ΜΑΛΙ 4 - ΠΛΟΥΣ ΕΠΙ ΝΙΓΗΡΟΣ
Αληθινό ταξίδι είναι εκείνο που αποφέρει διεύρυνση όχι μόνο των γεωγραφικών, αλλά πάνω απ’ όλα των ψυχικών οριζόντων. Εκείνο που σπάει τα εσωτερικά σύνορα συνηθειών και προκαταλήψεων και σε οδηγεί σε μια νέα, πιο σύνθετη και πιο οικουμενική ματιά πάνω στον κόσμο. Αληθινό ταξίδι είναι όλα όσα αδιάκοπα αλλάζουν εντός σου ενόσω το σώμα σου μετακινείται στο χώρο.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτο: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 396 / 17.11.2007
Προηγούνται
ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 2 - ΝΤΟΓΚΟΝ, Η ΦΥΛΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 3 - ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Όσο στοιβάζονται τα προς φόρτωση εμπορεύματα στην όχθη, τόσο με ζώνουν τα φίδια. Πού θα χωρέσουμε ανάμεσα σε τόσους μπόγους;
- Μην ξεχνάς καπετάνιε ότι συμφώνησες να κρατήσεις δύο πάγκους ελεύθερους για μας.
- Πα ντε προμπλέμ μαντάμ, μην ανησυχείτε.
Όσο γι αυτό… Μήπως όμως έχουμε και άλλη επιλογή;
«Πινάς» ονομάζεται η σκεπαστή πιρόγα στην οποία φιλοδοξούμε να επιβιβαστούμε προκειμένου να αναπλεύσουμε τον Νίγηρα προς το νότο με αφετηρία το Κοριουμέ, επίνειο της Τιμπουκτού όπου βρισκόμαστε τώρα.
Καμιά σχέση δεν έχει ωστόσο το εν λόγω πλεούμενο με τα ομώνυμα ειδικά διαμορφωμένα σκαριά που χρησιμοποιούν ενίοτε κάποια ταξιδιωτικά πρακτορεία για την ομαδική διακίνηση των πελατών τους.
Η «δικιά μας» πινάς ανήκει στο στόλο των δεκάδων εμπορικών του είδους που διαπλέουν ασταμάτητα πάνω κάτω την υδάτινη αρτηρία του Μάλι μεταφέροντας φύρδην μίγδην αγαθά, ζώα και ανθρώπους, και μάλιστα μ’ αυτή τη σειρά προτεραιότητας, ήτοι με φθίνουσα ακολουθία χρηματικού οφέλους για τον πινασοκτήτη.
Σ’ αυτό εξάλλου το οικονομικό δεδομένο έχουμε στηρίξει με τον Κώστα την ταξιδιωτική στρατηγική μας προσφέροντας στον καπετάνιο έναν ναύλο αρκούντως δελεαστικό για να εκτοπίσει από το πλοίο του μερικά εμπορικά δεμάτια αδειάζοντας επ’ ωφελεία μας τον ανάλογο ζωτικό χώρο. Σ’ έναν διάπλου που προβλέπεται να διαρκέσει δύο τουλάχιστον μερόνυχτα μέχρι το Μόπτι, κι άλλα τόσα για τη Ντζενέ και τη Σεγκού, κάπου πρέπει να μπορούμε να ξαπλώνουμε!
Ο μαύρος Ζορό
Στο μεταξύ, κι ενώ η φόρτωση έχει ήδη ξεκινήσει, στο σκηνικό εισβάλει μια εντυπωσιακή όσο και αναπάντεχη φιγούρα. Ένας δίμετρος παίδαρος με γουέστερν καπέλο, λευκά σπορτέξ και μακριά μαύρη μπέρτα, τριπλή υβριδική διασταύρωση αφρικανού Ζορό, τεξανού γελαδάρη και παίκτη του ΝΒΑ, έχει πλευρίσει τον καπετάνιο και κάτι φαίνεται να διαπραγματεύεται μαζί του.
Η αμφίεσή του και ο γενικότερος αέρας κοσμοπολίτικης άνεσης που αποπνέει φωνάζουν από μακριά πως δεν μπορεί να είναι ντόπιος. Η δε άψογη προφορά των γαλλικών φράσεων που φτάνουν αποσπασματικά στ’ αυτιά μου αποκλείει επίσης την εκδοχή του Αφροαμερικανού σε ταξίδι προσκυνήματος στις προγονικές ρίζες. Άρα;
- Μπονζούρ μεσιεντάμ, Μοντιμπό Σεβαρέ.
Ο άγνωστος άντρας που μόλις μας συστήθηκε δια χειραψίας με όλους του τύπους της γαλατικής ευγένειας, έχει απλώσει ένα πλατύ χαμόγελο, αποκαλυπτικό μιας τέλειας οδοντοστοιχίας από θραύσματα λευκού μαρμάρου.
Μαλινέζος στην καταγωγή, πλην Ελβετός υπήκοος και μόνιμος κάτοικος Ζυρίχης, ταξιδεύει με την καλή του, την Μπέμπι εκ Μαδαγασκάρης – νέες συστάσεις, νέες χειραψίες - διεκπεραιώνοντας όπως μας πληροφορεί κάποιες αόριστου περιεχομένου και σκοπού «δουλειές» ενός ακόμα πιο αόριστης υφής «διεθνούς επιχειρηματικού ομίλου». Ας είναι.
Για την ώρα εκείνο που μας αφορά είναι ότι πρόκειται να συνταξιδέψουμε αφού ο Μοντιμπό κατάφερε να εξασφαλίσει τον τρίτο και τελευταίο πάγκο της πινάς αφήνοντας απέξω τρεις κατσίκες και το βοσκό τους.
- Μα καλά θα βάζανε το κοπάδι να καθίσει στον πάγκο;
- Όχι, όχι. Εκεί θα στοιβάζανε τα σακιά με το αλάτι που φέρανε πριν από λίγο οι καμήλες. Οπότε συμφώνησα με τον καπετάνιο να μην πάρει τα ζώα και να βάλει το αλάτι στη πρύμνη. Ε, έδωσα και κάτι στο βοσκό για να παραχωρήσει τη θέση του κι εντάξει, πα ντε προμπλέμ. Όπως ίσως γνωρίζετε, το αλάτι εδώ είναι χρυσάφι. Αποκλείεται να μη φορτωθεί.
Πράγματι. Πάνε βέβαια κάτι αιώνες από τότε που το ορυκτό αλάτι της Σαχάρας έφτανε να πουλιέται στην αγορά του Καΐρου ένα προς ένα το βάρος του σε χρυσό, ωστόσο ακόμα και σήμερα εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα άκρως προσοδοφόρο εμπόριο των Τουαρέγκ της Τιμπουκτού, πολλαπλασιάζοντας την αξία του όσο πιο νότια μεταφέρεται δια μέσου του ποταμού.
Η εξήγηση για τα μεγάλα περιθώρια κέρδους είναι απλή: Το αλάτι προέρχεται από τα ορυχεία του Ταουντάνι, κοντά τρεις βδομάδες απόσταση με καμήλα βόρεια της Τιμπουκτού, όπου μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, τύποις εργάτες και επί της ουσίας σκλάβοι, περνούν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα κάτω από τη γη εξορύσσοντας το αποκαλούμενο και «λευκό χρυσάφι» έναντι της αστρονομικής αμοιβής των δέκα ευρώ το μήνα.
Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μέλη της μαύρης φυλής των Μπέλα που συνεχίζουν και σήμερα να συγκαταλέγονται «από παράδοση» στην οικοσκευή ορισμένων δουλοκτητών Τουαρέγκ, «ανώτερων», λέει, εξ’ ορισμού καθότι λιγότερο σκούροι. Ποιος είπε ότι ο ρατσισμός αποτελεί αποκλειστικότητα των λευκών;
Πλους επί Νίγηρος
Σαλπάραμε. Εκτός από τον καπετάνιο που κάθεται στην πλώρη, και τη «συμμορία των τεσσάρων» με δικαίωμα πάγκου, στο βάθος της πινάς συνωστίζονται μια ντουζίνα άνθρωποι σφηνωμένοι κακήν κακώς ανάμεσα σε σακιά, δέματα και κιβώτια. Κάπου μέσα στο σωρό κι ένας παράλυτος με κάτι ατροφικά ποδαράκια λεπτά σαν πελαργού. Ε όχι!
Πρώτη μας κίνηση, εννοείται, να καλέσουμε τον ανάπηρο άντρα να μοιραστεί μια θέση κοντά μας. Έπεται ανάλογη πρόσκληση σε δυο μανάδες με τα μωρά τους, σε μια γιαγιά με θολό βλέμμα από προχωρημένο καταρράκτη, και τέλος σ’ ένα σεβάσμιο γέροντα που μόλις κάθεται στον πάγκο ανοίγει το Κοράνι και δεν ξανασηκώνει κεφάλι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η «πρώτη θέση» φούλαρε.
Τρίτη σε μήκος υδάτινη λεωφόρος της Αφρικής, πίσω από τον ασυναγώνιστο Νείλο και με διαφορά στήθους από τον ποταμό Κονγκό, ο Νίγηρας με συνολική διαδρομή τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων χιλιομέτρων είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα ποτάμια του πλανήτη.
Μια απλή ματιά στο χάρτη αρκεί για να καταλάβει κανείς το γιατί.
Με αφετηρία στα όρη Φουτά Ντζαλόν στη Γουϊνέα, ούτε τριακόσια χιλιόμετρα δεν χωρίζουν τις πηγές του από την ακτή του Ατλαντικού. Κι όμως εκείνος, αγνοώντας επιδεικτικά όλους τους κανόνες καλής ποταμίσιας συμπεριφοράς, ξεκινάει εντελώς αντικανονικά την πορεία του στρέφοντας αποφασιστικά τα νώτα του στον ωκεανό.
Τραβώντας βορειοανατολικά, εισβάλει ορμητικά στο Μάλι, ποτίζει με τα νερά του την ημιάγονη υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ, γλείφει την άμμο της Σαχάρας, ώσπου, μετά την Τιμπουκτού, αρχίζει να στρίβει ανατολικά, για να πάρει λίγο πριν το Γκάο καθαρά νοτιοανατολική κλίση σχηματίζοντας σχεδόν ορθή γωνία με τον αρχικό του ρου.
Κατόπιν αυτού, μπαίνει στην επικράτεια του Νίγηρα βαφτίζοντας τη χώρα με τ’ όνομά του, τραβάει κατά μήκος των συνόρων με το Μπενίν, για να πέσει τελικά στην αγκαλιά του Ατλαντικού στην περιοχή του Πορτ Χάρκουρτ στη Νιγηρία.
Ο πλους είναι ένα όνειρο, μια αέναη παρέλαση εικόνων και σκηνών ζωής που ξετυλίγονται μπροστά μας στο γαλήνιο ρυθμό του ταξιδιού:
Mονόξυλες πιρόγες που γλιστρούν ανάλαφρα πάνω στη στραφταλίζουσα ράχη του νερού, όχθες σπαρμένες με τις δίμετρες φαλλικές κατασκευές των τερμιτών, σμήνη πουλιών που ξεσηκώνονται από τα τρεχαλητά των παιδιών, γυναίκες που μπουγαδιάζουν με φόντο μικρά λάσπινα χωριά όπου κάθε τόσο πλευρίζουμε για ν’ αδειάσουμε ή να φορτώσουμε εμπορεύματα κι ανθρώπους.
- Ιποποτάμ, ιποποτάμ, εκεί μπροστά δεξιά!
Σημαδεύει με το δάχτυλο το παχύδερμο ο Μοντιμπό, που έχει αυτοχριστεί βοηθός του Κώστα και καραδοκεί συνέχεια να του υποδείξει φωτογραφικά θέματα. Από τους δυό τόνους και βάλε καταβυθισμένου κρέατος ίσα που εξέχουν δυο ορθωμένα αυτάκια κι ένα ζευγάρι νυσταλέα μάτια σαν κουμπότρυπες που μας παρακολουθούν αδιάφορα καθώς περνάμε λίγα μόλις μέτρα από μπροστά τους.
Το καπνισμένο τσουκάλι
Με το ένα πόδι στο νερό και το μισό σώμα κρεμασμένο έξω από το σκάφος, οι δυο γιοι του καπετάνιου ψαρεύουν αδιαλείπτως από την πρώτη στιγμή που αναχωρήσαμε.
Δολώνουν τις πετονιές τους, τις εκτοξεύουν στο ποτάμι με καλά ζυγισμένες κινήσεις και κάθε τόσο ανεβάζουν κάποιο ψάρι το οποίο καθαρίζουν επί τόπου και παραδίδουν πάραυτα στη μαμά τους, μια τροφαντή κυρία με κλαρωτό φουστάνι και λαχανί φακιόλι, που εδρεύει στο πίσω μέρος της πινάς.
Η οποία μαμά, σε μια εντυπωσιακή επίδειξη εφαρμογής στην πράξη της αφρικανικής θεωρίας περί της απεριόριστης συμπιεστότητας της ύλης, έχει καταφέρει το φαινομενικά ακατόρθωτο: να στριμώξει κι άλλο το συμπαγές σύμπλεγμα εμπορευμάτων και τσουβαλιασμένων επιβατών αποσπώντας χώρο για να ανάψει φωτιά ανάμεσα τους.
Εκεί, σ’ ένα τσουκάλι που κοχλάζει πάνω στα ξύλα της εστίας καταλήγουν ακόμα σπαρταριστά τα ψάρια του Νίγηρα, για να επανεμφανιστούν λίγο αργότερα υπό μορφή χυλού με ρύζι και πατάτες, που μοιράζεται στην ομήγυρη μέσα σε ξύλινα μπολάκια από φλοιό φοινικόδεντρου. Ευθεία οδός, από την παραγωγή στην κατανάλωση.
Αλλά εξίσου σύντομη είναι απ’ ότι φαίνεται και η διαδρομή που οδηγεί από την κατανάλωση του γεύματος στην απευθείας αποβολή και ανακύκλωσή του μέσα στα ίδια τα νερά όπου αλιεύτηκε πριν λίγο.
Λίγα μόλις μέτρα για την ακρίβεια, όσα δηλαδή χρειάζεται να διανύσει κανείς για μιαν επίσκεψη στη ψάθινη καμπίνα με ανοιχτό πάτο που κάνει χρέη τουαλέτας, αιωρούμενη στο κενό πάνω από το ποτάμι πίσω ακριβώς από την πρύμνη της πινάς.
Αρκεί βέβαια να διαθέτεις και το απαιτούμενο θάρρος και την επιδεξιότητα για να σουρθείς ως εκεί πιασμένος από την στέγη και ακροβατώντας στην κουπαστή χωρίς να πέσεις στο νερό. Εγώ πάντως προς το παρόν ακόμα το αναβάλλω.
Ασπιρίνη δια πάσα νόσο
Νυχτερινή πλεύση. Σταθερός στο καραούλι του στην πλώρη, ο καπετάνιος ρίχνει προς το ποτάμι το ασθενικό φως ενός φακού τσέπης και στη βουβή γλώσσα των νοημάτων κατευθύνει τον πηδαλιούχο που κρατάει την μπάρα στην άλλη άκρη του πλεούμενου.
Έχουμε μπει σε μια αβαθή περιοχή με βούρλα και το πώς καταφέρνει να χαράζει πορεία μέσα στο αφέγγαρο σκοτάδι αποτελεί μυστήριο.
Προβολείς; Αστεία πράγματα. Φώτα πορείας; Καλά τώρα!
Μία λάμπα θυέλλης, και πολύ μας είναι, στερεωμένη στη σκεπή μ’ ένα απλό σύρμα, ίσα για να σηματοδοτεί την ύπαρξη μας στις όποιες άλλες σαν τη δικιά μας νυχτοβατούσες πινάς.
Τυλιγμένη σαν μούμια μέσα στον υπνόσακο και ξαπλωμένη στον πάτο του σκάφους, απολαμβάνω με αγαλλίαση το κρύο χάδι του ανέμου πάνω στο πρόσωπό μου.
Η γλυκιά, σχεδόν χαυνωτική, ζέστη της ημέρας έχει παραχωρήσει τη θέση της στη βραδινή ψύχρα της ερήμου.
Τη γύρω σιγαλιά διαπερνάει μονάχα ο μπαμπακένιος βόμβος της μηχανής, σαν γουργουρητό χορτάτου αιλουροειδούς που χωνεύει ικανοποιημένο το γεύμα του.
Το μπροστινό μέρος της ψάθας του στεγάστρου τυλιγμένο σε ρολό αφήνει χώρο στο βλέμμα να πλανηθεί ελεύθερα όπου αυτό λαχταράει.
Με τα μάτια στραμμένα προς το παλλόμενο μαύρο κρύσταλλο του ουράνιου θόλου μετράω πεφταστέρια και συλλαβίζω αστερισμούς παραδομένη στο βελούδινο νανούρισμα του ποταμίσιου παφλασμού στα πλευρά μας.
Τελευταία σκέψη πριν βυθιστώ σ’ έναν από τους ηδονικότερους ύπνους της ζωής μου: Αν αυτό που βιώνω τώρα δεν είναι η ευτυχία, τότε τι;
Ώρες αργότερα ακούω σαν σε όνειρο ψιθυριστές αντεγκλήσεις και παραγγέλματα. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω περί τίνος πρόκειται, ξυπνάω για τα καλά από τη φωνή του καπετάνιου πάνω από το κεφάλι μου.
- Παρντόν μαντάμ, μήπως έχετε χάπια για τη διάρροια;
Μια ισχυρή δέσμη φωτός που λούζει το ποτάμι στα δεξιά μας προδίδει την παρουσία μιας άλλης πινάς στο πλευρό μας.
Όπως μου εξηγεί ο καπετάνιος έχουμε χαθεί μέσα στα βούρλα αλλά, πα ντε προμπλέμ μαντάμ, ο συνάδελφός πλοιοκτήτης μπορεί να μας δείξει τη δίοδο για να βγούμε από τον καλαμιώνα. Για να γίνει όμως αυτό, προσθέτει, ζητάει να του δώσουμε κάποιο φάρμακο για την κοιλιά του. Αλλιώς, λέει, όσο πονάει δεν το κουνάει ρούπι.
Τώρα μάλιστα! Χάπια έχω να φάνε κι οι κότες, πρόσβαση στο σακίδιό μου όμως δεν έχω καθώς βρίσκεται κάπου πίσω στο χάος, καταπλακωμένο από άγνωστο αριθμό μπόγων κι επιβατών.
Μήπως κρατάω πάνω μου καμιά ασπιρίνη; επιμένει ο καπετάνιος.
Απ’ αυτό ναι, διαθέτω, αλλά οι ασπιρίνες είναι για τον πονοκέφαλο, δεν γιατρεύουν τη διάρροια.
Δεν πειράζει, λέει, θα μπορούσα παρόλα αυτά να του χαρίσω μερικές;
Το κουτί με τις έξι ασπιρίνες φαίνεται να ικανοποιεί τα μέγιστα τον εφοπλιστή της διπλανής πινάς, ο οποίος, αφού καταπίνει μία, δηλώνει σχεδόν ακαριαία ότι η κοιλιά του πάει πολύ καλύτερα και πως άρα είναι στη διάθεσή μας για να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Μισή ώρα αργότερα έχουμε ξεφύγει από το λαβύρινθο των καλαμιών και ταξιδεύουμε, ασφαλείς πλέον, στ’ ανοιχτά.
Πρόσκληση σε γάμο
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει να πλέουμε όχι πια σε ποταμίσια κοίτη, παρά σε μιαν απέραντη γκριζογάλανη θάλασσα. Όπου κι αν κοιτάξεις ένα γύρο τον ορίζοντα, παντού νερό, με μόνο μερικές νησίδες γης, διάσπαρτες εδώ κι εκεί, να τονίζουν την κυριαρχία της υδάτινης επιφάνειας.
Διασχίζουμε τη λίμνη Ντέμπο, την καρδιά του λεγόμενου εσωτερικού δέλτα του Νίγηρα, μια περιοχή που καλύπτει τριάντα πέντε χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα - όσο δηλαδή το ένα τέταρτο της Ελλάδας - και που ανάλογα την εποχή του χρόνου, τμήματά της άλλοτε πνίγονται στο νερό και στα ψάρια και πότε αντίθετα στεγνώνουν στον ήλιο και καρπίζουν.
Σ’ αυτήν την αχανή πεδιάδα μεταξύ ερήμου και σαβάνας, όπου συμπλέκονται εποχικές λίμνες, βάλτοι, ρυάκια, κανάλια άρδευσης και καλλιεργήσιμη γη, ζούνε ένα εκατομμύριο άνθρωποι, αγρότες Μπαμπάρα, κτηνοτρόφοι Πελ και ψαράδες Μπόζο σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα και εναλλαγή ρόλων που υπαγορεύει ο κύκλος του νερού.
Όλα τα παραπάνω μας τα εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια, ο φίλτατος Μοντιμπό, ο οποίος λάμπει ολόκληρος μετά την παρατεταμένη πρωινή στάση στη γενέτειρα του, το Νιαφουνκέ, γνωστό πλέον και ως «χωριό του Αλί Φάρκα Τουρέ», μιας κι εδώ μεγάλωσε ο διεθνούς φήμης μουσικός θρύλος του Μάλι, κι εδώ ήρθε και άραξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μετά τις παγκόσμιες τουρνέ και τα βραβεία Γκράμυ.
Γιατί στο βάθος της καρδιάς του, ό,τι κι αν κάνει κι όπου κι αν βρεθεί, ο Αφρικανός παραμένει πάντα Αφρικανός, δηλώνει υπερηφάνως ο Μοντιμπό.
Κι ο ίδιος μόνο στο Μάλι νοιώθει πραγματικά ευτυχισμένος, κι ας υποχρεούται για την ώρα να ζει στην Ελβετία. Μα όταν με το καλό ξεμπερδέψει με τις (πάντα αορίστου περιεχομένου και σκοπού) «δουλειές» του (επίσης πάντα αόριστης υφής) «διεθνούς επιχειρηματικού ομίλου», ε τότε στο Νιαφουνκέ και μόνον εκεί θα επιστρέψει να μείνει οριστικά μ’ αυτήν που αγαπάει.
Και πάνω εκεί γυρίζει και κοιτάζει με νόημα την Μπέμπι που όλη αυτή την ώρα τον ακούει και λιώνει σαν παγωτό χωνάκι, κι επ’ ευκαιρία μας καλούνε να παραστούμε οπωσδήποτε στο μελλοντικό τους γάμο, ειδικά δε ο Κώστας ως επίσημος φωτογράφος. Εντάξει παιδιά, μακάρι, με τις πιο θερμές ευχές μας.
Το καπνισμένο τσουκάλι όπου βράζει ο επιούσιος.
Η λάμψη χαράς στα μάτια του ανάπηρου φίλου μας σε κάθε τσιγάρο που του προσφέρουμε.
Ο καπετάνιος που προσεύχεται, όπως πάντα αμετακίνητος στο πόστο του στην πλώρη.
Τα φουσκωμένα πανιά των ψαράδικων, γιγάντια πουλιά με ανοιχτές φτερούγες που ραμφίζουν τη μεταλλική επιφάνεια του νερού.
Οι χρυσοχάλκινες ανταύγειες του ήλιου που δύει πίσω από δύο περαστικά κάρα.
Μόπτι, Ντζενέ, Σεγκού, οι γεμάτοι υποσχέσεις σταθμοί των επόμενων ημερών. Μόπτι, Ντζενέ, Σεγκού η αφορμή για να συνεχιστεί ο επί Νίγηρος πλους. Και πάνω απ’ όλα εκείνο το γαλήνιο λίκνισμα του ποταμού που ετοιμάζεται να μας κοιμίσει για ένα ακόμη βράδυ στην αγκαλιά του.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Μαλί:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 2 - ΝΤΟΓΚΟΝ, Η ΦΥΛΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 3 - ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 4 - ΠΛΟΥΣ ΕΠΙ ΝΙΓΗΡΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 5 - ΝΤΖΕΝΕ, ΟΝΕΙΡΑ ΠΛΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΠΗΛΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν