ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 5 - ΣΟΥΛΑΓΟΥΕΖΙ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΤΟΡΑΤΖΑ

Front Picture: 

Μπροστά μας η χωμάτινη πλατεία του Λέμπο πλημμυρισμένη στα αίματα. Μετρώ συνολικά δεκαπέντε σφαγμένα βουβάλια, ζωοθυσία για τον νεκρό. Όταν πεθαίνει, που λες, ένας Τοράτζα δεν πεθαίνει τελείως αλλά περίπου. Θα παραμείνει για μήνες ή και χρόνια «κατάκοιτος» στο σπίτι, παρέα με τους ζωντανούς, μέχρι να μαζευτούν τα απαιτούμενα για την κηδεία. Μόνο αφού σφαχτούν τα βουβάλια στ’ όνομά του, θα μπορέσει επιτέλους να ταφεί και να πάρει την άγουσα για την Πούγια, τον Παράδεισο των Τοράτζα.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πέρα απ το Μπάλι»  

 

Προηγούνται:

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 3 - ΛΟΜΠΟΚ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 4 - ΜΠΑΛΙ, ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΡΕΦΕΝΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν



Έχει ένα παράδοξο και κάπως αστείο σχήμα που θυμίζει παραλυμένο χταπόδι. Οι παλιοί ελληνικοί χάρτες την αναφέρουν ως «νήσο Κελέβη». Στέκει καβάλα πάνω στον Ισημερινό και έχει μια επιφάνεια όση σχεδόν μιάμιση Ελλάδα. Την τωρινή ονομασία Σουλαγούεζι την πήρε μετά την ανακήρυξη της Ινδονησίας ως ανεξάρτητο κράτος.

 

Νότια Σουλαγουέζι λοιπόν, επαρχία Τάνα Τοράτζα. Σαν να λέμε στη «Γη των Τοράτζα».  Πρόκειται για μια εύφορη κοιλάδα σε μεγάλο υψόμετρο όπου εγκαταστάθηκε η προειρημένη φυλή πριν από καμιά χιλιάδα χρόνια, αντιστεκόμενη μέχρις εσχάτων στον αιμοσταγή εξισλαμισμό του νησιού από την φυλή των Μπούγκι . Ήταν τότε που τα μέλη της αναγκάστηκαν, λέει, να ανέβουν τον ποταμό Σαντάν, με τα καράβια τους παρακαλώ, για να μετοικήσουν στην ενδοχώρα, ανάμεσα στα βουνά, για προστασία.

 

Και για να μην ξεχνούν από πού κρατάει η σκούφια τους και πώς έφτασαν ως εδώ, οι Τοράτζα αποφάσισαν να ζουν στον αιώνα τον άπαντα κάτω από τα καράβιά τους. Δηλαδή, να τα κάνουν στέγες των σπιτιών τους. Ή, έστω να δίνουν στις στέγες τους το σχήμα καραβιού και το όνομα «τονγκονάν».

 

Η μεγάλη σφαγή

 

Για τα τονγκονάν, σήμα κατατεθέν των Τοράτζα, θα σου πω λεπτομέρειες αργότερα.

 

Για την ώρα διασχίζουμε μια πυκνή, πυκνότατη βλάστηση, καθ ’οδόν προς το χωριό Λέμπο όπου οι πληροφορίες μας λένε ότι λαμβάνει χώρα κάποια νεκρική τελετή. Την οποία τελετή η Ισαβέλλα επιμένει ότι δεν πρέπει να τη χάσουμε με τίποτε. Κι όπως καλά γνωρίζεις, άμα μπει κάτι στο μυαλό της Ισαβέλλας…

 

Μια ορεινή ζούγκλα. Φυτά και πολύχρωμα λουλούδια με φανταστικά χρώματα, φυτρωμένα παντού.

 

 

Και καλλιέργειες. Μπανανιές, παπάγιες, κακάο, καπνός, και πολύ, μα πάρα πολύ μπαμπού σε πυκνές δέσμες, έως και δέκα μέτρα ύψος. Ένα βοτανικό όργιο.

 


Αφήνουμε το όχημα στον κεντρικό δρόμο και παίρνουμε μια λασπωμένη ατραπό που θα μας βγάλει στο χωριό Λέμπο.

 

 

Κάποια ξυπόλυτα πιτσιρίκια παρατημένα στο ξέφωτο μιας αχυροκαλύβας μας κοιτάζουν με μάτια γεμάτα απορία.

 

Μπορεί και φόβο.


 

 

 

Χαϊδεύω ένα από τα κουρεμένα κεφαλάκια που έχει την τάση ν’ αποτραβηχτεί ώσπου παρεμβαίνει η γεμάτη καραμέλες ανοιχτή παλάμη του Ορέστη.

 

Οπότε, όλα μαζί τα κουρεμένα κεφαλάκια πέφτουν σαν ακρίδες φωνασκώντας για το ποιο θ’ αρπάξει τι.

Η χαρτοσακούλα με τις καραμέλες αδειάζει λίγο πριν μπούμε στο χωριό.

 

Έχουμε μείνει άναυδοι!

 

Μπροστά μας η χωμάτινη πλατεία του Λέμπο πλημμυρισμένη στο αίμα. Λουτρό αίματος! Αίμα, σάρκες και κεφάλια βουβαλιών. Μετρώ εφτά. Κι αν συνυπολογίσω και τα σκόρπια κέρατα… Άλλα οκτώ.

Συνολικά δεκαπέντε σφαγμένα βουβάλια, ζωοθυσία για τον νεκρό…

 

Η πλατεία περιβάλλεται από τα μεγαλύτερα τονγκονάν του χωριού. Των προυχόντων υποθέτω. Της ελίτ.

 

Στα υπερυψωμένα ξύλινα αίθριά τους κι από κάτω, στις βάσεις τους, είναι συγκεντρωμένο όλο το χωριό.


 

Συγγενείς, φίλοι και γείτονες της οικογένειας του νεκρού. Μπορεί και από άλλα χωριά. Όλες οι ηλικίες.

 

Όλοι τους είναι ντυμένοι με τα πιο επίσημα σαρόνγκ της γκαρνταρόμπας τους. Μαύρα κυρίως.  Ούτε θρηνούν, ούτε γελούν. Είναι σοβαροί και μιλούν μεταξύ τους σαν να διεκπεραιώνουν κάποιες πολύπλοκες υποθέσεις.

 

Τρεις ειδικοί σφάχτες κομματιάζουν τα νεκρά βουβάλια στη μέση της πλατείας. Με τσεκούρια. Γκάπα γκούπα! Σαν παλιοί υλοτόμοι σε πεσμένη δρυ.

 

Τα αίματα πιτσιλιούνται σε απόσταση. Κάποιοι άλλοι παίρνουν κομμάτια από το κρέας και τα μοιράζουν στους πέριξ.

 

Ελπίζω να μη δώσουν και σε μας απ’ αυτό το σίχαμα.


Βρόμα! Εκατομμύρια μύγες…

 

Τα μεγάλα κομμάτια κρέας σέρνονται στο λασπωμένο από το αίμα έδαφος. Τα εντόσθια και τα περιεχόμενά τους, μια σιχαμερή κιτρινοπράσινη παχύρρευστη μάζα, χυμένα χάμω…

 

Κότες και σκύλοι στο μεγάλο φαγοπότι. Ασύλληπτο! Κι όμως κανείς δεν ενοχλείται.

 


Ακούω σκουξίματα γουρουνιού. Σκαρφαλώνω στο ανάχωμα ακολουθούμενος από τον Ορέστη.

 

 

Ένας μεταφέρει στον ώμο του ένα γουρούνι με δεμένα και τα τέσσερα πόδια του σ’ ένα κλαρί.

 

Το πετάει χάμω, δίπλα σε άλλα σφαγμένα λίγο πριν.

 

 

Μετά την αρχική καλώς υπολογισμένη μαχαιριά, και όσο το γουρούνι είναι ακόμα ζωηρό και αντιστέκεται με σθένος, του τρυπά το λαιμό, στην καρωτίδα, μ’ ένα σωλήνα μπαμπού που η άκρη του έχει ξυστεί και κόβει σαν καλοακονισμένη λεπίδα.

 

 

Μ’ αυτόν τον τρόπο του παίρνει το αίμα όσο είναι ακόμα ζωντανό και το κάνει να χύνεται σ’ ένα είδος τέντζερη.

 

 

Διότι, λέει, ό,τι κι αν μαγειρέψεις με αίμα από ζωντανό ακόμα σφαχτάρι νεκρικής τελετής, επικοινωνείς με την ψυχή του πεθαμένου.

 

 

Για φαντάσου!



 

Περί θρησκείας

 

Παλιά οι Τοράτζα είχαν αρκετούς θεούς, με επικεφαλής κάποιον Πουάνγκ Ματούα. Κάτι σαν το Δία, ας πούμε, αλλά στο πιο υπερβατικό. Λιγότερο γήινο.

 

Είχαν κι άλλους, υποδεέστερους θεούς, με πιο ειδικές αρμοδιότητες και τομείς προστασίας, ανάλογα την οικογένεια, τη φυλή, το επάγγελμα, τις προσδοκίες και τα συμφέροντα των χωριστών κοινωνικών ομάδων, όπως οι κάστες ας πούμε.

 

Διότι οι Τοράτζα είχαν ένα άκαμπτο σύστημα καστών που περιλάμβανε μέχρι και σκλάβους.

 

Κι αν οποιαδήποτε θρησκεία δεν παγιώνει και δεν κατοχυρώνει μια κοινωνικοοικονομική ιεράρχηση, αν δεν καθιστά ιερά και όσια τα συμφέροντα των εχόντων, τότε τι θρησκεία θα ήταν;

 

Σήμερα, υποτίθεται, ότι οι περισσότεροι Τοράτζα είναι χριστιανοί και μάλιστα κατά πλειοψηφία, διαμαρτυρόμενοι. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για έναν συγκρητισμό καρικατούρα, μια θρησκεία αχταρμά, με έντονα πολλά από τα αρχαϊκά ανιμιστικά στοιχεία. Απόδειξη, η τελετή στην οποία παραβρισκόμαστε.

 

Και περί θανάτου

 

Όταν, που λες, πεθαίνει ένας Τοράτζα δεν πεθαίνει τελείως αλλά περίπου. Κατ’ αρχάς μένει ως «κατάκοιτος» στο τογκονάν του, όπου τον πλένουν, τον αρωματίζουν με διάφορα ειδικά βότανα για να μη βρωμάει, του μιλάνε ψαλμουδικά και του ετοιμάζουν εκείνα ακριβώς τα φαγητά που τον ενθουσίαζαν όταν ήταν τελείως ζωντανός. Για να μην έχει παράπονο ότι, και καλά, δεν του δίνουν πια καμιά σημασία.

 

Αυτό μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό. Μπορεί για μήνες, ακόμα και για χρόνια. Μέχρις ότου είναι όλα έτοιμα για μια καθωσπρέπει κηδεία.  Μέχρις ότου, δηλαδή, εξασφαλιστεί το μάξιμουμ των προσδοκόμενων προσφορών από συγγενείς και φίλους. Προσφορές σε αντικείμενα (που ορισμένα απ’ αυτά θα πάρει ο πεθαμένος μαζί του στον Άλλο Κόσμο), σε γουρούνια και, κυρίως, σε βουβάλια.

 

Η καθαυτό νεκρική τελετή διαρκεί από μία έως εφτά ημέρες, ανάλογα με το κοινωνικό στάτους του μακαρίτη. Η διαδικασία αρχίζει με τη σφαγή ενός γουρουνιού ή ενός βουβαλιού, κι από τη στιγμή αυτή ο πεθαμένος δικαιούται να πεθάνει κανονικά και να πάρει την άγουσα για την Πούγια (έτσι αποκαλούν οι Τοράτζα το δικό τους Παράδεισο). Τότε, και μόνο τότε θα εγκαταλείψει το τονγκονάν του για να μπει επιτέλους σε φέρετρο και να ταφεί σε ειδικό χώρο που … Αλλά ας μην προτρέχουμε.

 

Ο χορός

 

Το χωριό Ταλουνγκλιπού διανύει τη δεύτερη μέρα κάποιας ανάλογης νεκρικής τελετής. Το μαζικό σφάξιμο των ζώων αρχίζει αύριο. Ευτυχώς. Αρκετά είδαμε ως τώρα. Φτάνει πια με το αίμα και την μπόχα των σκατών από τα χυμένα στο χώμα άντερα. Σήμερα είναι η φάση του χορού. Σε μια χορογραφία δεδομένη από κάτι αιώνες.

 

Ο χορός λοιπόν αποτελείται από τριάντα με σαράντα άντρες, απαξάπαντες με μαύρα σαρόνγκ, σε δυο ομόκεντρους κύκλους στη μέση της πλατείας. Η μουσική προκαλείται από ένα ρυθμικό χορικό, κυρίως, που εμπεριέχει κάποιου είδους αφήγηση… Ίσως και να εκθειάζει τις αρετές τους μακαρίτη. Διότι, όταν κάποιος τινάξει τα πέταλα, τότε όλοι διαπιστώνουν ότι μόνο αρετές διέθετε, πολλές εκ των οποίων ανακαλύπτονται εκ των υστέρων.

 

Το χορικό ψέλνεται, σχεδόν μουρμουριστά. Ο ρυθμός κρατιέται από τα αντρικά βήματα στο έδαφος αλλά και από δυο ή τρία κρουστά στις παρυφές της πλατείας, κάτω από την εξέδρα της βαρυπενθούσας οικογένειας.

 

Ωραίο το τελετουργικό, δεν λέω, αλλά και κάπως μονότονο. Γιαυτό και με τον Ορέστη αποφασίζουμε να εγκαταλείψουμε για λίγο την πλατεία για να περιπλανηθούμε ανάμεσα στα εναέρια καράβια των τονγκονάν και να τα περιεργαστούμε καλύτερα.

 

Τα καραβόσπιτα

 

Τα αυθεντικά τονγκονάν, που λες, είναι αρκετά υπερυψωμένα από το έδαφος και στηρίζονται πάνω σε χοντρούς πασσάλους.

 

Το καταπληκτικό είναι ότι ίσως από κάποιο αταβιστικό σύμπλεγμα καταδίωξης, είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε «αν παραστεί ανάγκη» να μπορούν να κατέβουν εύκολα από τους πασσάλους και με μια δική τους πατέντα κύλισης να μεταφερθούν αλλού.

 

Αυτό όμως δεν ισχύει και για τα σύγχρονα τονγκονάν στα οποία οι ιδιοκτήτες τους, μαγεμένοι από τις σειρήνες της τουριστικής δολαριοθηρίας, ρίχνουν κάνα μπετουδάκι και κάνα πλαστικό παραθυράκι και κάνα προφυλάκι αλουμινίου!


Η καραβόσχημη στέγη του τονγκονάν είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σε όγκο από το υπόλοιπο σπίτι και δεν έχει καμιά απολύτως χρηστική αξία πέρα από την πατροπαράδοτη αισθητική της. Κατά παράδοση είναι κατασκευασμένη, όπως και όλο το σπίτι, από ξύλο, μπαμπού και χόρτο. Στα χρόνια της ολλανδικής αποικιοκρατίας όμως, δίπλα στα τοτέμ της προγονικής λατρείας στήθηκαν και οι σταυροί. Και σε πολλές περιπτώσεις, τη θέση του χόρτου στη στέγη τη έχει πάρει η κατσαρή λαμαρίνα που παράγεται από τα ολλανδικά εργοστάσια που εδρεύουν εδώ κι έχουν καπελώσει τη μισή Ινδονησία.

 

Η πρόσοψη των τονγκονάν φιλοτεχνείται (από τους ματσωμένους ιδιοκτήτες) μετά μανίας: γεωμετρικά μοτίβα, σχέδια βουβαλομαχιών καθώς και κέρατα βουβαλιών που θυσιάστηκαν σε κάποια νεκρική ή άλλη ανιμιστική τελετή. Αλλά και τα χρώματα έχουν τη σημειολογική τους λειτουργία. Το κόκκινο συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή. Το άσπρο την αγνότητα. Το κίτρινο την εξουσία και την ευλογία των θεών (μαζί πάνε αυτά). Το μαύρο τον θάνατο και το σκοτάδι.

 

Καμιά εξηνταριά εκατοστά από το έδαφος και ανάμεσα στους πασσάλους υπάρχει πάντα, στα παραδοσιακά τονγκονάν, μια ξύλινη πλατφόρμα η οποία χρησιμεύει ως χώρος συγκέντρωσης κουτσομπολιού και προστασίας από τις βροχές.

 

Όσο για το εσωτερικό του τογκονάν, απαρτίζεται από δυο τρία ανήλιαγα δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους με μια χαμηλή πόρτα και, σε αντίθεση με την εξωτερική όψη, είναι πολύ σεμνό και με ελάχιστα αδρά έπιπλα: μια δυο κασέλες, κάτι που θυμίζει τον δικό μας μπουφέ, ένα χαμηλό τραπέζι, μερικές ψάθες για ύπνο… Λιτότης!

 

Οι νεκροί στο μπαλκόνι

 

Περπατήσαμε από ένα στενό, αρκετά καλά συντηρημένο μονοπάτι μέσα στο δάσος και τώρα στεκόμαστε στο χείλος ενός πολύ στενού φαραγγιού με μεγάλο βάθος. Ένα βάθος απροσδιόριστο διότι η βλάστηση πάνω, δίπλα, απέναντι και κάτω μας είναι τόσο πυκνή ώστε δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Μπροστά μας ένας κάθετος βράχος διακοσμημένος με τα χρώματα της μούχλας και των βρυόφυτων, καθώς κι από ένα πυκνό πλέγμα ριζών που κατέβηκαν δεκάδες μέτρα προς το βάθος του φαραγγιού στην προσπάθειά τους να βρουν χώμα. Στην κάθετη επιφάνεια έχουν λαξευτεί πολλές ορθογώνιες κρύπτες

 

Βρισκόμαστε σ’ ένα νεκροταφείο Τοράτζα. Αντί για θάψιμο στο χώμα, τα φέρετρα με ό,τι έχει απομείνει από τα κουφάρια των ενοίκων τους μετά τη λήξη των βουβαλοκτώνων τελετών, θα παραχωθούν στον κάθετο βράχο μέσα στις ειδικά διαμορφωμένες ταφικές στοές. Το καταπληκτικό είναι το πώς σκάβονται αυτές οι τρύπες. Οι εξειδικευμένοι ταφοτεχνίτες δουλεύουν κρεμασμένοι από σκοινιά στερεωμένα στα δέντρα της κορυφής. Για να σκαφτεί ένα τέτοιος τάφος χρειάζονται, λέει, έξι μήνες δουλειάς από δυο τουλάχιστον μαστόρους, οι οποίοι αμείβονται με βουβάλια.

 

Όσο για τους μπατίρηδες πεθαμένους, υπάρχει και γι αυτούς πρόβλεψη: τα φέρετρά τους κρεμιούνται από τις οροφές φυσικών σπηλαίων χωρίς άλλα έξοδα.

 

Τα δε νεκρά βρέφη και νήπια, αυτά θάβονται αποκλειστικά σε κουφάλες δέντρων ώστε να μεγαλώνουν, λέει, μαζί τους. Άποψη!

 

Το πιο εντυπωσιακό είναι τα αναθήματα και τα «τάο-τάο», τα ξύλινα ειδώλια-αναπαραστάσεις των νεκρών, παραταγμένα σε ειδικά διαμορφωμένους εξώστες μέσα στους βράχους. Οι νεκροί στο μπαλκόνι!

 

Μα το πιο συγκινητικό είναι τα χρηστικά αντικείμενα που καταθέτουν οι χήρες και τα ορφανά για τη μεταθανάτια ζωή του εκλιπόντος.

 

Είδα ομπρέλα, είδα κράνος μοτοσικλέτας, είδα διπλωμένα ρουχαλάκια. Είδα καραμέλες, είδα τσιγάρα, είδα οδοντόκρεμα και οδοντόπαστα. Είδα κι ένα βιβλίο. Διανοούμενος θα ’ταν ο τύπος!

 

Παλατόκε, Καμπίρα, Λέμο … Αλυσίδα τα νεκροταφεία των Τοράτζα. Μα όσο κι αν επιμείνει η καλή μου, δεν πρόκειται να ενδώσω σε άλλες επισκέψεις. Νισάφι πια με τη νεκροφιλία! Πάμε γι άλλα!

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από της Ινδονησία:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης:

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν


ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν


ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 3 - ΛΟΜΠΟΚ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 4 - ΜΠΑΛΙ, ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΡΕΦΕΝΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν