ΓΕΩΡΓΙΑ 1 - ΤΙΦΛΙΔΑ, ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ
“Περάστε, περάστε”, μεταφράζουμε τις χειρονομίες μιας γυναίκας που στέκεται μπροστά στην πόρτα της. Πως ν' αρνηθείς; Και γιατί ν’ αρνηθείς; Στον τοίχο της έχει κι ένα αντίγραφο πορτρέτου του Στάλιν. Αν μπορώ να βγάλω άκρη από τα ελληνικά της, προσπαθεί να μας πει πως ήταν σπουδαίος ο “πατερούλης”, Όσο ζούσε κανείς δεν πείναγε, και κάτι τέτοια. Θέλω να την ρωτήσω για διωγμούς και γκουλάγκ αλλά, δεν με παίρνει. Ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος… Άσε που δεν ήρθα εδώ για να την αμφισβητήσω. Εδώ είμαι για να μαθαίνω.
Του Κώστα Ζυρίνη
Το ταξίδι στην Γεωργία πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2013
Η πτήση Ελ Βενιζέλος-Τιφλίς διαρκεί κάτι λιγότερο από τρεις ώρες. Σαν να λέμε Αθήνα-Παρίσι. Σιγά την απόσταση, δηλαδή! Η πτώση, δεν ξέρω. Κι ούτε θέλω να μάθω!
Απ' αυτό το ύψος, και πάνω απ' τα σύννεφα, το πρώτο φως της μέρας έχει κάτι το απόκοσμο, κάτι το ερεβώδες. Δεκάδες χρόνια πετάω αλλά αυτό που βλέπω σήμερα δεν είναι σύνηθες. Εξακολουθώ πεισματικά να είμαι χόμο ερέκτους κι επ’ ουδενί χόμο ιπτάμενους.
Θα προσγειωθούμε σ' ένα μουσκεμένο αεροδρόμιο όπου μας περιμένει ένας συμπαθής τυπάκος κραδαίνοντας μια πινακίδα από χαρτόνι στην οποία θ' αναγνωρίσω το επίθετό μου. Ο εν λόγω θα μας πάει με το όχημά του στον ξενώνα τον οποίο έχει ήδη κλείσει ιντερνετικώς η Ισαβέλλα από την Αθήνα. Όπου και θα διάγουμε τα πρώτα μας εικοσιτετράωρα. Σέρνω την κυλιόμενη βαλίτσα μου. Η Ισαβέλλα που προτιμά να το παίζει σκληρό καρύδι θέλει το σακίδιο της στην πλάτη, κι αρνείται να πεισθεί ότι δεν έχω τις δυνάμεις που είχα κάποτε.
Σ' ένα γκισέ δίνουμε τα ωραία μας ευρά ανταλλάζοντας-τα με ντόπιο νόμισμα, το “λάρι”. Όταν πιάνω στα χέρια μου ένα ξένο νόμισμα δεν μπορώ ποτέ να εκτιμήσω την αξία του. Τα ξένα νομίσματα είναι κι αυτά στις αρμοδιότητες της καλής μου. Αστέρι στα οικονομικά! Κι αυτός που θα την εξαπατήσει στα ξένα νομίσματα δεν γεννήθηκε ακόμη.
Στην Τιφλίδα ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Οι δρόμοι είναι χείμαρροι και η οδήγηση, άκρως επικίνδυνη. Όμως, ο οδηγός μας δεν έχει την ίδια γνώμη. Τρέχει σα να τον κυνηγούν για να του κάνουν κλύσμα. Ναι αλλά εμείς, συγνώμη, τι του φταίμε;
Το “Old Tiflis” βρίσκεται στο ισόγειο ενός υπέργηρου πλην αξιοπρεπούς οικοδομήματος, ακριβώς απέναντι από την είσοδο κάποιου υπουργείου, Εξωτερικών, νομίζω. Το “Old Tiflis” δεν ξέρω τι ήταν κάποτε αλλά τώρα φιλοξενεί το χόστελ όπου και καταλύουμε. Τα πλακάκια του δαπέδου, καθώς και τα φαγωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια του, με πάνε πίσω, στην παιδική μου ηλικία. Ένοιωσα μια τρυφερότητα γι αυτά τα πλακάκια, απ αυτές που δεν μεταδίδονται ούτε καν στους πιο κοντινούς σου.
Με το που τον είδα τον ονομάτισα “Γκάντι”. Φτυστός! Μέσης ηλικίας, σοβαρός, με μια καλοσύνη στο πρόσωπο και στους τρόπους. Μιλώ για τον ρεσεψιονίστα του “Old Tiflis”. Κρίμα που δεν μιλάμε μια κοινή γλώσσα. Είναι γλυκός, με μάτι που λάμπει από εξυπνάδα. Κι ενίοτε από ένα ανεπαίσθητο υπομειδίαμα που ποιος ξέρει την αιτία του.
Κοιμηθήκαμε ακαριαία στις έξι το πρωί για να ξυπνήσουμε το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Όσο να καταλάβω πως βρισκόμαστε σε μιαν άλλη χώρα πάντα μου χρειάζεται κάποιος χρόνος. Πώς την είπαμε, ρε Ισαβέλλα; Α, ναι, Γεωργία, η Τιφλίς, της Τιφλίδος και λοιπά. Με πλέον διάσημο τέκνο της τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, τον τοις πάσι γνωστό με το ψευδώνυμο “Στάλιν”, που σημαίνει “ατσάλι”. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται... Μα αυτά δεν είναι της στιγμής. Της στιγμής, και μάλιστα άμεσα, είναι ένας καφές. Το βασίλειό μου για έναν καφέ της προκοπής! Έχω πιει, βέβαια, τον πρώτο μου με την τσίμπλα στο μάτι, μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, απ την καβάτζα που κουβαλάω πάντα μαζί μου γι αυτές τις περιπτώσεις. Τώρα όμως θέλω έναν δυνατό εσπρέσο αραχτός σε τραπεζάκι έξω. Με λιακάδα.
Ένα γκουντ μόρνινγκ στον συμπαθέστατο “Γκάντι” και παίρνουμε, σαν λαγωνικά, κάποιους δρόμους με κατεύθυνση τον επιβλητικό ποταμό Κούρα που διασχίζει την πρωτεύουσα της Γεωργίας, αναζητώντας ένα μαγαζί που να φτιάχνει καφέδες. Εννοείται πως η φωτογραφική μου έπιασε δουλειά με το που βγήκαμε από την πόρτα. Ή, μάλλον, πριν.
Η πρώτη μας εντύπωση είναι πως εδώ κυριαρχεί μια βαριά αρχιτεκτονική, περίπου μνημειακή. Φαρδιοί δρόμοι, φαρδύτατα πλακοστρωμένα πεζοδρόμια, μικροπωλητές κάθε είδους και πολλά μαγαζιά. Στο δε κέντρο, την τιμητική τους έχουν τα “σινιέ”, με όλες τις “γνωστές μάρκες” για τον υπέρκοσμο των εχόντων.
Βρήκαμε το σωστό καφέ σ' ένα συμπαθέστατο μαγαζί, εκεί δίπλα στο ποτάμι, με τραπεζάκια έξω στη ρίζα του πέτρινου τείχους της παλιάς πόλης. Σιγά μην μας ξέφευγε! Πιάνουμε κουβέντα μ' ένα ζευγάρι Νορβηγών που παίρνουν το μεσημεριανό τους στο διπλανό τραπέζι. Ο λόγος περί Ελλάδας και οικονομικής κρίσης. Τι πρωτότυπο! Μέσα σε πέντε λεπτά διαπιστώνουμε ότι μιλάμε με κοινούς κώδικες: συμφωνούμε κατά των μίσθαρνων οικονομολόγων της Τρόικας, κατά της δικτατορίας του δουνουταριάτου, και υπέρ της αναγκαιότητας της ανατροπής αυτής της κατάστασης. Ή θα 'χουμε μια Ευρώπη αλληλέγγυων κοινωνιών ή να πάει να.. Ωραίοι αυτοί οι Νορβηγοί. Ανταλλάξαμε μέιλς. Ας μη χανόμαστε, ε!
Χωνόμαστε και χανόμαστε στα σοκάκια και στους δευτερεύοντες δρόμους και δρομίσκους της παλιάς πόλης. Περίτεχνες πόρτες, σκεπαστά μπαλκόνια, και διακοσμημένες προσόψεις μαρτυρούν παρελθόντα μεγαλεία σε πείσμα των ξεφλουδισμένων σοβάδων.
“Περάστε, περάστε”, μεταφράζουμε τις χειρονομίες μιας γυναίκας που στέκεται μπροστά στην πόρτα της. Πως ν' αρνηθείς; Και γιατί ν’ αρνηθείς; Μπήκαμε. Ήξερε αρκετές ελληνικές λέξεις. Ένα φτωχό μάλλον, πλην καθαρό κι αξιοπρεπές σπιτικό. Μια φωτογραφία ενός παππού στον τοίχο. Επέμεινε να μας τρατάρει. Έχω δουλέψει στην Αθήνα, λέει, φρόντιζα έναν ηλικιωμένο κύριο στο Κολωνάκι. Πέθανε όμως και τώρα είμαι εδώ με την οικογένειά μου.. Τι ωραία που είναι η Αθήνα. Μας δουλεύεις, κυρά μου, ήθελα να της πω, αλλά δεν τό 'πα. Ωραία από ποιαν άποψη δηλαδή; Το γλυκό το έφτιαξα μόνη μου, σας αρέσει; Όσο υπάρχουν άνθρωποι..
Στον τοίχο της έχει κι ένα αντίγραφο πορτρέτου του Στάλιν. Της τον δείχνω χαμογελώντας, και καλά ικανοποιημένος. Αν μπορώ να βγάλω άκρη από τα ελληνικά της, προσπαθεί να μας πει πως ήταν σπουδαίος ο “πατερούλης”. 'Οσο ζούσε κανείς δεν πείναγε, και κάτι τέτοια.
Θέλω να την ρωτήσω για διωγμούς και γκουλάγκ αλλά, δεν με παίρνει. Ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος… Άσε που δεν ήρθα εδώ για να την αμφισβητήσω. Εδώ είμαι για να μαθαίνω.
Στις παρόχθιες υπαίθριες αγορές, Εκκλησιαστικές εικόνες, βιβλία, είδη προικός, φτηνιάρικες τουριστικές αηδίες, πιο κιτς δε γίνεται, σηματάκια και πορτραιτάκια του “πατερούλη”, εσώρουχα, όλα τουρλού, πάρτε κόσμε...
Και μετά πάλι, να, στην απλωσιά, στα διάσπαρτα μικρά πάρκα και στα μεγάλα πεζοδρόμια. Κι όπου βλέπω υπαίθριο καφέ, τι λες, να κάτσουμε; Μα πόσους καφέδες θα πιεις σήμερα; Όσους χρειάζεται για να μπορώ να χαζεύω αυτό το αστικό περιβάλλον που μου έχει επιβληθεί με την παράδοξη γοητεία του.
Σήμερα, θα χρειαστεί να κινηθούμε περιφερειακά. Που σημαίνει ότι έφτασε η ώρα να πάρουμε το μετρό. Με τις αλλεπάλληλες κυλιόμενες σκάλες θα βυθιστούμε πενήντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Γης. Είναι κάπως ζοφερό, κάπως απόκοσμο αυτό το μετρό, απωθητικό για κλειστοφοβικούς, πλην άκρως εξυπηρετικό.
Βγαίνουμε τρεις στάσεις πιο πέρα και κατευθυνόμαστε στον σταθμό των τραίνων για να εφοδιαστούμε με τα εισιτήριά μας για το Ζουγκντίντι, όπου και ο επόμενος προορισμός μας σε δυο μέρες από σήμερα.
Εδώ κυριαρχούν οι λαϊκές πολυκατοικίες οι οποίες, όπως παντού στον κόσμο, αποπνέουν μια υποχρεωτική ανθρώπινη εγγύτητα στο μεταίχμιο της συμφόρησης. Για να μπορούν ν' αγαπιούνται οι άνθρωποι, και να τσακώνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Για να μπορούν να έχουν όνομα κι επίθετο, σ' αυτόν τον κόσμο.
Τελικά η αγορά των εισιτηρίων της σιδηροδρομικής διαδρομής των τριακοσίων πενήντα χιλιομέτρων για το Ζουγκντίντι μας κόστισε οχτώ ευρώ το άτομο, με διανυκτέρευση σε κουπέ πρώτης θέσης! Μεγαλεία! Μήπως ήρθε η ώρα να μετακομίσουμε εδώ που φτουράνε ακόμα τα λεφτά μας;
Έχω αρχίσει να σχηματίζω μια πρώτη εντύπωση για τις Γεωργιανές και τους Γεωργιανούς. Οι νεαροί άντρες, επί το πλείστον, μου φαίνονται σωματώδεις και κουρεμένοι σαν χρυσαυγίτες με ταυρίσιο σβέρκο, έτοιμοι για καυγά. Μπα, η ιδέα μου θα 'να. Οι γυναίκες, οι νεαρές ιδίως, πάνε προς το λεπτές και γλυκούλες. Ίσως και όχι τόσο. Δεν σπανίζουν κι οι νταρντάνες.
Επιστρέφοντας από τον σταθμό, πέσαμε και σ' ένα καυγά κάπου κοντά στον ξενώνα μας. Μπουνιές, κλωτσιές, τρεχάλες. Τρεις εναντίον τριών. Κάποιοι κράταγαν λοστούς και κάποιοι άλλοι μαχαίρια. Δυο συμμορίες με χρυσαυγίτικη αποφορά. Δεν ξέρω αν είναι φρόνιμο ν' ανεβάσω τη φωτογραφική στο μάτι μου. Άσε καλύτερα.
Η αρχική ειδυλλιακή εντύπωσή μας για την Τιφλίδα εμπλουτίζεται τώρα και με μια άλλη όψη. Μια μπρούτα όψη. Περίπου αποκρουστική.
Εκείνο, όμως που έχει σημασία είναι πως ο χρόνος μας έχει διασταλεί. Νοιώθουμε πως κάθε ώρα εδώ χωρά περισσότερα απ ότι ένα δωδεκάωρο στην Αθήνα. Χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, όπως και σε κάθε ταξίδι άλλωστε. Η, μάλλον, διαπιστώνουμε πως ο χρόνος είναι μια έννοια σχετική και οι διαστάσεις του μετρώνται ανάλογα με το τι κάνουμε, πως νοιώθουμε και πόσες νέες εμπειρίες δοκιμάζουμε.
Είναι νωρίς ακόμη αλλά θέλω ν' αδράξω την ευκαιρία να μιλήσω με γηραιότερους. Θέλω να καταλάβω τις πολιτισμικές διαφορές της σημερινής Γεωργίας από το σοσιαλιστικό, ας πούμε, παρελθόν της. Η διαίσθησή μου λέει πως οι γηραιότεροι νοσταλγούν το χτες ενώ οι νεότεροι το αγνοούν τελείως. Ή, το πιθανότερο, το διδάσκονται στρεβλωμένο.
Σήμερα κι άλλο ένα περιστατικό στο μετρό, λίγο πριν ξεκινήσει ο συρμός. Ένας σκυλοκαβγάς στο διπλανό βαγόνι. Μπουνιές, κλωτσιές, τζέρτζελο. Συμμορίες υποθέτω.
Κι όταν ο συρμός άρχισε να κινείται κάποιοι πέταξαν κάποιον έξω στην πλατφόρμα.
Ο “κάποιος” κουτρουβάλησε στο τσιμέντο για κάμποσα μέτρα. Και κανείς από τους επιβάτες δεν κινήθηκε για να τους αποτρέψει. Και κανείς δεν συνέτρεξε το βίαια κυλιόμενο, λες και είναι κάτι το σύνηθες. Ή μήπως είναι;
Η Τιφλίδα, από αρχιτεκτονική οπτική, έχει, όπως κάθε πρωτεύουσα, το μακρινό παρελθόν και το παρών της, το μεγαλείο και τη μιζέρια της, την και καλά μοντέρνα εκδοχή της καθώς και την άχαρη σοβιετική επίδραση στην αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών, κυρίως. Αλλά, η αφήγηση της αρχιτεκτονικής, και γενικά της αισθητικής της, είναι στην αρμοδιότητα της φωτογραφικής μηχανής μου.
Και τώρα, εμπρός για ανάβαση!
Όπως κάθε παλιά, μεσαιωνική, πόλη που σεβόταν τον εαυτό της, η Τιφλίδα έχτισε κι αυτή το περιμετρικό της κάστρο.
Για να μπορούμε εμείς οι μεταγενέστεροι να την φωτογραφίζουμε πανοραμικά.
Μαγεία. Όλα τα τριαντάφυλλα δικά μας. Ποτέ μην κόβεις την ομορφιά απ τη ρίζα της. Κι οι μαργαρίτες!..
Οι απόψεις μου περί θεών και αγίων δεν μ' εμποδίζουν να εκτιμώ την καλή αγιογραφία. Τούτη δω η εκκλησιά, τόσο ψηλά απ τ' ανθρώπινα, είναι πανέμορφη. Κινούμαστε αργά για να μην ενοχλήσουμε τη σιγή. Να μη θυμώσουν οι ανώνυμοι αγιογράφοι. Οι ανώνυμοι μαστόροι του θεϊσμού.
Στην κορυφή του λόφου Σοκολάκι μας περιμένει το άγαλμα της Κάρτλις Ντέντα, ή αλλιώς «Μητέρας Γεωργίας». Με την κανάτα του κρασιού για καλωσόρισμα στο αριστερό χέρι, η «Μητέρα» καλού κακού κρατάει κι ένα σπαθί στο δεξί για τους οχθρούς της πατρίδος. Φιλοτεχνημένη το 1958, προς τιμή των χιλιοπεντακοσιοστών γενεθλίων της Τιφλίδας, εικοσάμετρη και αλουμινένια, δεν την αποκαλείς δα και κομψοτέχνημα. Θέμα οπτικής θα μου πεις!
Από το Κάστρο. Μπροστά μας χύνεται μια θάλασσα από στέγες και καμπαναριά. Αλλά και μια Τιφλίδα που δεν θέλει κι ούτε μπορεί να κρύψει τις ασκήμιες της. Και όχι μόνο, παρά καμαρώνει γι αυτές. Όπως για την υπερμοντέρνα “Γέφυρα της Ειρήνης” για παράδειγμα. Όλα τα’ χε η Μαριορή… Πολλοί ντόπιοι πάντως μεταξύ τους την αποκαλούν “Always”, από την ομώνυμη σερβιέτα, διότι ισχυρίζονται ότι τους τη θυμίζει. Κι εδώ που τα λέμε…!
Τι λες για έναν καφέ αφ’ υψηλού, σ’ εκείνο το μαγαζί με θέα το ποτάμι;
Διαβάστε επίσης:
ΑΜΠΧΑΖΙΑ, ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Για περισσότερες φωτογραφίες από την Τιφλίδα:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Στο μέλλον θα ακολουθήσουν και άλλες αναρτήσεις για την Γεωργία:
Σβανέτι, οι «Μανιάτες» του Καυκάσου
Γκόρι, στην γενέτειρα του «πατερούλη»
Τουσέτι, ανυπέρβλητος Καύκασος