ΑΙΘΙΟΠΙΑ 1 - ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ
Όλα είναι δρόμος. Όλα κινούνται, και όλα στην αρχή βρίσκονται. Γενεές επί γενεών. Μια γκλίτσα, ένα ριχτό επένδυμα και πέλματα αδιαπέραστα από τ’ αγκάθια. Πρόσωπα χωρίς ρυθμό, όπου «κράτος κι εξουσία» έχει το χαμόγελο. Όπου πατρίδα έχει η φυσική ευγένεια ψυχής. Μια κοινωνία αγίων «αγρίων», όπου μου έλαχε να μάθω πολλά.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 416 / 05.04.2008
Εδώ και μια ώρα, ίσως και περισσότερο, αφήσαμε πίσω μας την Αντίς Αμπάμπα και οδεύουμε προς Βορρά από την, κατά τον χάρτη μου, δυτική κεντρική αρτηρία της χώρας. Μια Φύση απαλή. Ήρεμη. Μια αγροτική ύπαιθρος γαλήνια και πολύ τρυφερή. Ευκάλυπτοι, και όχι μόνο. Πλίνθινα χωριά με σκεπές από σκέτη αυλακωτή λαμαρίνα. Αναρωτιέμαι τι κάνουν με τις μεγάλες ζέστες.
Διατρέχουμε ένα από τα φαράγγια που, σύμφωνα με το χάρτη, το ‘χει σμιλέψει ο Γαλάζιος Νείλος, αυτοπροσώπως, εν τη γενέσει του θα ‘λεγα, χιλιάδες χιλιόμετρα πριν φτάσει να χυθεί στη Μεσόγειο.
Εδώ ασφαλτοστρώνουν μια γέφυρα. Ανάδοχος είναι μια γιαπωνέζικη εταιρεία. Ένθεν κακείθεν του ταλαιπωρημένου χωματόδρομου έχουν παραταχθεί, ακινητοποιημένα, περί τα πενήντα καμιόνια, κι άλλα τόσα βαρέα συμπαρομαρτούντα οχήματα. Όλα αυτά θα πρέπει να τα προσπεράσουμε και είμαι περίεργος να δω πώς θα γίνει κατορθωτό αυτό το επικείμενο ακροβατικό νούμερο. Το είδα κι αυτό. Μετά, νύχτωσε χωρίς φεγγάρι και τώρα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι στην Αιθιοπία οι σοφεράντζες δεν έχουν την καλή συνήθεια ν’ ανάβουν συχνά τα φώτα τους, στην περίπτωση που έχουν φώτα. Κι ωστόσο τρέχουν. Ο Μούλε, ο δικός μας οδηγός, είναι ένας απ αυτούς. Κι έχει αρχίσει να μ’ εκνευρίζει. Κι ενώ αντιμετωπίζει τις διακριτικές παρατηρήσεις μου καταφατικά.. γκαζώνει ακόμη περισσότερο. Ίσως, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να κλείσω τα μάτια για ν’ αποσυνδεθώ απ το παρόν. Η Ισαβέλλα, έτσι κι αλλιώς, ζει πάντα την επόμενη στιγμή. Ο Σάτσο έχει κλείσει τα μάτια και ζει την προηγούμενη. Στο τέλος θ’ αποδειχτεί ότι επιβιώσαμε κι αυτή τη φορά. Τι να πεις; Πιθανότητες!
Έντεκα και είκοσι το βράδυ φτάνουμε σώοι στο Ντέμπρε Μάρκος. Κατάκοποι. Μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Ή μάλλον κάτι μεταξύ κωμόπολης και χωριού.
Κατασκότεινη, αφού δεν φωτίζεται, και, κατά συνέπεια, ελαφρώς ζοφερή. Το ξενοδοχειάκι μας.. μια Ιθάκη! Ταπεινό, καθαρό και αρκούντως βολικό. Θα κατέβουμε να φάμε στο, κατ’ ευφημισμό εστιατόριο, και μετά θα πέσουμε ξεροί για ύπνο.
Σήμερα η μέρα είναι το κάτι άλλο. Έχει φροντίσει γι αυτό ένας ωραίος Ήλιος. Το Ντέμπρε Μάρκος, σαν τόπος, δεν διακρίνεται για την ιδιαιτερότητά του. Ούτε παράδοξος, ούτε άγριος, ούτε ιδιαίτερα γλυκός. Όπως και να ‘χει, φωτογραφικώς δεν με διεγείρει. Εκείνο όμως που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον είναι η μορφική ιδιαιτερότητα των Αιθιόπων. Πέρα από το χρώμα του δέρματος δεν έχουν άλλα τυπικά νέγρικα χαρακτηριστικά. Το αντίθετο, θα ‘λεγα. Απόγονοι των αρχαίων Κουσιτών και της χώρας του Πουντ, αποτελούν, υποθέτω, την ωραιότερη ανθρωπολογική συνάντηση της φυλετικής εκδοχής των Σημίτων με τις νέγρικες φυλές της Μαύρης Αφρικής. Ωραία, λεπτά χαρακτηριστικά, λεπτά άκρα και βλέμμα υγρό. Θα διακινδυνεύσω, μάλιστα, να καταθέσω και την αίσθησή μου, ότι το πολιτισμικό «υπόστρωμα» των Αιθιόπων δείχνει πιο σύνθετο από οποιαδήποτε τυπικά νέγρικη εκδοχή. Για να προσθέσω μεθ’ επιτάσεως ότι αυτό δεν πρέπει να έχει να κάνει με τα φυλετικά χαρακτηριστικά αλλά με το γεγονός ότι η Αιθιοπία έχει πίσω της μια μακρά Ιστορία μεγάλων πολιτισμών. Δεν είναι, φυσικά, του παρόντος ν’ απαντήσω αν η κότα έκανε το αυγό ή το αντίθετο. Απλώς, καταθέτω μιαν εντύπωση.
ΜΠΙΡ, ΜΠΙΡ …
Παρά τον καλό ύπνο η κούραση δεν μας έχει εγκαταλείψει τελείως. Συχνά το ταξίδι είναι πιο σκληρό κι απ τις ασκήσεις της πάλαι ποτέ στρατιωτικής μου θητείας. Ας είναι. Συνεχίζουμε με προορισμό την γνωστή απ τα σταυρόλεξα λίμνη Τάνα. «Λίμνη της Αιθιοπίας, έξι καθέτως, τέσσερα γράμματα». Σχολειά ένθεν κακείθεν του δρόμου κατασκευασμένα φύρδην μίγδην με πρόχειρα υλικά, βοοειδή που πηγαινοέρχονται ή διασχίζουν απαθώς τον κεντρικό δρόμο σηκώνοντας σύννεφα σκόνης, θημωνιές, κιτρινισμένα χωράφια και ωραίες λιανές φιγούρες Αιθιόπων που αναδύονται μες απ τη σκόνη με την μπέρτα «γκάμπι» ή τη «νατάλα» να πέφτει τριγωνικά επάνω τους. Και με τις γκλίτσες οριζόντιες στους ώμους. Σχεδόν πάντα ξυπόλητοι, πάντα ωραίοι και αεικίνητοι, σαλαγούν τα κτήνη τους στις άκρες αλλά και, γιατί όχι, στη μέση της κάθε κεντρικής οδικής αρτηρίας. Ο όγκος της αγροτικής παραγωγής που κουβαλάνε ενίοτε στο κεφάλι ή στη ράχη τους, είτε πρόκειται για καλαμπόκι, είτε για κλαριά, είτε δεν ξέρω τι άλλο, είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτερος από τον δικό τους, τον σωματικό.
Όπου η συνάθροιση ατόμων γίνεται πιο πυκνή σημαίνει ότι διασχίζουμε κάποιο χωριό. Λασπόσπιτα, προφανώς αθέμελα, δομημένα από πηλό, κοπριά και σανό, στερεωμένα σε σκελετούς από πλεγμένα κλαριά ευκαλύπτου και συχνά διακοσμημένα με έντονα ναϊφ σχέδια. Ξύλινοι φράχτες για ν’ αναχαιτίζουν τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα κι ένα συνεχές βουητό από «μπιρ, μπιρ, μπιρ..» που μας καταδιώκει παντού. Το «μπιρ» να πούμε ότι είναι η νομισματική μονάδα της Αιθιοπίας που αντιστοιχεί σε οχτώ κόμμα εφτά εκατοστά του ευρώ, οπότε, αν σκεφτούμε το τι μπορούμε ν’ αγοράσουμε εδώ με τα «ευρά» μας αισθανόμαστε ενοχικά Κροίσοι. Όλοι επιφωνούν «μπιρ», μικροί και μεγάλοι. Το «μεγάλοι» είναι πολύ σχετικό αν σκεφτείς ότι στην Αιθιοπία ο μέσος όρος ζωής είναι τα σαρανταέξι χρόνια για τους άντρες και τα σαράντα εννιά για τις γυναίκες…
«Μπιρ» και «γιου». Το «γιου» υποθέτω πως προέρχεται από το αγγλικό «εσύ», μόνο που εδώ χρησιμοποιείται εκφυλισμένο ως «γεια χαρά». Μπιρ και γιου, λοιπόν, ανάκατα και συγχρόνως, είναι κάπως σαν το ζζζζ κάποιου ξεσαλωμένου μελισσιού που κατατείνει στο να σου σμπαραλιάσει το νευρικό σύστημα. Έστω και μόνο εξ αιτίας της μηδενικής πιθανότητας ν’ ανταποκριθείς. Το περιεχόμενο μιας τσέπης είναι πεπερασμένο. Το μπιρ μπιρ αέναο, διαρκές, ατέρμονο και νευροθραυστικό.
Το αιθιοπικό τοπίο: Ο μαύρος πηχτός καπνός που αφήνει πίσω του ένα ταλαίπωρο λεωφορείο, η πλατύσκεπη σαν ομπρέλα αφρικανική ακακία, οι «ουρανοξύστες» από λάσπη που φτιάχνουν οι τερμίτες, οι ονήλατες καρότσες με ρόδες από αυτοκίνητο ή από κάποιο πεθαμένο μοτό και, ενίοτε, κάποιοι αραχτοί στις άκρες της ασφάλτου να μισοκοιμούνται, ή να τρώνε, ή να μασουλούν ένα ξυλάκι για να διατηρούν την οδοντοστοιχία τους λευκή και υγιή. Υπογραμμίζω το «ενίοτε» γιατί, θα ‘λεγε κανείς πως οι Αιθίοπες έχουν φτιαχτεί από τη Φύση για να περπατούν. Με εξαίρεση τον Μούλε που είναι μάλλον μπούλης. Μασουλάει αδιάκοπα. Μας έχει ταράξει στην τράκα. Με προτίμηση στα μπισκότα.
Μπαίνουμε σε κάποιο χωριό. Μέγα πλήθος δεξιά, αριστερά, μπροστά και πίσω μας. Πέσαμε πάνω σε κάποια πολιτική σύναξη; Όχι, πρόκειται για θρησκευτική εκδήλωση, είναι προφανές. Πολλές χρωματιστές, ή και μαύρες, ομπρέλες για τον ήλιο. Πολλοί σταυροί και λευκά ράσα. Παρά το ότι τα εκκλησιοθρησκευτικά θέματα, γενικώς, δεν είναι από τα δυνατά μου σημεία, προβλέπω ότι οι εκφάνσεις και οι εκδηλώσεις του ενθάδε Κοπτικού Χριστιανισμού θα μ’ ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Ίσως γιατί διαβλέπω σ’ αυτόν ένα αισθητό κουλέρ λοκάλ και, βαθύτερα, μια πρωτοχριστιανική ταπεινοσύνη, χωρίς τα λούσα, τις φανφάρες και τα ταραπατζούμ του δικού «μας» παπαδαριού.
Νοιώθουμε μονίμως στο μεταίχμιο, μεταξύ τουρίστα και ταξιδευτή. Ο τουρίστας του γκρουπ δεν αισθάνεται την ανάγκη, ή δεν έχει το χρόνο, να μπει βαθειά μέσα στον άγνωστο κόσμο, τον οποίο, συνήθως, αντιλαμβάνεται μόνο επιφανειακά. Έρχεται, φεύγει και μένει με τις αφετηριακές βεβαιότητές του. Ο ταξιδευτής, αντιθέτως, μπορεί και στέκει απέναντι και μέσα σ’ αυτούς τους πολιτισμούς. Τους παρατηρεί, ή και τους μελετά ακόμη, με συμπεράσματα λίγο – πολύ βάσιμα. Εμείς, που, εκ των πραγμάτων, είμαστε συλλέκτες εικόνων κι εντυπώσεων, μάλλον, και λιγότερο αλλότριων αισθημάτων ή ιδεών, βρισκόμαστε στην πιο σύνθετη, ίσως, θέση αφού επιχειρούμε να οργανώσουμε την εμπειρία μας με δευτερογενή, και καμιά φορά «εγκυκλοπαιδικά», στοιχεία. Όπως και να ‘χει, το οδυνηρό και, την ίδια στιγμή, ηδονικό στοιχείο στην περίπτωσή μας είναι η αποδόμηση όλων των βεβαιοτήτων. Ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών.
ΤΑΝΑ
Η Τάνα είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Αιθιοπίας. Εκτείνεται σε τρεις χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, περίπου, και εμπεριέχει τριάντα εφτά νησίδες από τις οποίες οι είκοσι διαθέτουν εκκλησίες και μοναστήρια, και κατοικούνται αποκλειστικά από μοναχούς.
Είμαστε ήδη στο Μπαχίρ Νταρ που βρέχεται απ τα νερά της Τάνα, εγκατεστημένοι σ’ ένα ξενοδοχείο για το οποίο ούτε ξέρω, ούτε θα επιχειρήσω να μάθω πώς λέγεται. Σημασία έχει το ότι είναι καθαρό και όχι οδυνηρά κακόγουστο. Στη μέση του συγκροτήματος δεσπόζει μια τεράστια πισίνα στην οποία δεν προτίθεμαι να μπω. Φυσάει κάποιο ύπουλο αεράκι και δεν είμαστε για τέτοια ρίσκα. Ο Σάτσο πάντως έχει ήδη βουτήξει και τώρα λιάζεται. Γενναία η απόφασή του στην οποία θα πρέπει να συνέβαλλαν και οι δύο καλλονές που έχουν απλώσει νωθρά τα καλλίγραμμα μέλη τους στις ισάριθμες ξαπλώστρες. Η Ισαβέλλα διεκπεραιώνει, ως συνήθως, με τον Μούλε το πρόγραμμα της ημέρας. Ευκαιρία για τη λάντζα των φωτογραφικών μου. Η σκόνη που μαζεύουν είναι ο θανάσιμος εχθρός μου.
Η πασίγνωστη Τάνα είναι ένας καφετής, βουρκοειδής, ορίζοντας και η πρόσβασή του, εκεί δηλαδή που φτάνει κανείς ελπίζοντας να βρει κάποιο πλωτό μέσο, ο μόλος σα να λέμε, είναι ένας αχταρμάς από σκουριασμένα και σάπια αντικείμενα που δεν καταφέρνουν ν’ αυτοπροσδιοριστούν ως προς την αρχική τους ιδιότητα. Αν κάθεσαι, δεν κάθεσαι, αν πίνεις τίποτα, σε σερβίρουν, δεν σε σερβίρουν.. Ένα μπάχαλο! Κάποιες καρέκλες μονάχα, πλαστικές και ψωριάρες.. Κάποια κουφάρια από ξύλινες βάρκες.. Και να σου ένας ετοιμόρροπος γεροφύλακας να μας ζητάει, και καλά, εισιτήριο. Εισιτήριο για ποιο πράγμα, μπάρμπα; Τέλος πάντων, ο Σάτσο, που του κόβει πάντα αφού είναι παιδί της πιάτσας του ξηγήθηκε δεόντως. Δώσε μου απόδειξη, του λέει, κι ο μπάρμπας τα χάνει. Καλά θα πάω να τη φέρω. Επανέρχεται μετά από λίγο και.. τα εισιτήρια τέλειωσαν, μουρμουρίζει, αλλά.. να, η πινακίδα γράφει..
Γυρίσαμε ποδαράτοι στο ξενοδοχείο διατρέχοντας άκρως φωτογενείς γειτονιές. Πλίνθινα σπίτια, με τη σχετική βρωμίτσα τους, αλλά, εκείνο για το οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να επιμείνω είναι ότι ο κόσμος είναι προσηνής και ευχάριστος. Νομίζω, λοιπόν, πως το αίσθημα της δυστυχίας εδράζεται στη σύγκριση. Θυμάμαι κάτι γειτονιές της Αθήνας πριν από κάτι δεκαετίες.. Ανθούσε, που λες, το χαμόγελο και τα παιδιά στις αλάνες, αλλά.. Άσε καλύτερα.
Το συγκλονιστικό της όλης ημέρας είναι κάτι το οποίο είχα εντοπίσει, νομίζω από χτες: συχνά πυκνά στα μισοκατεστραμμένα χωμάτινα πεζοδρόμια συναντάμε κάτι λαμαρινένιες κατασκευές σαν σκυλόσπιτα. Που χωράνε, δηλαδή, άνετα ένα μαντρόσκυλο μεγάλου μεγέθους. Όσο ήταν ημέρα και σουλατσάραμε εξέφρασα στους δυο συντρόφους μου του ταξιδιού τη ζοφερή σκέψη ότι, σ’ αυτά που βλέπετε πρέπει να κοιμόνται άστεγοι. Πολύ τραβηγμένο και απάνθρωπο για να ‘ναι αληθινό κι έτσι δεν εδραιώθηκε στη σκέψη μας. Το βράδυ, όμως, τώρα που βγήκαμε, που είχε διαλυθεί η μεγάλη κυκλοφορία της αγοράς και οι δρόμοι ήταν κατασκότεινοι και άδειοι, διαπιστώσαμε ότι τα σκυλόσπιτα είναι πάρα πολλά κατά μήκος των δρόμων. Και, ίσως, όχι τυχαία κατά μήκος των δρόμων.
Μερικά δε απ αυτά διαθέτουν και λουκέτο. Σοκ. Μέσα κει κοιμούνται άνθρωποι, κουρνιασμένοι βεβαίως, γιατί δε μπορούν ν’ απλώσουν τα μέλη τους. Δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι πρόκειται για άστεγους, στους οποίους, προφανώς, έχουν διαθέσει αυτό το λαμαρινένιο κλουβί, που πυρώνει στον ήλιο, για να προστατεύονται όπως όπως από τη βροχή και το ψύχος. Σκυλίσια ζωή και Κοινωνική Πρόνοια.
Αλλά το αποκορύφωμα ήτανε, στο γυρισμό απ’ το φαγάδικο και κάπου δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Ούτε καν σκυλόσπιτο. Μια ολόκληρη οικογένεια, τρία τέσσερα μωρά και η μάνα τους, κοιμόντουσαν κατάχαμα στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Είχαμε δει κι άλλους να κοιμόνται στα πεζοδρόμιο αλλά αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Νομίζω ότι δεν μας πήρε εύκολα ο ύπνος στα καθαρά μας σεντόνια, στη θλίψη και στις ενοχές.
ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ
Ο φαρδύς χωματόδρομος έδωσε τη θέση του σ’ ένα ομαλό μονοπάτι. Το ομαλό μονοπάτι στη συνέχεια έγινε κάπως τραχύ και δύσβατο. Και δεν έλεγε να τελειώσει. Πάω γυρεύοντας για κάτι τέτοια κρας τεστ, για να βεβαιώνομαι ότι δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου για απόσυρση, ότι θα φωτογραφίζω τις εσχατιές του κόσμου για πολύ καιρό ακόμα. Τις εσχατιές που διατρέχω περπατώντας, φορτωμένος, πέντε και έξι ώρες την ημέρα, τη στιγμή που στην απάνθρωπη, δηλητηριασμένη Αθήνα δεν περπατάω ούτε μισή. Αλλά, άσε..
Περάσαμε την παλιά σκουριασμένη γέφυρα ενός από τους πιο βίαιους χείμαρρους που έχω δει ενώ ένας βιβλικός αχός μας προειδοποιεί πως όπου να ‘ναι οι κολοσσιαίες δυνάμεις που εκλύει ο περίφημος Πρώτος Καταρράκτης του Μπλε Νείλου, μετά από τη λίμνη Τάνα, η οποία είναι και ο τροφοδότης του, θα οργιάζουν μπροστά στα μάτια μας.
Θέαμα άφατο. Κάθισα εξουδετερωμένος στο πρώτο κοτρόνι που βρέθηκε μπροστά μου. Εδώ δεν μπορώ να είμαι φωτογράφος. Ούτε αφηγητής. Αυτό που βλέπω, που ακούω, που νοιώθω, παραπέμπει σε βιβλικές υπερβολές που σκοπό έχουν να σου εμφυσήσουν το απόκοσμο θείο. Από κάτι τέτοια ο άνθρωπος δημιούργησε στη φαντασία του τους Θεούς. Όμως ο καταρράκτης είναι μέρος μιας φυσικής πραγματικότητας απ την οποία εκπορεύονται όλες οι ανθρώπινες τέχνες που φιλοδοξούν να δώσουν υπόσταση στο υπερβατικό. Σήκωσα την ασημαντότητά μου απ το κοτρόνι και πήρα, μαζί με τους άλλους, το μονοπάτι που θα μας φέρει στα πενήντα μέτρα από κει πού σκάζουν με ασύλληπτη βία τόνοι θυμωμένου νερού. Τραχύ μονοπάτι. Ήταν φορές που βαδίσαμε μες το νερό ίσαμε το γόνατο, μες από νέφη υδρατμών πυκνότητας ενενήντα τοις εκατό. Που λέει ο λόγος. Δράμα για τις μηχανές μου. Περπατήσαμε γύρω στις δύο ώρες μέχρι να πλησιάσουμε εκεί που το πάρα πέρα είναι ανθρωπίνως αδύνατο. Από δω και πέρα το λόγο τον έχει ο ευρυγώνιος.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΑΓΙΟΥΣ
Από το Μπαχίρ Νταρ, θα νοικιάσουμε ένα σκαφάκι για να μας πάει σε κάποια από τα Κοπτικά μοναστήρια της Τάνα. Ο βαρκάρης μας ζητά να περιμένουμε λίγο ώσπου να δανειστεί, μπουκάλι το μπουκάλι, το καύσιμο για το αγώι. Του δίνουμε μπροστάντζα το ποσό για να μην υποχρεώνεται σε τρίτους (και ‘μεις να μην χάνουμε χρόνο!) και.. βίρα τις άγκυρες.
Στο πρώτο μοναστήρι δεν επιτρέπεται η είσοδος σε γυναίκες. Η Ισαβέλλα, αν την πιάσεις απ τη μύτη θα σκάσει. Μη σκοτίζεσαι, θα μπεις στα επόμενα που είναι λιγότερο μισογύνικα. Όπερ και εγένετο.
Οι καλόγεροι, ιεραρχημένοι κατά το δοκούν, την έχουν δει παραμονή στη Φύση. Ότι καλλιεργήσουμε, ότι φάμε, ότι πιούμε και.. κυριελέησον. Οι ναοί σε κάθε μοναστήρι είναι κυλινδρικοί και αχυροσκεπείς μ’ έναν εσωτερικό περιμετρικό διάδρομο, κατασκευασμένοι από πηλό και αδρό ξύλο. Αυτό για το οποίο πρέπει να προστατευτούν από την όποια Ουνέσκο είναι, κυρίως, οι εικονο-τοιχογραφίες.
Όλες, σχεδόν, οι επιφάνειες είναι φιλοτεχνημένες από τους «μαρτυρικούς βίους των Αγίων». Αγίων όπως οι Τέουοντρος, Εντρέγιας, Εσκαντάρ, Ντέμετρος, σα να λέμε Θεόδωρος, Αντρέας, Αλέξανδρος, Δημήτριος.. Άγιοι παλουκωμένοι, σφαγμένοι, σουβλισμένοι, τυφλωμένοι απ τους κακούς. Στο πρώτο κιόσκι του κάθε μοναστηριού θ’ ακουμπήσουμε τον, ασήμαντο για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όβολό μας υπό την μορφή του, αφορολόγητου, εισιτηρίου. Δεν κατάφερα να μάθω γιατί επιτρέπουν τη φωτογράφηση δωρεάν και ζητούν το κατιτίς για τη βιντεοσκόπηση. Ο Σάτσο προσπαθεί να τους πείσει, εκνευρίζοντας με, πως το μαραφέτι που κρατά μόνο φωτογραφίζει και δεν μαγνητοσκοπεί. Οι καλόγεροι δεν μασάνε από κάτι τέτοια κι εγώ εις μάτην προσπαθώ να τον ευαισθητοποιήσω αποκαλώντας τον «γύφτο». Και κάνω την αυτοκριτική μου στους καθ’ όλα συμπαθείς Ρομ για τον προειρημένο χαρακτηρισμό.
Ο μοναχός δεν κουράζεται να μας εξηγεί την προέλευση, τη σημασία και την αξία όλων αυτών των αρχαίων εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αυτό το χειρόγραφο Ευαγγέλιο, εκείνος ο σφυρήλατος σταυρός, αυτό το σκουριασμένο καρφί που προέρχεται από τη σταύρωση του Κυρίου.. Ποζάρει, πάντως, και μου κάνει τις φωτό ψεύτικες.
Τρεις πλέον, και με την Ισαβέλλα εννοώ, θα γυρίσουμε και τ’ άλλα όσα μοναστήρια χωρούν σε μια εργάσιμη μέρα. Στο γυρισμό, ο ασύγχρονος κραδασμός της μηχανοκίνητης βάρκας θα με βρει να συλλογιέμαι την αισθητική, και όχι μόνο, διαφορά ανάμεσα στην ορθόδοξη και στην κόπτικη εικονογραφία. Η πρώτη, χαυνωμένα πρόσωπα λόγω στενής επαφής με το επουράνιο αφεντικό, η δεύτερη, ακραία ναϊφ με κραυγαλέα έφεση στα ανατριχιαστικά βασανιστήρια των αγίων. Τι φαντασία κι αυτή! Ούτε ο μαρκήσιος ντε Σαντ!... Αμήν!
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 2 - ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΝΤΑΡ ΣΤΟ ΑΞΟΥΜ, ΣΥΝΟΙΚΙΑ Τ' ΟΝΕΙΡΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 3 - ΒΥΘΙΣΜΑ ΝΤΑΝΑΚΙΛ, ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΑΡΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 4 - ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΓΕΙΑ ΛΑΛΙΜΠΕΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 5 - ΣΤΟΝ ΑΓΡΙΟ ΝΟΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΑΙΘΙΟΠΙΑ 6 - Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΡ, ΤΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν