ΡΟΥΜΑΝΙΑ 2 - Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Front Picture: 

Ερχόμενος από την Ελλάδα με διακατείχε η ομιχλώδης εντύπωση – διάβαζε προκατάληψη -  πως θα βυθιστώ σε μια μελαγχολική γκριζάδα που, και καλά, κληροδότησε στη Ρουμανία η παταγώδης ήττα του μέιντ ιν Τσαουσέσκου σοσιαλισμού. Διατρέχοντας τη Ρουμανία υπέστην τουναντίον μια αισθησιακή καταπληξία. Έτσι ακριβώς: αισθησιακή καταπληξία. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για την ομορφιά που είδαν τα μάτια μου…

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 119/20.07.2002

 

Αποτέλεσμα εικόνας για ROMANIA MAP

 

Προηγείται:

ΡΟΥΜΑΝΙΑ 1 - ΚΑΡΠΑΘΙΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΥΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

... Και τώρα που διάβασες τα περί τον παλουκωτή Βλαντ Τζέπες, ο οποίος ενέπνευσε στους μεταγε-νέστερους παραμυθάδες τον αιμοπότη Κόμη Δράκουλα, αλλά κι αν δεν διάβασες τα περί αυτού το ίδιο κάνει, μάθε και τούτο: διατρέχοντας τη Ρουμανία υπέστην μια αισθησιακή καταπληξία. Είναι έτσι όπως το διάβασες: αισθησιακή καταπληξία. Διότι δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος γι αυτά που είδαν τα μάτια μου. Και εξηγούμαι:

 

Ερχόμενος από την Ελλάδα με διακατείχε η ομιχλώδης εντύπωση πως θα βυθιστώ σε μια μελαγχολική γκριζάδα που, και καλά, κληροδότησε στη Ρουμανία η παταγώδης ήττα του μέιντ ιν Τσαουσέσκου σοσιαλισμού.

 

Μια γκριζάδα, τόσο στον ψυχισμό των Ρουμάνων, όσο και στο φυσικό περιβάλλον που τους ντύνει.

 

Το πώς και το γιατί με διακατείχε αυτή η εντύπωση, διάβαζε προκατάληψη, δεν έχει, επί του παρόντος, και τόση σημασία.

 

Σημασία έχει πως, τουναντίον, βυθίστηκα σ’ έναν γαλήνιο αισθησιασμό αρχιτεκτονικών μορφών και χρωμάτων. Έναν αισθησιασμό ικανό να με αποσπά συχνάκις από το αρχικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός μου που ήταν η σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητας του Δράκουλα, τα ίχνη της οποίας αναζητούσα.

 

Και τώρα, απαλλαγμένος απ τον «στοιχειωμένο» θρύλο και ναρκισσιστικά εκστασιαζόμενος απέναντι στη φωτοσυγκομιδή μου θέλω να σε συμπαρασύρω σε μια γεύση από Ρουμανία. Που δεν θα ‘ναι πάντα γλυκιά, να εξηγούμαστε.

 

Εξαρχής σου λέω, μην περιμένεις κάποια ενδελεχή ιστορική αποτίμηση, ή κάποια κοινωνικοοικονομική ανάλυση.

 

Απλώς, θα μοιραστώ μαζί σου τα θραύσματα κάποιων εντυπώσεων και πληροφοριών μου, υποκειμενικών, τι θες τώρα, και μετά βγάλ’ τα πέρα μόνος σου. Κι εγώ εξ άλλου αυτό κάνω. Καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα, που λένε και οι εισαγγελείς των ψυχών. Και, πού ‘σαι, μεταξύ μας: σε ποια αντικειμενική προσέγγιση δεν λαθροβιώνει, λιγότερο ή περισσότερο, και ο υποκειμενισμός του συγγραφέα; Ο υποκειμενισμός είναι φυσικό απότοκο της αντικειμενικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει κι όχι το αντίθετο. Ουφ!

 


 

ΚΑΙ ΑΘΕΛΑ ΜΟΥ...


Βγαίνοντας απ το αεροδρόμιο με το νοικιάρικο αυτοκίνητο προσπάθησα να παρακάμψω το ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου και να τ’ αφήσω για το τέλος της αποστολής μου. Αν και εφόσον, φυσικά, θα μου περίσσευε λίγος χρόνος για κάτι τέτοιο.

 

Αυτή η παράκαμψη με οδήγησε, κατά συνέπεια, ανάμεσα σε ατέλειωτες σειρές από μπάου χάουζ εργατικές πολυκατοικίες. Απρόσωπες ντανιασμένες κονσέρβες εργατικής δύναμης. Ομοιόμορφα κουτιά με ξεφλουδισμένους σοβάδες. Που μόνο κάποιες παρδαλές μπουγάδες στα στενόχωρα μπαλκόνια σπάζουν την καταθλιπτική μονοτονία τους.

 

Κι άθελά μου έκανα μια σύγκριση με την, όποια, Κυψέλη του κράτους των Αθηνών. Και, επίσης άθελά μου, συνειδητοποίησα πως στον εσωτερικό ακάλυπτο χώρο των οικοδομικών τετραγώνων, της Κυψέλης των Αθηνών, δεν υπάρχουν γκαράζ ή θέσεις στάθμευσης για κάθε διαμέρισμα, όπως εδώ. Ούτε κούνιες, τραμπάλες και γήπεδα μπάσκετ για τα παιδιά, όπως εδώ. Ούτε αλέες με άνθη, έστω και απότιστα. Ούτε παγκάκια για τους κουρασμένους. Ούτε εξεπιτούτου χώρος για τη συγκέντρωση των σκουπιδιών. Όπως εδώ.

 

Σαν γιατί κάποιος να με βεβαίωνε πως αυτά τα ξεφλουδισμένα κουτιά του Βουκουρεστίου επιδέχονται ακόμη μεγαλύτερη παρακμή. Και μελαγχόλησα. 

 

Ασυντήρητα τραμ και γερασμένα ντάτσια. Ένα κυκλοφοριακό μπάχαλο που, έτσι όπως το ένοιωσα, μέσα σε λίγα χρόνια θα ξεπεράσει και το σημερινό της Αθήνας. Παρένθεση: διότι το αυριανό μπάχαλο της Αθήνας δεν θα ξεπερνιέται με τίποτα. Κλειν’ η παρένθεση.

 

Ρημάδια μιας περιόδου, που λες, την οποία θα επιχειρήσω να ψυχανεμιστώ μέσ’ απ τα βλέμματα των γέρων. Ή μεσ’ απ τα πάρτε κόσμε των νεόκοπων εμπόρων της ελπίδας.  

 


- Πρόσεχε, εδώ οι πεζοί...


- Το πρόσεξα, εδώ οι πεζοί είναι ακόμη οι ατάραχοι άρχοντες των δρόμων καθότι κατέχοντες την προτεραιότητα στη διάβαση. Κληρονομιά του συχωρεμένου σοσιαλισμού τους.


- Θα την χάσουν, μην αμφιβάλλεις.


- Δεν αμφιβάλλω, είμαι σίγουρος. Σε λίγα χρόνια θα διασχίζουν τους δρόμους τους φτεροκοπώντας ως πανικόβλητες όρνιθες αφού οι ανερχόμενοι, και εποχούμενοι έχοντες, θα ‘χουν γράψει τους νόμους στα... στους τροχούς τους. Ως είθισται.

 

ΤΟ ΠΡΟΣΠΑΘΩ, ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΑΕΙ!


Με το Αντάτζιο σε σολ μινόρε του Αλμπινιόνι στο κασετόφωνο να με καθιστά λιγότερο στριμμένο άφησα πίσω μου το Βουκουρέστι.

 

Να ‘χεις, λέει, πιάσει τα εκατόν σαράντα χιλιόμετρα και να μην το ‘χεις καταλάβει! Όχι επειδή το νοικιάρικο δεν κάνει τη φασαρία του δικού μου τζιπ με την τραυματισμένη εξάτμιση, ούτε επειδή είμαι δα και σε καμιά φοβερή Εθνική με τις πολλές λωρίδες, αλλά... Αλλά γιατί τα οχήματα εδώ είναι λίγα. Λίγα. Τόσα δηλαδή όσα χρειάζονται ως εργαλεία δουλειάς.

 

Διότι, τη στιγμή που ο επάρατος σοσιαλισμός του Τσαουσέσκου δημιούργησε ένα τόσο μεγάλο όσο και πρακτικό συγκοινωνιακό δίχτυ απ άκρον εις άκρον της Ρουμανίας, θα πρέπει να είσαι κάτι σαν ανίατα επιδειξίας Νεοέλλην για να θέλεις να παίζεις με το απαστράπτον συγκρουόμενο σύμβολο της μαγκιάς που...

 

Και βέβαια έκοψα ταχύτητα. Για να μην προλάβει κάνας τροχαίος και μου κόψει τον βήχα. Αλλά και γιατί αποτελεί, τουλάχιστον, βαρβαρότητα να ‘χεις ένθεν κακείθεν αυτό το τοπίο και συ να το ξεσκίζεις βέβηλα, εκδικούμενος έτσι τον παρατεταμένο στραγγαλισμό που έχεις υποστεί εν τω μεταξύ στη Φιλελλήνων και στην Ακαδημίας.


- Πρέπει να ξεχάσεις επιτέλους την Αθήνα.


- Το προσπαθώ εδώ και πολύ καιρό. Πού θα μου πάει! 

 

Ούτε ένα συρματόπλεγμα στις αγροικίες και στα χωράφια, που λες. Ξύλινοι φράχτες σ’ όλες τους τις εκδοχές. Περίτεχνοι για την οριοθέτηση των αγροικιών, αδροί για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία. Έργα τέχνης.

 

Κι ενδυματολογικά να το πάρεις πάλι αναλλοίωτοι από το χρόνο μου φαίνονται οι Ρουμάνοι αγρότες. Λες και η γεωργική ζωή τους δεν είναι παρά σκηνικό ταινίας για τον βουκολικό Μεσαίωνα.

 

Τρακτέρ ελάχιστα. Παντού ιππήλατα μακρουλά ξύλινα κάρα. Αμαξηλάτες με το καμτσίκι μπαγκέτα στο ηλιοβασίλεμα. Ωραίοι τσιγγάνοι με μαύρα ημίψηλα. Ωραίες τσιγγάνες με κρίκους στ αφτιά  και τη φωτιά στο βλέμμα. Όπως στα λέω. Και, που ‘σαι; δεν βλέπω ούτε έναν Αλβανό να σκάβει τα χωράφια των Ρουμάνων. Καθυστερημένοι, τι να πεις!

 


 

Για την ώρα απλώς εξάγουν φτηνή εργατική δύναμη. Κι εγκληματικότητα. Τόση όση χρειάζονται για να σκάσουν μύτη στα κανάλια και τα δικά μας φασιστοειδή. Και τα ρατσιστοειδή μας επίσης. Που δεν θέλουν να ξέρουν τα ζόρια που τράβηξαν οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες τους στις φάμπρικες του Ντύσελντορφ προκειμένου να τους μεγαλώσουν. Και να τους εξασφαλίσουν και τούρμπο για την παραλιακή.

 

Και καλλίπυγο σάρκα εξάγει η σημερινή Ρουμανία. Δια πάσαν χρήσην και πάσαν... ξέρεις. Για να μην μας κατηγορούν ως λιγούρια οι έτεροι πολιτισμένοι Εταίροι της Ευρώπης. Εμείς με τον παρά μας!..

 

Κι η Φύση... σκαμμένα, καρπισμένα, ανθισμένα χώματα... παλέτα μερακλή ζωγράφου. Γενναιόδωρες πινελιές σ’ ένα γαλήνιο γήινο ανάγλυφο. Χαμηλό ανάγλυφο για να μην σκαλώνουν και πληγώνονται τα όνειρα και τα πάλλευκα νέφη. Και για να ’χει χώρο ο ουρανός πού ν’ απλώσει το άσπιλο γαλάζιο του.

 

Αυτή η ομορφιά δεν εγκλωβίζεται στις δύο στατικές διαστάσεις των φωτογραφιών μου. Ούτε στις τρεις της συμβατικής φυσικής των πέντε αισθήσεων. Αυτή η ομορφιά δεν εγκλωβίζεται γιατί, εμ γιατί έχει και τη διάσταση του χρόνου. Την πάντα ρέουσα διάσταση του αέναου γίγνεσθαι.

 


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ αρ. 1


Τα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της πραγματοποίησης δηλαδή του μεγαλύτερου κοινωνικοϊστορικού πειράματος που δοκίμασε ποτέ η Ανθρωπότητα, ήταν χρόνια εντυπωσιακών επιτυχιών για την εθνική οικονομία της Ρουμανίας.

 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα με Γενικό Γραμματέα τον Γκεοργκίου Ντεζ, ακολουθώντας, όπως ήταν φυσικό για τότε, το σοβιετικό μοντέλο, έδωσε έμφαση στη βαριά βιομηχανία και στην παραγωγή μέσων παραγωγής διότι θεώρησε, και πολύ σωστά κατά την άποψη κάθε οικονομολόγου που δεν είναι ομοϊδεάτης του Κίσσιγκερ, πως μόνο έτσι θα εξασφάλιζε την οικονομική της αυτάρκεια και, κατά συνέπεια, την εθνική της ανεξαρτησία. Και αξιοπρέπεια.

 

Αποτέλεσμα: Από το Χίλια Εννιακόσια Πενήντα μέχρι το Χίλια Εννιακόσια Εξήντα Τρία, τα μεγέθη της εθνικής οικονομίας της Ρουμανίας αυξήθηκαν κατά εξακόσια τοις εκατό. Ποσοστό ιλιγγιώδες, μη μου πεις! Η βασική αρχή, να στηρίζεσαι πρωτίστως στις δικές σου δυνάμεις, που είναι και η βασική προϋπόθεση για το κοινωνικό αγαθό της εθνικής ανεξαρτησίας, βρήκε μια από τις πιο επιτυχείς εφαρμογές της.

 

Το αρχικό εξωτερικό χρέος της σοσιαλιστικής Ρουμανίας άγγιζε τα εννιά δισεκατομμύρια δολάρια και η αποπληρωμή του είχε γίνει έμμονη ιδέα τόσο στον Ντεζ όσο και στον Τσαουσέσκου. Δεν ήθελαν η χώρα τους να χρωστάει σε κανέναν κερατά. Πολύ δε περισσότερο της Μιχαλούς.

 

 

ΠΕΤΡΑ, ΞΥΛΟ, ΠΛΙΝΘΟΙ ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΟΙ

 

Κουρτέα ντε Άργκες, Αρέφου, Ριμνίκου Βιλτσέα, Σιμπιού... Σπασμένο περιδέραιο μαργαριταριών στην κοιλάδα που προστατεύεται από την οροσειρά των Καρπαθίων.  Ναι, μαργαριταριών.

 

 

Γιατί είναι προφανές πως οι Ρουμάνοι, γενεές επί γενεών, αγάπησαν και ζυμώθηκαν με την αταλάντευτη αισθητική των εστιών τους, με την κοφτή κεκλιμένη στέγη τους, με τα κολονάτα αίθριά τους που μοιάζουν με χαμόγελα στον κόσμο. Με την αυλή, τον κήπο και τα οικόσιτά του ο καθείς. Με τη γλάστρα στο παράθυρο. Με μια καλημέρα που χαρίζεται. Πέτρα, ξύλο, οπτόπλινθοι και κέραμοι...

 


 

Είναι μια γερή αισθητική αποτοξίνωση απ τον πολιτισμό του απρόσωπου οπλισμένου σκυροδέματος. Απ’ τον τσιμεντένιο τάφο του ανθρωπισμού που αγόρασες σε τιμή ευκαιρίας. Όταν εγώ σου υποτονθόρυζα πως αν μάλιστα ήταν και μαζικός θα στον έδιναν τσάμπα.

 

Σιμπιού. Πέτρα, ξύλο, οπτόπλινθοι και κέραμοι! Και βαθιά κεκλιμένες στέγες από κόκκινο, βυσσινί ή γκρίζο κεραμίδι. Και τον κεραμιδόγατο ν’ ακροβατεί ατάραχος στ οριζόντιο τμήμα της απέναντι χαίνουσας υδρορροής. Πέρα δώθε. Αιώνιος επιθεωρητής της μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Ή απλώς ερωτευμένος με τη γάτα της διπλανής στέγης.

 

Και τον στοχεύω με τον τηλεφακό μου, που λες,  μεσ’ απ το Λα Τουρν, το καλόγουστο φαγάδικο και μπαρ όπου αράξαμε για να καταναλώσουμε το γκούλας και το κόκκινο κρασί του.

 

Μια φουστίτσα με τοσοδά εμβαδό κι ένα χαμόγελο από δήθεν αθώα γαλάζια μάτια, ρουμάνικα μάτια, να σου σερβίρουν... μη σκύβεις, αστέρι μου, ποτέ δεν υπήρξα άγιος. Κι ούτε σκοπεύω. 

 

Σιμπιού! Να ένα όνομα πόλης που δεν θα ξεχάσω!

 

Κατάλοιπα οχυρωματικών τειχών και κάποια λείψανα πύργων του Δέκατου Τρίτου Αιώνα για ν’ αναχαιτιστούν τα βίαια κύματα των Οθωμανών.

 

Δρόμοι φαρδείς αλλά και δρόμοι στενοί. Πλατείες και σοκάκια. Λιθόστρωση παντού. Και μια κίνηση οχημάτων στα μέτρα του ανθρώπου. Διότι εδώ οι δρόμοι ανήκουν στους πεζούς.

 


 

Για το σουλάτσο τους. Για το απογευματινό ερωτικό παιχνίδι των βλεμμάτων. Για τους χορούς των παιδιών με τα τροχοπέδιλα. Για το μεγάλο φαγοπότι των άφοβων περιστεριών. Για τα ψώνια, και τον καφέ στα υπαίθρια τραπεζάκια. Για τις ανοιχτές συνελεύσεις των γερόντων στα παγκάκια.

 

Πιάτζα Μάρτιε, Πιάτζα Γκρίβιτζα, Πιάτζα Ρεπουμπλίτσι. Όμορες πλατείες που συνιστούν τον πυρήνα της παλιάς μεσαιωνικής πόλης του Δωδέκατου Αιώνα. Με τα ωραιότερα κτήρια.

 


 

Εκείνο που με χαλάει όμως είναι οι ομπρέλες των υπαίθριων καφέ με τη στάμπα της Κόκα Κόλα. Που πάει παντού πρώτη και χειρότερη. Εκείνο που με χαλάει είναι η νεότευκτη, η μετα-«σοσιαλιστική», επαιτεία των παιδιών. Και των γερόντων που με την «ελεύθερη» οικονομία έχασαν τη σύνταξη. Διότι, περιφερόμενος ανά τον κόσμο, είμαι πια σε θέση να μετρήσω την ηλικία της ζητιανιάς. Και τα αίτιά της που δεν είναι τα ίδια παντού και πάντα.

 


 


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ αρ. 2

 

Μέσα στις πρώτες σοσιαλιστικές δεκαετίες τα επιτεύγματα σ’ επίπεδο πολιτικής ισότητας, Παιδείας και κοινωνικής μέριμνας ήταν αλματώδη.

 

Ο αριθμός των γιατρών, για παράδειγμα, αυξήθηκε κατά πενήντα τοις εκατό. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη έφτασε και στο τελευταίο ακριτοχώρι.

 

Το ίδιο και η μέριμνα για τους ηλικιωμένους και τους ανάπηρους. Τα επιτεύγματα σε συντάξεις και Παιδεία αποτελούσαν πρότυπα για όλον τον πολιτισμένο κόσμο.

 

Τόσοι και τόσοι Έλληνες πολίτες σπούδασαν ή και νοσηλεύτηκαν στη Ρουμανία. Και ποτέ το αντίθετο. Ξεχνιόνται αυτά; δεν ξεχνιόνται!

 


 

ΕΚΑΤΟ ΧΕΙΡΟ-ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

 

Αν ποτέ φτάσεις μέχρις εδώ, στο Σιμπιού, μη φύγεις αν δεν περάσεις προηγουμένως από την Σκάλα Πασάζουλ Σκάριλορ που οδηγεί στην κάτω πόλη. Είναι ταξίδι στο χρόνο, σου λέω.

 

Και να μπεις στις ογκώδεις αυλόπορτες των αρχαίων κτισμάτων. Θα σε δεχτούν. Έστω και κρύβοντας την αμηχανία της φτώχειας τους σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της κουζίνας. Κοπιάστε, κοπιάστε! Στα ρουμάνικα, φυσικά. Και ’μεις στα γαλλικά, στ αγγλικά, στα ιταλικά και στη νοηματική των χειρονομιών.

 

 

Μας έβαλε ντροπαλά στο σπιτικό της. Ένα δωμάτιο, μία κουζίνα κι ένας καμπινές.

 

Τα υδραυλικά μαντάρα. Οι τοίχοι ζωγραφισμένοι από την υγρασία της ανέχειας. Τα κουζινικά, πανάρχαια σκεύη της δεκαετίας του ‘Τριάντα. Για μένα καταζητούμενα αντικείμενα υψηλής αισθητικής. Για κείνη σύμβολα φτώχειας.

 

Ένα διπλό σιδερένιο κρεβάτι. Μια κούνια μωρού που δεν είναι πια μωρό. Κοπιάστε, κοπιάστε!

 

Ο άντρας της με τα ρούχα της δουλειάς και την τραγιάσκα στ αμήχανα χέρια. Τότε, μου λέει ο Ανατόλ με την τραγιάσκα στ αμήχανα χέρια, κερδίζαμε λιγότερα λεφτά αλλά τώρα είμαστε φτωχότεροι, πώς γίνεται αυτό;

 

Και ‘γω τώρα σε ποια γλώσσα να του εξηγήσω πως ο πλούτος δεν έχει πάντα το χρώμα του χρήματος; Πώς να του πω πως τα σημαντικότερα αγαθά ούτε πουλιόνται ούτε αγοράζονται;

 

Μετά από μιας ώρας ανθρώπινη προσέγγιση φεύγω με την πρόχειρη εκτίμηση πως το εικοσιπέντε τοις εκατό του ρουμάνικου πληθυσμού είναι απ’ αυτό το βιοτικό επίπεδο και κάτω. Κι όμως είναι ακόμη Άνθρωποι. Κι όχι ρεπλίκες απ το καλούπι του «χόμους καταναλώτικους». Χαμογελούν.

 

Α, ναι, μην το ξεχάσω: το μόνο που μας έδειξαν με πρόδηλη υπερηφάνεια, το μόνο εν αφθονία αγαθό τους, ήταν οι κούκλες της μικρής. Υπέρ των εκατό. Χειροποίητες οι περισσότερες.

 


 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ αρ. 3

 

Σ’ επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η Ρουμανία άρχισε να αποστασιοποιείται από την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης με αποκορύφωμα την καταγγελία της επαίσχυντης στρατιωτικής εισβολής στην Πράγα. Κράτησε καλές σχέσεις με την Κίνα και την Αλβανία, κι έκανε ανοίγματα στη Δύση.  

 

Κατά τη διάρκεια της υπό τον Νικολάϊ Τσαουσέσκου διακυβέρνησης της Χώρας η αυξητική πορεία του εθνικού προϊόντος συνεχίστηκε, έστω και με χαμηλότερους ρυθμούς, με αποτέλεσμα, το Μάρτη του ‘Ογδόντα Εννιά, λίγους μήνες πριν ο Νικολάϊ και η κυρία του στηθούν στον τοίχο της εκτέλεσης, το εξωτερικό χρέος της Ρουμανίας να μηδενιστεί. Ήταν ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν χρωστούσε πουθενά.

 


 

 

ΚΑΤΙ ΠΟΥ Μ’ ΕΝΟΧΛΕΙ


... Όντως, αυτή η ηχορύπανση που βάζει σε δοκιμασία το νευρικό μου σύστημα είναι...


- Ελληνική μουσική. Σκυλοπόπ εν προκειμένω.


- Σκυλοπόπ παραγόμενη εν Ελλάδι, πες καλύτερα. Διότι αρνούμαι να τη θεωρήσω Ελληνική. Με θίγει.

 


 

Σουλατσάρουμε στη Στράντα εφτά Νοϊέμπριε. Από τους πιο εμπορικούς δρόμους της Μπρασόβ.

 

Ποιος θα μπορέσει να μου εξηγήσει πώς γίνεται και αυτή η ενόργανη εκνευριστική φασαρία να τρέχει με μεγαλύτερη εξαγωγική ταχύτητα από τις μουσικές του Μίκη, του Λοΐζου, του Μικρούτσικου, του Ζαμπέτα, του... τόσους έχουμε, γαμώτο! Δώσε τόπο στην οργή, ντε γκούστιμπους ετ κολόριμπους νον ντισπουτάντουμ.

 

Ναι αλλά υπάρχει κάτι που μ’ ενοχλεί. Κάτι που μοιάζει με ανανδρία. Έπεσαν όλοι σαν τα κοράκια να κατασπαράξουν έναν αγαθό, πληγωμένο και ταπεινωμένο γίγαντα. Να, ορίστε, μια ελληνική Τράπεζα απέναντί μας! Κι ελληνικές μαρμελάδες στη βιτρίνα του μπακάλικου. Κι ελληνικά τσιγάρα στο ψιλικατζίδικο. Και μια ρεκλάμα για ελληνικές μπαταρίες. Κι ελληνικά απορρυπαντικά. Και προφυλακτικά μέιντ ιν Γκρης! Εντάξει, δε λέω, εμπορικές συναλλαγές αλλά εμείς τι το ρουμάνικο εισάγουμε εκτός από φτηνή εργατική δύναμη και ακριβή γυναικεία σάρκα;  

 

Κι άλλα, όχι ευκόλως προσδιορίσιμα, είναι που μ’ ενοχλούν. Η επαιτεία είναι έντονη κι έχει ξεπεράσει τον αυθόρμητο ερασιτεχνισμό. Πιάνεις τη μυρουδιά της ανερχόμενης εγκληματικότητας στον αέρα, παρέα με τη διψα για τον "δυτικό τρόπο ζωής".

 

Συγχύστηκα και ως εκ τούτου δεν έχω καμιά διάθεση αυτή τη στιγμή να σου περιγράψω το Μπρασόβ. Θα σου πω μόνο πως πρόκειται για μια πόλη αρχιτεκτωνικό κομψοτέχνημα που κάτω από κάπως διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες θα επιδρούσε επάνω μου σαν το πιο ισχυρό αγχολυτικό. Τα υπόλοιπα ας τα πούνε οι φωτογραφίες. 

 

 

... Φέγκερας, Σιγκισοάρα, Τίργκου Μούρες, Μπίστριτζα, Κιμπουλούνγκ Μολντοβενέσκ, Μπρασόβ...

 

Κάθε λέξη κι από ΄να χελιδόνι...

 

Κάθε χελιδόνι παγιδευμένο σε μια περιφέρεια από ξεφλουδισμένα μπάου χάουζ.

 

Και για να είμαστε σοβαροί, και λιγότερο σνομπ, δεν έχουν πάντα τα χάλια τους.

 

 

 

Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργατικές πολυκατοικίες που περικλείουν τα ιστορικά κέντρα των πόλεων είναι αισθητά αναβαθμισμένες. Η εργατική δύναμη δεν ασφυκτιά πάντα και σε κάθε περίπτωση. Και εν πάση περιπτώσει ο όρος «άστεγος» εξέπεσε από το λεξιλόγιο των Ρουμάνων της εποχής εκείνης. Με εξαίρεση ίσως τους αιώνιους αθίγγανους που δεν χαμπαριάζουν ούτε από σταθερές στέγες, ούτε από σοσιαλισμούς, ούτε από τίποτα άλλο πέρα από τους δικούς τους προπατορικούς υπαρξιακούς κώδικες.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ αρ. 4 

 

Αυτή η υπερπροσπάθεια όμως είχε ένα σοβαρό κοινωνικό κόστος και, φυσικά, τις αλυσιδωτές συνέπειές του.

 

Και εξηγούμαι: Ο Τσαουσέσκου, ή έστω το Κόμμα του, έδωσε κίνητρα για τη συγκέντρωση αγροτών στα συνεχώς αυξανόμενα αστικά βιομηχανικά κέντρα. Εξ ου και ο βρόγχος από εργατικές πολυκατοικίες που βλέπουμε σήμερα γύρω από τις ιστορικές κωμοπόλεις.

 

Κι εκεί που το ‘Πενήντα Έξι ο αστικός πληθυσμός αποτελούσε το τριάντα τοις εκατό του συνολικού, έφτασε, το ‘Εβδομήντα Επτά, να ξεπερνά το εξήντα τρία. Και ποιος τολμούσε τότε να γράψει «Βλάχοι γκόου χομ» στους τοίχους των Εξαρχείων του Βουκουρεστίου; Θα τον έτρωγε η μαρμάγκα.

 

Εννοώ πως για την εφαρμογή αυτής της κοινωνικής πολιτικής στραγγαλίστηκαν και τα τελευταία ψήγματα των πολιτικών ελευθεριών.

 

Παρ’ όλο που με την προλεταριοποίηση των αγροτών η γεωργική παραγωγή άρχισε να χωλαίνει, το κόμμα του Τσαουσέσκου επέβαλλε κι από πάνω μια πολιτική εξαγωγών στο μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων. Με αποτέλεσμα να πούνε οι Ρουμάνοι το ψωμί ψωμάκι.

 

Ενδεικτικά: στην αρχή της δεκαετίας του ‘Ογδόντα πολλά είδη πρώτης ανάγκης, όπως το ψωμί, τα αυγά, το λάδι, το γάλα, η ζάχαρη, οι πατάτες και δεν ξέρω τι άλλο, πουλιόντουσαν με το δελτίο. Η αντίστροφη μέτρηση για τον Νικολάϊ και την κυρία του είχε αρχίσει. Ας πρόσεχαν.

 

Η ΚΥΡΙΑ ΚΑΡΜΕΝ ΛΕΕΙ...

 

- Δεν κόβεις αριστερά να δούμε πού θα μας βγάλει αυτός ο δρόμος;

 

Το ωραιότερο πρόγραμμα στα ταξίδια είναι κείνο που το παραβιάζεις κάτω από την παρόρμηση της στιγμής. Κάτι σαν παιδική ζαβολιά.

 

Κυνηγώντας την έκπληξη. Το απρόβλεπτο. Ποιο απρόβλεπτο; Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα το προβλέψιμο σ’ αυτό το σαφάρι των εντυπώσεων. Και στο κάτω της γραφής στα Καρπάθια είμαστε. Τα Καρπάθια διασχίζουμε. Τα Καρπάθια αναπνέουμε. Με τα πανύψηλα έλατα. Με τις πινακίδες να μας προειδοποιούν πως οι αρκούδες που μπορεί και να συναντήσουμε στο δρόμο μας είναι υπό προστασία.


- Βλέπω ένα χωριό εκεί κάτω.

 

Η μικρή καταπράσινη κοιλάδα ανάμεσα σε δυο ράχες των Καρπαθίων, το ποτάμι να την ξεδιψά και να την ανθεί, τα ιππήλατα κάρα να σέρνουν το χορό της Άνοιξης, τα βόδια, οι χοίροι...

 

Ο ξερακιανός λεβεντόγερος με την τσάπα και τον ιδρώτα στο ανάγλυφο μέτωπο και, κάπου κει, ένα καταπονημένο ντάτσια για να θυμίζει πως διανύουμε τον εικοστό πρώτο αιώνα. Κουρασμένοι από τον εικοστό. Και ηττημένοι ίσως.

 

Υπέροχες εν σειρά αγροικίες κι από τις δυο όχθες του χειμάρρου με τα κρυστάλλινα νερά. Πώς να πιστέψεις ότι σ’ αυτά τα ονειρικά οικήματα μένουν φτωχοί αγρότες; Θα τα φωτογραφήσω να τα δεις για να μη με θεωρείς υπερβολικό.

 

Ακούμπησα τον τηλεφακό ανάμεσα σε δυο πασσάλους του φράχτη. Το σφαγμένο αρνί να κρέμεται απ το τσιγκέλι και κάποιος από την οικογένεια, γυμνός από τη μέση και πάνω, να το γδέρνει. Αύριο είναι Κυριακή του Πάσχα. Επιτέλους και λίγο κρέας. Όλη η οικογένεια, υποθέτω, γύρω από τον γδάρτη σα να πρόκειται για ιεροτελεστία.


- Μα πρόκειται για ιεροτελεστία.

 

Η κυρία Κάρμεν μας είδε κι έρχεται προς τον αδιάκριτο φακό μου. Ροδαλή, φεγγαροπρόσωπη, γκριζομάλλα, ιδρωμένη, ανασκουμπωμένη, με παντελόνια, γαλότσες και πλατύ χαμόγελο.

 

- Περάστε μέσα για ένα ποτηράκι!

 

Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα και, φυσικά, ρουμάνικα. Επάγγελμα: αγρότισσα!

 

Έλληνες! Και πώς βρεθήκατε στα μέρη μας!

Τι πώς βρεθήκαμε; Έχουμε βαθιές ιστορικές ρίζες εδώ. Ο απόδημος ελληνισμός της Ρουμανίας γαλούχησε την ιδέα της εθνικο-απελευθερωτικής μας εξέγερσης. Η Φιλική Εταιρεία...

 

Τα πιο πολλά απ’ αυτά που σου γράφω τώρα στην Αθήνα με την αναίδεια του ερασιτέχνη ιστορικού ήρθαν, έδεσαν κι εμπλουτίστηκαν από τη ζωντανή μαρτυρία αυτής της εξηνταπεντάχρονης Ρουμάνας αγρότισσας, της κυρίας Κάρμεν. Γέννημα θρέμμα Καρπαθίων.

 

- ... τώρα, ο ένας μου γιος είναι αστυφύλακας γιατί δεν του άρεσαν τα γράμματα κι επιπλέον είναι λίγο τεμπελάκος. Σταθερή δουλειά. Ο άλλος μου γιος, ο μικρότερος, πάει για παπάς γιατί οι παπάδες, λέει, τώρα βγάζουν πολλά λεφτά. Έχω και μια κόρη. Έφυγε για το Βουκουρέστι κι έκτοτε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση …  Τίποτα δε μας έλλειπε τότε, μόνο η Ελευθερία.

- Ε, τότε είναι σα να σας έλειπαν όλα, κυρία Κάρμεν!

- Όταν δεν έχεις να φας, δεν έχεις ούτε Ελευθερία, Έλληνα! Μόνο την Ελευθερία να πεθάνεις, έχεις.

 

Και μου ‘δωσε ένα ποτήρι κρασί. Κι ένα εγκάρδιο γέλιο.

 


 

Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Ρουμανία: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα... 

 

Διαβάστε επίσης:

ΡΟΥΜΑΝΙΑ 1 - ΚΑΡΠΑΘΙΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΥΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν