ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ

Front Picture: 

Έξω ο καιρός λυσσομανά. Ο ουρανός μαστιγώνει τη γιούρτα μας μ’ ένα χοντρό χαλάζι. Άγρια κλασσική μουσική βροχής με βρόντους από τα πλήκτρα ενός αλλοπαρμένου Μπετόβεν. Η γιαγιά μάς λέει κάτι σαν καληνύχτα και χάνεται σαν αερικό μες στη βροχή και την αντάρα. Αφεθήκαμε στο δέος.


Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.387/13.08.2007


 



Θα διασχίζουμε αυτά τα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά για να φτάσουμε σε μια οροπεδινή λίμνη, γνωστή ως Σον Κολ. Η χώρα στης οποίας την επικράτεια βρισκόμαστε λέγεται Κιργισία, ή αλλιώς Κιργιστάν, με πρωτεύουσα το Μπίσκεκ. Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μία από τις Δημοκρατίες της. Τώρα θεωρεί τον εαυτό της ανεξάρτητη χώρα, αν ευσταθεί να μιλάμε για ανεξάρτητες χώρες σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, και προσπαθεί να πάρει τα πάνω της ανακαλύπτοντας εξ’ αρχής τον καπιταλισμό στην πιο πρωτόγονη και μπρούτα μορφή του.



Ο οδηγός μας που ακούει στο όνομα Γιουσούφ είναι πολύ συμπαθής, αναμφίβολα πιστός μουσουλμάνος, όχι όμως και φανατίλας. Αφού εμείς δεν μιλάμε τα ρώσικα κι αφού αυτός δεν μιλάει τ’ αγγλικά, καταφεύγουμε, ως συνήθως, στη διεθνή νοηματική, υποβοηθούμενη, βεβαίως, και από ηχητικά θραύσματα διαφόρων γλωσσών, όπως «γκουντ», «σπασίμπα», «μερσί», «ταβάριτς» και άλλα. Δεν έχω ιδέα του περί πόσες ώρες θα κάνουμε για να φτάσουμε σ’ αυτήν την Σον Κολ. Ξέρω όμως ότι θα κοιμηθούμε σε κάτι γιούρτες σαν κι αυτές που έχω δει σε μια θαυμάσια ταινία του Μιχάλκοφ, όπου μια γιαγιά σκότωνε τον χρόνο της σπάζοντας τσίκι τσίκι τις φουσκάλες από ένα πλαστικό υλικό συσκευασίας. Αυτή η ταινία με την γιαγιά μας έφερε μέχρις εδώ. Βέβαια το συγκεκριμένο φιλμ αναφερόταν στη Μογγολία,  γιούρτες ωστόσο διαθέτει και η  Κιργισία, οπότε στο μεταξύ θα βολέψουμε την φαντασίωσή μας μ’ αυτές. Όσο για τη Μογγολία, που θα μας πάει, αργά ή γρήγορα θα την επισκεφτούμε κάποτε κι αυτήν!


 

 



Χωματόδρομος. Απ’ αυτούς που βλέπεις ν’ αγκομαχάει κάποιο σαράβαλο φορτηγό και λες, να, όπου να’ ναι γκρεμοτσακίζεται. Υψόμετρο τρεις χιλιάδες και βάλε. Στο φόντο του πίνακα, απαστράπτοντα ρυάκια και πάλλευκα σύννεφα σε καταμπλέ ουρανούς. Ένας ορίζοντας που χύνεται στο άπειρο. Στο βάθος, μακριά, γυαλίζει ένα μέρος από τη λίμνη του φανερού πόθου μας και κάποια σκόρπια κοπάδια από νωθρά μεγαλόσωμα χορτοφάγα. Από τον Γιουσούφ θα πληροφορηθούμε πως, αν θέλουμε,  μπορούμε να τη διατρέξουμε περιφερειακά ιππαστί, αλλά θα χρειαστούν τρεις ημέρες. Άσε καλύτερα! Εγώ ούτε γάιδαρο δεν μπορώ να κουμαντάρω.



Τζένγκις Χαν


Είναι ένας μικρός οικισμός νομάδων, όχι πολύ μακριά από την αναποφάσιστη όχθη της Σον Κολ. Μετρώ δεκαέξι γιούρτες, συν δυο-τρεις πρόχειρες λαμαρινοκατασκευές κι ένα εντελώς ξεκούδουνο, σκουριασμένο βαγόνι φορτηγού τρένου, λίγο μακρύτερα.

Περιβαλλόμαστε από πράσινα λιβάδια και από μερικές βουνοκορφές που έχουν κρατήσει το χιόνι τους για να ξεχαρμανιάσει η φωτογραφική μου. Μες στο οπτικό μας πεδίο ξεσέλωτα άτια. Έχουν, βεβαίως, ιδιοκτήτη, αλλά έτσι όπως είναι αφημένα να βόσκουν και να παίζουν μοιάζουν άγρια. Κι όπως ξέρεις, κάθε τι άγριο είναι πάντα πιο ωραίο…Έκβους!



Ξαφνικά όμως μπορεί ν’ αρχίσουν να καλπάζουν παιχνιδιάρικα, πέντε-πέντε, δέκα-δέκα μαζί, με τις χαίτες ορθωμένες, αλλάζοντας λιβάδι και πηγαίνοντας να βοσκήσουν στο παραδίπλα. Ενίοτε κάνει την εμφάνισή του ένας καβαλάρης, που τα κουμαντάρει, τα κατευθύνει και μετά τα ξαναφήνει στη βοσκή και τα παιχνίδια τους. Επίσης και πρόβατα και κατσίκια, που κι αυτά περιφέρονται σκοπίμως.


Δηλώνω πολύ ευτυχής από τη γιούρτα μας. Είμαι αραχτός στο στρωμένο με κουρελούδες, κιλίμια, χράμια και ψάθες πάτωμά της και την περιεργάζομαι. Στρωματάκια και σεντονομαξιλαρο- θήκες πεντακάθαρα και διπλωμένα στο γιούκο. Κι ένα τραπέζι ύψος δυο πιθαμών, το πολύ, γύρω από το οποίο καθόμαστε οκλαδόν, ή διπλωμένοι, για να τρώμε ένα πράγμα από ζυμάρι και … ίσως και κρέας μέσα, αγγουροντομάτα, τσάι αντί για νερό και μαρμελάδες δυο, τριών γεύσεων και αποχρώσεων. Τώρα, θα μου πεις που κολλάνε οι μαρμελάδες σ’ αυτή τη σύνθεση. Τρέχα γύρευε. Αυτά μας δίνουν, αυτά τρώμε. Πάντως, κανείς δεν μου είπε ότι δεν πρέπει να ανάβω το τσιμπούκι μου εντός γιούρτας, αφού οι ίδιοι μέχρι και μαγκάλι ανάβουν απ’ ότι πήρε το μάτι μου. Απολύτως αμόλυντοι για την ώρα, από την κατά την άποψή μου, αμερικανόπνευστη και υστερόβουλη αντικαπνιστική εκστρατεία.


Από το μικρό άνοιγμα, που δεν μπορεί παρά να θεωρείται είσοδος, με περιεργάζεται ένα σοβαρό μουτράκι. Ένα Κιργιζάκι. Έλα ‘δω, έλα ‘δω, μη φεύγεις! Δεν φεύγει, αλλά ούτε με πλησιάζει. Με περιεργάζεται, διεισδυτικό, άφοβο και αγέλαστο. Πόσο χρονών το υπολογίζεις; Όχι πάνω από τριών. Του κάνω τις συνήθεις γκριμάτσες και διάφορες άλλες διεθνούς αναγνωρισιμότητας σαχλαμάρες μπας και … Τίποτε. Σοβαρό και αγέλαστο. Τώρα έχει επικεντρώσει την προσοχή του στο πτυσσόμενο τριπόδι της φωτογραφικής μου που συνέπεσε να καθαρίζω. Του το κάνω πάσα χωρίς δισταγμό. Με κοιτάζει σαν να θέλει να βεβαιωθεί για την ειλικρίνεια των προθέσεών μου. Έχει αποτυπώσει όλες τις κινήσεις που έκανα λίγο πριν για να το ξεδιπλώσω και ξεκινάει προσεκτικά από την τελευταία. Δεν σηκώνει κεφάλι. Καταφέρνει να το αναπτύξει και, περίπου, να το στερεώσει. Με κοιτάζει σοβαρός με μια συγκρατημένη λάμψη θριάμβου στο παιδικό βλέμμα του. Φεύγει σαν να θέλει ν’ απολαύσει μόνος του τη νίκη. Τον ονοματίσαμε αυθορμήτως Τζένγκις Χαν.



Ανάσκελα στο εσωτερικό της γιούρτας. Η μουσική της βροχής καθώς πέφτει στην υφασμάτινη στέγη. Η Ισαβέλλα έχει πάει στην τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι τριακόσια μέτρα από ‘δω. Μιλάμε για ένα τετράπλευρο παραπέτασμα με πλευρές ένα επί δύο, εκ των οποίων η μία είναι πτυσσόμενη κάνοντας χρέη πόρτας. Που έτσι κι αλλιώς δεν κλείνει. Ανοιχτό από πάνω και, κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή η καλή μου κάνει ότι κάνει και βρέχεται συγχρόνως. Όμως, επιστρέφει πανευτυχής. Δηλώνει ότι μαζί με τη βροχή ρίχνει και χαλάζι. Η αίσθηση, λέει, είναι ανεπανάληπτη… Δεν θυμάται να έχει βιώσει άλλη φορά κάτι παρόμοιο. Κουρνιάζει δίπλα μου στο αυτοσχέδιο κρεβάτι που στο μεταξύ σκάρωσα από τα άφθονα στρωσίδια της γιούρτας. Κάτι υπέροχα παπλώματα με πολύ ωραία υφάσματα, με διάφορα σχέδια, κεντητά, χρωματιστά, περίεργα…



Τρώμε όλοι μαζί γύρω από το χαμηλό τραπέζι. Η γιουρτονοικοκυρά μας ακούει στο όνομα Μάχαμπατ. Είναι μια γλυκύτατη και ξύπνια κοπέλα. Συνεννοούμαστε σαν μουγκοί εις την νοηματική πολύ αποτελεσματικά. Μας πληροφορεί ότι είναι είκοσι οκτώ χρονών κι ότι έχει δυο κουτσούβελα, ένα εκ των οποίων είναι ο μικρός Τζένγκις Χαν. Αυτή μας μαγειρεύει. Είναι και η γιαγιά εδώ με την εγγονή, μια νόστιμη πιτσιρίκα, περίπου οκτώ χρονών, που ακούσει στο όνομα Αϊντάν. Αγία Οικογένεια.



Έφιπποί! Θυμάμαι να έχω καβαλήσει γάιδαρο στα παιδικάτα μου, κι ένα μουλάρι, αργότερα, ως φαντάρος, που με πέταξε κάτω, κι έκτοτε αποφάσισα ότι δεν είμαι γεννημένος για ιππέας. Μόνο για δικυκλιστής. Εξάλλου σ’ αυτόν τον αιώνα της παρακμής πιο εύκολα βρίσκεις βενζίνη παρά σανό. Σιγά σιγά όμως ξεψάρωσα απέναντι στην τωρινή εμπειρία και ίππευσα. Τα μόνα αξεσουάρ που μου λείπουν για να ολοκληρώσω τη σεκάνς είναι το δόρυ και το ανάστροφο μαγειρικό σκεύος που στήριζε στο κεφάλι του το ίνδαλμά μου: ο Δον Κιχώτης. Δεν παύει πάντως να με απασχολεί και το ενδεχόμενο να πάρει ανάποδες αυτό το άτι και ν’ αρχίσει να καλπάζει. Τι γίνεται τότε; Ας κάνω θετικές σκέψεις καλύτερα!... «Τι ωραία Φύση»! Και στο κάτω της γραφής έχουμε μαζί μας κι έναν τρίτο, πρώτη φορά τον βλέπω, που μας τον κότσαραν για φύλακα άγγελό μας. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι! Ξεπεζεύουμε, επιτέλους, για την ανάγκη μιας παρατεταμένης φωτογραφικής συγκομιδής στις γύρω γιούρτες και στα βουκολικά θέματα που πλαισιώνουν τη λίμνη.



Εγερτήριο χωρίς πρεμούρα. Τα χρειώδη για το πρώτο καφεδάκι μου. Διπλώνω ένα από τα δεκάδες παπλώματα και σκαρώνω ένα καθιστικό στην είσοδο της γιούρτας. Έξω έχει λιακάδα. Φυσάει όμως. Φυσάει και κάνει ψύχρα. Αλλά μια ατμόσφαιρα καταπληκτικής ομορφιάς και διαύγειας.


Να σου και ο φίλος μου. Υποψιάζομαι ότι καραδοκούσε να ξεμυτίσω. Είναι παθιασμένος με τα παράδοξα παιχνίδια που διαθέτω, όπως το φωτογραφικό μου εξοπλισμό, ας πούμε.



Τώρα, έκπληκτος, εντοπίζει γύρω του, αλλά και πάνω του, μια κόκκινη κουκκίδα λέιζερ που όταν κάνει να την αγγίξει αυτή τινάζεται γι αλλού. Την πλησιάζει κι αυτή ξανατινάζεται. Ο μικρούλης Τζένγκις Χαν με κοιτάζει καχύποπτα. Δεν με θεωρεί εντελώς άσχετο απ’ αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Ευτυχώς και για τους δυο μας έχω δυο τέτοιους φακούς. Χαλάλι σου, μικρέ Τζένγκις Χαν. Παρ’ τον.

Έφυγε τρεχάλα για να δείξει στη γιαγιά του το νέο του απόκτημα. Ξαναγύρισε σοβαρός για να μου δώσει να καταλάβω ότι τώρα θα ήθελε να χαρχαλέψει τις φωτογραφικές μου, κι αυτό γιατί κατάλαβε ότι είμαι ενδοτικός και ότι εκεί είναι το ψητό. Α, όχι, φιλαράκο! Το πολύ πολύ να σ’ αφήσω να κοιτάξεις μέσα από το σκόπευτρο.



Ο αετός πεθαίνει στο κοτέτσι του


Κοντεύει μεσημέρι. Θα κάνουμε μια στάση κάπου στην πολίχνη Κόσκορ ίσα για να θαυμάσουμε εκ του σύνεγγυς τον άρχοντα των ουρανών, τον αγέρωχο αετό. Βρήκαμε τον υπερεξηντάχρονο εκπαιδευτή ο οποίος εκτρέφει δυο τεράστιους αετούς και βγάζει το ψωμί του με το να τους δείχνει σε κάτι … περαστικούς σαν κι εμάς. Κάποτε το σόου προέβλεπε ν’ αφήνει ένα περιστέρι ή ένα κοτσύφι, δεν ξέρω, κι αμέσως μετά να αμολάει το λιμασμένο αρπακτικό για να ηδονίζονται οι πελάτες του με τον άγριο εναέριο κατασπαραγμό. Τώρα φαίνεται έχει ξεπέσει αυτό το σόου. Ίσως και να παραγέρασαν οι αετοί του και να είναι στη σύνταξη. Τώρα τους βγάζει από το κελί που έχουν καλοσυνηθίσει, ίσα για να ισορροπήσουν στο βραχίονά του. Και στο δικό μου, που έπρεπε να το υποστώ για να με απαθανατίσει η Ισαβέλλα σ’ αυτό το ραντεβού μας με την «άγρια Φύση». Τέλος πάντων! Πάμε γι άλλα.



Δεν ξέρω πόσες ώρες βροντο-χτυπιόμαστε στους επισφαλείς για συμβατικά οχήματα ορεινούς ξεχαρβαλωμένους δρόμους των οποίων μερικά τμήματα θα πρέπει να χρημάτισαν κάποτε ως άσφαλτοι. Εκείνο που ξέρω είναι πως τα τοπία είναι άπαιχτα. Άγρια, μοχθηρά, ατίθασα και, κυρίως, γοητευτικά. Το ταλαίπωρο όχημα του Γιουσούφ υπερκερά και την τελευταία δύστροπη ραχούλα για ν’ αποκαλυφθεί μπροστά μας ένα ανυπέρβλητο τοπίο, που πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ελβετοφέρνει λιγάκι. Πρόκειται για την ορεινή κοιλάδα Καρακόλ. Καμιά ομοιότητα με την υψιπεδική στέπα του μικρού Τζένγκις Χαν. Λιβάδια καλλιεργημένα και στοιχημένα έλατα παραγωγής, γάργαρα ποταμάκια, ξύλινες γεφυρούλες. Σαν παλιό θέρετρο σοβιετικής νομενκλατούρας. Ο Γιουσούφ επιβεβαιώνει την εντύπωσή μου. Η διαφορά είναι ότι τώρα το απολαμβάνει η νεοκαπιταλιστική κιργισιανή νομενκλατούρα. Σιγά τη διαφορά, θα μου πεις! Προχωρήσαμε πάντως σε περιοχές τις οποίες ακόμη και ο Γιουσούφ αγνοούσε.



Χοληστερίνη


Στη νέα μας γιούρτα. Μια γιαγιά εδώ πολύ δυναμική με έχει όλο στο φάε το ένα και φάε το άλλο. Λες και είμαι πετσί και κόκκαλο. Η δε, αναμφιβόλως άφθονη, προμήθειά της συνίσταται σ’ ένα τυρί μυζήθρα, σ’ ένα άλλο επίσης τυρί, περίπου σαν μυζήθρα, ζάχαρη σε κύβους, ζάχαρη σε σκόνη, γάλα φοράδας, μαρμελάδες δυο-τριών χρωμάτων και ίδιων γεύσεων, και κάτι σαν βουτυροειδές καϊμάκι… Κι από πάνω μια Ισαβέλλα να μουρμουράει για την ενδεχόμενη ποσότητα χοληστερίνης που πρόκειται οσονούπω να με αποδομήσει βιολογικά. Έξω ο καιρός λυσσομανά. Ο ουρανός μαστιγώνει τη γιούρτα μας μ’ ένα χοντρό χαλάζι. Άγρια κλασσική μουσική βροχής με βρόντους από πλήκτρα ενός αλλοπαρμένου Μπετόβεν. Η γιαγιά μας λέει κάτι σαν καληνύχτα και χάνεται σαν αερικό μες στη βροχή και την αντάρα.



Ξυπνάμε με στρωμένο το χαλάζι έξω από την γιούρτα. Απίστευτη παγωνιά αλλα, ευτυχώς, έχουμε σπουδαία παπλώματα. Ο ψυχανώμαλος καιρός αλλάζει άρδην τα κέφια του και γλυκαίνει προς το φως. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η ανακωχή, αλλά ο τολμών νικά ή … χάνει. Θα πάρουμε αυτό το μονοπάτι που τρυπώνει στο ελατοδάσος και ο γέγονε γέγονε.



Μια ταραχώδης ανώμαλη, παρατεταμένη, συναρπαστική και πολύ καταπονητική λόγω λασπουριάς πορεία. Γιούρτες διάσπαρτες, μοναχικές, κοπάδια βοοειδών ανέμελα που αγνοούν τη μοίρα τους, πρασινάδες, έλατα, ένα τοπίο που σε κερδίζει για πάντα.


Φτάσαμε κάποια στιγμή στον περίφημο καταρράκτη, ο οποίος δεν ήταν ανάξιος λόγου. Έπεφτε από μια τριανταριά μέτρα με ασίγαστο θυμό.


Θα ήθελα να μην γυρίσουμε λόγω λασπουριάς και κατωφέρειας αλλά δεν γινότανε.

 

 

 


Επιστρέψαμε στην ασφάλεια της βάσης μας, όπου μας περίμεναν, θέλοντας και μη, δυο άλογα. Πείσθηκα να ιππεύσω χωρίς μεγάλη δυσκολία αυτή τη φορά, διότι έχει αρχίσει να μου αρέσει το σπορ. Έμαθα μάλιστα και κάνα-δυο επιφωνήματα για να εκφράζω τις επιθυμίες μου σ’ αυτό το πανέξυπνο ζώο.

 

Η Ισαβέλλα τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα. Ίσως να της δώσανε λιγότερο δύστροπο άλογο απ’ αυτό που ανέχεται το δικό μου βάρος. Τι να πεις…


Τώρα το βράδυ τρώμε μαζί με τη γριά τη … μητριάρχισσα και τον οδηγό μας τον Γιουσούφ, οι τέσσερις μας, και νοιώθω υπέροχα, ολοκληρωμένα, σχεδόν ενσωματωμένος με τον πολιτισμό της γιούρτας.


Δυστυχώς φεύγουμε απ’ αυτό το ανεπανάληπτο τοπίο. Είμαστε στον ορεινό χωματόδρομο της επιστροφής. Ένα στρατιωτικό φορτηγό με τη ρυμούλκα του και μια εκχιονιστική φαγάνα μας έχουνε κλείσει το δρόμο. Οι εργάτες και οι φαντάροι που τα χειρίζονται περιμένουν να δουν πως θα σκοτωθούμε, ή πως θα σπάσουμε το όχημά μας στις λακκούβες με τον γκρεμό να χάσκει δίπλα. Εν τέλει ο οδηγός μας αποδείχτηκε αστέρι. Και τώρα μια ξύλινη γέφυρα κατειλημμένη από αγελάδες. Υπομονή!



Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...