ΒΟΛΙΒΙΑ 3 - ΣΑΧΑΜΑ, ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ

Front Picture: 

Επιτέλους στη Σαχάμα! Στη σκιά του ηφαιστείου, καταλύουμε σ' ένα ταπεινό πλην αυθεντικό, “αλοχαμιέντο”. Πρόκειται για τμήμα κατοικίας ιθαγενών οι οποίοι νοικιάζουν κάποια απ τα δωμάτια του σπιτικού τους για να ενισχύσουν έτσι τον όποιο πενιχρό κορβανά τους. Πάντως αποδείξεις δεν είδα να κόβουν, ούτε φπα, ούτε τίποτα.   Λες να μην συμπαθούν την εφορία; Περίεργο!

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Από τις απομαγνητοφωνημένες σημειώσεις του ταξιδιού, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 2010

 


Προηγούνται:

ΒΟΛΙΒΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑ ΠΑΖ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΚΑΚΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 2 - ΔΙΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΤΥΦΛΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Και πάλι Λα Παζ, πάντα παρέα με τον Βαγγέλη, την Καίτη, τον Σάτσο και την Ισαβέλλα. Πάνω που τσάκιζα μια κακοψημένη ομελέτα και ξεκίναγα τον δεύτερo καφέ της ημέρας, να'σου ο Σέζαρ, o οποίος συμβαίνει να είναι και αδελφός του Ραούλ. Ο Ραούλ, ειρήσθω εν παρόδω, ασκεί το υψηλό λειτούργημα του ταξιδιωτικού πράκτορα που μας νοικιάζει το αυτοκίνητο με το οποίο πρόκειται να διατρέξουμε το βολιβιάνικο Αλτιπλάνο τις επόμενες δυο βδομάδες. Μαζί δε μ' αυτό, στέλνει επίσης τον προειρημένο αδερφό του, ως και καλά ξεναγό και άγγελο-προστάτη μας.

 

Όπως έχουμε ήδη πει σε προηγούμενο επεισόδιο του βολιβιάνικου σήριαλ, η Λα Παζ είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στην απότομη πλαγιά των Άνδεων, στο κάτω τμήμα της οποίας εδράζεται η σύγχρονη αλλά και η ιστορική πόλη με όλα της τα λατινοαμερικάνικα αρχιτεκτονικά μεγαλεία.

 

Στην πλαγιά του βουνού κρέμονται οι άκρως γοητευτικές, λιγότερο ή περισσότερο λαϊκές γειτονιές.

 

Στο δε ψηλότερο μέρος της κατοικημένης πλαγιάς εδράζεται το επονομαζόμενο Ελ Άλτο. Κάτι σαν οροπέδιο.

 

Ένα γερασμένο πουλμανάκι θα σκαρφαλώσει μέχρι εκεί, όπου και μας περιμένει το τζιπ. Φορτώνουμε τις αποσκευές μας στη σχάρα του  4x4, μπαίνουμε στριμόκωλα για να ξεκινήσουμε και, πάνω στην ώρα, ο οδηγός συνειδητοποιεί ότι δεν έχει αρκετή βενζίνη. Καλά, λέμε, δε βαριέσαι, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.

 

Ο τύπος μάς πάει σ’ ένα βενζινάδικο λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα: χαλασμένη η αντλία! Τσουλάμε προς το επόμενο, αργά, σα να μεταφέρουμε αυγά. Εντάξει ρε παιδί μου, καλό να είναι προσεχτικός ο άνθρωπος, αλλά όχι κι έτσι! Φτάνουμε ρολάροντας, που λες, στο δεύτερο βενζινάδικο. Φουλάρει και λέμε, άντε, αυτή τη φορά φεύγουμε! Ωστόσο  ο οδηγός συνεχίζει να πηγαίνει με ταχύτητα χελώνας και παρατηρούμε πως έτσι και πιάσει τα σαράντα χιλιόμετρα το καρούλι του αρχίζει να τραντάζεται σύγκορμο σαν να πάσχει από Πάρκινσον. Λες να φταίει η άσφαλτος;

 

“Πάτα λίγο παραπάνω γκάζι, θα νυχτώσουμε”. “Α.. είναι ανηφόρα, δεν μπορώ να πάω πιο γρήγορα”. “Ε, τότε σταμάτα!”

 

Κατεβαίνει ο Βαγγέλης, κοιτάει από κάτω και τι βλέπει; ο τύπος έχει δέσει τ' ακρόμπαρα με κάτι κουρέλια, μπορεί και τις κάλτσες του. Και το σασμάν να στάζει λάδι από παντού. Η απόλυτη ξεχαρβάλα. Εντάξει παιδιά, κουλάρετε, λέει ο Σέζαρ, θα βρούμε λύση.

 

Άπειρα τηλεφωνήματα και εναλλακτικές εκδοχές για να πληροφορηθούμε εντέλει πως «οκ, βρέθηκε καλό αυτοκίνητο», αλλά… “θα πρέπει πρώτα να πάει στο συνεργείο για έλεγχο και σε δύο ώρες, άντε δυόμιση, θά ‘χει έρθει”. Δε βαριέσαι, πάμε να φάμε.

 

Τρώμε κάτι κοτόπουλα της συμφοράς κάπου κει γύρω.

 

Η περιοχή είναι σαν κακοχρονονάχει, με μια λεωφόρος απ όπου περνούν οι νταλίκες φουλαριστές με τα κλάξον σε παράκρουση. Κι οι εξατμίσεις, καθαρό δηλητήριο.

 

Ξαπλώνουμε σ’ ένα υποτυπώδες γκαζόν με ουρανό το καυσαέριο.

 

Η ώρα, τέσσερις και τέταρτο. “Σέζαρ, τι γίνεται”; “Ε, κατά τις πέντε-πεντέμιση...”. “Είναι σίγουρο”; “Σιγουρότατο, έχει βρεθεί το σωστό αμάξι”.




Και ποιος μας βεβαιώνει ότι δεν θα πρόκειται για άλλη μια μπαχατέλα; Τα ρολόγια λένε εφτά μι μι κι έχει πλέον νυχτώσει όταν, ω του θαύματος, εμφανίζεται το περιώνυμο αυτοκίνητο, το οποίο, πρέπει να παραδεχτώ πως με την πρώτη ματιά μας φάνηκε σα να βγήκε μόλις τώρα απ το εργοστάσιο. Τζιτζί! Ο επιμένων νικά. Ή χάνει...


Και τώρα βουρ για διανυκτέρευση στην Πατακαμάγια να κερδίσουμε τουλάχιστον κάποια χιλιόμετρα από το αυριανό δρομολόγιο για την Σαχάμα.

 

Ο ΦΩΤΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ

Στις έξι το πρωί ανοίγω το μάτι μου στην εν λόγω Πατακαμάγια.

 

Πάντα με ηδονίζει το συναίσθημα να ξυπνώ σε μια άγνωστη χώρα, σ' έναν νέο τόπο, και για ένα μικρό χρονικό διάστημα να προσπαθώ να καταλάβω πού είμαι. Το στρώμα είναι τραχύ αλλά έχω κοιμηθεί και σε τραχύτερα. Το καμαράκι μια σταλιά. Φτωχό, κακομοιρούλικο αλλά πεντακάθαρο. Κάτι είναι κι αυτό!

 

Δεν θα χαρακτήριζα το πρωινό του γειτονικού μαγέρικου ως γαστριμαργική απόλαυση, ούτε την πόλη ως ιδιαίτερα ελκυστική, αλλά από τοπικό χρώμα άλλο τίποτε. Με αποκορύφωμα την κυριακάτικη  υπαίθρια ζωοπανήγυρη, Και να σκεφτείς ότι πέσαμε πάνω της από λάθος του οδηγού. Ωραίο λάθος!

 

Πλήθος χωρικών, και εκατοντάδες αρνιά για πούλημα. Κατά βάθος μ' ενοχλεί η σκέψη ότι αυτά τα θηλαστικά πάνε για σφάξιμο αλλά η διαστροφή του φωτογράφου υπερτερεί της προειρημένης ευαισθησίας. Καταπιάνομαι με τον φωτοβολισμό των αμνών και όχι μόνο.

 

 

Ουρά στο βενζινάδικο. Κόσμος πολύς με τα μπιτόνια ανά χείρας. Είναι φανερό ότι στην ευρύτερη περιοχή θα συναντήσουμε μεγάλη δυσκολία στον ανεφοδιασμό με καύσιμα. Εκτός από το φουλάρισμα του ρεζερβουάρ, ρίχνουμε καλού-κακού, στην οροφή κι ένα μπιτόνι με εξήντα λίτρα.  Ουφ, πάει κι αυτό!  Παίρνουμε το δρόμο που θα μας πάει στη Σαχάμα.

 

Λοφίσκοι φαγωμένοι απ τις βροχές: απερίγραπτα γλυπτά της Φύσης στο χρώμα του ροζ και του καφεκόκκινου. Πανδαισία μορφών και χρωμάτων. Να και τα πρώτα λιάμας! Σαν από διασταύρωση προβάτου με καμήλα, βόσκουν αμέριμνα τα αραιά αγκαθωτά  και μας κοιτάζουν απαθώς τεντώνοντας το μακρύ τους λαιμό στο πέρασμά μας.

 


ΚΑΙ ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ

Στάση στο Κουραχουάνγκας ντε Καράνγκας. Ένα χωριό, σκηνικό για γουέστερν. Νομίζω πως ακούω μουσική Μορικκόνε. Πως από κάποια μάντρα θα ξεπροβάλλει ο Ελάι Γουάλας κι απέναντί του ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ με τα χέρια τους κοντά στις θήκες των περιστρόφων έτοιμοι να σπείρουν θανατικό.  Ερημιά. Μόνο αραιά και πού κάποιος ιθαγενής με ποδήλατο ή η φιγούρα ενός διαβάτη που χάνεται βιαστικά στα στενά. Και στην κεντρική πλατεία, η αποκάλυψη: μια εκκλησία, η επονομαζόμενη «Καπέλα Σιξτίνα του Αλτιπλάνου». Σε λίγο θα μάθουμε και το γιατί του ονόματος.

 

 

Αυτή η “Καπέλα Σιξτίνα”, που λες, όπως και ομώνυμη στην Ρώμη, έχει εικονογραφηθεί ολόκληρη στο εσωτερικό της με σκηνές από την χριστιανική  μυθολογία. Μόνο που εδώ, κανένας Μικελάντζελο δεν έβαλε το διάσημο χεράκι του, παρά μόνο κάτι ανώνυμοι Βολιβιάνοι καλλιτέχνες, τους οποίους κουβάλησαν κάποιοι Ιησουίτες ιεραπόστολοι και πες-πες τους κατάντησαν χριστιανούς. Οι εν λόγω καλλιτέχνες, λοιπόν, γρι δεν ξέρανε στην πραγματικότητα από χριστιανισμό κι αυτή ακριβώς η άγνοιά τους αποτυπώθηκε στις ομολογουμένως άκρως ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες τους. Δηλαδή ζωγράφιζαν αποκλειστικά με βάση τις φαντασιώσεις των μοναχών, σε συνδυασμό με τις δικές τους εικαστικές εκδοχές, με αποτέλεσμα οι εικονογραφίες να είναι έξω απ τα συνηθισμένα κλισέ, αυθεντικές ναΐφ και, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερης αισθητικής αξίας.

 

 

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΑΧΑΜΑ

Επιτέλους στη Σαχάμα! Καταλύουμε σ' ένα ταπεινό πλην αυθεντικό, “αλοχαμιέντο”. Πρόκειται για τμήμα κατοικίας ιθαγενών οι οποίοι νοικιάζουν κάποια απ τα δωμάτια του σπιτικού τους για να ενισχύσουν έτσι τον όποιο πενιχρό κορβανά τους. Πάντως αποδείξεις δεν είδα να κόβουν, ούτε φπα, ούτε τίποτα.   Λες να μην συμπαθούν την εφορία; Περίεργο! Η κουζίνα… ένας αχταρμάς από φτωχικά στοιχεία που κανείς σκηνογράφος δεν θα μπορούσε ν' αναπαράγει. Και παντού οι φωτογραφίες του Έβο Μοράλες να κλέβουν την παράσταση, “αστα λα βικτόρια σιέμπρε κομπανιέρος” και έτσι!

 


Είμαστε σε υψόμετρο τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων. Το χιονισμένο  ηφαίστειο της Σαχάμα, η ψηλότερη κορυφή της Βολιβίας, ρίχνει την σκιά των εξίμιση χιλιάδων μέτρων του πάνω στο αλτιπλάνο. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο κρυστάλλινα διαυγής που νομίζεις ότι αρκεί ν' απλώσεις το χέρι σου για ν' ακουμπήσεις το βουνό. Η περιοχή είναι γεμάτη λιάμας, αλλά και βικούνιας, συγγενικής συνομοταξίας με τα λιάμας, μόνο που φέρνουν προς γαζέλες και δεν εξημερώνονται. Υπέροχα ζωάκια, πολύ λεπτά και χαριτωμένα, καφετιά με άσπρη κοιλίτσα, αλλά και απίστευτα φοβιτσιάρικα. 'Οσο κι αν προσπάθησα, με τίποτε δεν μου κάθονται να τα χαϊδέψω. Έχασα!

 


Ο Βαγγέλης είναι μες την γκρίνια. Όλα του φταίνε. Μου φαίνεται παράξενο γιατί, μετά από τόσα ταξίδια μαζί μας, τον θεωρώ από τους πιο σκληροτράχηλους, ήρεμους και συνεργάσιμους συνταξιδιώτες. Εδώ δεν ξέρω τι έχει πάθει. Δεν έχει προσαρμοστεί στο υψόμετρο, πονάει το κεφάλι του, του φταίει ο ήλιος, του φταίει η σκιά, του φταίνε όλα. Ο Σάτσο, ως συνήθως λιγόλογος και πρακτικός σε κάθε ζόρι. Όσο για την Καίτη, απλά πανευτυχής, και όπως πάντα μες την τρελή χαρά. Μόνο που εδώ νοιώθει κάτι σαν ευθύνη για τη συμπεριφορά του καλού της. Κάπου ενδιάμεσα γυρίσαμε στο χωριό, αφήσαμε τον Βαγγέλη οριζοντιωμένο να κουλάρει και ξαναβγήκαμε για έναν ακόμη γύρο ξεποδαριάσματος. Η ομορφιά του τοπίου δεν χορταίνεται!

 

 


Βράδυ στο κατάλυμα. Ένα κοριτσάκι χαζεύει εντυπωσιασμένο τις φωτογραφίες μου στην οθονίτσα της φωτογραφικής. «Α, αυτό είναι η εκκλησία της Κουραχουάνγκας ντε Καράνγκα! Α, αυτή είναι η μπουγάδα του σπιτιού μου, ο σκύλος μου, να κι η γάτα μου»!


 

Ο Σέζαρ και ο Κρίστιαν ο οδηγός μας έφτιαξαν το βραδινό: μία θαυμάσια κοτόσουπα, συν μακαρόνια με κοτόπουλο, συν σαλάτα. Η προθυμία και η προσπάθειά τους να μας ευχαριστήσουν είναι συγκινητική. Ο Σέζαρ πιο εκδηλωτικός, ο Κρίστιαν, κάπως συνεσταλμένος. Δειλά, δειλά, καπνίζουν κι αυτοί απ τα τσιγάρα μας, πίνουν απ τον νεσκαφέ μας.. Τους έχουμε λιγάκι διαφθείρει.

 


 

ΣΕΝΑΡΙΑ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ

Ξημέρωσε μια νέα μέρα, όμως η γκρίνια του Βαγγέλη παραμένει αμετάβλητη. Πάλι πονά το κεφάλι του και πάλι όλα του φταίνε.

 

Οι υπόλοιποι ντιρλικώνουμε τ’ αβγουλάκια μας, τις μαρμελάδες μας, τους καφέδες μας, τα έτσι και τ' αλλιώς μας και σε λίγο είμαστε πανέτοιμοι για  τις νέες περιπέτειες της ημέρας. Όχι όμως δυστυχώς γι αυτές που τελικά θα κληθούμε ν' αντιμετωπίσουμε, αρχής γενομένης από το ψυγείο του αυτοκινήτου που μισή ώρα μετά την αναχώρηση αρχίζει να χάνει νερά. Φτου σου γκαντεμιά!

 

Σύμφωνα με τον Σάτσο, όλα συνηγορούν ότι μάλλον το όχημα έχει κάψει κάποια φλάντζα. Απελπισία!

 

- Σέζαρ πρέπει να βρούμε άλλο αυτοκίνητο.

- Αδύνατον. Με τι λεφτά; Ο Ραούλ έχει ήδη προπληρώσει αυτό που έχουμε.

- Συνεργείο;

- Το πιο κοντινό είναι στην Πατακαμάγια, εκατόν πενήντα χιλιόμετρα πίσω...

 

Με τα πολλά, ο Κρίστιαν καταφέρνει να τσουλήσει το όχημα μέχρι το μοναδικό  βενζινάδικο της περιοχής μπας και βρούμε εκεί κάποια βοήθεια. Τζίφος. Το πρατήριο είναι μεν ανοιχτό, ο ιδιοκτήτης όμως άφαντος.  

 

Τρεις ώρες αργότερα παραμένουμε καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο. Μεσολάβησε η άγονη απόπειρα δυο ντόπιων, κατά δήλωσή τους “μηχανικών”, να επισκευάσουν τη βλάβη με τη χρήση κάποιας «κόλλας» αδιευκρίνιστης υφής και σύνθεσης. Εντάξει, καλοί οι αυτοσχεδιασμοί, δεν λέω, αλλά κι αυτό έχει τα όρια του. Το ψυγείο συνέχισε να χάνει νερά.

 

Σενάρια απόγνωσης: Να επιστρέψουμε στη Λα Παζ με λεωφορείο, να πάμε στον Ραούλ να ζητήσουμε πίσω τα λεφτά μας και μετά να συνεχίσουμε το ταξίδι με τοπικά μέσα κι ό,τι κάτσει...

 

Και πάνω κει που δεν ξέραμε πια τι θα γίνει, ως από μηχανής θεός εμφανίζεται ο βενζινάς, μπαίνει ολοζούπητος μέσα στη μηχανή για να την σκαλίσει κι αυτός με τη σειρά του και ν’ αποφανθεί μετά από λίγο ότι μπορεί να επισκευάσει τη βλάβη! Πώς δηλαδή;

 

Η διαρροή, λέει, δεν προέρχεται από το ψυγείο αλλά από το καλοριφέρ του αυτοκινήτου. Αρκεί να τ’ αποσυνδέσει, ν’ απομονώσει τις σωληνώσεις με μια δική του πατέντα και … ούτε γάτα ούτε ζημιά. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα θέρμανση γιοκ, όχι ότι καλύτερο στις ακραίες κλιματικές συνθήκες του ανδικού οροπεδίου, αλλά σιγά τώρα μην κολλήσουμε σε τέτοιες μικρολεπτομέρειες. Εξάλλου τι κουβαλάμε τα μπουφάν, τα γάντια και τα κασκόλ;

 

ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΟΞΑ ΤΡΑΒΑ!

Μια ώρα επισκευής αργότερα, και ξανά προς τη λόξα τραβά! Όσο για τον προορισμό, βλέποντας και κάνοντας. Για να ταξιδεύσουμε μέχρι την Τουνούπα που ήταν ο θεωρητικός μας στόχος για σήμερα, ούτε λόγος. Σε δυο ώρες νυχτώνει και η οδήγηση μέσα στα σκοτάδια σ’ αυτές τις ερημιές κι από τέτοιους καρόδρομους θα μπορούσε ν’ αποβεί άκρως ανθυγιεινή για την ασφάλειά μας. Θα πρέπει λοιπόν να κοιμηθούμε κάπου ενδιάμεσα. Αφήνουμε την τύχη ν’ αποφασίσει για το πού όταν έρθει η στιγμή και στο μεταξύ παίρνουμε το δρόμο για το νότο κατά μήκος των συνόρων με τη Χιλή.

 

Είπα «δρόμος» και σπεύδω να διορθώσω την υπερβολή. Ας πούμε καλύτερα κάτι σαν υποψία διαδρομής ανάμεσα σε βράχια, χέρσες εκτάσεις αγκαθωτών και ποταμίσια περάσματα. Κάποτε, σ' ένα χωριό αγνώστων λοιπών στοιχείων μας κόβει το δρόμο μια μπάρα με κάτι φαντάρους μάλλον ευτυχείς που βρήκανε την ευκαιρία να διασκεδάσουν την πλήξη τους κάνοντας επίδειξη εξουσίας, και μάλιστα με το αζημίωτο: “Πού πάτε, γιατί πάτε, τι κουβαλάτε στα μπιτόνια; Όχι δεν πάτε πουθενά, αν δεν..”. Όλο αυτό, εννοείται, στημένο επί τούτου. “Πόσα;”, “Δύο δολάρια το κεφάλι”. Και φυσικά τα σκάσαμε, εσύ δηλαδή τι θα ’κανες στη θέση μας;

 


 

Ο ΓΕΡΟ-ΣΕΦΕΡΙΝΟ

Όταν μπαίνουμε στο Χούλο έχει σουρουπώσει για τα καλά. Ο Σέζαρ, αισιοδοξεί ότι εδώ θα βρούμε κατάλυμα για το βράδυ. Καμιά τριανταριά σπίτια αλλά ψυχή ζώσα πουθενά. Στην κεντρική πλατεία τα χλωμά φώτα του Δήμου φωτίζουν μια ελπιδοφόρα ταμπέλα: «αγροτικό τηλεφωνείο» για να διαπιστώσουμε ότι αναφέρεται σε κάποιο αόριστο μέλλον. Το σκηνικό συμπληρώνει επιγραφή με τα χρώματα της βολιβιάνικης σημαίας που αποφαίνεται υπερηφάνως ότι «αυτά τα χρώματα δεν αλλάζουν, δεν αγοράζονται, δεν πουλιόνται». Θα φροντίσω να το θυμίσω στους επόμενους φαντάρους που θα μας κόψουν το δρόμο απαιτώντας μπαξίς με το έτσι θέλω.




Εντοπίζουμε έναν πεζό. Ο Σέζαρ πιάνει μαζί του το μπλα-μπλα, απομακρύνονται παρέα, ώσπου σε λίγο ο δικός μας επιστρέφει με ύφος ολυμπιονίκη: “Βρήκα σπίτι για να κοιμηθούμε”!

 

Πρόκειται για ένα αγρόκτημα με τρία-τέσσερα πλινθόκτιστα κτίσματα, μια κουζίνα κι ένα φούρνο έξω. Τι άλλο θέλουμε!

 

Τριγύρω βόσκουν λιάμας σε νηπιακή ηλικία κι ένα σκυλάκι που ακούει στ' όνομα «Νεγρίτα» και μου θυμίζει τη δική μου την “Αργώ”.


 

Ο γερο-Σεφερίνο, ο ιδιοκτήτης,  θα μας φιλοξενήσει στο δωμάτιο των παιδιών του που τώρα μεγάλωσαν και ζουν στην πόλη. Η κουβέντα μαζί του γίνεται με τα τσάτρα-πάτρα ισπανικά της Ισαβέλλας. Η γυναίκα του λείπει λέει ταξίδι, μαζί με τα δυο εγγόνια τους. Δηλαδή πού έχουν πάει, σενιόρ; Στη Σαμπάγια, λέει. Και πού είναι αυτή η Σαμπάγια; Ου! Πολύ μακριά. Πενήντα χιλιόμετρα. Δυο μέρες δρόμο από δω! Με τα πόδια εννοείται...

 

Εμείς καθαρίσαμε πατάτες, ο Τάσος έφτιαξε μια τονοσαλάτα κι ο Σέζαρ με τον Κρίστιαν ετοίμασαν κάτι που θα μπορούσες με πολλή φαντασία να το πεις και “δείπνο”. Εννοείται ό,τι ο γερο-Σεφερίνο θα φάει μαζί μας και είναι σε μεγάλα κέφια αφού για μια φορά δεν χρειάζεται να ετοιμάσει ο ίδιος κάτι για τον εαυτό του.

 

Η Ισαβέλλα εις μάτην προσπαθεί να εντοπίσει την τουαλέτα ανάμεσα στα κτίσματα της αυλής. Ο δε παππούς αδυνατεί να αντιληφθεί τη σχετική ερώτηση παρότι εκφρασμένη στη γλώσσα του. Μέχρι που ανέλαβα εγώ να του εξηγήσω με τη γλώσσα του σώματος. Φαίνεται ότι υπήρξα αρκούντως παραστατικός γιατί επιτέλους δείχνει να κατάλαβε. “Αλ κάμπο” (στην ύπαιθρο) απαντάει τελικά, με μια εμφανή έκφραση απορίας για το άχρηστο της συζήτησης. 

 

Το επόμενο πρωί αφήνουμε πίσω μας το Χούλο για να διατρέξουμε ένα τοπίο σχεδόν γυμνό, με πολύ χαμηλή έως καθόλου βλάστηση.

 

Χωματόδρομοι, φυσικά, με πολλές διακλαδώσεις για να μας μπερδεύουν τόσο όσο ν' αγγίξουμε τα όρια της απελπισίας.

 

Κανένας χάρτης, καμιά πυξίδα δεν φτουράει εδώ. Μόνο η θέση του ήλιου για να ξέρουμε πού η Ανατολή και πού η Δύση.

 


 

Τα χωριά που διατρέχουμε είναι σπουδαίας λαϊκής αισθητικής πλην σχεδόν άδεια από κατοίκους. Πολλά τα κατεστραμμένα από τον χρόνο σπίτια. Σφαλιστά παράθυρα, γερασμένοι μαντρότοιχοι και ξερολιθιές. Απίστευτα σκληρή η ζωή σ’ αυτές τις ερημιές και σ’ αυτό υψόμετρο. Όλα μαρτυρούν πως ο εγχώριος πληθυσμός έχει μεταναστεύσει εποχιακά για το μεροκάματο. Σπάνια βρίσκουμε κάποιον να τον ρωτήσουμε πού βρισκόμαστε. Μόνο τα αμολημένα λιάμας υπενθυμίζουν τη ζωή.

 


 

To μυαλό μου είναι στον γερο-Σεφερίνο. Τώρα δα αν με ρωτήσεις γιατί ταξιδεύω, θα σου πω ότι το κάνω γι αυτές τις συναντήσεις. Για να γνωρίζω πότε-πότε, έστω και λίγο, έναν Σεφερίνο. Για να ζήσω από κοντά, έστω και σαν μικρή παρένθεση, την καθημερινότητά του.  Να μάθω από το πλινθόκτιστο στη μοναξιά του αλτιπλάνο, όσα κανένα θέρετρο με τις ανέσεις του δεν θα μπορέσει να μου αποκαλύψει ποτέ.

 

 


Πλησιάζουμε προς στην Κοϊπάσα. Αλατοέρημος εν όψει! Εδώ θα σταθούμε για φαγητό πριν διασχίσουμε το ομώνυμο Σαλάρ ντε Κοϊπάσα για να καταλύσουμε στην Τουνούπα. Κάτι σαν ορεκτικό εν όψει της αυριανής, πολλαπλάσιας σε χρόνο, διάσχισης του Σαλάρ ντε Ουγιούνι. Αύριο όμως είναι μια άλλη μέρα. Που ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει…

 

 

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Βολιβία: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

Διαβάστε επίσης:

ΒΟΛΙΒΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑ ΠΑΖ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΚΑΚΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 2 - ΔΙΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 4 - ΣΑΛΑΡ ΝΤΕ ΟΥΓΙΟΥΝΙ, ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 5 - ΣΤΟ ΑΛΤΙΠΛΑΝΟ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

Στο μέλλον θα ακολουθήσουν και άλλα άρθρα για τη Βολιβία:

Βολιβία 6 – Ποτοσί, μετά την απεργία

Βολιβία 7 – Σούκρε, σε λευκό φόντο