ΑΜΠΧΑΖΙΑ, ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Ένας περίπου αγνοημένος από την Δύση πόλεμος, μια φρικαλέα εθνοκάθαρση που άδειασε την άλλοτε «σοβιετική ριβιέρα του Καυκάσου» από τον μισό και βάλε πληθυσμό της, για να φτιαχτεί ένα μη-κράτος που δεν αναγνωρίζει σχεδόν καμιά άλλη χώρα. Πώς είναι άραγε να ζει κανείς με καθημερινή θέα τα ερείπια της ζωής των άλλων;
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φώτο: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπετράν
Το ταξίδι στην Αμπχαζία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνη του 2013
Γέφυρα ποταμού Ινγκούρι. Για πολλοστή φορά ζούμε σε ριπλέι την γνώριμη πια σαδομαζοχιστική εμπειρία του περάσματος συνόρων μεταξύ χωρών της πρώην Σοβιετίας. Με τα σακίδια στην πλάτη κι έναν μολυβένιο ήλιο πάνω από το κεφάλι, διασχίζουμε υποχρεωτικά με τα πόδια τη νεκρή ζώνη ενός χιλιομέτρου και βάλε που μεσολαβεί ανάμεσα στο φυλάκιο της χώρας την οποία μόλις εγκαταλείψαμε κι εκείνης στην οποία ευελπιστούμε να εισέλθουμε.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας του προς επίλυση γραφειοκρατικού σταυρόλεξου, «ευελπιστούμε» είναι η σωστή λέξη. Και για να εξηγούμαστε: Ενόσω περπατάμε το πυρακτωμένο no man's land, τα βήματά μας κατευθύνονται προς ένα μη-κράτος, έναν τόπο που επί της ουσίας έχει ντε φάκτο ανεξαρτητοποιηθεί αλλά δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιο σχεδόν από καμιά άλλη χώρα.
Και τ' όνομα αυτής, Δημοκρατία της Αμπχαζίας, η οποία με βάση τις διεθνείς συνθήκες, εξακολουθεί να αποτελεί (τυπικά τουλάχιστον), τμήμα της Γεωργίας από την οποία (για να μην κοροϊδευόμαστε) έχει επί της ουσίας αποσπαστεί. Αλλιώς ας μου πει κάποιος τι νόημα θα είχαν τα φυλάκια και η νεκρή ζώνη...
Μπαίνοντας σε μια … ανύπαρκτη χώρα
Από την πλευρά της Γεωργίας, το πράγμα κύλησε σχετικά ομαλά, αν εξαιρέσεις την παρατεταμένη χρονοτριβή στο σημείο ελέγχου, μάλλον για καψόνι. Κατανοητό. Κανένας Γεωργιανός συνοριοφύλακας δεν χαίρεται με την προοπτική της επίσκεψης κάποιου ξένου στην αποσχισθείσα και άρα «κακή» Αμπχαζία.
Από την άλλη, δεν μπορεί και να τον εμποδίσει να πάει αφού θεωρητικά ο επίδοξος επισκέπτης δεν βγαίνει από την Γεωργία αλλά απλά μεταβαίνει σε μια επαρχία της. Γι αυτό εξάλλου και τα διαβατήρια μόνο ελέγχονται και δεν σφραγίζονται με κάποια στάμπα εξόδου από την Γεωργία. Τελικά, μετά από μια δίωρη αναμονή ίσα για να δοκιμαστούν τα νεύρα μας, παίρνουμε σήμα ότι μπορούμε να προχωρήσουμε. Ως εδώ καλά. Τώρα τι γίνεται;
«Αυτό που δεν πρέπει επ ουδενί να σας συμβεί είναι να χάσετε τα διαβατήρια σας. Ότιδήποτε άλλο κι αν χάσετε, λεφτά, εισιτήρια, αποσκευές, είναι ένα κακό που αντιμετωπίζεται. Η απώλεια διαβατηρίου όμως είναι η απόλυτη καταστροφή. Ισοδυναμεί με επ' αόριστο γραφειοκρατικό εγκλωβισμό στην Αμπχαζία. Κανένα προξενείο δεν μπορεί να σας βοηθήσει σ' ένα μη αναγνωρισμένο κράτος» με προειδοποιούσε συνομιλητής σε διεθνές ταξιδιωτικό φόρουμ στο οποίο είχα ανατρέξει εν όψει προετοιμασιών.
Σωστά. Να όμως που ο Αμπχάζιος αρμόδιος που παρέλαβε τα διαβατήριά μας πριν σχεδόν μια ώρα έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μήπως πρέπει ν' αρχίσουμε να ανησυχούμε;
- В Сухуми Вам необходимо обратиться в министерство для получения визы
Τώρα μάλιστα!
- Εμείς, νιετ παρούσκι. Μήπως εσείς ντου γιου σπικ ίνγλις?
- В Сухуми Вам необходимо обратиться в министерство для получения визы
επιμένει ο αρμόδιος, θέλοντας ίσως να τεστάρει αν έμαθα ταχύρυθμα ρώσικα στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο του φράσεις.
Και πάνω που'χω βγάλει το αγγλο-ρωσικό λεξικό μπας και καταφέρω να συνεννοηθούμε...
- Λέει άμα φτάσετε Σουχούμι πρέπει πάτε Υπουργείο για βίζα.
Το τελευταίο ειπώθηκε στα ελληνικά από έναν νεαρό που περιμένει κι αυτός να περάσει τα σύνορα. Ε, αυτό πια!
- Παλιά δουλέψει Καβάλα για έξι μήνες. Μα με κρίση γυρίσει πατρίδα.
Να’ σαι καλά παλικάρι μου! Και να ’ναι καλά οι μετανάστες που κάνανε τα ελληνικά διεθνή γλώσσα!
Πράξη πρώτη, αγορά εισιτηρίων οδικής μεταφοράς. Με ρώσικα ρούβλια παρακαλώ. Για να εμπεδωθεί μια και καλή ότι μόλις αλλάξαμε επικράτεια αλλά και να μη μας διαφύγει ποιος κάνει πραγματικά κουμάντο εδώ. Όσο για τα γεωργιανά λάρι, μπορείτε απλά να τα ξεχάσετε. Ουδεμία πέραση.
Πράξη δεύτερη, επιβίβαση σε μίνι βαν, ή αλλιώς “μασρούτκα” επί το τοπικότερον. Το πρώτο δρομολόγιο θα μας πάει μέχρι το Γκάλι δεκαπέντε χιλιόμετρα από τα σύνορα. Κι από κει ένα δεύτερο όχημα θα μας οδηγήσει στην πρωτεύουσα Σουχούμι καμιά εβδομηνταριά χιλιόμετρα πιο βόρεια.
Το τοπίο που διακρίνω πίσω από τα βρώμικα τζάμια είναι πεδινό, και η φύση γλυκιά, σχεδόν μεσογειακή. Μα δύσκολο να σταθείς στην ομορφιά της. Γιατί εδώ τον πρώτο λόγο τον έχει η Ιστορία, και δη η πρόσφατη, όπως αυτή αναδύεται κατά μήκος της διαδρομής μέσα από τα σημάδια του πολέμου, έστω κι αν τα ερείπια φοντάρουνε σε καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων κι ανάμεσα τους φυτρώνουν αγριολούλουδα.
Ιστορική αναδρομή – Μέρος Α’
Η Σοβιετική Ένωση ήδη παράπαιε όταν τον Ιούλη του 1989 ξέσπασαν τα πρώτα βιαία επεισόδια μεταξύ αμπχαζιανής και γεωργιανής κοινότητας στο Σουχούμι οδηγώντας στο θάνατο δεκαέξι ανθρώπους. Μπροστά στη διαφαινόμενη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, άρχισαν να ξυπνούν οι εθνικισμοί και να λαμβάνουν θέσεις για τα επερχόμενα.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, οι ρίζες του διχασμού θα πρέπει ν’ αναζητηθούν πίσω στο χρόνο, και ειδικότερα στη σταλινική περίοδο.
Σε αντίθεση με τη Γεωργία, η Αμπχαζία ποτέ δεν απέκτησε το στάτους της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, παρά μονάχα αυτό της αυτόνομης περιοχής στα πλαίσια της Σ.Σ.Δ Γεωργίας, ρύθμιση, λέει, που πολλοί Αμπχάζιοι θεώρησαν υποτιμητική για τους ίδιους και ως δωράκι του πατερούλη προς την γενέθλια γη του.
Μπορεί και να ’ναι έτσι. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ευνοήθηκε εκ των πραγμάτων η μετανάστευση Γεωργιανών στην Αμπχαζία, σε σημείο μάλιστα μέσα σε λίγες δεκαετίες οι εν λόγω ν’ αποτελέσουν εθνική πλειοψηφία της τάξης του σαράντα πέντε τοις εκατό του πληθυσμού, έναντι μόλις είκοσι τοις εκατό Αμπχάζιων και τριάντα πέντε τοις εκατό Ρώσων, Αρμένιων, Ελλήνων και λοιπόν εθνοτήτων της ενιαίας τότε Σοβιετίας.
Ε, και; είναι η επόμενη λογική ερώτηση. Τι το μεμπτό υπάρχει στην ανάμιξη πολιτών διαφορετικής εθνικής καταγωγής στα πλαίσια ενός ενιαίου κράτους, και μάλιστα «προλεταριακού» (λέμε τώρα); Τίποτε κατ’ αρχήν. Να όμως που το μείγμα μπορεί να προκύψει εξόχως εκρηκτικό όταν το κράτος δεν συμπεριφέρεται τελικά και τόσο ισότιμα προς τους πολίτες του και το πουλόβερ αρχίζει να ξηλώνεται…
Το 1990, μπροστά στη διαφαινόμενη ανεξαρτητοποίηση της Γεωργίας από την καταρρέουσα Σοβιετία, το Ανώτατο Σοβιέτ της Αμπχαζίας διαχωρίζει τη θέση σου, δίνει όρκο πίστης στο σοβιετικό κράτος και κηρύσσει την Αμπχαζία ανεξάρτητη σοβιετική δημοκρατία στα πλαίσια της ΕΣΣΔ. Η αιματηρή συνέχεια δεν θ’ αργήσει να έρθει.
Μετά και την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της τον Απρίλη του 1991, η Γεωργία εισβάλλει στην Αμπχαζία τον Αύγουστο του 1992 για να διεκδικήσει με τα όπλα αυτό που θεωρεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο πρώτος πόλεμος του Καυκάσου στην μετασοβιετική περίοδο έχει μόλις ξεκινήσει.
Σουχούμι
Ντυμένο στα λευκά, περιποιημένο και .. άδειο. Αυτή είναι περιληπτικά η πρώτη αίσθηση από το Σουχούμι, και πιο συγκεκριμένα από την παραλιακή λεωφόρο Λακόμπα, όπου αυτή τη στιγμή καταγραφόμαστε ως οι μοναδικοί πελάτες του πιο κεντρικού καφέ της πόλης.
Η κίνηση των τροχοφόρων ελάχιστη. Και όταν σπάνια και πού εμφανίζεται κάποιο όχημα μιλάμε για μερσεντές και πάνω. Αυτοκίνητο μικρού κυβισμού δεν πήρε ακόμα το μάτι μου.
Ο μετέπειτα περίπατος κατά μήκος της ακτής διαφοροποιεί σταδιακά τις αρχικές εντυπώσεις, τουλάχιστον ως προς την απόλυτη κυριαρχία του άσπρου. Δεν είναι λίγα τα σπίτια, επαύλεις για την ακρίβεια, με εκλεπτυσμένες προσόψεις από εμφανές κόκκινο τούβλο. Αρχοντιά και καλαισθησία!
Μα την ίδια στιγμή είναι κι αυτές οι, ας τις πούμε «εξέδρες», θλιβερά τερατουργήματα σοβιετικής κοπής, που παρακμάζουν εν μέσω Μαύρης Θάλασσας σαν έργο ανάπλασης που ξέμεινε από κονδύλια. Ή μήπως κι από στόχο;
Καρδιά της πάλαι ποτέ αποκαλούμενης «σοβιετικής ριβιέρας» του Καυκάσου, είναι εμφανής όσο και μάταιη, τουλάχιστον για την ώρα, η προσπάθεια ν’ ανακτήσει το Σουχούμι κάτι από τον αλλοτινό κοσμοπολίτικο αέρα του. Τι να σου κάνει ένα ημιτελές λίφτινγκ βιτρίνας όταν λείπει το σημαντικότερο συστατικό, δηλαδή … ο κόσμος.
Η παρουσία κάποιων θερινών παραθεριστών σχεδόν αποκλειστικά από τη Ρωσία περισσότερο υπογραμμίζει παρά καταφέρνει να συγκαλύψει το γεγονός ότι το Σουχούμι πάσχει δραματικά από έλλειψη κατοίκων.
Η απάντηση στο γιατί αυτής της ερήμωσης απέχει μόλις δυο-τρεις παράλληλους από τη παραλιακή περαντζάδα.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη θαλασσινή αύρα, ανάμεσα σε πάρκα και δεντροφυτεμένες αλέες, τα κουφάρια εκατοντάδων εγκαταλειμμένων σπιτιών αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο την τραγωδία που παίχτηκε σ’ αυτούς εδώ τους δρόμους πριν από δυο περίπου δεκαετίες.
Ιστορική αναδρομή – Μέρος Β’
Όταν οι τεθωρακισμένες μονάδες του γεωργιανού στρατού διασχίζουν τον ποταμό Ινγκούρι τον Αύγουστο του 1992 σε απάντηση στην απόσχιση της Αμπχαζίας, λίγες μέρες είναι αρχικά αρκετές για να ανακτήσει η Τιφλίδα τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της επαρχίας.
Την ίδια στιγμή καταγράφονται οι πρώτες γεωργιανές ωμότητες στο Σουχούμι, με δολοφονίες αμάχων, λεηλασίες σπιτιών και καταστροφές αμπχαζιανών μνημείων. Δυστυχώς πρόκειται μόνον για την αρχή του δράματος. Με τον εθνικιστικό παροξυσμό να χτυπάει κόκκινο, τα αντίποινα της άλλης πλευράς δεν θ’ αργήσουν να επιβληθούν. Και θα είναι πολλαπλάσια σε φρίκη…
Η εκεχειρία που υπογράφεται στις 3 του Σεπτέμβρη στη Μόσχα παραβιάζεται σχεδόν αμέσως από την πλευρά των Αμπχάζιων.
Τώρα πια στο πλάι τους έχουν σπεύσει να πολεμήσουν χιλιάδες παραστρατιωτικοί εθελοντές της αυτοαποκαλούμενης «Ομοσπονδίας των Ορεινών Λαών του Καυκάσου» με επικεφαλής τον μετέπειτα διαβόητο Σαμίλ Μπασάγιεφ που κάνει στην Αμπχαζία το αιματοβαμμένο ντεμπούτο του.
Μα εκτός αυτού, το στρατόπεδο των αυτονομιστών εμφανίζεται ξαφνικά να διαθέτει – ω του θαύματος! – βαρύ οπλισμό από τανκ, ρουκετοφόρα φορτηγά, αεροπλάνα και ελικόπτερα, όλα με τη βούλα της διαλυμένης πια ΕΣΣΔ. Η Ρωσία (επισήμως) αρνείται οποιαδήποτε ανάμιξη. Όσο για το τι πράττουν (ανεπισήμως) οι διάφορες ημιαυτονομημένες μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες της είναι μια άλλη ιστορία….
Και για να μη χαθούμε στις λεπτομέρειες των επί μέρους μαχών αυτού του φρικώδους και περίπου άγνωστου στη Δύση πολέμου, ας σταθούμε μόνο στον τελικό ζοφερό απολογισμό του: Μετά από δεκατρείς μήνες αιματοχυσίας, και σε σύνολο μισού περίπου εκατομμυρίου κατοίκων της προπολεμικής Αμπχαζίας, οι νεκροί της σύρραξης είναι γύρω στις είκοσι χιλιάδες, οι δε πρόσφυγες, Γεωργιανοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πάνω από διακόσιες πενήντα χιλιάδες.
Με απλά λόγια, όταν οι εχθροπραξίες λαμβάνουν τέλος, η ανεξάρτητη (;) πλέον χώρα έχει αδειάσει από περισσότερο από τον μισό πληθυσμό της. Η εθνοκάθαρση των Γεωργιανών της Αμπχαζίας - αλλά και άλλων μικρότερων αριθμητικά εθνικών μειονοτήτων μεταξύ των οποίων και η ελληνική - έχει μόλις ολοκληρωθεί με ανατριχιαστική επιτυχία.
Τα ερείπια της ζωής των άλλων
Έχω γεμίσει φαντάσματα. Το μυαλό αδυνατεί να συλλάβει αυτούς τους αριθμούς. Πώς να χωρέσει ο νους μισό εκατομμύρια πόδια να βαδίζουν πανικόβλητα στα χιονισμένα μονοπάτια του Καυκάσου πασχίζοντας να σωθούν; Πώς να αναπαραστήσει η φαντασία εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένες ζωές ν’ αφήνουν πίσω τους τα πάντα, προγονικά σπίτια, βιος, μνήμες και άταφους κατακρεουργημένους δικούς;
«Όταν οι Αμπχάζιοι μπήκαν στο σπίτι μου, μ’ έβγαλαν έξω μαζί με τον εφτάχρονο γιο μου. Αφού με υποχρέωσαν να γονατίσω, πήραν τον γιο μου και τον πυροβόλησαν μπροστά μου. Μετά με άρπαξαν από τα μαλλιά και με έσυραν σ’ ένα γειτονικό πηγάδι. Ένας Αμπχάζιος φαντάρος με υποχρέωσε να κοιτάξω μέσα. Εκεί είδα τρεις νέους άντρες και δυο ηλικιωμένες γυναίκες που έστεκαν όλοι γυμνοί μέσα στο νερό. Ούρλιαζαν και σπάραζαν καθώς οι Αμπχάζιοι συσσώρευαν πάνω τους πτώματα. Μετά απ’ αυτό πέταξαν μια χειροβομβίδα κι έβαλαν κι άλλους ανθρώπους μέσα. Με υποχρέωσαν και πάλι να γονατίσω μπροστά στα πτώματα. Ένας από τους στρατιώτες έβγαλε το μαχαίρι του και ξερίζωσε το μάτι κάποιου νεκρού κοντά μου. Στη συνέχεια άρχισε να το τρίβει πάνω στα χείλη μου και το πρόσωπό μου. Δεν άντεξα και λιποθύμησα. Με άφησαν εκεί ανάμεσα σε μια στοίβα από πτώματα». (Μαρτυρία από το βιβλίο της Svetlana Chervonnaia «Σύρραξη στον Καύκασο: Γεωργία, Αμπχαζία και η ρωσική σκιά»).
«Οι αυτονομιστές επέβαλαν ένα καθεστώς τρόμου ενάντια στην πλειονότητα του γεωργιανού πληθυσμού. Μαζί υπέφεραν και άλλες εθνικές μειονότητες. Εκτός από τα τοπικά στρατεύματα της Αμπχαζίας, στις θηριωδίες συμμετείχαν επίσης Τσετσένοι και άλλοι βόρειοι Καυκάσιοι. Οι πρόσφυγες που κατάφεραν να γλιτώσουν έχουν καταθέσει μαρτυρίες υψηλού βαθμού αξιοπιστίας για φρικαλεότητες, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής αμάχων ανεξάρτητα από ηλικία και φύλο. Πτώματα που ανακαλύφτηκαν σε περιοχές υπό τον έλεγχο των Αμπχάζιων φέρουν εκτεταμένα σημάδια βασανισμού» (Από την έκθεση της Human Rights Watch).
Κραυγές και ψίθυροι. Αν στήσεις προσεχτικά το αυτί μπορείς ακόμα να διακρίνεις τον μακρόσυρτο ανθρώπινο λυγμό που κρύβεται στο τρίξιμο μιας ξεχαρβαλωμένης πόρτας, το μονότονο μοιρολόι στο ατέρμονο χτύπημα κάποιου σπασμένου πατζουριού στον άνεμο, τον πόνο που έχει κουρνιάσει βουβός στα ετοιμόρροπα μπαλκόνια και πίσω από τα θρυμματισμένα τζάμια των τόσο βίαια εγκαταλειμμένων εστιών.
Σε κάποιο από τα λιγοστά κατοικημένα σπίτια της περιοχής ένας παππούς έχει βγει στο παράθυρο και κρεμάει στο σύρμα δυο φρεσκοπλυμένα φανελάκια. Απέναντι ακριβώς χάσκει μια ρημαγμένη εργατική πολυκατοικία.
Πώς είναι άραγε να ζει κανείς επί δυο δεκαετίες με καθημερινή θέα τα ερείπια της ζωής των άλλων;
Και πώς να νοιώθει αυτός ο άνθρωπος για τους εξαφανισμένους του γείτονες;
Τους μνημονεύει;
Τους ξέχασε;
Του λείπουν;
Τους μισεί;
Και τις μέρες της μεγάλης σφαγής τι να έκανε άραγε;
Επιχείρησε να τους βοηθήσει;
Έκανε το κορόιδο και είπε «εγώ δεν ανακατεύομαι»;
Ή μήπως έβαλε κι αυτός το χεράκι του στην εξόντωσή τους;
Καληνύχτα Σουχούμι
Από μακριά δείχνει αυτό που πάντα ήταν: Ένα θηριωδών διαστάσεων έμβλημα βαριάς κι ασήκωτης σταλινικής αυστηρότητας, ως όφειλε να είναι το κτίριο που άλλοτε στέγαζε το Ανώτατο Σοβιέτ της Αμπχαζίας. Πρέπει να πλησιάσεις αρκετά για ν’ αντιληφθείς ότι κάτι δεν πάει καλά.
Το πρώτο που σου χτυπάει στο μάτι είναι η απόλυτη ερημιά στα πέριξ. Πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο αρχιτεκτόνημα που κατασκευάστηκε για να στεγάζει και να υποδέχεται χιλιάδες κόσμο να μην μαζεύει γύρω του την ανάλογη κίνηση;
Έπειτα προσέχεις την παντελή έλλειψη φύλαξης, πράγμα απολύτως αδιανόητο για τέτοιου μεγέθους δημόσια υπηρεσία σε χώρα της πρώην Σοβιετίας.
Τι διάολο;
Ούτε ένας βλοσυρός φρουρός, ούτε ένας καχύποπτος μπάτσος, κάποιος σεκιουριτάς τέλος πάντων, έστω με πολιτικά;
Και τότε καταλαβαίνεις: Δεν υπάρχει κανείς, γιατί δεν υπάρχει πια τίποτε.
Το κτίριο δεν είναι παρά ένα γιγάντιο κέλυφος αδειασμένο από τα σπλάχνα του, που αφ ότου βομβαρδίστηκε από δυνάμεις του γεωργιανού στρατού τον Αύγουστο του 1992, εγκαταλείφτηκε στην τύχη του και παραδόθηκε έκτοτε στους καιρούς και τα πουλιά που έχουν στήσει τις φωλιές τους στους πάνω ορόφους, φτεροκοπώντας αδιάκοπα ανάμεσα στα χωρίς τζάμια ανοίγματα.
Αλλόκοτο. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη λέξη για να περιγράψω καλύτερα αυτό το σκηνικό παρηκμασμένης μεγαλοπρέπειας που φέρνουμε βόλτα ολομόναχοι, ο Κώστας κι εγώ, φωτογραφίζοντας αλλοτινές αίθουσες συνεδρίων, πεσμένες κολόνες και μαρμάρινες σκάλες, και μαζί μ’ αυτές την ίδια την ιστορία να βουλιάζει αποκαμωμένη στα σκουπίδια και τη λήθη.
Καληνύχτα Σουχούμι. Τα ντουβάρια αυτά για τα οποία τόσο αίμα χύθηκε κάποτε προκειμένου ν’ αλλάξουν χέρια δεν τα θέλει τελικά πια κανείς.
Οι Ρώσοι τουρίστες
Πρωινό εσπρέσο στην παραλιακή. Ντου γιου σπικ ίνγλις; Νιετ, νιετ, τόλκα παρούσκι.
Δυο ώρες τριγυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες στα γύρω ξενοδοχεία κι εστιατόρια, ακόμα και σε τράπεζες κι εμπορικά, να εντοπίσουμε κάποιον αγγλομαθή μεσολαβητή για να ναυλώσουμε ένα αυτοκίνητο με οδηγό. Πλην όμως παντού νιετ.
Αν εδώ στην καρδιά της (όποιας) τουριστικής δράσης δεν βρίσκεται άνθρωπος που να ψελλίζει έστω κάποια αγγλικά, πού αλλού να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας;
- Για στάσου, ταξιδιωτικό γραφείο δεν είναι αυτό;
Πράγματι. Με τόσες διαφημίσεις της αεροφλότ στη βιτρίνα, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Αλλά κι εδώ, παρούσκι και μόνον παρούσκι.
- Ε, δεν προσπαθούμε λιγάκι να δώσουμε να καταλάβουν με τα νοήματα; Τουλάχιστον αυτή εδώ η κυρία είναι του επαγγέλματος.
Τόσο πολύ του επαγγέλματος που, αντί για ένα απλό ταξί που ζητήσαμε για περιήγηση μιας μέρας στον Καύκασο, σε δέκα λεπτά μας εμφανίζει ένα ολόκληρο πούλμαν με οδηγό και ξεναγό. Και η τιμή αυτού, σαράντα ευρώ – πληρωτέα σε ρούβλια, εννοείται, για να μην ξεχνιόμαστε. Τζάμπα πράγμα! Μήπως όμως υπερβολικά τζάμπα;
- Πούλμαν μόνο για μας;
- Ντα, ντα.
- Νο άδερ τούριστ ιν δε μπας, ξηγηθήκαμε;
- Ντα, ντα.
- Μήπως σπικ ίνγλις η ξεναγός.
- Νιετ, νιετ, τόλκα παρούσκι
Ε καλά τώρα, τι ρωτάω κι εγώ η αφελής!
Πληρώνουμε, ανεβαίνουμε στο όχημα, και καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μετά το Σουχούμι, να’ σου κι αρχίζουν οι στάσεις. Έξι Ρώσοι τουρίστες από το πρώτο παραλιακό ξενοδοχείο, πέντε από το δεύτερο, έντεκα από το τρίτο. Πάει, φουλάραμε. Αν την πατήσαμε, λέει;
Μετά από κάνα δεκάλεπτο σιχτίρισμα για το πάθημά μας, κι αφού δρόμος διαφυγής δεν υφίσταται, αποφασίζουμε τελικά ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της γελοιότητας της κατάστασης είναι η πλήρης παράδοση σ’ αυτήν.
Στο κάτω κάτω μια ταξιδιωτική εμπειρία είναι κι αυτή.
Πότε θα μας δοθεί ξανά η ευκαιρία να εντρυφήσουμε στο θέμα «Ρώσοι τουρίστες σε εκδρομή στον Καύκασο»; (Ποτέ ξανά ελπίζω!!!)
Η αγελαία συμπεριφορά στον άνθρωπο είναι κάτι το τραγελαφικό.
Όποτε το πούλμαν στέκεται σε κάποιο από τα προκαθορισμένα σημεία της διαδρομής – συνήθως τα πιο αδιάφορα - για ν’ απολαύσουμε υποτίθεται το τοπίο, το βασικό μέλημα των επιβατών είναι να φωτογραφηθούν μπουλουκιδόν μπροστά από το εκάστοτε «αξιοθέατο» ποταμάκι, καταρρακτάκι, γεφυρούλα και ούτω καθ΄εξής, κι αμέσως μετά να σπεύσουν στους παρακείμενους πάγκους των μικροπωλητών (που αποτελούν και την πραγματική αιτία της στάσης) για να ψωνίσουν οτιδήποτε διατίθεται.
Τις υπόλοιπες ώρες μέσα στο πούλμαν, κοιτάνε τις πόζες του εαυτού τους στις οθόνες των φωτογραφικών τους, μιλάνε ακατάπαυστα στο κινητό ή επιδεικνύουν ο ένας στον άλλο γούνινα καπελάκια, γκλίτσες μινιατούρα, και κουκλίτσες με παραδοσιακές στολές ιμιτασιόν που μόλις προμηθεύτηκαν.
Στο μεταξύ, έξω από το τζάμι παρελαύνουν άγρια καυκάσια τοπία εκπάγλου ομορφιάς στα οποία κανείς δεν δίνει σημασία παρά μόνον εμείς, έμπλεοι τσαντίλας καθώς ο οδηγός δεν σταματάει, έστω και μια φορά στα πρόσφορα σημεία για φωτογράφιση. Κόλαση!
Λίμνη Ρίτσα. Επιτέλους μια παρατεταμένη στάση. Καμιά φωτογραφία δεν θα μπορέσει ποτέ ν’ αποδώσει την άγρια και γαλήνια μεγαλοπρέπεια που μας περιβάλλει.
Παντού ένα γύρω δασωμένες απότομες πλαγιές απ’ όπου εξέχουν κορφές γυμνές, με κορδέλες χιονιού περασμένες γύρω από το λαιμό, και που όλες μαζί χύνονται κατευθείαν μέσα στα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά.
Κάπου εδώ, στον μυχό ενός από τα δεκάδες φιορδ της λίμνης είχε, λέει, την ντάτσα του κι ο πατερούλης. Όχι, θα τ’ άφηνε!
Και για να τα λέμε όλα, ο Στάλιν υπήρξε τρόπον τινά κάτι σαν σκαπανέας για τη Ρίτσα, αφού μετά απ’ αυτόν ουκ ολίγα πρώτα κεφάλια του πολιτμπυρό ακολούθησαν το παράδειγμά του και ξεκαλοκαίριαζαν εδώ. Από τον Μπέρια, τον Χρουτσώφ κι αργότερα τον Μπρέζνιεφ, μέχρι και τον τελευταίο, τον περεστρόικα με τον χάρτη στο κούτελο, που κι αυτός την Ρίτσα επέλεξε για παραθερισμό πριν κατεβάσει τελικά τα ρολά στο σοβιετικό μαγαζί για να πάει να διαφημίσει την Pizza Hut.
Πίσω στο Σουχούμι. Οκτώ και μισή το βράδυ και η πόλη μοιάζει νεκρή. Και τώρα πού τρώμε; Μα στον Τούρκο βεβαίως, όπως και χθες. Πού θα βρούμε καλύτερα;
- Οζ γκιλτίν!
- Γεια σου καρντάς!
Κατάγεται από την Τραπεζούντα, είναι χοντρός, πληθωρικός, εγκάρδιος, και η γυναίκα του η Αϊγκιούλ μαγειρεύει τα νοστιμότερα γεμιστά μετά από κείνα της γιαγιάς μου.
Άσε που κρατάνε το μοναδικό μαγαζί στο Σουχούμι που μένει ανοιχτό μέχρι τις δέκα. Άντε και θα το ξενυχτήσουμε πάλι απόψε!
Αντί επιλόγου
Έχουμε επιστρέψει εκεί απ' όπου όλα ξεκίνησαν. Στο γεωργιανό φυλάκιο. Καθισμένοι πάνω στα σακίδιά μας, περιμένουμε να ολοκληρωθεί ο έλεγχος διαβατηρίων όταν μας πλησιάζει ένας δίμετρος μεσήλικας με ξυρισμένο κεφάλι και πλάτος δίφυλλης ντουλάπας, κάτι μεταξύ μπάτσου και χρυσαυγίτη. Ωχ!
- Συγνώμη, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;
Η φράση ειπώθηκε στ’ αγγλικά και με απόλυτη ευγένεια. Δεν γίνεται να τον αποφύγω.
- Ορίστε.
- Επισκεφτήκατε την Αμπχαζία;
- Μάλιστα.
- Πώς σας φάνηκε;
(Να’ τα μας! Ισαβέλλα πρόσεχε τώρα τι θα πεις γιατί ποιος ξέρει τι παγίδα μπορεί να έχει στηθεί εδώ στα σύνορα).
- Ε… Πολύ ωραία… Η φύση στον Καύκασο είναι μοναδική.
(Καλά το ξεκίνησα. Οι γενικολογίες είναι ο,τι καλύτερο)
- Και το Σουχούμι;
- Όμορφο κι αυτό … Πάνω στο κύμα…
(Σωστά το πάω. Απολιτίκ χαζοτουρίστες σε διακοπές στη Μαύρη Θάλασα)
- Τα ερείπια τα είδατε;
- Ε… ναι. Τραγικό πράγμα ο πόλεμος…
(Πόσες γελοίες κοινοτυπίες θα χρειαστεί να ξεστομίσω ακόμα;)
- Από την οδό Βόρονοβ περάσατε καθόλου;
(Τώρα αυτό που κολλάει; Και πού το πάει τέλος πάντως ο χοντρόμπατσος; )
- Τι να σας πω, ιδέα δεν έχω. Δεν διαβάζουμε τα οδόσημα. Παρούσκι νιετ. Είμαστε Έλληνες, ξέρετε…
(Μπράβο, καλή η υπεκφυγή. Και τώρα κοίτα κορίτσι μου να στρίψεις την κουβέντα από την Αμπχαζία στην Ελλάδα για να ξεμπερδεύεις).
Μα δεν θα χρειαστεί να ξαναπώ τίποτε πια, γιατί στη λέξη «Έλληνες» ο τύπος τινάζεται με ανυπόκριτη χαρά για να χυθεί σ’ ένα μπερδεμένο λογίδριο περί την τούρκικη μειονότητα στην Κύπρο που έδιωξε τους Έλληνες από το μισό νησί με τις πλάτες των Αμερικάνων, όπως κάνανε και οι Αμπχάζιοι στους Γεωργιανούς με τις πλάτες των Ρώσων.
Και πάνω κει, να’ σου βγάζει από την τσέπη του φωτογραφίες από το σπίτι του στην οδό Βόρονοβ στο Σουχούμι, με την αυλή του, και τα λουλουδικά του, και την κληματαριά του, και το μπαλκονάκι από πάνω, όλα περιποιημένα και χάρμα οφθαλμών.
Κι ύστερα «είστε Έλληνες εσύ, ξέρετε από προσφυγιά, θα με καταλάβετε», σειρά έχουν οι φωτογραφίες της γυναίκας του, και της μάνας του, και του πατέρα του, όλοι σφαγμένοι, λέει, μέσα σε λίγα λεπτά από τα τάγματα του Μπασάγιεφ.
Αυτός γλίτωσε γιατί έλειπε εκείνη την ώρα από το σπίτι - είχε πάει τον τρίχρονο γιο του στο γιατρό - και ξέφυγε από την φλεγόμενη Αμπχαζία περπατώντας στα βουνά με το άρρωστο παιδί στην πλάτη, μέχρι που το έθαψε τελικά κι αυτό κάπου ανάμεσα στα έλατα του Καυκάσου καθώς ο μικρός ξεψύχησε από πείνα και εξάντληση μετά από μιας βδομάδας περιπλάνηση στα μονοπάτια της μεγάλης φυγής.
Και καθώς εκείνος αφηγείται, με τα δάκρυα ν’ αυλακώνουν τα χοντρά του μάγουλα και τα λόγια του να συνταράσσουν και να ξεσκίζουν τα σωθικά μου, ζητώ χίλιες φορές νοερά συγνώμη από τον δίμετρο και δίφυλλο γίγαντα με το ξυρισμένο κεφάλι και την τσακισμένη καρδιά, τον Τοντόρε τον πρόσφυγα από το Σουχούμι που τον πίστεψα για μπάτσο.
Κι άλλες τόσες φορές τον ευχαριστώ από τα κατάβαθά μου γιατί χάρη σ΄αυτόν οι διακόσιες πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες της Αμπχαζίας δεν είναι πια για μένα ένα αφηρημένο άθροισμα ανώνυμων τραγωδιών αλλά απόκτησαν έστω και για μια φορά πρόσωπο, φωνή και ιστορία.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Διαβάστε επίσης: ΓΕΩΡΓΙΑ 1 - ΤΙΦΛΙΔΑ, ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν