ΡΩΣΙΑ - ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΙΒΗΡΙΑ, ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ
«Ο πληθυσμός της Σιβηρίας αναπτύχτηκε από εξερευνητές και τυχοδιώκτες, αλλά κυρίως από ανεπιθύμητους. Εσείς εκεί στη Δύση ακούτε Σιβηρία, κι αμέσως ο νους σας πάει στον Στάλιν. Ξεχνάτε όμως ότι ο εκτοπισμός των πολιτικών αντιπάλων ήταν μια πρακτική που ξεκίνησε από τους τσάρους. Κι εγώ από μια τέτοια οικογένεια τσαρικών εξόριστων κατάγομαι. Μα εδώ είναι ο τόπος μου. Αυτά τα ποτάμια γνωρίζω, αυτό το χιόνι, αυτά τα δάση. Αυτά αγαπάω κι εδώ θα μείνω».
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Το ταξίδι στην Σιβηρία πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Απρίλη-Μάη 2015
Προηγούνται: ΡΩΣΙΑ - ΜΟΣΧΑ, ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ: Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΟΥΛΑΝ ΟΥΝΤΕ, ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΕΝΤΗΜΕΝΗ ΣΤΟ ΞΥΛΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Να λοιπόν που ακουμπάμε επιτέλους στην όχθη του μύθου. Βαϊκάλη… Τραχιά όπως την ονειρεύτηκα. Παγωμένη όπως ήλπιζα να την προλάβω. Και έρημη πέρα από κάθε προσδοκία. Μόνες ανθρώπινες παρουσίες η Ναμγκάρ και η Ιρίνα που αυτήν την ώρα παίζουν με τους πάγους γελώντας και ξεφωνίζοντας σαν παιδιά του Δημοτικού σε σχολικό διάλειμμα.
Σ’ αυτά τα δυο κορίτσια χρωστάμε που φτάσαμε ως εδώ, με την πρώτη στο τιμόνι του κόκκινου Τογιότα και τη δεύτερη που κανόνισε τα πάντα για λογαριασμό μας. Χθες βράδυ στο χόστελ μας στην Ουλάν Ουντέ, ανέκρινα την Ιρίνα σχετικά με τα δρομολόγια των λεωφορείων με προορισμό το χωριό Ουστ Μπαργκουζίν όταν εκείνη μου αντιπρότεινε να μας συνοδέψει η ίδια, παρέα με μια φίλη της που διέθετε αυτοκίνητο. Εμείς θα βάζαμε τα λεφτά για τη βενζίνη και θα σταματούσαμε κατά βούληση για φωτογράφιση, ενώ εκείνες με την ευκαιρία θα κάνανε την εκδρομή τους. Με δυο λόγια, όλοι κερδισμένοι. Σιγά μην αφήναμε μια τέτοια πρόταση να πάει χαμένη!
Τρεις ώρες περίπου χρειάστηκαν για να μεταβούμε από την πόλη ως την όχθη της λίμνης. Τρεις ώρες περνώντας αποκλειστικά και μόνο μέσα από δάση. Κι όσες ώρες κι αν συνεχίσει κανείς να πορεύεται με την πυξίδα να δείχνει βόρεια, πάλι δάση θα διασχίζει. Ατέρμονα. Μέχρι κάποτε να συναντήσει την τούντρα, λίγο πριν βγει στον Αρκτικό ωκεανό.
Έχουμε εισέλθει στο πιο εκτεταμένο μεγαοικοσύστημα του πλανήτη: την τάιγκα, η αλλιώς το βόρειο δάσος ή δάσος του χιονιού που καλύπτει ούτε λίγο ούτε πολύ το ένα τρίτο της Ρωσίας.
Σαν να λέμε δηλαδή μια επιφάνεια ίση με αυτήν ολόκληρης της Ευρώπης (εξαιρουμένης της ευρωπαϊκής Ρωσίας)!
Και μόνο που το σκέφτομαι, ζαλίζομαι. Θα το λέω συνέχεια: ασύλληπτα τα ρώσικα μεγέθη!
Αλλά και πόσο ασύλληπτη η ρώσικη μοναξιά…
Πώς επιβιώνουν άραγε οι άνθρωποι στα απομονωμένα χωριουδάκια της Ανατολικής Βαϊκάλης τις μακριές νύχτες του χειμώνα;
Έχουμε σταθεί για λίγο στο Γκόριανσισκ.
Ακόμα και τώρα, καταμεσής της Άνοιξης, τα ξύλα για κάψιμο στοιβάζονται έξω από τα κουκλίστικα σπιτάκια, σημάδι πάντως ότι αυτά κατοικούνται.
Εμείς ωστόσο δεν έχουμε συναντήσει στο διάβα μας παρά έναν μοναχικό ποδηλάτη.
Η Άνοιξη εδώ είναι μόνο ημερολογιακή. Τέλη Απρίλη και το κρύο συνεχίζει να περονιάζει αλύπητα, με το θερμόμετρο να έχει κατρακυλήσει τουλάχιστον καμιά δεκαριά βαθμούς σε σχέση με χθες στην Ουλάν Ουντέ.
Το Στόμιο του Μπαργκουζίν
Ουστ Μπαργκουζίν, η αλλιώς «Στόμιο του Μπαργκουζίν». Φτάσαμε στο σημερινό προορισμό μας, στο χωριό όπου εκβάλει ο ομώνυμος ποταμός, εκ των σημαντικότερων τροφοδοτών της Βαϊκάλης.
Εδώ θ’ αποχωριστούμε την Ιρίνα και την Ναμγκάρ για να καταλύσουμε στο σπίτι της Λούμπα.
Η Λούμπα είναι συνεσταλμένη, μιλάει χαμηλόφωνα και αποπνέει όλη εκείνη την απροσδιόριστη μελαγχολία των ηρωϊδων του Τολστόι.
Έχει και κάπως γουρλωτά μάτια που την αδικούν καθώς θυμίζουν λιγάκι την Μέρκελ, με αποτέλεσμα να της κολλήσει ακαριαία το σχετικό παρατσούκλι ο Ζυρ.
Εγώ πάντως αρνούμαι να το υιοθετήσω. Η ψυχική ευγένεια που εκπέμπει υπερισχύει της όποιας φυσιογνωμικής συγγένειας με την απεχθή καγκελάριο.
Το δωμάτιό μας είναι ξύλινο, έχει θέα στο δρόμο, ροζ λουλουδάτες κουρτίνες στο παράθυρο, ροζ σεντόνια στα δίδυμα κρεβάτια, ροζ λουλουδάτα παπλώματα ίδια με τις κουρτίνες και ροζ κομοδίνα ασορτί με όλα τα υπόλοιπα. Συμφωνία σε ροζ μινόρε. Διαθέτει επίσης, κρεμασμένα σε κάθε διαθέσιμο εκατοστό των τοίχων, διάφορα λούτρινα λαγουδάκια, αλεπουδάκια, ταρανδάκια, αρκουδάκια, και εν γένει όλο το ζωϊκό βασίλειο της ρωσικής φύσης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο αυθεντικά κιτς, που γεννάει τρυφερότητα. Νοιώθουμε καλά. Έχουμε πλέον μπει στη βαθειά, βαθύτατη Ρωσία.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο να στηρίξω την αίσθησή μου, ωστόσο το χωριό συνειρμικά με παραπέμπει στο Φαρ Ουέστ περασμένων αιώνων (χωρίς σφαγή ιθαγενών ευτυχώς).
Ίσως να ευθύνεται γι αυτό η εικόνα από τα χαμηλά ξύλινα σπίτια, αραδιασμένα κατά μήκος της φαρδιάς χωμάτινης λεωφόρου (έστω κι αν λείπει το σαλούν).
Ίσως να με υποβάλει η ερημιά του δρόμου (όπως στα γουέστερν σπαγγέτι, λίγο πριν ξεκινήσει το πιστολίδι), που διαταράσσουν μονάχα κάποιοι ελάχιστοι διαβάτες και το σύννεφο σκόνης από το ακόμα πιο σπάνιο πέρασμα κάποιου αυτοκινήτου (αντί αραμπά) .
Ίσως πάλι να οφείλεται απλά στην επίγνωση ότι όσοι επιμένουν να χτίζουν τη ζωή τους εδώ είναι με τον τρόπο τους πιονιέροι, εποικίζοντας μια γη ουσιαστικά παρθένα, που δεν χαρίζει τίποτε και που για τα πάντα πρέπει να κοπιάσεις πολύ για να τα φέρεις στα μέτρα των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων αναγκών.
Το ένστικτο οδήγησε τα βήματά μας μέχρι το ποτάμι, στο βόρειο άκρο του χωριού. Κάπου εδώ στην όχθη τελειώνει απότομα και η κάπως αδόκιμη φαντασίωση περί Άγριας Δύσης.
Εδώ πλέον κυριαρχεί αδιαφιλονίκητα ο Βορράς, η λασπουριά, υπολείμματα πάγων και τα σκουριασμένα κουφάρια πλοίων που αργοπεθαίνουν στη στεριά με φόντο τις χιονισμένες κορφές της χερσονήσου Σβιατόι Νος.
Η έλξη του ζόφου και η γοητεία της παρακμής. Το απόλυτο όνειρο κάθε (ενδεχομένως) διεστραμμένου φωτογράφου. Τα κλικ πάνε σύννεφο.
Πάνω στο λάστιχο που ναυάγησε σαν σωσίβιο στην άκρη του νερού.
Στα ξύλινα απομεινάρια κάποιου πλεούμενου που σαπίζει στη σιωπή.
Στη βουβή αξιοπρέπεια του άταφου Λάντα που καθρεφτίζει τις πληγές του στο έλος.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα προσπερνάμε το εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου που φαίνεται να αποτελεί και τη βασική παραγωγική μονάδα του χωριού.
Βαδίζουμε προς τον τελικό στόχο της ημέρας που ήδη διαγράφεται κόντρα στο απογευματινό φως. Δυο τεράστιοι γερανοί σοβιετικής κοπής σημαδεύουν τον ουρανό και το τέλος του παράκτιου δρόμου.
Banya στον ατμό
Στο σπίτι, η Λούμπα μας υποδέχεται με στρωμένο τραπέζι αλλά και με δυο πετσέτες του μπάνιου στο χέρι. Χρώματος ροζ (τι άλλο!) κι αυτές.
Έχει ετοιμάσει για μας το “banya”, ή αλλιώς τη ρώσικη σάουνα, μια ειδική κατασκευή που εδράζεται εκτός σπιτιού, στο βάθος της αυλής, όπου μας συνοδεύει για να μας μυήσει στα μυστικά ενός εκ των πλέον παραδοσιακών ρώσικων τελετουργικών.
Το banya για τους Ρώσους είναι κάτι πολύ περισσότερο από λουτρό. Συχνά αποτελεί αφορμή για κοινωνική συνεύρεση με φίλους, συνδυάζοντας ομαδική σωματική χαλάρωση με κουβεντολόι, ποτάκι, ενδεχομένως και φαγητό.
Η διαδικασία προβλέπει γδύσιμο στον προθάλαμο, άραγμα στις σανίδες του θαλάμου ατμού, περιοδικό ράντισμα των πυρωμένων κάρβουνων με νερό για αύξηση της υγρασίας του χώρου, εφίδρωση μέχρις εσχάτων, και, τέλος, ηρωική έξοδο λίγο πριν τη λιποθυμία στην όμορη αίθουσα του «πρεντμπάννικ» για περίχυση του σώματος με κουβάδες κρύου ύδατος (οι πιο θαρραλέοι βγαίνουν κατ’ ευθείαν έξω στο ύπαιθρο για να κυλιστούν στο χιόνι).
Στη συνέχεια, άπαντες επιστρέφουν στο θάλαμο ατμού για ένα νέο γύρο.
Εμείς ίσα που αντέξαμε δύο, όχι κακή επίδοση πάντως για πρωτάρηδες όπως ελόγου μας.
Λίγο αργότερα, αποκαθαρμένοι και με δέρμα λείο και ροδαλό σαν νεογέννητα, ξαπλώνουμε με αγαλλίαση στη ροζ θερμοκοιτίδα μας για να βυθιστούμε μέσα σε δευτερόλεπτα στον ύπνο του δικαίου.
Η βόλτα στην κοιλάδα
- Αλεξάντερ, ή Σάσα.
Μας συστήνεται με δυνατή χειραψία, αντίστοιχη της στιβαρότητας που αποπνέει ολόκληρος. Εγκάρδιο δεν τον λες, ούτε όμως και ψυχρό. Συγκρατημένος είναι ίσως ο καλύτερος προσδιορισμός.
Ο Σάσα είναι το διαβατήριό μας για την κοιλάδα του Μπαργκουζίν. Με δημόσιες συγκοινωνίες αραιές και αβέβαιες, άλλος τρόπος πρόσβασης στα ενδότερα πέρα από αυτόν της ναύλωσης κάποιου τέσσερα επί τέσσερα δεν υφίσταται.
Έχουμε πάρει τον χωματόδρομο που τρέχει παράλληλα με τον ρου του ποταμού, περνώντας αρχικά μέσα από πυκνή τάιγκα η οποία σταματάει απότομα καθώς εισχωρούμε μέσα στην κοιλάδα.
Σχεδόν αμίλητος σε όλη τη διάρκεια της μέχρι τώρα διαδρομής, ο Σάσα αρχίζει να ζωντανεύει σαν να βρίσκεται πια στο στοιχείο του.
«Μπαργκούντ», μας εξηγεί, είναι μια λέξη που στην τοπική γλώσσα σημαίνει «αγριάδα» ή «ερημιά». Έτσι λεγόταν η μογγολική φυλή που ζούσε παλιά εδώ και έδωσε την ονομασία Μπαργκουζίν στην κοιλάδα, στο ποτάμι, αλλά και στην οροσειρά που ορθώνεται στα δυτικά.
Λέγεται μάλιστα ότι κατά το πέρασμα του Τζέγκις Χαν τον 12ο αιώνα, οι Μπαργκούτ όχι μόνο δεν τον πολέμησαν αλλά ανεφοδίασαν και τον στρατό του, και όλα αυτά για χάρη της μητέρας του που καταγόταν από τούτα δω τα μέρη. Η Μογγόλα μάνα τελικά προηγήθηκε της Ελληνίδας!
Η κοιλάδα βρίθει βράχινων σχηματισμών, ορισμένοι εξ αυτών αρκούντως εντυπωσιακοί.
Ο Σάσα ανεβοκατεβάζει το τζιπ σε λόφους και λοφίσκους για να αποκτήσουμε καλύτερη προοπτική του χώρου.
Εκτός δρόμου εννοείται.
Κάθε τόσο σταματάμε και για κάποιο σύντομο περπάτημα. Με βήμα ταχύ καθώς το κρύο θερίζει.
Το θερμόμετρο δείχνει μείον οκτώ, αλλά αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στον παγωμένο άνεμο που λυσσομανάει - Μπαργκουζίν με τ’ όνομα κι αυτός!
Άσε που όπως μαθαίνω από τον Σάσα υπάρχει και σχετικό λαϊκό άσμα που υμνεί και παροτρύνει «φύσα Μπαργκουζίν πάνω στην ιερή Βαϊκάλη, φύσα να υψωθεί το κύμα, να κυλήσει και να σκάσει».
Σαν να λέμε, δώσε κι άλλο κρύο, μας αρέσει! Άβυσσος πραγματική η ρώσικη ψυχή…
Ο καλός μου προπορεύεται κατευθυνόμενος προς την γκρίζα ανώμαλη επιφάνεια που έχει τραβήξει το φωτογραφικό ενδιαφέρον του όταν νοιώθει το έδαφος κάτω από τα πόδια του να βουλιάζει.
Έχουμε μπει σε μια περιοχή τούντρας, οικοσύστημα που απαντάται συνήθως σε πολύ βορειότερα γεωγραφικά πλάτη αλλά που αναπτύσσεται ενίοτε και σε μικροκλίμακα όταν προσφέρονται γι αυτό οι τοπικές συνθήκες.
Με μονίμως παγωμένο υπέδαφος, το αποκαλούμενο permafrost, η τούντρα ουσιαστικά «κάθεται» πάνω σ’ έναν καταψυγμένο βάλτο, του οποίου εποχιακά λιώνει μονάχα το επιφανειακό στρώμα καθιστώντας το έδαφος σπογγώδες, ακόμα και ελώδες.
Εισχωρούμε όλο και πιο βαθειά μέσα στην κοιλάδα. Προσπερνάμε κάποιο σαμανιστικό ιερό με τα χαρακτηριστικά σημαιάκια προσευχής και φόντο τα πριονωτά δόντια των βουνών. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, οι βράχινοι σχηματισμοί Σουβίνσκαγια Σαξονιγια αναγγέλλουν το Σουβο. Χωριό εν όψει! Χτισμένο στις όχθες του παγωμένου Μπαργκουζίν.
Η στάση περιλαμβάνει και φαγητό.
Στο ταπεινό σπιτάκι της κυρίας Γκαλίνα μας περιμένουν ένα σωρό καλούδια:
Πίτες, παστό κρέας, ψητά λαχανικά, αλλά και γιαούρτι, μαρμελάδες και τσάι, όλα αυτά σερβιρισμένα μαζί.
Εκτός από ξύλινο πάτωμα, εμαγιέ κατσαρολικά και παραδοσιακό φούρνο, ο χώρος διαθέτει και γιγαντοαφίσα με γκρο πλαν δυο λιονταράκια και φόντο το Κιλιμάντζαρο.
Σιβηρικός σουρρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Εδώ επί Σοβιετικής Ένωσης λειτουργούσε σοβχόζ, μας ενημερώνει ο Σάσα. Υπήρχε παραγωγή στην κοιλάδα, και το φαί μοιραζόταν δίκαια, όχι όπως τώρα, στον καπιταλισμό, όπου η αδηφαγία των λίγων έχει ρημάξει τα πάντα.
Ομολογώ ότι δεν περίμενα να συναντήσω υποστηρικτή του παλιού καθεστώτος στο πρόσωπο ενός ιδιοκτήτη λαντκρούζερ που έχει στήσει επιτυχώς την προσωπική του τουριστική επιχείρηση στις νέες συνθήκες. Να όμως που η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Και υποψιάζομαι ότι ειδικά η Ρωσία μας επιφυλάσσει ακόμα πολλές.
Το χωριό των εξόριστων
Μας το φύλαγε για το τέλος. Χωριό Μπαργκουζίν (κι αυτό!) στην έξοδο της κοιλάδας.
Περιορισμένο σε έκταση, ωστόσο η ιστορικότητα κάποιων κτιρίων βγάζει μάτι. Ο Σάσα και πάλι ξετυλίγει το κουβάρι.
«Το χωριό αυτό υπήρξε η πρώτη τοποθεσία της Τρανσβαϊκάλης που εποικίστηκε από τους Κοζάκους το 1646.
Πριν δηλαδή ακόμα κι από την περιοχή της Ουλάν Ουντέ. Μα στην πορεία των αιώνων το μέρος έγινε κυρίως γνωστό ως τόπος εξορίας. Εσείς εκεί στη Δύση ακούτε Σιβηρία, κι αμέσως ο νους σας πάει στον Στάλιν. Ξεχνάτε όμως ότι ο εκτοπισμός των πολιτικών αντιπάλων ήταν μια πρακτική που ξεκίνησε στη Ρωσία από τους τσάρους από τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα».
Έχουμε σταθεί μπροστά σ’ ένα παλιό δίπατο κτίριο με ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη πρόσοψη, με ξύλινο μπαλκόνι και κολώνες. Πρώην τράπεζα Ουεζντνόγκο, μας πληροφορεί ο Σάσα, και παλαιότερα κατοικία του επιστήθιου φίλου του Πούσκιν και επιφανή Δεκεμβριστή Μιχαήλ Κιουχελμπέκερ. Εδώ έζησε και πέθανε, εξόριστος μαζί με τους συντρόφους του, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Δεκέμβρη 1825.
Λίγο πιο πέρα, το νεκροταφείο. Δίπλα στους τάφους των Δεκεμβριστών, κείτονται εκείνοι δεκάδων Εβραίων, εκτοπισμένοι του 1830 και του 1860, καθώς και Μενσεβίκων και Μπολσεβίκων, θύματα της τσαρικής καταστολής του 1905.
Όχι, ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε ο Σάσα να εγκαταλείψει τη Σιβηρία για να πάει να ζήσει αλλού.
«Ο πληθυσμός της Σιβηρίας αναπτύχτηκε από εξερευνητές και τυχοδιώκτες, αλλά κυρίως από ανεπιθύμητους. Κι εγώ από οικογένεια εξόριστων κατάγομαι».
Μα εδώ είναι ο τόπος μου, τονίζει με έμφαση. Αυτόν γνωρίζω, αυτόν αγαπάω κι εδώ θα μείνω.
Μαζί σου είμαι, φίλε μου. Σε νοιώθω και σε καταλαβαίνω.
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης: ΡΩΣΙΑ - ΜΟΣΧΑ, ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ: Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΟΥΛΑΝ ΟΥΝΤΕ, ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΕΝΤΗΜΕΝΗ ΣΤΟ ΞΥΛΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΙΡΚΟΥΤΣΚ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΡΩΣΙΑ - ΒΑΙΚΑΛΗ, ΟΤΑΝ ΣΠΑΕΙ Ο ΠΑΓΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν