφερόμενα ελεύθερα στην αυτοσχέδια χωματερή-οικόπεδο δίπλα στη σκεπαστή αγορά.
Ή ακόμα να συνομιλείς με τη μικρή οικόσιτη μαϊμού που σε περιμένει αλυσοδεμένη κι όλο παράπονο μπροστά στο σπίτι του αφεντικού της για να την κεράσεις καραμέλες τα βράδια.
Και να κάνεις παρέα μ’ όποιον σου λάχει να μιλάει πέντε λέξεις αγγλικών παραπάνω, αφού όπου βρεθείς κι όπου σταθείς όλοι θα επιδιώξουν έτσι κι αλλιώς να σου πιάσουν κουβέντα, περίεργοι να μάθουν τι ψάχνεις, εσύ ένας λευκός ξένος, σ’ έναν τόπο όπου και οι ίδιοι οι Καμποτζιανοί σπάνια ταξιδεύουν.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΡΑ
Πέντε μέρες χρειάστηκε ο Σενγκ για να φέρει το μηχανάκι του μέχρις εδώ, από την Πνομ Πενχ όπου είχε μεταβεί ειδικά για την αγορά του. Πορευόμενος καβάλα μέσα από τα ζούγκλινα μονοπάτια, σπρώχνοντας στις λάσπες και τις νεροτριβές και κουβαλώντας το στον ώμο όποτε χρειάστηκε να διασχίσει ρυάκια και ποτάμια.
Κι όλα αυτά για να μπορεί σήμερα να ασκεί ευδοκίμως το επάγγελμα του μότο-ταξί και να με περιφέρει στην ευρύτερη περιοχή του Ρατανακίρι έναντι πέντε δολαρίων την ημέρα. Παρέα βεβαίως με δυο ακόμα συναδέλφους του που αυτή τη στιγμή προπορεύονται τρέχοντας σαν δαιμονισμένοι ενώ μεταφέρουν στην πίσω σέλα τους ό,τι πολυτιμότερο διαθέτω σ’ αυτήν τη ζωή: την οικογένειά μου.
Ευτυχώς η ίδια η κατάσταση του δρόμου υποχρεώνει σε λίγο και τα τρία μηχανάκια να κόψουν ταχύτητα και να πλησιάσουν το ένα πίσω από το άλλο σε μικρή απόσταση αρχίζοντας τα ζιγκ ζαγκ ανάμεσα σε λακκούβες και πεσμένα κλαριά. Μέχρι που τα εγκαταλείπουμε κι αυτά για να συνεχίσουμε με τα πόδια.
Έχουμε πλέον μπει σ’ ένα απέραντο δάσος από καουτσουκόδεντρα που όλο και πυκνώνει για να μετατραπεί σε λίγο σε μια αρχέγονη ζούγκλα αντάξια του «Αποκάλυψη τώρα». Εξ’ άλλου σ’ αυτήν ακριβώς την καμποτζιανή επαρχία του Ρατανακίρι αναφερόταν η περίφημη ταινία, και ακριβέστερα στις όχθες του ποταμού Σρεπόκ όπου και η διάσημη σκηνή της συνάντησης του Μάρτιν Σιν με τον σαλεμένο μιλιταριστή Μάρλον Μπράντο μέσα στο μίνι βασίλειό του στα βάθη της τροπικής ζούγκλας.
Παντού γύρω μας σαραντάμετρα δέντρα, υγρασία να σου κόβεται η ανάσα, καταρράκτες που αναβλύζουν πίσω από σχεδόν αδιαπέραστα παραπετάσματα φυτών, ώσπου ξαφνικά ξεπροβάλουμε σ’ ένα είδος ξέφωτου με αραιή και χαμηλή θαμνώδη χλωρίδα.
Υλοτόμηση; ρωτάω τον Σενγκ. Όχι, ναπάλμ, μου απαντάει εκείνος με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου. Σχεδόν τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι όμως ακόμα να ξαναφυτρώσει το δάσος σ’ εκείνο το σημείο.
Μπενγκ Γικ Λομ ονομάζεται η μικρή λίμνη που αναπαύεται στην αγκαλιά της καλδέρας ενός παλιού ηφαιστείου. Οι όχθες της δεν είναι παρά ένα ενιαίο κυκλικό φράγμα από συμπαγή βλάστηση που διακόπτεται απότομα από το νερό.
Μοναδική πρόσβαση, η ξύλινη εξέδρα που έχει στηθεί επί τούτου και όπου πάνω της έχει απλώσει το πικ νικ της μια συμπαθή καμποτζιανή οικογένεια ενώ τα πολυάριθμα παιδάκια της επιδίδονται σε βουτιές και παιχνίδια μέσα στη λίμνη.
Εσείς δεν θέλετε να κολυμπήσετε; ρωτάει ο πάντα πρόθυμος Σενγκ. Γιατί όχι; Δεν μας προσφέρεται δα και κάθε μέρα η δυνατότητα να κάνουμε μπάνιο μέσα σε κρατήρα ηφαιστείου.
Τα κρυστάλλινα νερά είναι σκέτη πρόκληση, ο πάτος διακρίνεται στα πέντε μέτρα, άσε που είναι μια χρυσή ευκαιρία να βγάλουμε από πάνω μας λίγη από τη σκόνη και τη λασπουριά χωρίς να βασιστούμε υποχρεωτικά στο αμφίβολης ροής ντους της Κινέζας.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛ ΠΟΤ
Λυπάμαι πολύ, αργήσατε να γυρίσετε και το νερό μόλις τελείωσε. Είναι τα λόγια υποδοχής της κυρίας Κιμ ενώ μας παραδίδει τα κλειδιά των δωματίων μας. Δεν πειράζει κυρά μου, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Πάντως, το ζεύγος των εξηνταπεντάρηδων που χαιρετήσαμε το πρωί φτάνοντας στην πανσιόν πρέπει να προλάβανε το τρεχούμενο νερό αφού τους βρίσκουμε να στεγνώνουν έξω στη βεράντα του πρώτου ορόφου. Φρανσουά, Μονίκ. Αυτή τη φορά μας συστήνονται δια χειραψίας και με όλους τους τύπους, ενώ μας προσκαλούν με άψογη γαλατική ευγένεια να μοιραστούμε μαζί τους ένα φρεσκοστυμμένο χυμό μάνγκο.
Τι ήρθατε να κάνετε στην Μπανλούνγκ;
Η ερώτηση τίθεται χωρίς περιστροφές από τον Γάλλο με το κοντοκουρεμένο κεφάλι και τα σκληρά χαρακτηριστικά, με ύφος που παραπέμπει ευθέως σε ανακριτή της Ασφάλειας, κάτι όμως που μέσα σ’ ένα τέτοιο εξωτικό σκηνικό φαντάζει σχεδόν διασκεδαστικό.
Εξ’ ου και η απόκριση, ίσα για να κεντρίσει περισσότερο την περιέργειά του: Αναζητούμε εξηγήσεις για όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Η ικανοποίηση με την οποία υποδέχεται την απάντηση είναι μάλλον αναπάντεχη. Δεν υπάρχει λέει καλύτερο μέρος από την επαρχία του Ρατανακίρι για να κατανοήσει κανείς την πρόσφατη ιστορία της Καμπότζης. Ο ίδιος, που με την ευκαιρία μας δηλώνει συγγραφέας, γι αυτόν ακριβώς το λόγο βρίσκεται εδώ.
Καταθέτει αμέσως τους τίτλους δύο βιβλίων που έχει ήδη εκδώσει σχετικά με τη χώρα, απολύτως δηλωτικοί των αποικιοκρατικών πολιτικών πεποιθήσεων του πνευματικού τους πατέρα. Δε βαριέσαι. Άμα θέλεις, απ’ όλους κάτι έχεις να μάθεις.
Και τουλάχιστον ως προς τη γνώση μιας ορισμένης πλευράς των γεγονότων, ο μεσιέ Φρανσουά αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια πολύ χρήσιμη πηγή. Διότι, εκτός των άλλων, μας αποκαλύπτεται κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσο δείχνει, και με μακράν θητεία ως αξιωματικός του πάλαι ποτέ γαλλικού αποικιοκρατικού στρατού της Ινδοκίνας, μέχρι την απόσυρσή του από την περιοχή το 1956.
Και με πλούσιες περγαμηνές, εννοείται, στο κυνήγι Βιετναμέζων ανταρτών, στα δάση του Ρατανακίρι πολύ συγκεκριμένα. Τα οποία δάση, μια μόλις δρασκελιά από τα σύνορα, αποτέλεσαν το κατ’ εξοχήν καταφύγιο των Βιετκόνγκ, και παρέμειναν ως τέτοιο για τις επόμενες δύο και πλέον δεκαετίες, μέχρι την κατάληψη της Σαϊγκόν από τους μαχητές του Χο Τσι Μινχ.
- Το ξέρετε ότι από δω ξεκίνησε τη δράση του ο Πολ Ποτ;
Δεν μας αιφνιδιάζει με την ερώτησή του. Η βιογραφία του αρχηγού των Κόκκινων Χμερ πωλείται σε πολλά βιβλιοπωλεία της Πνομ Πενχ και την έχουμε ήδη ξεκοκαλίσει.
Μόνο που ο συνταξιούχος Γάλλος κολονέλος έχει την δική του εκδοχή για τα ψυχολογικά κίνητρα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα του Πολ Ποτ. Έτσι λοιπόν, πριν ο παλιός δημοδιδάσκαλος γίνει νούμερο ένα στα πολιτικά πράγματα της Καμπότζης, έζησε λέει κοντά είκοσι χρόνια στη σκιά των Βιετναμέζων, υποτασσόμενος υποχρεωτικά στις ανάγκες ενός πολέμου που δεν ήταν άμεσα «δικός» του.
Βασικό του στήριγμα όλα εκείνα τα χρόνια, οι μειονοτικές φυλές των Κρενγκ του Ρατανακίρι και των Πνονγκ του Μοντουλκίρι, μια λίγο πιο νότια επαρχία κατά μήκος των συνόρων με το Βιετνάμ. Αυτά όλα μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του εξήντα, οπότε το καμποτζιανό αντάρτικο άρχισε να ξεφεύγει πια από τα όρια της ακριτικής βορειοανατολικής ζούγκλας και ν’ απλώνεται σταδιακά και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Μα από κείνη την πρώτη φάση της πολιτικής του δράσης, ο Πολ Ποτ, σύμφωνα πάντα με τον κοτσονάτο εβδομηνταεφτάρη ερευνητή, θα κρατούσε για πάντα μια διπλή καχυποψία. Κατ’ αρχήν απέναντι στους Βιετναμέζους που του είχαν φερθεί επί μακρόν σαν σε παραπαίδι τους, αλλά κι απέναντι στους ίδιους τους συμπατριώτες του των πόλεων που δεν τον είχαν στηρίξει.
Εξ’ ου και η μετέπειτα αντιπαλότητα της παλιάς φρουράς των Κόκκινων Χμερ με το Βιετνάμ καθώς και η εμμονή τους στην εκκένωση των πόλεων και την επιστροφή με το ζόρι των αστικών πληθυσμών πίσω στους τόπους καταγωγής τους.
Παρά τις υπερ-απλουστεύσεις, μια τέτοια προσέγγιση στα αιματηρά γεγονότα της Καμπότζης δεν στερείται ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερα προερχόμενη από έναν δηλωμένο εχθρό που μοιάζει ωστόσο ν’ αναζητάει ερμηνεία των γεγονότων αντί για εύκολα αναθέματα, και που δεν κρύβει την βαθιά του εκτίμησή στην πολεμική αρετή των παλιών του αντιπάλων, Βιετναμέζων και Χμερ: υψηλό φρόνημα, ιώβεια υπομονή και ανεξάντλητη αντοχή.
Δεν υπάρχει τεχνολογία που να τα βγάζει πέρα μ’ αυτά, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με μια αδιαπέραστη ζούγκλα, καταλήγει ο Γάλλος παλαίμαχος.
ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΡΕΝΓΚ
Σήμερα ο Σενγκ που μας έχει αναλάβει εργολαβικά, μας περιμένει έξω από την πόρτα της πανσιόν αραχτός μέσα σ’ ένα τζιπ. Το δανείστηκε λέει από τον ξάδελφό του. Τώρα τι ξάδελφος είναι αυτός, τρέχα γύρευε.
Οικονομημένος πάντως, αφού το τέσσερα επί τέσσερα είναι κατ’ εξαίρεση γιαπωνέζικο και σε μάλλον καλή κατάσταση για τα εδώ δεδομένα. Γεγονός άκρως παρήγορο, μιας και η εξόρμησή μας στα χωριά των Κρενγκ και τον ποταμό Σαν, βόρεια προς τα σύνορα με το Λάος, μόνο με προδιαγραφές σχολικής εκδρομής δεν προβλέπεται να είναι.
Ο δρόμος με τις αναρίθμητες λακκούβες διακόπτεται κάθε τόσο από χαντάκια και κατολισθήσεις, που περνάμε με τη ψυχή στο στόμα πάνω σε πρόχειρα ριγμένους κορμούς και σανίδες, ενώ δεν θέλω ούτε να φανταστώ πόσο χειρότερη γίνεται η κατάσταση κατά την εποχή των μουσώνων.
Επ’ αυτού ο Σενγκ είναι απολύτως σαφής: η οδική επικοινωνία απλούστατα διακόπτεται παντελώς, οπότε οι μικρές κοινότητες των Κρενγκ βουλιάζουν σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης για βδομάδες ή και μήνες.
Η πυκνότητα των βροχοπτώσεων εξηγεί και την αρχιτεκτονική των μικρών οικισμών που ανακαλύπτουμε κάθε τόσο, βαθιά χωμένων μέσα στο τροπικό δάσος σε επί τούτου διαμορφωμένα
ξέφωτα: λιτές ξυλοκαλύβες σχεδόν όλες υπερυψωμένες από το έδαφος πάνω σε πασσάλους, έτσι που να εξασφαλίζεται η σχετική προστασία από πιθανές πλημμύρες.
Δύο υπό ανέγερση νέες «οικοδομές» στο Τα Βενγκ, στη νότια όχθη του ποταμού Σαν μαρτυρούν ότι ισάριθμοι επικείμενοι γάμοι έχουν δρομολογηθεί στο χωριό για το αμέσως επόμενο διάστημα, εξ’ ου και οι σχετικές προετοιμασίες για τη στέγαση των νέων νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σενγκ, το στήσιμο των καινούργιων σπιτικών είναι κοινή υπόθεση της κοινότητας. Όλοι οι συγχωριανοί εκ περιτροπής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βοηθούν τις οικογένειες των μελλόνυμφων στο μαστόρεμα ώστε τα πάντα να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Εκείνοι θα ξεπληρώσουν αργότερα δανείζοντας με τη σειρά τους τα μπράτσα τους και το χρόνο τους μόλις παρουσιαστεί ανάλογη ανάγκη σε κάποιον γείτονα.
Όσο στήνεται ο σκελετός της καλύβας, μερικοί ετοιμάζουν τα τοιχώματα, τα εσωτερικά χωρίσματα και το πάτωμα από πλεγμένο μπαμπού ενώ άλλοι φροντίζουν για την κατασκευή της στέγης, πλέκοντας μεταξύ τους σειρές από φύλλα μπανανιάς και κοκοφοίνικα. Με τη σωστή τεχνική, μας βεβαιώνει ο Σενγκ, η στεγανοποίηση που επιτυγχάνεται μ’ αυτόν τον τρόπο είναι απόλυτη και δεν θα περνάει σταγόνα νερό στο εσωτερικό κατά την περίοδο των βροχών. Η ίδια πατέντα με μικρές παραλλαγές απαντάται λίγο πολύ σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία. Σπίτια δομημένα αποκλειστικά από τις πρώτες ύλες που η γύρω φύση παρέχει απλόχερα: μπαμπού, φύλλα και ξύλο από φοίνικα ή δέντρα με σκληρότερους κορμούς.
Οι πληροφορίες του Σενγκ μιλάνε για κάποιον γάμο που διεξάγεται σε απόσταση μίας ώρας με πιρόγα, ανεβαίνοντας το ποτάμι ανατολικά. Μαζεμένο εκεί όλο το χωριό, καμιά σαρανταριά κάτοικοι δηλαδή, κι ανάμεσά τους η νύφη κι ο γαμπρός με ρούχα καθημερινά όπως και οι υπόλοιποι, έτσι που σε τίποτε δεν ξεχωρίζουν ως κεντρικά πρόσωπα της γιορτής.
Στο σωρό των καλεσμένων δεσπόζει μια αυθεντική ασιατική καλλονή, με την πίπα στο στόμα κατά τις καπνιστικές συνήθειες των Κρενγκ, που σίγουρα δεν έχει επίγνωση ότι και μόνο το διφορούμενο αισθησιακό της βλέμμα θα αρκούσε για να πιάσει χρυσάφι σε κάποια δυτική πασαρέλα. Για την ώρα πάντως παίζει κρυφτό με το φωτογραφικό φακό, ρίχνοντας κάθε τόσο πλάγιες ματιές στους αρσενικούς της παρέας και ανταλλάσσοντας ψιθυριστά μυστικά με την κολλητή της.
Μια γιαγιά με τρύπια αυτιά που τις κρέμονται σχεδόν μέχρι τους ώμους επιδιώκει αντίθετα να ποζάρει προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα διεκδίκησης πακέτου ελληνικών τσιγάρων. Όσο για τον μπαμπά της νύφης που μας έχει πλευρίσει από την πρώτη στιγμή, δεν κρύβει την επιθυμία του για ένα γαμήλιο δώρο προς την κόρη του εκ μέρους των λευκών επισκεπτών. Κάποιο χαρτονόμισμα ας πούμε, χρώματος πράσινου κατά προτίμηση, και με το κεφάλι του Ουάσιγκτον τυπωμένο πάνω.
Άτιμο δολάριο! Ούτε Χμερ δεν μιλάει ο μπαμπάς - οι συνεννοήσεις γίνονται στη διάλεκτο Κρενγκ με διερμηνέα τον Σενγκ - αλλά την αξία του σκληρού νομίσματος την ξέρει ήδη καλά. Δύο αμέρικαν ντόλαρς μας χαρίζουν τελικά την ευαρέσκεια του πατέρα και τα αποκλειστικά φωτογραφικά δικαιώματα πάνω στα έτσι κι αλλιώς ελάχιστα τεκταινόμενα, πριν από το απαραίτητο δροσιστικό μπάνιο στο ποτάμι παρέα με όλο το χωριό. Μάλλον γλιτώσαμε και σήμερα από το ιδιότροπο ντους της κυρίας Κιμ.
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 4 - ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΚΡΕΝΓΚ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 5 - ΑΜΦΙΒΙΑ ΧΩΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 6 - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 7 - ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 8 – Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν