ΑΛΓΕΡΙΑ 1 - ΣΑΧΑΡΑ, ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ
Δώσε μου το χέρι σου και πάμε να σου δείξω την Έρημο. Δεν είναι εκεί που νομίζεις, είναι μέσα μας. Η Φύση δεν κάνει λάθος. Λάθος κάνει ο άνθρωπος θεοποιώντας τον εαυτό του και την τεχνολογία. Εμείς, το υποπροϊόν της Φύσης, το μόνο που μπορούμε και που νομίζω ότι θα καταφέρουμε, είναι να καταστρέψουμε ολοσχερώς τους όρους της ύπαρξής μας. Η Φύση θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς εμάς.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 389/29.09.2007
Στη Ντζανέτ
Δύο και δεκαέξι της νυκτός. Μόλις προσγειωθήκαμε στο νοτιο-ανατολικότερο αεροδιάδρομο της αλγερινής επικράτειας. Σα να λέμε, στην καρδιά της Σαχάρας. Ένα αεροδρόμιο γοητευτικά πρωτόγονο που μόνο πεντακάθαρο δεν θα μπορούσες να το πεις. Εδώ όλα γίνονται με τα χέρια, τσαπατσούλικα, φωνακλάδικα και εξόχως αποτελεσματικά. Στην ταλαιπωρημένη μεγάλη αίθουσα, είναι μαζεμένοι και αρκετοί Τουαρέγκ με τις κελεμπίες και τα τουρμπάνια τους, πανύψηλοι κι ωραίοι. Δεν σηκώνουν όμως τα συνήθη ταμπελάκια με τα ονόματα των αφιχθέντων ώστε να ξέρουμε κι εμείς με ποιον θα πάμε και ποιον θ’ αφήσουμε. Θα μας βρουν αυτοί, λέει. Λες και μας οσμίζονται.
Δεκαπέντε χιλιάδες πληθυσμό έχει η Ντζανέτ, από την οποία μας χωρίζουν τριάντα ακόμη χιλιόμετρα ερήμου, και είναι η πιο κοντινή προς τα σύνορα με τη Λιβύη και τον Νίγηρα πολίχνη της Αλγερίας.
Ο Τουαρέγκ οδηγός μας του οποίου το όνομα θα εμπεδώσω αφού περάσουν κάνα – δυο μέρες, μας φέρνει στο κατάλυμα της πρώτης νύχτας. Έχουμε κοιμηθεί και σε καλύτερα.
Μετά από τρεις ώρες ύπνο, ξυπνάμε σε μία Ντζανέτ χτισμένη στα ριζά του σαχαριανού οροπέδιου Τασιλί Νατζέρ, περίπου χίλια τετρακόσια με χίλια οχτακόσια μέτρα υψόμετρο, και προστατευμένη από τεράστιους καφετιούς στρογγυλεμένους βράχους που μου φέρνουν στο νου τα μενίρ του Οβελίξ σε υπερμεγέθυνση. Κάποιο ευαγές ίδρυμα, η Ουνέσκο πιθανόν, θα πρέπει να τα ‘χει μπήξει για να στηριχτεί αυτός ο άγριος, ωραίος και υπό κατάρρευση λάσπινος οικισμός, η παλιά πόλη σα να λέμε.
Παίρνουμε ένα πρωινό της συμφοράς στο αίθριο του πρωτόγονου καταλύματος αλλά, εδώ, τέρμα ακόμη και οι πιο στοιχειώσεις αξιώσεις. Πρέπει να το πάρω απόφαση πως κρύο νεράκι θ’ αργήσω πολύ να ξαναπιώ. Και θα αναστείλω, αναγκαστικά, την παγωμένη πρωινή φραπεδιά μου υπέρ του αναβράζοντος τεϊου. Αυτό που λέμε «τσάι στη Σαχάρα» σε λίγες μέρες θα το βγάζω απ τα’ αφτιά. Και θέλω πολύ ένα τουρμπάνι Τουαρέγκ να τυλίξω στο κεφάλι μου. Να πάρω το λαδί, ή το μαύρο; Αμλετικό το δίλημμα. Ναι αλλά πώς θα το δένω; Με το να μου δείξει ο πωλητής μία φορά δε σημαίνει ότι το ’μαθα κι όλας. Μιλάμε για υψηλή τέχνη. Πήραμε, πάντως, η Ισαβέλλα και ο γράφων, από ένα. Στη χειρότερη των περιπτώσεων θα μας χρησιμεύσουν σα μονά πανωσέντονα στην Αθήνα, στην περίπτωση που κρατάμε μούτρα ο ένας στον άλλον.
Αλόνζ Ανφάν, λοιπόν!
Ο οδηγός, ο συνοδηγός και ο μάγειρας που είναι και γενικών καθηκόντων, κάθονται μπροστά. Το πρώτο που θα πληροφορηθούμε είναι πως μας αναλογούν τρία λίτρα νερό ημερησίως ανά κεφαλή αφού σ’ αυτή τη βδομάδα του φωτο-σαφάρι δεν υπάρχει περίπτωση να βρούμε πουθενά νερό. Το νερό στα μπιντόνια προορίζεται μόνο για μαγείρεμα. Σε ότι δε αφορά τη σωματική μας καθαριότητα, όσο πιο γρήγορα την ξεχάσουμε τόσο λιγότερο θα υποφέρουμε. Η Ισαβέλλα μου υπενθυμίζει πως έχουμε ένα γερό στοκ από «μωρομάντηλα». Άκου «μωρομάντηλα»! Τι να σου κάνουν τα μωρομάντηλα στη Σαχάρα;
Αφήσαμε πίσω μας την πόλη-όαση και διατρέχουμε ήδη την απόλυτη Έρημο στην περιοχή Ταντράτ. Καμιά σχέση με την Καλαχάρι. Καμιά σχέση με τη Ναμίμπ. Καμιά με την Νταχτ ελ Κεβίρ στην Περσία, ούτε με την Ταρ στην Ινδία. Θα τη χαρακτηρίσω αυθαιρέτως «πετραία Σαχάρα» ελπίζοντας πως έτσι την αποδίδω πιστότερα.
Μια στάση στο πουθενά. Ένας τεράστιος βράχος, στη σκιά του οποίου ξεδιπλώνουμε τις ψάθες και τα καταταλαιπωρημένα, και οπωσδήποτε όχι πεντακάθαρα, αφρολέξ στρωματάκια. Οι τρεις γηγενείς ακροβολίστηκαν. Τι θα κάνουμε δω, ρε σύντροφοι; Πάνε για κατόπτευση του χώρου, αν περνάει ή δεν περνάει το όχημα; Όχι. Επιστρέφουν κουβαλώντας κάτι ξερόκλαδα για τη φωτιά που θ’ ανάψουν.
Φυσάει. Όχι πολύ αλλά, μες το φαράγγι Ιν Ντζαρέν , αυτός ο λίγος άνεμος έχει κάτι το ρομαντικό, το απειλητικό, το τρομαχτικό, το απόκοσμο. Η Έρημος δεν είναι φιλική προς τις φωτογραφικές μηχανές, ιδίως όταν φυσάει. Τρέμω στη σκέψη ότι δεν θα γυρίσουνε σώες και αρτιμελείς στη βάση τους. Τα κουζινικά είναι όλα έξω, στο ύπαιθρο, σκόρπια. Οι δικοί μας σπάνε ξύλα δεξιά, αριστερά, μαγειρεύουν.
Βρασμένο καλαμπόκι κονσέρβα, κρεμμύδι, ελιά και τόνος. Υπέροχα εδέσματα όταν πεινάς πολύ! Κι ένα τσάι που το ρίχνουν στο φλιτζάνι σου από μισό μέτρο ψηλά, από μια τσαγιέρα εμαγιέ, και μετά ξανά και ξανά. Για τον καυτό αφρό που δημιουργεί. Πολύ εύγευστο πάντως, ακόμη και για μένα που δεν τρελαίνομαι για αφεψήματα του είδους.
Έχω ανοιχτεί στο δέος της περιοχής, ανάμεσα σε θεόρατους βράχινους σχηματισμούς.. Το καταπληκτικό κοκκινοκίτρινο που στιγματίζεται απ το ελάχιστο πρασινάκι των θάμνων.. τα παχύφυτα κακτοειδή σε μέγεθος δέντρου!.. τα αρπαχτικά που πλανάρουν αναζητώντας θήραμα! Η στάση μας δεν είναι μόνο για το φαγητό, είναι και για να περάσουν οι κρίσιμες ώρες της μεγάλης ζέστης. Και για να πάρουμε κάναν υπνάκο στη ρίζα του βράχου.
Οι δυο, ο Άχμεντ που είναι και ο
τιμονιέρης του οχήματος και ο Μοχάμεντ, ο γνώστης των περιοχών που θα διατρέξουμε, έχουν απομακρυνθεί από την εστία μας, αλλά και μεταξύ τους, για την απαραίτητη προσευχή τους στον μεγαλοδύναμο Γιαραμπή.
Φρόντισαν να βρίσκονται έξω απ το οπτικό μας πεδίο αλλά δεν τους περνάει απ το μυαλό με πόσο αδιάκριτες φωτογραφικές μηχανές έχουν μπλέξει.
Αραχτοί γύρω από την εστία μας. Έχουμε απλώσει τους υπνόσακους πάνω στις ψάθες. Κι ένα φεγγάρι! Οι πρώτες μεταξύ μας προσεγγίσεις.
Ο μικρότερος από τους τρεις, ο μάγειρας, που ακούει στο όνομα Μπουμπακάρ, ο πιο επικοινωνιακός από τους άλλους, αφού είναι και ο μόνος που μπορεί να συνεννοείται στη γαλλική με την Ισαβέλλα, είναι κατά το ήμισυ Τουαρέγκ, από τη μεριά της μαμάς του, ενώ ο μπαμπάς του είναι από τη μαύρη φυλή Πελ. Ο Μπουμπακάρ, ετών είκοσι έξι, έχει έναν γιο πέντε χρονών που τον έσπειρε, λέει, κατά λάθος γιατί οι μεγαλύτεροι δεν του είχαν εξηγήσει το πότε ακριβώς πρέπει να αποσύρεται κανείς. Μετά από αυτό το λάθος παντρεύτηκε τη μαμά του παιδιού του για να τη χωρίσει λίγο αργότερα νομίμως, και για να τα ‘χει καλά με τον Αλλάχ και με την κοινωνία. Το δε παιδί του ζει με τη γιαγιά στο Αγκαντέζ, στο Νίγηρα.. Αυτές οι γιαγιάδες, λοιπόν!
Οι Τουαρέγκ έχουν για την ώρα κατοχυρώσει το δικαίωμα να γράφουν στις παλιές τους σαγιονάρες τα κρατικά σύνορα και να μετακινούνται μέσα στις όμορες χώρες που μοιράζονται τη Σαχάρα, χωρίς να επιδεικνύουν διαβατήρια, διαπιστευτήρια και άλλα τέτοια άχρηστα παλιόχαρτα. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να περιφέρονται ελευθέρως από το Μαλί στη Μαυριτανία, από το Μαρόκο στην Αλγερία, από το Νίγηρα στο οπουδήποτε. Σα να λέμε, έχουν γεννηθεί με εφ άπαξ άδεια κυκλοφορίας σ’ όλη τη Σαχάρα.
Η απόλυτη νύχτα! Απόψε, μηδέν φεγγάρι τέτοια ώρα. Άστρα σε άλλες θέσεις από αυτές που έχω συνηθίσει. Τι έχω συνηθίσει δηλαδή; Έχω δει τ’ άστρα σε όλες τις εποχές κι απ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Υδρογείου. Δεν συνηθίζονται. Ο Μοχάμεντ μας συνέστησε ν’ απλώσουμε τα στρωσίδια μας μακριά απ το βράχο διότι τώρα που αρχίζουν οι ζεστές μέρες, και νύχτες, αρχίζουν να ξεπορτίζουν και οι σκορπιοί. Και το να τελειώσεις την σταδιοδρομία σου σαν ταξιδιώτης από σκορπιό της Σαχάρας δεν είναι δα και εξαιρετικά σπάνιο. Έτσι μου ‘παν, έτσι γράφω.
Πρέπει να είναι Δευτέρα, δύο κάποιου Απρίλη, πρωί. Κοιμηθήκαμε στρωματσάδα, στην άμμο βεβαίως, κάτω απ’ αυτόν τον τεράστιο κάθετο βράχο.. Αυτό το ξύπνημα… Αυτό το… λίγο πριν συνειδητοποιήσεις που βρίσκεσαι… η νυσταλέα και έκπληκτη ματιά στα θεϊκά γλυπτά της Φύσης. Τραπεζοειδή σχήματα, διαστρωματωμένα κοτρόνια και το μόνο ίχνος χλωρίδας κάτι ξεροί θύσανοι που φυτρώνουν αυθαίρετα και αυθάδικα στο οπουδήποτε, ακριβώς για να τονίσουνε την ερημιά και την ανυδρία. Χαζεύω μ’ ένα είδος αγριοπερίστερων που τσιμπολογά στην άμμο και δεν μπορώ να καταλάβω τι το φαγώσιμο βρίσκουν εκεί. Πάει ο καφές μου! Τράβηξα μια γουλιά κι ένοιωσα ότι αυτό που κατάπια δεν ήταν μόνο καφές, Έφτυσα ότι πρόλαβα να μην καταπιώ: πέντε ήδη πνιγμένα μυγάκια. Εκτιμώ ότι με συμφέρει να το ξεχάσω όσο γίνεται πιο γρήγορα για ν’ αναχαιτίσω και τη δυσάρεστη απειλή του εμετού.
Περιμένουμε ν’ αποκαούν τελείως τα άδεια πλαστικά μπουκάλια. Έχει, ευτυχώς, ριζώσει στην κουλτούρα τους το να μην αφήνουνε τίποτα στην Έρημο ως σκουπίδι. Ή το θάβουν ή το καίνε.. Το θέμα είναι τι γίνεται με το πλαστικό που ναι μεν καίγεται αλλά δεν ανακυκλώνεται.
Οι πίστες κάποια στιγμή χάνονται, σκεπάζονται από άμμο, ο αέρας σβήνει τις πιθανές ροδιές του προηγούμενου οχήματος και το να βρίσκει κανείς από πού θα περάσει είναι μεγάλη υπόθεση, χρειάζεται μεγάλη εμπειρία. Μιλάμε για αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων. Έτσι και κολλήσεις εδώ είναι... ας τα να πάνε... Ο σκελετός σου, αν βρεθεί ποτέ, θα γίνει πανεπιστημιακό βοήθημα για τους φοιτητές της ιατρικής.
Βράχο, βράχο, τον καημό τους.
Μιλώ μέσα από μία γκρότα! Δηλαδή, σα να λέμε, είμαι ένας περιστασιακός γκροτέσκο! Μία υπέροχη σπηλιά, όπου οι αμμοθύελλες έχουν στρώσει όλο της το εσωτερικό με ένα μαλακό στρώμα άμμου.
Σ’ αυτή την έρημο, που δεν ήταν πάντα έρημος, σ’ αυτές τις σπηλιές αλλά και γύρω απ αυτούς τους γιγάντιους μονόλιθους, άνθισε κάποτε ένας, ή περισσότεροι, πολιτισμοί. «Πολιτισμούς βραχογραφίας» μ’ αρέσει να τους χαρακτηρίζω κι ας είναι αδόκιμο.
Το μαρτυρούν τα αναρίθμητα γκράφιτι που συντηρεί στα σπλάχνα του αυτό το ορυκτό Σύμπαν. Και μάλιστα πολύ διαφορετικών εποχών, χιλιάδες χρόνια πίσω στο χρόνο. Εννιά με δέκα χιλιάδων χρόνων είναι οι πρώτες βραχογραφίες, όπως με ενημερώνει η Ισαβέλλα, που είναι πάντα καλύτερα πληροφορημένη από μένα. Βραχογραφίες με θέματα από την καθημερινή ζωή των τότε κατοίκων... Μεταξύ των οποίων και μια που αναπαριστά τον βιασμό μιας γυναίκας. Από τότε έκαναν τέτοια αίσχη τα αρσενικά δίποδα. Επίσης, βραχογραφίες που εικονίζουν ζώα τα οποία δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν σήμερα σε συνθήκες Σαχάρας. Ελέφαντες, για παράδειγμα, καμηλοπαρδάλεις, ρινόκεροι... Που μόνο οι σαβάνες και τα τροπικά κλίματα μπορούν ν’ αποτελέσουν τον βιότοπό τους.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι σύμπτωση: ο Πικάσο θα πρέπει να είχε υπόψη του αυτές τις βραχογραφίες και θα πρέπει να είχε επηρεαστεί βαθειά απ αυτές.
Δεν έχω τις όσες γνώσεις χρειάζονται για να λύσω μια απορία μου: αυτοί οι αρχαίοι οι σπηλαιοδύτες, βοσκοί και κυνηγοί, δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν να επιχειρήσουν ρεαλιστικά σχέδια και ζωγραφιές;
Δεν έβλεπαν τον κόσμο γύρω τους όπως είναι στην πραγματικότητα, ή οι ζωγραφιές τους ήσαν συνειδητές αισθητικές υπερβάσεις;
Κι αν ισχύει το δεύτερο πως και δεν επιβίωσε ως γκράφιτι και κάτι το ρεαλιστικό;
Επιμένω ότι αυτές οι απεικονίσεις στον βράχο δεν είναι καθόλου ναϊφ.
Ο χαρακτηρισμός «ναϊφ» είναι, μάλλον, έκφραση της δικής μας άγνοιας.
Κι όταν κάνω λόγο για Πικάσο, ξέρω τι λέω.
Η Ιστορία της Ανθρωπότητας δεν είναι παρά μια λεπτομέρεια στο αέναο γίγνεσθαι της Φύσης. Ένας κόκκος από την άμμο της Σαχάρας. Η άχρονη Φύση δεν έχει ούτε φίλους ούτε εχθρούς. Ο χόμο σάπιενς δεν είναι παρά ένας «ενοχλητικός» παράγοντας στην εξέλιξή της. Με την σχετική καταστροφική του δυνατότητα συμβάλει στο πέρασμά της από τον μερικό κορεσμό στην μερική αναγέννηση. Όχι δεν είμαστε ένα «λάθος» της Φύσης. Αυτή η ανοησία, που την επαναλαμβάνω κι εγώ συχνά, έχει ανθρωποκεντρική, εγωκεντρική και θεολογική προέλευση. Η Φύση δεν κάνει λάθη. Λάθος κάνει ο άνθρωπος θεοποιώντας τον εαυτό του και την τεχνολογία. Εμείς, το υποπροϊόν της Φύσης, το μόνο που μπορούμε, και που νομίζω ότι θα καταφέρουμε, είναι να καταστρέψουμε ολοσχερώς τους όρους της ύπαρξής μας. Η Φύση θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς εμάς.
Το μέρος όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή είναι γνωστό με το όνομα Τιν Μερζούγκα. Τεράστιοι αμμόλοφοι «σμιλευμένοι» από τα χάδια ή το θυμό των ανέμων και αγκαλιασμένοι αρμονικά με τους τραχείς πετρόλοφους. Κάτι σα αρχαία ηδονική σμίξη γυναίκας και άντρα. Η Ισαβέλλα μοιάζει να αιωρείται στην αιχμηρή κόψη κάποιου αμμόλοφου. Αφήνει τα χνάρια της στην κορυφογραμμή για να τα σβήσει την άλλη στιγμή ο άνεμος, ο διαμορφωτής. Με καλεί. Με το φορτίο των μηχανών μου και μ’ έναν αέρα που δεν μπορείς να προβλέψεις τα καπρίτσια του πρέπει ν’ ακροβατήσω μέχρις εκεί που ανεμίζουν τα μαλλιά της. Διστάζω...
Ο Μπουμπακάρ με βγάζει απ το δίλλημα. Το φαγητό είναι έτοιμο, στρωμένο στην ψάθα και μας περιμένει. Μακαρονάκι κοφτό με κρέας. Και κάτι άλλο μέσα, εκτός από το κρέας, που το κάνει πολύ νόστιμο. Πως θέλω λίγο κόκκινο κρασί! Χωρίς λίγο κόκκινο καλό κρασί αισθάνομαι σα να εκτίω ποινή.
Κάποια Τρίτη ενός Απρίλη
Έχει σηκώσει πολύ αέρα, πολλή άμμο, με αποτέλεσμα τη μηδενική ορατότητα. Κι όμως, ο Άχμεντ γκαζώνει το φορ γουίλ ντράιβ του σαν παλαβός και συνάμα σαν απολύτως σίγουρος γι αυτό που κάνει. Μας έχει φύγει η μαγκιά αλλά δεν μπορούμε να πούμε κιχ. Από την άλλη, πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτή η ορατότης μηδέν είναι κάτι το συγκλονιστικό. Ομίχλη από κίτρινη άμμο! Εμείς δεν διακρίνουμε απολύτως τίποτα μπροστά μας. Το τι βλέπει ο Άχμεντ παραμένει μυστήριο. Αλλά, και πέρα απ αυτό, είναι εκπληκτικό το πώς μπορεί να θυμάται αυτές τις διαδρομές. Όσες φορές κι αν τις έχει κάνει!
Καμήλες! Μπαίνουμε σε μια περιοχή της Ερήμου που είναι ανεκτή για την επιβίωση κάποιων θηλαστικών. Λίγο περισσότερο πρασινάκι, λίγο περισσότερο νερό.. Όταν τις πλησιάζουμε και βλέπουν έντονα χρώματα που δεν είναι του περιβάλλοντός τους, φοβούνται και απομακρύνονται. Πού είναι οι ιδιοκτήτες τους; Βόσκουν μόνες τους, καμιά φορά για μήνες, μας λέει ο Μπουμπακάρ. Δύο.. τέσσερα.. έξι.. εφτά.. γαϊδουράκια πανέμορφα.. Και αρκετά αιγοπρόβατα. Και σκυλιά. Ένα μαντρί κι ένα ωραίο πέτρινο κτίσμα. Φυλάκιο υποθέτω. Νομίζω ότι ξαναμπαίνουμε στον πολιτισμό. Δεν είναι οπωσδήποτε ωραίο αυτό το συναίσθημα.
Ένα μέρος του συνεχούς ταξιδιού μας είναι κι αυτό. Ένα ασήμαντο κλάσμα της ατέρμονης κίνησης στην άβυσσο της αβεβαιότητας. Κάθε στιγμή του ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Το μόνο βέβαιο είναι αυτό που έχει ήδη γίνει.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΑΛΓΕΡΙΑ 2 - ΑΛΓΕΡΙ, ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΛΓΕΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν