ΡΩΣΙΑ - ΜΟΣΧΑ, ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Άκου, μου λέει ο μαστρο-Μήτσος λίγο πριν σταματήσω τον τόρνο και σκολάσω: Την Ιστορία τη δημιουργούν οι άνθρωποι. Όλοι ανεξαιρέτως. Άλλος πολύ κι άλλος λίγο. Κι εσυ και ‘γω. Και λίγοι είναι κείνοι που τη γράφουν στο χαρτί. Όπως την καταλα-βαίνουν, όπως τους αρέσει ή όπως τους συμφέρει. Αλλά εσύ να ξέρεις ετούτο: Δεν είναι δουλειά ούτε του θεού, ούτε της Φύσης να σταματήσουν οι πόλεμοι, η δυστυχία και η πείνα. Είναι δουλειά των ανθρώπων, του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί. Και συ κοίτα να διαβάζεις. Να διαβάζεις γιατί αλλιώς θα μείνεις στραβός και κακομοίρης, εντάξει; Ήμουν μόλις δεκάξι χρονών, αλλά όχι και τόσο μικρός για να μην το καταλάβω.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 89/22.12.2001
Από το Ελ Βενιζέλος δεν βγήκαμε αβρόχοις ποσί. Όταν η αστυνομικίνα πληκτρολόγησε το επίθετό μου το βλέμμα της σκοτείνιασε. Περιμένετε, λέει, κι εξαφανίζεται προς το άντρο του προϊστάμενου ασφαλείας αερολιμένος. Κατάλαβα, μουρμουρίζω στην Αλεξία, κυκλοφορεί ακόμη εκείνος ο κατάλογος της Κυπ με τα ονόματα των επικίνδυνων Ελλήνων, τηλεφώνα λοιπόν στην Ελευθεροτυπία για να με πείσεις ότι το κινητό σου έχει όντως κάποια χρηστική αξία. Και, υπερπηδώντας απρεπώς τα διαχωριστικά, ανοίγω την πόρτα που έκλεισε πίσω της η αστυνομικίνα. Τι θα γίνει, λέω στον προϊστάμενο, θα με συλλάβετε; τό ‘χω νοσταλγήσει! Χαμογελάει. Ορίστε που υπάρχουν και αστυνομικοί με χιούμορ! Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, ο ίδιος αστυνομικός, με διαβεβαιώνει υπομειδιώντας ότι η υπηρεσία του δεν με θεωρεί συνεργάτη του Οσάμα Μπιν Λάντεν και άρα μπορώ να βγω από τη χώρα. Ευτυχώς, δεν χάσαμε την πτήση της Ολυμπιακής αφού, έτσι κι αλλιώς, είχε δυο ώρες καθυστέρηση.
Λίγο πριν ανέβουμε πάνω από τα σύννεφα πρόφτασα να ρίξω μια ματιά στο Αιγαίο, το οποίο και επέδρασε αγχολυτικά πάνω στην στραπατσαρισμένη διάθεσή μου.
Ραδιενέργεια, στοπ!
Όμως, υπάρχουν και στιγμές κατά τις οποίες νοιώθω μια τρυφερή νοσταλγία για το Ελ Βενιζέλος. Όπως για παράδειγμα αυτές κατά τις οποίες η ατομικότητά μου συρρικνούται ως μέρος μιας εκ των ουκ έστιν αριθμός ουρών αναμονής που προηγούνται των υπηρεσιών του αεροδρομίου Σερεμέτεβο της Μόσχας. Πολύ δε περισσότερο αφού τα ρώσικά μου περιορίζονται στα ντα, νιετ, σπασίμπα, ταβάριτς, Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ Λιένιν, πράβντα, Ισβέστια, Καγκεμπέ, Γκεπεού, περεστρόικα, και στη ρήση του Μαρξ, προλετάρι φσιεχ στρανχ σαεντινίτας, την οποία αναμφιβόλως προφέρω λανθασμένα. Μ’ αυτές τις μελαγχολικές διαπιστώσεις περιμένω τη σειρά μου στο πρώτο από τα μηχανήματα εντοπισμού πονηρών αντικειμένων.
Στις αποσκευές μας δεν βρέθηκε κανένα καλάσνικωφ και στη φόδρα του επενδύτη μου ούτε καν ένα στιλέτο αλλά... Μετά τον πρώτο γενικό έλεγχο, το χειροκίνητο μηχανηματάκι που κρατά ο επιτούτου βλοσυρός Ρώσος, αρχίζει να χτυπά δαιμονισμένα και ‘γω, με τη σειρά μου, αρχίζω ν’ ανησυχώ αφού, αν θυμάμαι καλά, δεν έχω καταπιεί ούτ’ ένα ξυραφάκι πριν ξεκινήσω από την Αθήνα. Αυτό που μου λέει στα ρώσικα ο βλοσυρός πρέπει να σημαίνει ακολούθησέ με κι αυτό που του απαντώ στη διεθνή νοηματική πρέπει να σημαίνει, χωρίς την Αλεξία, βλοσυρέ, δεν πάω πουθενά.
Είναι ένα μικρό και σκοτεινό δωματιάκι γεμάτο μυστηριώδη μηχανήματα αλλά όχι των γνωστών από το σινεμά βασανιστηρίων. Καθώς το χειρήλατο εργαλείο του βλοσυρού περιτρέχει ενδελεχώς το ύποπτο κορμί μου από το κασκόλ μέχρι τις μπότες, μια βελόνα κάποιου μετρητή απέναντί μου κι ένας ακιδογράφος σαν κι αυτούς που καταγράφουν τις σεισμικές δονήσεις στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, συμπεριφέρονται σα να πάσχουν από ντελίριουμ τρέμενς. Τώρα ο Ρώσος αρχίζει να λέει παγερά κάτι στη γλώσσα των προγόνων του, αγνοώντας τ’ αγγλικά των ιμπεριαλιστών με τα οποία η Αλεξία προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. Μύλος! Και όσο ο μύλος αλέθει τους ακατάληπτους φθόγγους, η Αλεξία αποκρυπτογραφεί τη λέξη «ραδιενέργεια» που θα με κάνει να θυμηθώ πως πριν από είκοσι μέρες υπέστην ένα σπινθηρογράφημα για να βεβαιωθώ πως η καρδιά μου αντέχει ακόμα σε κάτι τέτοιες συγκινήσεις. Του το γνωστοποιούμε με λίγα αγγλικά και πολλή παντομίμα και, εν αντιθέσει προς το ύφος του, ο βλοσυρός Ρώσος πείθεται επιτέλους πως δεν είμαι φορέας κάποιας υποδόριας ατομικής βόμβας για να συμπληρώσει το ανάλογο έντυπο. Μ’ αυτό το πολύτιμο έντυπο θα στηθούμε στις ουρές των τεσσάρων ακόμη μεγάλων, και ισάριθμων μικρών, μηχανημάτων ελέγχου σωμάτων και αποσκευών μέχρις ότου πέσουμε στο σμήνος των ταξιτζήδων που περιμένουν σαν κοράκια. Ουφ!
Οι ταξιτζήδες του αεροδρομίου, νόμιμοι πειρατές οι εννιά στους δέκα, ξεκίνησαν τις προσφορές τους από τα εκατόν πενήντα δολάρια και ‘γω, που έχω σπουδάσει την επιστήμη του παζαριού στο Χανχαλίλ και στο Καπαλί Τσαρσί, ξεκίνησα από τα δέκα. Για να ενδώσω εν τέλει στα σαράντα. Για αρχή καλά είναι.
Κι άλλη φορά, όταν καταφέρομαι κατά του κυκλοφοριακού της Αθήνας θα ενισχύω την επιχειρηματολογία μου με την εφιαλτική προοπτική πως θα καταντήσουμε Μόσχα. Αλλά θα προσθέτω και μια έντονη πολιτισμική διαφορά: παρ’ όλο που δεν ξέρω πώς λέγεται το «ρε μαλάκα» στα ρώσικα, ουδείς Ρώσος οδηγός βρίζει, ουδείς κορνάρει και ουδείς αγχώνεται. Βόρειοι, τι περιμένεις!
Το αναμμένο πυρότουβλο
Το Ιντουρίστ Οτέλ είναι ένα από τα πιο άχαρα ορθογώνια παραλληλεπίπεδα κτίσματα της Μόσχας. Κι από τα πιο ψηλά. Είκοσι δύο όροφοι πάνω από το επίπεδο της Κόκκινης Πλατείας και του Κρεμλίνου που απλώνονται από κάτω του. Σε πολλούς απ’ αυτούς τους ορόφους εδρεύουν προσωρινά ή και μόνιμα ξένοι και νεορώσοι επιχειρηματίες. Από το ρείθρο του πεζοδρομίου της Τβερσκάγια Ούλιτσα, μπροστά στην είσοδο του εν λόγω θηριώδους οικοδομήματος όπου και μας ξεφόρτωσε ο πειρατής, μέχρι να διασχίσουμε τις γυάλινες πύλες του πήραμε μια μικρή ιδέα περί του τι σημαίνει εννιά υπό το μηδέν. Άσε, βγαίνουμε αύριο για σουλάτσο.
Ρε, μπας κι έχω πέραση εδώ; Όσο η Αλεξία είναι απασχολημένη με τις ατέλειωτες διεκπεραιώσεις στις υπηρεσίες της ρεσεψιόν, περιφερόμενες Αφροδίτες του Βορρά, απείρου κάλλους, με πλευρίζουν με προθέσεις κάθε άλλο παρά αδιαφανείς. Kαι δεν θ’ αργήσω, φυσικά, να καταλάβω πως εμπορεύονται αυτό το κάτι που η μάνα Φύση επιτάσσει να παρέχεται ελευθέρως και αβιάστως. Τις βλέπεις παντού: στην υποδοχή, στους διαδρόμους, στο ασανσέρ, στο μπαρ, στο εστιατόριο. Μιλάμε για καλλονές που στον «αέρα» τους δεν έχουν τίποτα το κοινό με τις απανταχού αναγνωρίσιμες πόρνες.
Είμαι στον δέκατο όγδοο όροφο, στο δωμάτιο χίλια οχτακόσια δεκαέξι και σε βαθμούς Κελσίου που μάλλον υπερβαίνουν τους τριάντα. Από κάτω μου βρίσκεται το φωταγωγημένο Κρεμλίνο και πιο κει η Κόκκινη Πλατεία, η οποία όταν ξημερώσει το αύριο θα είναι λευκή. Από το χιόνι. Μας χωρίζουν σαράντα περίπου βαθμοί Κελσίου. Το Ιντουρίστ μοιάζει με κούφιο αναμένο πυρότουβλο φυτεμένο στον πάγο. Κατά τις πληροφορίες μου εδώ μέσα έμεναν κάποτε τα μέλη του Πολυτμπυρό του Kουκουσέ της μεταπολεμικής περιόδου. Ίσως και να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι που κοιμήθηκε κι ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο κατά κόσμον Στάλιν. Οποία συγκίνησις!
Ήταν εκείνες οι Εκατό Ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Ήταν η φιγούρα του Λένιν πάνω στο πρόχειρο ξύλινο βάθρο να ξυπνά τον γίγαντα που έκρυβαν μέσα τους τα δισεκατομμύρια των όπου Γης «κολασμένων». Ήταν οι στιγμές που ο μαρξισμός δε φώτιζε μόνο τη σκέψη μιας ελίτ λίγων διανοούμενων επαναστατών αλλά και την κοινωνική εφαρμογή της απ τους πολλούς. Ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η επανάσταση που δεν τέλειωσε με την κατάληψη της εξουσίας αλλά που άρχισε μ’ αυτήν.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου μου με βγάζει βίαια απ’ την ονειροπόληση. Είναι η Αλεξία που δηλώνει έτοιμη να κατέβουμε για δείπνο.
Ένα κόκκινο γαρύφαλλο
Στη ρίζα του Κόκκινου Τείχους του Κρεμλίνου, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, μια άσβεστη φλόγα στον χάλκινο πύραυνο κι ένας στρατιώτης ακίνητος σαν χάλκινο άγαλμα σε στάση προσοχής με τ’ όπλο παραπόδα και το βλέμμα στο πουθενά. Παντού χιόνι. Ψυχή ζώσα ένα γύρω. Μόνο ένας μπόμπιρας, που ανεβαίνει με πολλή προσπάθεια τις τρεις κλίμακες και προχωρεί στον απαγορευμένο χώρο. Κρατά στο χέρι ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Και το αποθέτει πλάι στον αιώνια φλεγόμενο πύραυνο. Αιχμαλώτισα στη μνήμη μου το άψυχο βλέμμα του φαντάρου και το δάκρυ στο μάτι του πατέρα του μπόμπιρα. Ίσως γι αυτό και ν’ αντιστεκόμουν τόσα χρόνια στη σκέψη νά ‘ρθω στη Μόσχα.
Πόσο μίσος, πόση χολή και πόση βία, πόσο ψεύδος, πόσες φυλακές και πόσες εκτελέσεις, πόσοι χωροφύλακες, πόσοι παπάδες και πόσοι στρατοδίκες δεν επιστρατεύτηκαν για να καταπνίξουν αυτή την ανάσταση από τα κάτεργα της μισθωτής δουλείας, απ’ τα δεσμά της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού! Ήταν οι εκατό ήμερες που συγκλόνισαν τον κόσμο, που ανέτειλαν και κύλησαν εδώ, μπροστά μου, πριν από ογδόντα τέσσερα χρόνια, και το αίμα από τη γέννα αυτού του νέου κόσμου έβαψε το έδαφος που πατώ. Κι ήταν ο Τζων Ρηντ, ο έντιμος Αμερικάνος δημοσιογράφος, που κατέγραψε τις «πρώτες δέκα» μέρες της. Κι ήταν ο Αϊζενστάϊν που την ύμνησε με τις εικόνες του. Κι ήταν ο Μαγιακόφσκι που την τραγούδησε με τους στίχους του. Για να γίνουν οι εκατό ημέρες διακόσιες, πεντακόσιες, χίλιες... Και να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, όπως λέει κι ο δικός μας ο Ελύτης.
Τα πόδια μας βουλιάζουν στο φρέσκο χιόνι. Ψιλές πυκνές νιφάδες μας μαστιγώνουν από παντού. Μπαίνουν ακόμη και στις τσέπες όπου τα χέρια μας προσπαθούν να βρουν καταφύγιο. Και τι γάντια να βάλεις όταν πρέπει να χειρίζεσαι αδιαλείπτως τη φωτογραφική που κι αυτή λευκαίνει εν ριπή οφθαλμού από το χιόνι; Η Αλεξία βγάζει το λιλιπούτειο μαγνητοφωνάκι της. «Βρισκόμαστε στο Αλεξαντρόφσκι Γκάρντεν...» παραμιλά με δυνατή φωνή και κατακόκκινη συναχωμένη μύτη, «... που διατρέχει τη δυτική πλευρά του Κόκκινου Τείχους του Κρεμλίνου. Ένα μεγάλο πάρκο... Ωραίο! Έρημο αυτή τη στιγμή. Χιονίζει. Δεν έχουμε αρκετό φως για φωτογράφηση. Έχουμε μια ατμόσφαιρα μουντή. Γκρίζα.
Το πάρκο κατασκευάστηκε στις αρχές του δέκατου ένατου, πάνω στην επιχωμάτωση του ποταμού, κάτσε να δεις... Νεγκλίναγια. Αυτός ο Νεγκλίναγια χυνόταν στον Μόσκοβα, στον κυρίως ποταμό που διασχίζει τη Μόσχα, και κυλάει νοτίως του τείχους... Έχουμε βάλει φιλμ τετρακόσια άζα κι έχουμε φορέσει το μπλε φίλτρο... Ξεπάγιασα! Στοπ».
Όλο το Τείχος διαθέτει δεκαεννιά περιμετρικούς πύργους αλλά μόνο από τους δύο υπάρχει πρόσβαση. Το ψύχος και η ουρά μπροστά στην είσοδο του πύργου της Αγίας Τριάδας θέτει σε δοκιμασία την υπομονή μας. Και το χειρότερο: ο άτεγκτος φρουρός δεν επιτρέπει την είσοδο σε επαγγελματίες φωτογράφους όταν δεν διαθέτουν την ειδική άδεια. Η απόκτηση της οποίας θα μετρηθεί σε ώρες, αν όχι σε μέρες. Ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου, δεν είμαστε επαγγελματίες, τίποτα! Αφήνω λοιπόν το τρίποδο και την τσάντα των φωτογραφικών στο γραφείο φύλαξης κρατώντας μόνο το σώμα της μηχανής στο χέρι, τα φίλτρα στην τσέπη και, ορίστε, είμαι ερασιτέχνης! Περάστε, λέει. Τόσο απλά! Η γραφειοκρατική αντίληψη και η κοινή βλακεία δεν είναι ανταγωνιστικές έννοιες.
Ας το στήνανε στη Σιβηρία!
«... Ό πύργος της Αγίας Τριάδας είναι ο ψηλότερος πύργος του Κρεμλίνου. Εβδομήντα έξι μέτρα ύψος... Χτίστηκε στο τέλος του δέκατου πέμπτου αιώνα και ενώθηκε με τον πύργο Κουτάφια, τον μόνο εκτός Κρεμλίνου, με μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Νεγκλίναγια...» Άσε καλύτερα την τουριστική ξενάγηση, Αλεξία, και πρόσεχε πώς περπατάς στην παγωμένη λασπουριά. Οι Ρώσοι ξέρουν να κάνουν σκι με τα παπούτσια τους, εμείς όχι.
Στα πρώτα χρόνια του επαναστατικού ενθουσιασμού έπρεπε να σφυρηλατηθούν οι δομές της σοσιαλιστικής παραγωγής και κυρίως οι δομές της άμυνας από την εξωτερική στρατιωτική επίθεση και την εσωτερική υπονόμευση. Καταργώντας τη μεγάλη ατομική ιδιοκτησία, ο εργάτης, ο αγρότης κι ο επιστήμονας μετεξελίχτηκαν σε κοινοκτήμονες του κοινωνικού προϊόντος και η έννοια «πατρίδα» απόκτησε νέο περιεχόμενο. Και μόνο αυτό θ’ αρκούσε ώστε η άμυνα απέναντι στην εξωτερική στρατιωτική επιβουλή να γίνει προσωπική υπόθεση του κάθε σοβιετικού πολίτη χωριστά. Όχι πια κρέας για τα κανόνια των φεουδαρχών και των καπιταλιστών αλλά υπερασπιστές ιδίων βωμών και εστιών. Όπερ και εγένετο. Και αποδείχτηκε σε δύο Παγκόσμιους Πόλεμους. Κατά τους οποίους ο κόσμος της εργασίας νίκησε τον κόσμο του μεγάλου κεφαλαίου. Και στους οποίους οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης κατέθεσαν τον μεγαλύτερο φόρο αίματος. Τριάμισι εκατομμύρια νεκροί στον πρώτο και είκοσι εκατομμύρια στον δεύτερο.
Κάθε αρχιτεκτονική επίδοση των σοβιετικών που έχει υποπέσει μέχρι τώρα στην αντίληψή μου, με χαλάει. Το να φτιάχνουν εκείνα τα τεράστια άχαρα οικοδομικά μπάου χάουζ στην περιφέρεια για να βολέψουν εν τάχει τους άστεγους το επικροτώ. Έστω και παραβλέποντας τη μελαγχολική κακογουστιά τους. Αλλά, το να χτίσουν μέσα στο Κρεμλίνο αυτό το κιτσάτο πράγμα που θυμίζει μέγαρο φίλων μουσικής και εχθρών της αρχιτεκτονικής, πολύ μου κακοφαίνεται! Μα πάρα πολύ! Ας το στήνατε στη Σιβηρία, βρε αδερφέ! Ή στον Βερίγγειο, για να τον βλέπουν οι Αμερικάνοι και να ζηλεύουν. Οικοδομήθηκε επί Χρουστσώφ, εκείνου που χτύπαγε το τακούνι του παπουτσιού του στο έδρανο του Οηέ, τον θυμάσαι; Ένα άχαρο κουτί φορτωμένο γυαλί και αλουμίνιο, να τι είναι! Ο Χρουστσώφ το ήθελε για να συνεδριάζουν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κουκουσέ και για να χτυπάει το τακούνι του παπουτσιού του στην έδρα μιας αίθουσας έξι χιλιάδων θέσεων. Τώρα δικαιολογεί την ύπαρξή του στεγάζοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Η ραγισμένη καμπάνα
Όταν ο Ναπολέων κι ο Πειναλέων στρατός του Κουτούζωφ συγκρούστηκαν στο Μποροντίνο το Σεπτέμβρη του Χίλια Οχτακόσια Δώδεκα δημιούργησαν εβδομήντα χιλιάδες πτώματα εκατέρωθεν μέσα σε δεκαπέντε ώρες. Παρωχημένοι πόλεμοι αυτοί αφού σήμερα οι Αμερικάνοι μπορούν να δημιουργήσουν εβδομήντα εκατομμύρια πτώματα με τις ατομικές τους βόμβες μέσα σ’ ένα λεπτό, και, μάλιστα, όχι εκατέρωθεν. Αυτό αφιερωμένο εξαιρετικά για όσους δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει «πρόοδος». Και, πού ‘σαι, ατομική βόμβα έχει και το Πακιστάν και η Ινδία και πολλοί απανταχού της γης μαφιόζοι που αυτοαποκαλούνται και επιχειρηματίες επί το κομψότερο.
Τι έλεγα; Α, ναι, για τους εβδομήντα χιλιάδες φουκαράδες που δεν πρόλαβαν να μάθουν γιατί σκοτώθηκαν. Εμείς όμως πρέπει να μάθουμε, διάολε! Ο Ναπολέων, λοιπόν, άλλος «Μέγας» κι αυτός, πέρασε θριαμβευτικά από την πύλη της Αγίας Τριάδας που περάσαμε και ‘μεις πριν από λίγο, αλλά όχι γλιστρώντας. Μπήκε και τά ’κανε γης Μαδιάμ. Επέταξε τα κτήρια ως ορμητήριο για τη λεηλασία της Μόσχας αλλά και του ίδιου του Κρεμλίνου. Τότε οι Μοσχοβίτες άναψαν εξεπιτούτου μια πυρκαγιά που, μέσα σε τέσσερις μέρες, αποτέφρωσε τα δύο τρίτα της πόλης τους για να μη βρίσκουν οι εισβολείς προμήθειες τροφίμων. Αυτή ήταν η αιτία που, συνεπικουρούντος και του ρώσικου χειμώνα, προκάλεσε τη μεγαλύτερη ήττα του Βοναπάρτη. Το κρέας για τα κανόνια του ξεψύχησε από την πείνα. Κι από έναν στρατό εξακοσίων χιλιάδων ανδρών γύρισαν στα σπίτια τους μόνο οι τριάντα χιλιάδες. Κι ολ’ αυτά γιατί;
Ως προς την «εσωτερική υπονόμευση», εδώ, συγγνώμη αλλά, η Ιστορία έπαθε λόξυγκα. Ο Λένιν ήταν συγχρόνως Δαντών και Ροβεσπιέρος σ’ ένα σώμα. Κι ο ίδιος, μετά τον θάνατό του, λες και μετουσιώθηκε σε δύο σώματα, σε ‘κείνα του Στάλιν και του Τρότσκι. Κι ο ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία, ξέρεις, δεν είναι μικρός. Κυρίως όταν η επαναστατική σκέψη δεν έχει ενηλικιωθεί στις συνειδήσεις εκείνων οι οποίοι πρέπει να είναι οι φυσικοί κοινωνικοί φορείς και συνεχιστές της. Όχι πολύ μετά το θάνατο του Λένιν, και μπρος στις τεράστιες δυσκολίες της οικοδόμησης και της άμυνας, οι αποχρώσεις ανάμεσα στους εχθρούς και στους φίλους άρχισαν να θεωρούνται κάτι σαν «διανοουμενίστικη μικροαστική πολυτέλεια». Οι συλλήψεις, οι στημένες δίκες, οι εκτοπίσεις κι οι εκτελέσεις των εσωτερικών εχθρών και «εχθρών» άρχισαν ν’ αφυδατώνουν την επαναστατική σκέψη και ν’ αναπτύσσεται η γραφειοκρατική φοβική αγκύλωση. Όχι εκατό, αλλά ούτε ένα λουλούδι που δεν ήταν γκρίζο δεν έβρισκε χώρο ν’ ανθίσει. Αλλά αυτά δεν έγιναν αμέσως.
Στη βάση του Κωδωνοστασίου του Ιβάν του Τρομερού, που υψώνεται στα ογδόντα ένα μέτρα, φαίνεται σαν γκρεμοτσακισμένη μια καμπάνα μεγάλη όσο μια γκαρσονιέρα, πλην εγώ είμαι αλλού. Τι έπαθες; Τίποτα, σκεφτόμουν τη Γαλλική Επανάσταση. Και τι σχέση έχει η Γαλλική Επανάσταση με την καμπάνα; Ήταν η πρώτη από τις δύο μεγαλύτερες επαναστάσεις στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Η δεύτερη, η Οκτωβριανή, έγινε ‘δω. Και λοιπόν; Τι και λοιπόν; Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη, η μία, Προλετάριοι Όλων Των Χωρών Ενωθείτε, η άλλη. Η πρώτη κατέληξε στο Βοναπάρτη, και η δεύτερη... αλήθεια, τι καμπάνα ειν’ αυτή; Είναι η μεγαλύτερη και βαρύτερη καμπάνα που κατασκευάστηκε ποτέ. Ζυγίζει διακόσιους τόνους. Προέρχεται από ‘κείνη που έπεσε από το καμπαναριό, που υψώνεται από πάνω μας, και έσπασε, κι αργότερα, το Χίλια Εφτακόσια Τριάντα Εφτά, την έλειωσαν για να κατασκευάσουν αυτήν εδώ. Το μέταλλό της ήταν ακόμη ρευστό στο καλούπι του χυτηρίου όταν της ρίξανε κρύο νερό, από λάθος ίσως, με αποτέλεσμα ν’ αποκολληθεί ένα κομμάτι της, αυτό που είναι μπροστά μας. Ιδού η σχέση, της λέω, έτσι γίνεται στην αρχή με όλα τα μεγάλα πειράματα! Εννοείς ότι και οι δύο επαναστάσεις απέτυχαν; Κάθε άλλο, μας άφησαν από μια πολιτισμική κληρονομιά κι από μια πείρα που η μία συμπληρώνει την άλλη. Κάθε μεγάλη πορεία αρχίζει πάντα από ένα βήμα, όπως είπε ο Μάο Τσε Τουνγκ, μόνο που τα βήματα της Ιστορίας δεν μετρώνται με τον ανθρώπινο διασκελισμό. Μετρώνται με αιώνες.
Διάβασέ μου, τώρα, τι ειν’ αυτό το κοιτάχτεμε που μόλις φωτογράφησα. Είναι ο Καθεδρικός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον παράγγειλε ο Ιβάν ο Τρομερός στη θέση ενός προϋπάρχοντος που κατέρρευσε από σεισμό. Εδώ, από τον Δέκατο Τέταρτο αιώνα και πέρα, στέφονταν οι πρίγκιπες και θάβονταν οι μητροπολίτες και όλοι οι Πατριάρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όλη η παραεξουσία, δηλαδή! Μάλλον η υπερεξουσία, θά ‘λεγα. Κι αυτό το θηρίο;...
Είναι και το Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου, σχεδόν τετράγωνο, με μήκος πλευράς εκατόν είκοσι πέντε μέτρα. Το είχε παραγγείλει ο Νικόλαος ο Άλφα το Χίλια Οχτακόσια Τριάντα Εφτά και πέρασαν δώδεκα χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί. Εκατό χρόνια αργότερα έγινε έδρα του Ανώτατου Σοβιέτ και τώρα είναι χώρος υποδοχής ξένων αξιωματούχων. Ωραίο κτήριο, δε λέω!
Άλλο το βάδην κι άλλο το γλιστρείν
Καμιά ελπίδα να διαπεράσει ο ήλιος αυτή τη γκριζάδα. Στην Ελλάδα είναι μεσημέρι και ‘δω τ’ αυτοκίνητα κυκλοφορούν με τα φώτα πορείας αναμμένα. Κάθε τόσο καθαρίζω τα γένια μου από τα μικρά κρύσταλλα πάγου. Από το κεφάλι μέχρι τ’ ακροδάχτυλα των ποδιών φέρω τη μισή χειμερινή μου γκαρνταρόμπα. Άλλο τόσο φασκιωμένη είναι και η Αλεξία, έχοντας εξ αυτού διπλασιάσει το εκτόπισμά της. Κι ωστόσο, έτσι και σταματήσουμε το βάδην είμαστε τελειωμένοι. Θα μετουσιωθούμε σε παγοκολόνες. Ποιο βάδην, δηλαδή, μάλλον την αγωνιώδη προσπάθεια να μη γλιστρήσουμε και σπάσουμε κανένα κόκαλο πρέπει να πω. Οι Ρώσοι είναι καταπληκτικοί. Καθώς βαδίζουν απολύτως στέρεα εκεί που εμείς μετεωριζόμαστε έντρομοι, επισημαίνουν εξ αποστάσεως το σημείο που γλιστρά θανατηφόρα και το προσπερνούν παγοδρομώντας με τα παπούτσια ένα δύο μέτρα, όσο είναι, με τον πιο φυσικό τρόπο. Νέοι, γέροι, γυναίκες άντρες, όλοι. Κι ούτε γελούν, ούτε παίζουν. Απολύτως σοβαροί. Και στο βαδίζειν και στο γλιστρείν. Νομίζω πως ψυχολογικά προετοιμάζομαι γι’ αποστολή στην Αλάσκα.
Οι λαοί ή, έστω, οι επαναστατικές τους πρωτοπορίες, απόθεσαν εν πολλοίς τις ελπίδες τους στη μεγάλη Σοβιετική Ένωση και δεν στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο στις δικές τους δυνάμεις. Επαναπαύτηκαν σ’ ένα επιτυχημένο μοντέλο επανάστασης και δεν μέτρησαν τις δικές τους ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Με τον καιρό η Τρίτη Διεθνής άρχισε να εκφυλίζεται σε μια γκρίζα άτεγκτη πυραμίδα με κορυφή της τη Μόσχα, κι όχι σ’ έναν ανθώνα φυσικών, πολιτισμικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων. Κι όχι σ’ ένα πεδίο ανάλυσης, αντιπαράθεσης και σύνθεσης των επαναστατικών ιδεών. Αντ’ αυτού αναπαρήχθη η αντιδραστική αντίληψη ότι και καλά η ορθή κρίση είναι αποκλειστική ιδιότητα του ισχυρότερου. Κι αν θες να ξέρεις, το να ισχυρίζεσαι πως γι αυτή την εξέλιξη ευθύνεται ένα μόνο πρόσωπο, ο Στάλιν εν προκειμένω, δεν κάνεις τίποτ’ άλλο παρά να αναπαράγεις την ίδια θεολογική άποψη. Ο όποιος Στάλιν θα ήταν ένα μεγάλο Τίποτα αν δεν λιβανιζόταν από δεκάδες παρακεντέδες τύπου Χρουστσώφ. Ο δρόμος, λοιπόν, για έναν νέου τύπου ιμπεριαλισμό άνοιξε. Και θα ονομαστεί εύστοχα σοσιαλιμπεριαλισμός. Για ν’ ακυρώσει τους στόχους όπως αυτοί διακηρύχτηκαν από τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τη Λούξεμπουργκ, το Λένιν, την Τσέτκιν, τους ναύτες του Ποτιέμκιν...
Οι Νεορώσοι
Και πάλι στο Τείχος του Κρεμλίνου. Αλλά, νύχτα αυτή τη φορά. Ραντεβού με τις Ρωσίδες «μου», τη Μαρίνα, τη σκηνοθέτιδα και την Άννια, την ηθοποιό της, που έπαιξαν στον καμβά της ιστορίας μου για τους Φιλίππους, στο Γεωτρόπιο, θυμάσαι; Στη νέα Ρωσία που τώρα όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται, μια γωνιά του Κόκκινου Τείχους έχει γίνει ένα από τα σούπερ γκλάμουρους φαγάδικα για τους νεόπλουτους Ρώσους. Κι αν δεν τό ‘βλεπα, δεν θα το πίστευα. Ο Γκαρνταρόμπας επιμένει να μου πάρει το επανωφόρι και την φωτογραφική τσάντα έναντι ενός αριθμού χαραγμένου σε πλαστικό. Δεν είσαι καλά, ρε μεγάλε! του λέω σε άπταιστα ελληνικά, και συ κάτω τα χέρια, λέω στον άλλο που επιχειρεί να μου το βγάλει. Η Μαρίνα με κοιτά σχεδόν ενθουσιασμένη πιστεύοντας ότι παίζω κάποιο κινηματογραφικό ρόλο, η Άννια γοητευμένη διότι με βρίσκει σουιγκένερις ενώ η Αλεξία προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι θέλουν απλώς να μου τα φυλάξουν. Μα καλά, υπάρχουν κλέφτες σ’ ένα τόσο καθωσπρέπει μέρος; Όχι αλλά ο κανονισμός... Ο Σεργκέι που, απ ότι φαίνεται, δεν έχει καταλάβει τίποτα το γλεντάει με την ψυχή του. Εντέλει ενέδωσα ως προς το επανωφόρι αλλά κέρδισα τη μάχη ως προς την τσάντα με τα φωτογραφικά. Ε, όχι και τα φωτογραφικά, μην τρελαθούμε κι όλας!
Όσο οι τρεις τους θαυμάζουν το Γεωτρόπιο με τις φωτογραφίες μου από τους Φιλίππους, σε μερικές απ τις οποίες παίζουν και η Άννια με τη Μαρίνα, εγώ και η Αλεξία προσπαθούμε ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το μενού και το μόνο που καταφέρνουμε είναι να εντοπίσουμε μερικά από τα χαβιάρια, τους σολομούς και τα μποζολέ από τη λίστα των κρασιών. Να, αυτό θα πάρω! της λέω. Μα είδες την τιμή του; είναι εξωφρενική! Συγγνώμη αλλά εμείς επιμείναμε για την πιτσαρία της Τβερσκάγια Ούλιτσα κι αυτοί ήθελαν καλά και σώνει να μας κεράσουν εδώ! τι να παραγγείλω; μία πατάτες τηγανητές με ολίγη ρώσικη; Μη μας περάσουν και για προλετάριους και γίνουμε ρεζίλι! Να, θα πάρω κι αυτό το κβας που είναι, λέει, από, κριθάρι σίκαλη και αλκοόλ.
Είναι πολύ διαφορετικές απ’ ότι το Σεπτέμβρη στη Δράμα και στους Φιλίππους. Η Μαρίνα, με τα γουναρικά και τα σικ ενδότερά της, μου προκύπτει ως μία πολύ καθωσπρέπει μεγαλοαστή και, μάλιστα, με μια ανεπαίσθητη αύρα σοβαρής μπίζνεσγούμαν. Ίσως και λόγω της παρουσίας του Σεργκέι, του άντρα της. Η Άννια, η ξένοιαστη πεταλούδα του αρχαίου μακεδονικού θεάτρου, είναι σήμερα ένα καλά φροντισμένο θηλυκό που γνωρίζει καλά, και ασκεί ευδοκίμως, ως και αυτήν ακόμη τη στιγμή, την τέχνη του γοητεύειν. Για να μη μιλήσω για το αυτοκίνητο με το οποίο μας έφεραν. Ο Σεργκέι όμως, πρέπει να πω πως, είναι το κάτι άλλο: σχεδόν νεαρός με μογγόλικα χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο παιδιού που δεν λέει να σβήσει από το πρόσωπό του.
Οι δίσκοι φεύγουν με άδεια πιάτα κι επιστρέφουν με γεμάτα, και μάλιστα με ταχύτητα αξιοπρόσεκτη. Ο Σεργκέι, δεν ξέρω αν τό ‘χει καταλάβει αλλά, εδώ και κάμποση ώρα μου δίνει μια λίαν μεστή συνέντευξη. Της οποίας η κατακλείδα είναι λίγο πολύ η εξής: «...δεν μπορώ να στο εξηγήσω αλλά, να, είναι σαν ένα πρωί μερικοί Ρώσοι να ξυπνήσαμε πλούσιοι...» Κατά συνέπεια, Σεργκέι, μερικοί άλλοι θα πρέπει να ξύπνησαν φτωχοί. «Ακριβώς έτσι έγινε. Εμείς οι νεοΡώσοι συνιστούμε δυο βασικές κοινωνικές κατηγορίες, τους νεόπλουτους και τους νεόπτωχους». Ναι, αλλά το ερώτημά μου παραμένει: ποια είναι η πρωτογενής συσσώρευση του αρχικού κεφαλαίου; Ο καπιταλισμός, εξ όσων γνωρίζω, δεν γεννιέται από το τίποτα και από τη μια μέρα στην άλλη, κι εδώ και ογδόντα χρόνια στη Ρωσία, απ ότι ξέρω, δεν υφίσταται κάποια ιστορική αστική τάξη με την κλασική της μορφή και με τους κληροδοτικούς της μηχανισμούς. «Η αρχική συσσώρευση έχει δυο πηγές: η μια βασίζεται στις περιουσίες που αποχτήθηκαν παράνομα εδώ και πολλές δεκαετίες από διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς και που δεν μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν με το προηγούμενο σύστημα και η άλλη βασίζεται στην εγκληματικότητα με την κλασική της μορφή. Κι όταν ουσιαστικά κατέρρευσε το σοβιετικό νομοθετικό πλαίσιο, δημιουργήθηκε στην πράξη κάτι σαν νομοθετικό κενό και τότε πολλές μορφές, οικονομικού κυρίως, εγκλήματος βρέθηκαν στο απυρόβλητο. Σ’ αυτή τη βάση αναδύθηκε η Μαφία όπως την ονομάζετε εσείς». Γιατί, εσείς πώς την ονομάζετε; «Μάφια», μου απαντά γελώντας. Η αφοπλιστική του αφέλεια, και η καλή μου ανατροφή, δεν μου επέτρεψαν να τον ρωτήσω πώς βρέθηκε μεταξύ αυτών «που ένα πρωί ξύπνησαν πλούσιοι».
Άνθισαν οι Επιστήμες και σ’ ένα μεγάλο βαθμό οι Τέχνες. Το βασικό κίνητρο για τις Επιστήμες ήταν περισσότερο ο ανταγωνισμός με το αντίπαλο δέος και λιγότερο ο ίδιος ο Άνθρωπος. Η αξία όμως του επιστημονικού επιτεύγματος οφείλει να έχει ανθρωποκεντρικά κριτήρια και να μετριέται από τη συμβολή του στην ποιότητα ζωής της κοινωνίας των ανθρώπων σε αρμονία με το φυσικό τους περιβάλλον. Άλλως, το επιστημονικό επίτευγμα, γίνεται μοχλός για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας των ανθρώπων σε πελατειακό εσμό, γίνεται μέσο πολιτισμικού εξανδραποδισμού, γίνεται εργαλείο μαζικής καταστροφής. Άνθισαν και οι Τέχνες σ’ ένα βαθμό, δεν λέω, αλλά οι Τέχνες, ως οι υψηλότερες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού δεν επιδέχονται διοικητικό καπίστρι. Δοκιμάζονται και κρίνονται μόνο από την ίδια την κοινωνική συνείδηση, της οποίας και είναι έκφραση. Ο «Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός» έγινε μονόδρομος και κάθε μονόδρομος στην Τέχνη οδηγεί στην αποστέωση και στο Κιτς.
Ένα μαγαζάκι μια σταλιά στον τρίτο όροφο του Ιντουρίστ γεμάτο κούκλες, κεντίδια, πολύχρωμα μπιχλιμπίδια και αντικείμενα μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που φέρνει στο νου τον Τολστόι. Το διευθύνει μια γλυκύτατη γεροντοκόρη, έτσι τη βάφτισα, με μυωπικά γυαλάκια και εσωτερική αξιοπρέπεια. Νομίζω πως αν κατάφερνα να επικοινωνήσω μαζί της θα μάθαινα για τις ωραιότερες πλευρές της Ρωσίας. Δεν έχει σπουδαίο μπουφέ αλλά αποφασίσαμε να ξανάρθουμε όσο γίνεται περισσότερες φορές. Έχει, πάντως, καλό παλιό και όχι ακριβό κρασί.
Η Ιστορία στον κόκκινο γρανίτη
Αυτή λοιπόν είναι η Κόκκινη Πλατεία! Η Κράσναγια Πλόσαντ! Στέκω βουβός στο οδόστρωμα που εκτείνεται πεντακόσια μέτρα μπροστά απ’ τα μάτια μου και προσπαθώ να πιστέψω ότι είμαι ‘δω. Συνέβη λοιπόν κι αυτό! Την έχω δει αμέτρητες φορές, έγχρωμη, μαυρόασπρη, ευρυγώνια, από ψηλά, από χαμηλά, από πλάγια, χιονισμένη, ηλιόλουστη, με ένστολες επετειακές παράτες, με πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις, τουριστική, επαναστατική, αλλά... είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω με τα δικά μου μάτια. Άδεια.
Χωρίς την περίφημη ουρά των προσκυνητών που κατέληγε στην είσοδο του Μαυσωλείου του Λένιν. Μια ουρά που δεν διακόπηκε ούτε λεπτό επί εβδομήντα τόσα χρόνια. Δεν θα μπούμε στο Μαυσωλείο; Εγώ, όχι! Ούτε προσκύνησα κι ούτε θα προσκυνήσω μούμιες ποτέ. Εννοείται πως κι ο ίδιος ο Λένιν ήταν αντίθετος σ’ αυτές τις μεταφυσικές ανοησίες. Η Κρούπσκαγια, η χήρα του, εκφράζοντας την επιθυμία του, ζήτησε να μην υψώσουν μνημεία και να μην κάνουν πομπώδεις παράτες στ’ όνομά του. Αλλά ποιος την άκουγε; Ο Στάλιν ήξερε να εκμεταλλευτεί ακόμα και τον θάνατό του. Ένας ταριχευμένος Λένιν που θα προσκυνείται σαν άγιος είναι χρήσιμος για τη «χειραγώγηση των μαζών» όσο χρήσιμος ήταν και ζωντανός για την επαναστατικοποίησή τους.
Μια δεκοχτούρα στη μπάρα του κιγκλιδώματος μπροστά μου. Κρυώνει νομίζω. Την πλησιάζω. Δεν με φοβάται. Κάτι σκυλιά πιο ‘κει παίζουν μεσ’ το χιόνι. Ένας φρουρός αγρυπνά μην και περάσει κανείς λάθρα απ το κιγκλίδωμα χωρίς εισιτήριο, και μάλιστα με φωτογραφική μηχανή. Ένας παπάς με μια ντουντούκα στα σκαλιά του Ιστορικού Μουσείου που κάτι εκφωνεί. Τώρα πια ποιος τους πιάνει τους παπάδες! Επιβίωσαν ως παρακράτος και τώρα επανήλθαν ως παραεξουσία. Κοιτάζω μεσ’ απ’ τον τηλεφακό μου την από κόκκινο γρανίτη είσοδο του Μαυσωλείου. Ελάχιστοι οι προσκυνητές. Όσες και οι ευτραφείς εργάτριες του Δήμου που εκχιονίζουν το χώρο με τα φτυάρια τους. Πάμε από την απέναντι πλευρά της πλατείας, θέλω να φωτογραφίσω το Ιστορικό Μουσείο. Είναι, ένα από τα ωραιότερα κτήρια της Μόσχας.
Του Κινέζου πιλότου
... Και πού έχει πιάτσα ταξί; Ο Θανάσης ο Έλλην σηκώνει το χέρι και σταματά τον πρώτο τυχόντα εποχούμενο. Πάει κοντά και κάτι του λέει. Μπείτε μέσα! Μπαίνουμε. Μα, πώς;... Είναι ριζωμένο στην κουλτούρα των Ρώσων, μας εξηγεί, μόνο που τώρα σου λένε, θέλω τόσα, αλλά όσα κι αν σου πούνε είναι λιγότερα από ένα επαγγελματικό ταξί. Σταματάμε σε μια κατασκότεινη περιοχή στην οποία χωρίς τον Θανάση και την Εύη δεν θα υπήρχε περίπτωση να κυκλοφορήσω, και κυρίως με την Αλεξία δίπλα μου. Κατεβαίνουμε κάτι στενά κι απότομα σκαλιά που θυμίζουν μπουρδέλο της Ακομινάτου της δεκαετίας του ‘Πενήντα. Ένας φουσκωτός, μα τόσο φουσκωτός που θέλω να τον ρωτήσω σε ποιο βουλκανιζατέρ γυμνάζεται, δέχεται τα ψιθυριστά διαπιστευτήρια του συνΈλληνά μου. Αλλά ο τρόπος που αυτό το διογκωμένο κτήνος κοιτά εμένα συγκεκριμένα τη στιγμή που το προσπερνώ, μου προκαλεί μια παγωμένη ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Δεν του αρέσω.
Είναι το μπαράκι του «Κινέζου Πιλότου Τζάου Γκντα». Ποιος ήταν αυτός ο Τζάου Γκντα, κανείς δεν ξέρει να μου πει. Τρεις τέσσερις συνεχόμενοι χώροι και μια ατμόσφαιρα κατακόμβης. Κι από μια άποψη, είναι κατακόμβη. Για μια νεολαία που, όπως όλες οι νεολαίες του κόσμου, αναζητά το διαφορετικό. Την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, του καινούργιου, ιδιαίτερα αν έχει τη γλύκα του παράνομου. Όχι πια Κομσομόλ! θα μού ‘λεγε ένας οποιοσδήποτε απ αυτούς. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως το μπαράκι του Κινέζου Πιλότου Τζάου Γκντα είναι επιχείρηση της νέας ανερχόμενης τάξης που προσωρινά ακούει στο όνομα Μάφια. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως τα βαποράκια της ηρωίνης ή της κόκας υφέρπουν κάπου εδώ γύρω μου. Η μουσική που ακούμε και που δεν είναι ρώσικη, έχει ποιότητα. Ο Θανάσης ο Έλλην ψάχνει απεγνωσμένα να μας βρει τραπέζι και ‘γω ακουμπώ στη μπάρα που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα σπασμένο φτερό πολεμικού αεροπλάνου. Τι κόσμος γεννιέται στη Ρωσία αδυνατώ να καταλάβω. Κι ο φουσκωτός να περιφέρεται γύρω μου. Μα ποιος νομίζει ότι είμαι τέλος πάντων; Δε μου λες ρε Αλεξία, μήπως έχει βάλει στο μάτι εσένα; Η Αλεξία γελά. Όλο γελά η Αλεξία, ενθουσιασμένη απ το οτιδήποτε αυτής της εμπειρίας. Δεν αντέχω: Ρε μάγκα, του λέω, σε πιο βουλκανιζατέρ βολεύεσαι; Γουάτ; Νάθινγκ, νάθινγκ, του απαντώ χαζογελώντας, δήθεν φιλικά. Απ αυτή τη στιγμή και πέρα δεν με ξαναπλησίασε.
Μια άτεγκτη γραφειοκρατία, που είχε σαν κύριο μέλημά της την «οικονομική βοήθεια» και άρα τον πολιτικοστρατιωτικό έλεγχο πάνω σε χώρες που ήθελαν να ξεφύγουν από την αμερικάνικη κυριαρχία, καθόρισε το στίγμα της εξωτερικής πολιτικής της όψιμης Σοβιετικής Ένωσης. Το στίγμα του σοσιαλιμπεριαλισμού. Και την ίδια στιγμή, αυτή η γραφειοκρατική ιντελιγκέντσια, έδειχνε σα να μην υποψιαζόταν πως οι πολίτες της δεν αλληθώριζαν απλώς παρά κοιτούσαν στα ίσα προς το «δυτικό τρόπο ζωής». Το οικοδόμημα είχε καταρρεύσει πολύ πριν ακουστεί ο βρόντος της πτώσης του. Τα πειράματα Γκορμπατσώφ, Γιέλτσιν και Πούτιν δεν ήταν παρά η ομαλή, κατά το μάλλον ή ήττον, διαδικασία επιστροφής στον καπιταλισμό. Νεορώσοι και Μάφια είναι η πρώτη ύλη. Και εις ανώτερα!
Ο Θανάσης ο Έλλην έχει σπουδάσει και ζει πολλά χρόνια εδώ. Είναι ανταποκριτής του Μέγκα και της Ελευθεροτυπίας και μέσα στις επόμενες μέρες θα συναντήσει τον Πούτιν. Και, βέβαια, μας βρήκε τραπέζι. Μεγάλε! Περνάνε συχνά ξένα συγκροτήματα από δω, λέει. Σήμερα περιμένουν μια Γαλλίδα τραγουδίστρια, γι’ αυτό και είναι φουλ. Προ καιρού, μάλιστα, πέρασε κι ένα συγκρότημα γύφτων από τα Γιάννενα που περιοδεύει με τα κλαρίνα του σ’ όλη την Ευρώπη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» σε Ρομ εκτέλεση εν μέση Μόσχα. Καλά, ε! δε σου λέω τίποτα! Λοιπόν, Θανάση, θέλω να μου εξηγήσεις μια σειρά πράγματα για τη σημερινή πραγματικότητα στη Ρωσία. Στη διάθεσή σου!
Τβερσκάγια Ούλιτσα
Πρόσεχε, θα γλιστρήσεις! Μείνε ήσυχη, προσέχω, κοίτα τον εαυτό σου καλύτερα, που είσαι και κάπως ασταθής! Διατρέχουμε γι ακόμη μια φορά τη δική μας, την Τβερσκάγια Ούλιτσα. Είναι μια από τις πιο όμορφες και τις πιο ζωντανές λεωφόρους της Μόσχας. Τον Δέκατο Ένατο αιώνα ήταν γεμάτη θέατρα, εστιατόρια, κυβερνητικά κτίρια, μπουτίκ μόδας, ξενοδοχεία αλλά, με τις παρεμβάσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού άρχισε να χάνει το ύφος της. Πρόσεχε, θα γλιστρήσεις! Ήρέμησε, ρε παιδάκι μου, προσέχω. Σου δίνω την εντύπωση του ανισόρροπου;... Το Θέατρο Μπολσόι, το Δημαρχείο, το άγαλμα του Ντολγκορούκι, του ιδρυτή της ... Και στο σημείο αυτό βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο σκληρό παγωμένο χιόνι. Τι γελάς, ρε Αλεξία, τόσο αστείο σου φάνηκε;
Μπήκαμε, εγώ κουτσαίνοντας, στο πιο παλιό και στο πιο φημισμένο κατάστημα τροφίμων της Μόσχας, στο Γιελισέεφ. Στη δεκαετία του Χίλια Οχτακόσια Είκοσι ανήκε στην πριγκίπισσα Ζινάιντα Βολκόνσκαγια και δω, στις λογοτεχνικές βραδιές της, κατέβαζε τις βότκες του κι ο Πούσκιν. Δεν με νοιάζει που βροντοκοπάνησα τον δεξή γλουτό μου στο παγωμένο χιόνι, αρκεί που τα φωτογραφικά μου είναι σώα και αβλαβή. Κι αργότερα το αγόρασε αυτός ο Γιελισέεφ και το μεταμόρφωσε σε κατάστημα πολυτελείας, διακοσμώντας το μ’ αυτά τα βιτρό, τους τεράστιους καθρέφτες, τα κρυστάλλινα πολύφωτα, τα ξυλόγλυπτα, τα χαβιάρια... Όχι, τα χαβιάρια κι όλ’ αυτά τα γαστρονομικά αριστουργήματα προσετέθησαν αργότερα. Επί Στάλιν, θά ‘λεγα.
Λοιπόν, πέσ’ μου, τι λέει τώρα το πρόγραμμα; Μπορείς να περπατήσεις; Κανένα πρόβλημα, έχω ραδιενεργό προστασία. Προτείνω να πάμε πρώτα στο Γκουμ. Τι ειν’ αυτό; Στο είπα και χτες αλλά δεν θυμάσαι! Τι να γίνει, γεράματα! Είναι η σκεπαστή αγορά δίπλα στην Κόκκινη Πλατεία. Έχει αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Λειτουργεί περισσότερο από έναν αιώνα. Συμφωνώ, παρακάτω. Μετά λέω να φωτογραφήσουμε το ξενοδοχείο Νασιονάλ, αυτό το γωνιακό που είναι μεσοτοιχία με το δικό μας, το Ιντουρίστ. Ο Λένιν έμεινε μια ‘βδομάδα εκεί, το Χίλια Εννιακόσια Δεκαοχτώ, στο δωμάτιο εκατόν εφτά. Αυτά είναι πολύ προσωπολατρικά για τα γούστα μου, δε με συγκινούν, παρακάτω. Κολλητά είναι το Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ και λίγο πιο πέρα η Εθνική Βιβλιοθήκη. Ιδρύθηκε το ‘Είκοσι Πέντε και είναι μια από τις τρεις μεγαλύτερες Βιβλιοθήκες του κόσμου. Ενδιαφέρον, άλλο! Το Παλάτι των Ρομανώφ... Άσε, αυτό μας πέφτει λίγο μακριά για σήμερα, δεν θα προφτάσουμε. Πάμε αύριο.
Περίμενα να βρω τη Μόσχα γεμάτη ζητιάνους, και άστεγους. Να κοιμούνται σε χαρτοκιβώτια ή στοιβαγμένοι στις υπόγειες διαβάσεις του Μετρό. Περίμενα να την βρω γεμάτη ληστές, μέιντ ιν γιουεσέι σε κάθε σκοτεινή γωνιά, του στυλ τα λεφτά σου ή τη ζωή σου. Κάποιος από την Αθήνα, αμφιβόλου αξιοπιστίας, μου είχε πει πως αυτό παρατηρείται μόνο στις περιφερειακές συνοικίες και πως το κέντρο έχει «καθαρίσει» από τους νεοκλοσάρ για λόγους τουριστικούς. Δεν ξέρω, μπορεί νά ‘ναι κι έτσι. Ξέρω όμως πως έχουμε διατρέξει όλο το Ιστορικό Κέντρο, από το μνημείο του Πούσκιν μέχρι το Κρεμλίνο, κι απ το Κρεμλίνο μέχρι το Λευκό Οίκο και δεν μέτρησα πάνω από δέκα επαίτες. Ηλικιωμένες γυναίκες κυρίως, στις σκάλες των υπόγειων διαβάσεων του Μετρό. Αντιθέτως, είδα πολλούς υπαίθριους μικροπωλητές και μικροπωλήτριες που, ενώ θα τις φανταζόμουν ρακένδυτες, άβαφες, και πρόωρα γερασμένες, είναι όλες βαμμένες, περιποιημένες και καλοντυμένες. Κουκλάρες, μερικές απ αυτές. Και γενικώς οι Μοσχοβίτισες είναι κουκλάρες, αν και κάπως παγερές για τα γούστα μου.
Πρέπει να κυκλοφορήσουμε και με το Μετρό. Κατασκευάστηκε στη δεκαετία του ‘Τριάντα, στα χρόνια του Στάλιν, κι έχει εκατόν σαράντα τέσσερις σταθμούς, πολλοί από τους οποίους θεωρούνται ύψιστης αισθητικής. Άσε που αποτελεί και μια ολόκληρη αγορά κάτω απ την πόλη! Και το Σάββατο, μαζί με τον Θανάση τον Έλληνα και την Εύη την καλή του θα πρέπει να αποδυθούμε σ’ ένα αγοραστικό και φωτογραφικό σαφάρι στο περίφημο παζάρι Ιζμαϊλοβο, στην περιφέρεια της Μόσχας. Πρέπει... Πρέπει να φωτογραφίσω έστω και μία από τις «Εφτά Αδερφές», έστω και έναν από τους εφτά γοτθικοσταλινικού ρυθμού πομπώδεις ουρανοξύστες που κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες του ‘Σαράντα και του ‘Πενήντα. Πρέπει να πάμε και στην Αρμπάτ. Είναι αδιανόητο να φύγουμε από τη Μόσχα χωρίς νά ‘χουμε περπατήσει την Αρμπάτ, την πιο ιστορική συνοικία της πόλης. Δεν έχεις ακούσει για τα «Παιδιά της Αρμπάτ»; Για μένα είναι κάτι σαν τάμα. Πρέπει... Έχουμε πολλά να κάνουμε ακόμη αλλά, ξέρεις κάτι; Αυτή τη στιγμή το μόνο που πρέπει είναι να πάμε στο μαγαζάκι μας, στον τρίτο όροφο του Ιντουρίστ, στην κυριούλα με τα μυωπικά γυαλάκια και την εσωτερική αξιοπρέπεια για να μας ταξιδέψει στον κόσμο του Τολστόι...
Πες μου ότι ο παγκοσμιοποιημένος, και μονοδιάστατος πλέον, ιμπεριαλισμός, παρά την πείνα και τη δυστυχία που παράγει, παρά τα εκατομμύρια πρόωρα πτώματα που προκαλεί για να μπορεί να υφίσταται ως τοιούτος, πες μου ότι είναι μονόδρομος. Πες μου, αν θες, ότι αυτή είναι η μοναδική ιστορική νομοτέλεια, η φυσική εξέλιξη, ή πες μου πως είναι Θεία Βούληση. Πες μου ό,τι θες. Πες ότι είμαι ρομαντικός και φευγάτος. Είμαι όμως ή, έστω, προσπαθώ να παραμείνω, Άνθρωπος και όχι μια ακόμη ενεργούμενη ρεπλίκα. Κι αν αυτό το υπερασπιστώ ενεργά μαζί με άλλους, πες το Επανάσταση. Θά ‘ναι η Τρίτη μεγάλη στην Ιστορία του Ανθρώπου. Μπορεί και η τελευταία, αν αποτύχει.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...