ΒΙΡΜΑΝΙΑ 2 - ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

Front Picture: 

Mέχρι πρόσφατα το βιρμανικό τμήμα του Χρυσού Τριγώνου δεν ήταν επισκέψιμο για τους αλλοδαπούς ταξιδευτές. Ο λόγος αυτού του μέτρου όσο και του χαρακτηρισμού «Χρυσό Τρίγωνο» είναι ο ίδιος και ονομάζεται «παπαρούνα η υπνοφόρος». Θεωρούμε φρονιμότερο να μην ρωτήσουμε αν εξακολουθεί να καλλιεργείται ακόμη το εν λόγω άνθος αφού το τι δύναται να επακολουθήσει μετά από μια τέτοια άστοχη ερώτηση προβλέπεται σκοτεινό. Ίσως και πολύ σκοτεινό.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ 341 / 27.10.2006

http://www.lonelyplanet.com/maps/asia/myanmar/map_of_myanmar.jpg

Προηγείται:

ΒΙΡΜΑΝΙΑ 1 - ΛΙΜΝΗ ΙΝΛΕ, ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΡΗΧΑ ΝΕΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 

 

Εδρεύουμε στην πόλη Τσεντούνγκ, πρωτεύουσα του λεγόμενου Χρυσού Τριγώνου από την πλευρά της Βιρμανίας.

 

Το Χρυσό Τρίγωνο περιλαμβάνει την ορεινή περιοχή στο ανατολικότερο άκρο της χώρας καθώς και τμήματα από τις όμορες περιοχές της Κίνας, του Λάος και της Ταϊλάνδης.

 

Η απόσταση της Τσεντούνγκ από τα σύνορα των προειρημένων χωρών κυμαίνεται μεταξύ εξήντα έως εκατό χιλιόμετρα.

 


 

 


 

Πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς αφού μέχρι πρόσφατα το βιρμανικό τμήμα του Χρυσού Τριγώνου ήταν απαγορευμένη περιοχή για τους αλλοδαπούς ταξιδευτές αλλά και αυστηρά ελεγχόμενη για τους ημεδαπούς. Ο λόγος αυτού του ελέγχου όσο και του χαρακτηρισμού «Χρυσό Τρίγωνο» είναι ο ίδιος, και ονομάζεται «παπαρούνα η υπνοφόρος». Θεωρούμε φρονιμότερο να μην ρωτήσουμε αν εξακολουθεί να καλλιεργείται ακόμη το εν λόγω άνθος αφού το τι δύναται να επακολουθήσει μετά από μια τέτοια άστοχη ερώτηση προβλέπεται σκοτεινό. Ίσως και πολύ σκοτεινό.

 


 

Τριάντα Δεκεμβρίου, πρωί, ώρα εφτά και τριάντα πρώτα. Πηχτή ομίχλη και ψωφόκρυο. Το φορτηγάκι μάς περιμένει στην είσοδο του ξενοδοχείου. Πέντε εμείς συν ο γκάιντ και ο σοφέρ, εφτά. Υπάρχει όμως κι ένας όγδοος που μπήκε την τελευταία στιγμή και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ποιος είναι αυτός, ρε σύντροφοι; Κανείς μας δεν ξέρει.

 


 

Ο νεαρούλης γκάιντ που ακούει στο όνομα Ντιενγκ σαλτάρει κι αυτός μαζί μας στην ανοιχτή καρότσα. Τον Ντιενγκ δεν τον προσλάβαμε μετά από κάποια σύσταση ή επιλογή. Μας τον φεσώσανε στα μουλωχτά. Σ’ ένα πιθανό όσο και εύλογο ερώτημα «ποιοι μας τον φεσώσανε» κανείς μας δεν είναι σε θέση ν’ απαντήσει. Δωρεάν παροχή, και καλά, της τοπικής «κοινότητας», έτσι γενικώς. Μια βολική αοριστία πίσω από την οποία μάλλον κρύβονται τεχνηέντως οι τοπικές αρχές, μεταξύ των οποίων και η στρατιωτική, που εξουσιάζει τη χώρα εδώ και κάτι δεκαετίες.

 


 

Αν νομίζουμε πάντως πως επιλέξαμε κάποιον απ τους τρεις συνοδούς μας αυτός είναι ο σωφέρ, τον οποίο και ψαρέψαμε χτες φτάνοντας στο αεροδρόμιο. Αλλά κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Παίζει. Πιθανόν να μας ψάρεψε εκείνος. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τι σημασία έχει όμως; Αν δεν μας αρέσουν τα ιδίοις σώματι ταξιδιωτικά μυστήριας ας τα βιώναμε ετοιματζήδικα αραχτοί μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη κάπου στην Αθήνα.

 


 

Κρύο της αρκούδας στην καρότσα και μια πηχτή ομίχλη που κάνει το τοπίο εξωπραγματικό. Την ίδια στιγμή, σιλουέτες ανδρών και γυναικών μέσα στα ρυζοχώραφα, μες το νερό μέχρι το γόνατο, να τσαπίζουν ή να προγκάνε τα βόδια τους που σέρνουν το αλέτρι στη λασπουριά. Και συλλογιέμαι τον απάνθρωπο ηδονισμό ζωγράφων, φωτογράφων και ποιητών που δεν βλέπουν τον πόνο του αλλουνού παρά υμνούν το «ιμπρεσσιονιστικό τοπίο». Κι ένα σφίξιμο στο λαιμό γιατί δεν είμαι παρά ένας απ αυτούς που κερδίζουν από το μόχθο των άλλων. Φωτογραφίζοντάς τους.

 

 


 

Έχουμε μπει βαθιά στην ορεινή περιοχή. Εδώ, στα πρανή, τα ριζοχώραφα είναι κλιμακωτά όπως στο Βιετνάμ, όπως στο Λάος, όπως στην Καμπότζη.

 

Δύσκολο να καταλάβω και ν’ αποδεχτώ το πώς και το γιατί πληθυσμοί με τέτοια και τόση πολιτισμική συνάφεια αποτελούν διαφορετικές, ακόμη και εχθρικές ενίοτε, μεταξύ τους, κρατικές οντότητες. Με μια επιφύλαξη για τις γλωσσικές διαφορές τους, που δεν τις κατέχω, πρόκειται για έναν, λίγο πολύ ενιαίο, πολιτισμό. Ποιοι, πώς και γιατί βάζουν τους άλλους, τους πολλούς και ταπεινούς, να σκοτώνονται και τους χωρίζουν με συνοριακά φυλάκια;

«Για τ’ αφέντη το φαΐ» θα μου απαντήσει ο Βάρναλης, αλλά, να που δεν είναι μόνο για του αφέντη το φαΐ. Είναι και για τη διαστροφική ηδονή της πολιτικής εξουσίας.

 

Στη στάση του λωτού

Τέρμα η άσφαλτος. Από δω και πέρα χωματόδρομος και μονοπάτι. Ένας χωματόδρομος του οποίου τα νεροφαγώματα και η λασπουριά τον κα-θιστούν αδιαπέραστο για τα τροχοφόρα. Μόνο για κάποιες βοϊδάμαξες, ίσως, που δεν το πολυπιστεύω.

 

Η πορεία μας μέχρι το πρώτο χωριό προβλέπεται για μιάμιση, το πολύ δύο ώρες. Ε, και, τι έγινε! Το τοπίο είναι συναρπαστικό. Προχωρώ μπροστά φωτογραφίζοντας διότι όταν ξεμένω όλο και κάποιος από μας θα μπει και θα μου χαλάσει το κάντρο. Τέτοιες στιγμές, αν καταφέρω να θυμηθώ κατά πού πέφτει η Αθήνα συνειδητοποιώ ότι η ποιότητα της ζωής μας εκεί, μάς γερνάει και μας σκοτώνει πρόωρα. 

 

Ένα εκπληκτικό βουδιστικό μοναστήρι μπροστά μας. Μικρό, λιτό, φρεσκοβαμμένο, χωμένο και χαμένο μες το ορεινό τοπίο.

 

Με τα στολίδια του, τα σκαλίσματά του, τα ψευδόχρυσα, τις ώχρες και τα κοκκινάκια του αλλά πάντως, με τα βουδιστικά μέτρα, απέριττο.

 

Ξέρουμε ήδη ότι το κατοικούν πέντε μοναχοί αλλά τη στιγμή που φτάνουμε βρίσκεται εδώ μόνο ένας, μαζί μ έναν δόκιμο, έναν μικρούλη δέκα - έντεκα χρονών. Μας καλεί να πιούμε μαζί του τσάι.

 


Καθόμαστε οκλαδόν, οι άλλοι όχι εγώ, στη φθαρμένη απ τα χρόνια ψάθα του. Ξυρισμένο κεφάλι, γαλήνιο πρόσωπο, μυώδες κορμί. Τον υπολογίζω το πολύ τριανταπέντε χρονών. Μας λέει πως κλείνει τα πενήντα. Κάτι τέτοια ακούω και λέω να κόψω το κάπνισμα και ν’ αρχίσω γιόγκα.

 

Κάθεται στη στάση του λωτού. Λάστιχο το κορμί του. Μ’ έχει κομπλεξάρει. Μας προσφέρει παπάγια και δέχεται την ανάκρισή μας ευχαρίστως. Απαντά σε όλα με απλότητα!

Ανάβει ένα τσιγάρο στριφτό, χειροποίητο, χοντρό σαν πούρο και καπνίζει αρειμανίως παφ πουφ και σκέφτομαι πως δεν είναι και τόσο απαραίτητο να κόψω το κάπνισμα. Κι αντί για γιόγκα στην οποία δεν μπορώ να πειθαρχήσω, καλά θα κάνω να περπατάω λίγο παραπάνω.

 

Ο τρόπος που διπλώνει τα πόδια του στη γνωστή στάση του Βούδα, σ’ ελεύθερη ερμηνεία, δεν είναι παρά στάση ζωής! Κάποια στιγμή θα κλείσει τα μάτια και θα βάλει τα χέρια του στα γόνατα, στη στάση του διαλογισμού. Δεν έχει αντίρρηση να τον φωτογραφίσω. Και γιατί να έχει; Στην κοσμάρα του!

 

Ένα σμάρι από αλάνια

Προχωρούμε προς κάποιο χωριό της φυλής Λοάι το οποίο βρίσκεται περί τα πεντακόσια  μέτρα πιο πέρα. Ένα σμάρι από μικρά ξυπόλητα αλάνια τρέχει προς το παράδοξο είδος χόμο ερέκτους που πρεσβεύουμε στα μάτια τους.

 

Προσπαθώ να μας δω με τα μάτια τους. Φυσικά και είναι αδύνατο, διότι δεν πρόκειται για απλή οπτική αποτύπωση. Ο εντεταλμένος επί της καραμελοδιανομής Σάτσο είναι σταντμπάι κι εγώ προσαρμόζω στο φακό μου το πολωτικό φίλτρο καθότι, εκτός του κυρίου θέματος, υπάρχουν και κάτι πάλλευκα φευγάτα σύννεφα που δεν σκοπεύω να τα χάσω.  Ένα υπέροχο χωριό που μου θυμίζει, από άποψη παρθενικότητας αλλά και αρχιτεκτονικής, πολλά απ τα χωριά της νήσου Φλόρες στην Ινδονησία, αλλά και του Βόρειου Λάος.

 


Το χωριό όλο κι όλο συναποτελείται από τέσσερα μεγάλα ξυλόσπιτα που εδράζονται σε κάθετους πασσάλους, και από κάποιους κοινόχρηστους αποθηκευτικούς και βοηθητικούς χώρους. Μέσα στο καθένα απ αυτά ζουν κοινοβιακά πεντ’ έξι οικογένειες. Πολύτεκνες, βεβαίως.

 

Από παντού, εκτός από τις κότες και τα γουρουνάκια, ξετρυπώνουν γυμνά και ημίγυμνα  κουτσούβελα. Μερικά από τα πιο μικρά τρομάζουν απ την αλλόκοτη εμφάνισή μας και μπήγουν τα κλάματα, τα οποία θα σταματήσουν ως δια μαγείας στη θέα των καραμελών που κραδαίνει ο εκμαυλιστής Σάτσο.

 

 


Νοιώθουμε ευπρόσδεκτοι και η δυνατότητά μας να μπούμε σε κάθε κοινοβιακό σπίτι, και σε κάθε πτυχή του κάθε σπιτιού, είναι δεδομένη. Βιώνουμε μια συναρπαστική αίσθηση συλλογικότητας. Εδώ, το κτητικό «μου» των δυτικών κοινωνιών πρέπει να ηχεί σαν παραφωνία. Συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι μέσα σε μια πρωτοκομμουνιστική κοινωνία. Αν εξαιρέσουμε τα πιτσιρίκια και το παιδικό νταβαντούρι τους, ο πληθυσμός μάς υποδέχεται πολύ φιλικά και δίχως τις συνήθεις σε άλλους πολιτισμούς εξωστρεφείς εξάρσεις και τσιριμόνιες. Λες και περνάμε κάθε μέρα από δω.

 

Πεντ’ έξι ξύλινα σκαλοπάτια, ένα ευρύχωρο αίθριο και μπαίνουμε στο θεοσκότεινο κεντρικό χώρο. Κάποιες αχτίδες που παρεισφρέουν από τους σκεβρωμένους σανιδότοιχους δεν είναι ικανές να φωτίσουν το χώρο. Αλλά σε λίγο τα μάτια θα προσαρμοστούν τόσο όσο να βλέπουμε ό,τι αξίζει να δούμε.

 

Το κάθε συλλογικό ξυλόσπιτο στεγάζει πολλές οι-κογένειες μ’ έναν προφανή κοινοβιακό τρόπο. Οι λίγοι ιδιαίτεροι χώροι μέσα στο καθένα από αυτά θα πρέπει να έχουν κάποια χρήση που πάν-τως δεν είναι εκείνη της γονικής κρεβατοκάμαρας. Η δυτική έννοια της «ιδιωτικότητας» δε φαίνεται να ευδοκιμεί σ’ αυτά τα μέρη.

 


Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του πυρπολώντας τα ρυζοχώραφα κι εμείς επιστρέφουμε στην Τσεντούνγκ γεμάτοι εντυπώσεις από νέες εικόνες κι ακούσματα.

 

Τόσο γεμάτοι που αδιαφορούμε για το ρόλο που πιθανόν να παίζει ο τύπος που μας φορτώθηκε στη θέση του συνοδηγού.

 

Και που πρέπει όμως να επισημάνω ότι δεν μας ακολούθησε στο χωριό.

 

Προφανώς βαριόταν. 

 

Ρωτώ την τσαχπίνα της ρεσεψιόν αν το ξενοδοχείο παρέχει υπηρεσία μασάζ εννοώντας, φυσικά, μυοχαλαρωτικό μασάζ χωρίς άλλες προεκτάσεις. Βάζει το δάχτυλο όρθιο μπροστά στο στόμα της και μου κάνει «σσστ» μ’ ένα ναζιάρικο υφάκι ρίχνοντας συγχρόνως κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά μήπως και μας ακούει κάνας τοίχος ή κάνα πατζούρι. Η τωρινή κυβέρνηση το απαγορεύει, μου λέει, στη Βιρμανία επιτρεπόταν, τώρα όμως είμαστε Μυανμάρ. Και ποια είναι η διαφορά μεταξύ Βιρμανίας και Μυανμάρ; Πολύ μεγάλη, θα μου απαντήσει μ’ έναν αναστεναγμό που δεν μπόρεσε, ή δεν θέλησε, ν’ αναχαιτίσει.  Κι εδώ σταματώ να προκαλώ την τύχη μου. Ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα. Κι αύριο μέρα είναι. 

 


 

Οι Άκα

Αν δεν σημείωνα κάθε τόσο στην ατζέντα μου δεν θα είχα αντιληφθεί πως σήμερα, σε λίγες ώρες, τελειώνει το Δύο χιλιάδες Πέντε.

 

Ιδού μια στρεσογόνα σύμβαση που θέλει να φορτίσει με κάποιο πραχτικό νόημα τον προσωπικό μας χρόνο.

 

Που αξιώνει να οργανώνουμε τη ζωή και τη σκέψη μας λιγότερο σε αναλογία με τις βιοψυχικές μας ανάγκες και περισσότερο σε συνάρτηση με την απολυταρχία των ρητών και άρρητων κοινωνικών συμβολαίων.

 


 

Βρίσκομαι σε μια πανέμορφη χώρα που τα εξωτερικά της γνωρίσματα προδιαθέτουν και μαρτυρούν μια άχρονη γαλήνια ζωή ενώ τα χαμηλόφωνα μισόλογα, τα πλήρη νοημάτων ανήσυχα βλέμματα των κατοίκων της, αποπνέουν κάποιον φόβο απέναντι σε μια, αδιόρατη για μας τους περαστικούς, απειλή.

 

Μια απειλή εκπορευόμενη από την ύπαρξη μιας δράκας ένστολων στρατιωτικών που νέμονται την πολιτική εξουσία.

 

Η οποία δράκα έχει φροντίσει ώστε να σβήνει τα σημάδια της από το άμεσο οπτικό πεδίο του αλλοδαπού ταξιδευτή. Θα δυσκολευτώ πολύ να μαρτυρήσω τα αποτυπώματα μιας δικτατορίας την οποία νοιώθω μεν κάπως σαν δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα αλλά, για μένα που περνώ και φεύγω, δεν έχει πρόσωπο.

 

 

Συνεχίζουμε τις επιδρομές στα ορεινά χωριά του Χρυσού Τριγώνου με το ίδιο όχημα και το ίδιο πλήρωμα.

 

Ο νεαρούλης Ντιενγκ μάς έχει προκύψει ιδιαίτερα συμπαθής. Δεν έχει ιδέα, βεβαίως, απ’ αυτό που συνήθως ονομάζουμε ξενάγηση αλλά καλύτερα έτσι. Οι επαγγελματίες ξεναγοί είναι ανυπόφοροι. Έχουν καταπιεί μια κασέτα και την παίζουν μονότονα κοιτάζοντας κάθε τόσο το ρολόι τους.

 

Ο Ντιενγκ μπορεί να μας είναι φορετός, μπορεί και όχι. Μας είναι αδιάφορο. Το μεγάλο προσόν του είναι ότι είναι απολύτως άσχετος ως ξεναγός αλλά ευχάριστος και πρόθυμος για οτιδήποτε χρειαστούμε. Ο μυστηριώδης «συνοδηγός» της πρώτης μέρας δεν μας ξανατίμησε με την μάλλον δυσάρεστη παρουσία του. Ίσως οι εργοδότες του ν’ αποφάσισαν πως δεν αξίζουμε της προσοχής τους. 

 


 

Οι φωτογραφικές μου έχουν μεθύσει με τα υπέροχα λαϊκά ξυλόσπιτα των χωριών. Έχουν γοητευτεί από τις φορεσιές των γυναικών αλλά και των μικρών κοριτσιών της φυλής Άκα. Ειδικά μ’ αυτό το φορτωμένο από φλουριά και χάντρες είδος σκουφιού με το οποίο καλύπτουν συνήθως την κεφαλή τους. 

 

Κάπου μας κερνούν  ρυζόκρασο, ένα είδος ρακής που σε βαράει στο δοξαπατρί με το τρίτο ποτήρι. Εκεί μαθαίνουμε πως τα χωριά έχουν κάποιον αρχηγό που εκλέγεται δημοκρατικά κάθε χρόνο.

 

Περιφερόμαστε σκοπίμως άσκοπα στην εδαφική επικράτεια του χωριού. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της καθημερινότητας διαδραματίζεται έξω απ τα μακρόστενα ξυλόσπιτα. Στην βρύση κάποια μπουγαδιάζει.

 

Εκεί κάτω έχουν απλώσει στην ψάθα κομμάτια κρέας, από βόδι υποθέτω, κι ως φαίνεται θα γίνει κάποια μοιρασιά.

 

Οι γυναίκες, γριές ή νέες ζουν την καθημερινότητά τους με όλα τα στολίδια, τα χαϊμαλιά, τα φλουριά, τα μπιχλιμπίδια που διαθέτουν. Οι γέροι, το πολύ να κυνηγούν με την γκλίτσα κάποια γίδα  που λάκισε απ τη στρούγκα. Όλες οι γίδες είναι ατίθασες, λοιπόν.

 


 

Στη μεγάλη αλάνα το παιδομάνι να κυνηγά την αυτοσχέδια μπάλα η οποία όλως τυχαίως καταλήγει στα πόδια του Σάτσο για να του ξυπνήσει μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στα Άνω Σφαγεία.

 

Τριπλάρει ο Σάτσο, επευφημείται από τα έκπληκτα αγόρια, και κάνει πάσα στον Ορέστη ο οποίος δεν αποδεικνύεται φανατικός στο είδος και την ξαναπαίρνει ο Σάτσο για να κάνει κατεβασιά προς το τέρμα του αντίπαλου αλλά...

 

Παρασύρθηκα. 

 


 


Οι Άκα είναι κατά βάση ανιμιστές αλλά προσφάτως περνούν από τα μέρη τους διάφοροι καθολικοί μισιονάριοι, οι οποίοι έχουν αρχίσει να τους αλλάζουν την πίστη. Σ’ ένα από τα χωριά, μάλιστα, που περάσαμε έχουν ανεγείρει και εκκλησία.

 

Όπως συμβαίνει όμως στις περιπτώσεις μαζικού προσηλυτισμού, στο τελικό ιδεολογικό προϊόν ενυπάρχουν στοιχεία τόσο της εντόπιας πολιτισμικής κληρονομιάς όσο και κάποια ξενόφερτα.

 


 

Βράδυ. Ψάχνουμε στους καταλόγους ενός φαγάδικου που θεωρείται ένα από τα πιο  καλά της Τσεντούνγκ. Μέχρι και φωτορυθμικά διαθέτει!

 

Μια γλυκούλα τραγουδίστρια στο πάλκο, με εφαρμοστό λαμέ παντελόνι, και δύο σερβιτόρες πάνω απ τα  κεφάλια μας.

 

Δεν μιλούν άλλη από τη μητρική τους γλώσσα και κατά συνέπεια τους δείχνουμε με το δάχτυλο τα φαγητά τα οποία είναι γραμμένα στ’ αγγλικά και στα βιρμανικά.

 

 

Μαγνητοφωνώ:

- Ουάν!

- Εντ ουάν οβ δις!

- Ας την να γράψει, σου λέω!. Μην την μπερδεύεις.

- Μην είσαι τόσο αυταρχικός, ρε αδερφέ!

- Τι αυταρχικός!.. Ουάν οβ δις και ουάν τσίκεν, κοπέλα μου!

- Να ρωτήσεις αν έχει πόδια, αλλιώς να πάρεις στήθος,..

- Δεν θέλω πόδια, μπούτια θέλω...

- Δύο Χιλιάδες Έξι, παιδιά! Εις υγείαν και καλή χρονιά!

- Στα ταξίδια μας!...

 


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης για τη Βιρμανία:

ΒΙΡΜΑΝΙΑ 1 - ΛΙΜΝΗ ΙΝΛΕ, ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΡΗΧΑ ΝΕΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 

Διαβάστε για τις άλλες μειονοτικές φυλές της ευρύτερης περιοχής:

ΛΑΟΣ 1 - ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ, ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΥΡΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΙΕΤΝΑΜ 3 - ΠΟΛΥΧΡΩΜΟΣ ΒΟΡΡΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν