ΤΟΥΡΚΜΕΝΙΣΤΑΝ 1 - ΑΜΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΜΑ, ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΓΚΑΜΠΑΤ

Front Picture: 

Σε ποια χώρα οι πολίτες διώκονται από το Υπουργείο Εντιμότητας, μελετούν το «Βιβλίο της Ψυχής» για να πάρουν δίπλωμα οδήγησης και γιορτάζουν ως αργία την «Ημέρα του Πεπονιού»; Με κοιτάσματα φυσικού αερίου από τα πλουσιότερα στον κόσμο κι έναν χωρίς ιστορικό προηγούμενο εκκεντρικό όσο και στυγνό δικτάτορα, το μετασοβιετικό Τουρκμενιστάν σίγουρα δεν είναι μια συνηθισμένη χώρα.


Της Ισαβέλλα Μπερτράν

Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε τον Μάη του 2006, επί των ημερών του ανεκδιήγητου Προέδρου Νιγιάζοφ

(όχι ότι η κατάσταση έχει αλλάξει επί της ουσίας από τον θάνατό του και πέρα...)



No man’s land


Khodjeyli. Σύνορα Ουζμπεκιστάν-Τουρκμενιστάν. Καθισμένοι από τις οκτώ το πρωί σ’ ένα βρώμικο πεζούλι λίγα μέτρα από το ουζμπέκικο φυλάκιο, περιμένουμε. Έτσι, γενικώς. Να προχωρήσει η ώρα, να πάρει μπρος ο μηχανισμός.  

 

Εννοείται ότι πριν σκάσουμε μύτη στα σύνορα, φροντίσαμε να ενημερωθούμε για τα ωράρια, δεν ήρθαμε έτσι στο ξεκούδουνο. Ο ξενοδόχος μας στο Νούκους, όπου διανυκτερεύσαμε, μας διαβεβαίωσε ότι ανοίγουν πάντα στις οκτώ. Το ίδιο και ο ταξιτζής που μας οδήγησε ως εδώ. Πλην όμως έχει ήδη πάει εννιά και δέκα κι ακόμα να διακρίνω κάποιο σημάδι ενεργοποίησης.

 

Ποιος βιάζεται εξάλλου; Πάντως όχι τα δυο φαντάρια πίσω από την μπάρα που έτσι κι αλλιώς γεμίζουν δημιουργικά τον χρόνο τους χαζεύοντάς μας με τη μασέλα κρεμασμένη μέχρι τον ώμο.

 

Το θέαμα θα μπορούσε να ήταν αστείο αν δεν ήταν και ελαφρώς ανησυχητικό. Τι διάολο, δεν έχουν ξαναδεί ξένο ταξιδιώτη για το Τουρκμενιστάν;


Στις εννιά και είκοσι, όταν επιτέλους παίρνουν σήμα και σηκώνουν ράθυμα την μπάρα (μαζί με την μασέλα τους) εξακολουθούμε να είμαστε μόνοι. Εμείς κι οι δυο φαντάροι. Οι δυο φαντάροι κι εμείς. Κανένας άλλος υποψήφιος για την άλλη πλευρά. Σύνορα στην μοναξιά. Τα πιο καταθλιπτικά της ταξιδιωτικής μου ζωής.

 

Μια  γκρίζα αίθουσα ελέγχου διαβατηρίων. Με γκρίζο φως και γκρίζους υπάλληλους. Έντυπα, σφραγίδες, υπογραφές. Περιμένετε. Κι άλλα έντυπα, κι άλλες σφραγίδες, κι άλλες υπογραφές. Ξανά περιμένετε. Έλεγχος αποσκευών. Έλεγχος συναλλάγματος. Έλεγχος… Τριάντα πέντε λεπτά διαδικασία. Μόνο για μας τους δυο. Σκέψου να υπήρχαν κι άλλοι δηλαδή.


Συρματοπλέγματα και ένστολοι. Άλλη μια αίθουσα. Κι άλλος ένας έλεγχος. Ο τελευταίος. Από την ουζμπέκικη πλευρά εννοώ, γιατί σε λίγο θα μας περιλάβουν οι Τουρκμένοι.


Και τώρα που πάμε; Κανείς δεν μας δίνει σημασία. Αφού πλέον οι Ουζμπέκοι ξεμπέρδεψαν μαζί μας με τα γραφειοκρατικά τους είναι σαν να μην υπάρχουμε. Έχουμε γίνει αόρατοι. Με τα πολλά, κάποιος δέησε τελικά να σηκώσει το κεφάλι και να μας δείξει αόριστα προς κάποια κατεύθυνση.

 

Μπροστά μας απλώνεται ένα no man’s land πολλών εκατοντάδων μέτρων. Θα ζαλωθούμε τα σακίδια και θα βαδίσουμε μέσα στο λιοπύρι προς το «εκεί». Προς το Τουρκμενιστάν.


Η Γη της Επαγγελίας εκτείνεται κάπου μπροστά μας και θα μπούμε σ’ αυτήν με τα πόδια.



 Σουσάμι άνοιξε


 Μια αίθουσα ακόμα πιο γκρίζα και σαφώς πιο μίζερη απ’ αυτές που αφήσαμε πίσω μας εγκαταλείποντας το Ουζμπεκιστάν. Τρία σαθρά τραπέζια, μακρουλά και κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, με τρία, πάλαι ποτέ τσόχινα, τραπεζομάντιλα, πιθανόν κάποτε πράσινου χρώματος. Σαν σε παρακμασμένη χαρτοπαιχτική λέσχη. Τρεις άντρες καθισμένοι πίσω από κάθε τραπέζι, ένας επιπλέον καθισμένος σε μια από τις κεφαλές και δύο ακόμη όρθιοι σε στάση προσοχής ακριβώς από πίσω του. Άλλοι ένστολοι και άλλοι άστολοι, απαξάπαντες αμίλητοι και βλοσυροί. Τρεις τρεις, εννιά, συν ένας δέκα, συν δύο δώδεκα. Για την πάρτη μας και μόνο. Μεγαλεία!


Μα εκείνο που πραγματικά απογειώνει το όλο σκηνικό βρίσκεται στον τοίχο. Το πορτραίτο Του! Η εικόνα Εκείνου που ως άλλος Χριστός σε Μυστικό Δείπνο δεσπόζει πάνω από τα κεφάλια των δώδεκα βλοσυρών αποστόλων Του – καθημένων και ορθίων – ανδροπρεπής και επιβλητικός, με την αποφασιστικότητα ριζωμένη στα μάτια, το ένα πόδι θεληματικά προτεταμένο μπροστά, δείχνοντας προφανώς το δρόμο προς το μέλλον.


- Πρέζιντεντ Νιγιάζοφ; ψιθυρίζω ερωτηματικά, προσθέτοντας την πρέπουσα χροιά θαυμασμού και δέους στη φωνή.


 - Ντα, ντα, απαντούν οι βλοσυροί κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι και μαλακώνοντας ανεπαίσθητα, έστω και πρόσκαιρα.


Σε λίγο θα μάθουμε πως ο ένας από τους όρθιους είναι ο ειδικά για μας απεσταλμένος του οργανισμού τουρισμού Του, και πως θα είναι ο (θέλουμε δεν θέλουμε) προσωπικός συνοδός μας για την Άσγκαμπατ. Οποία τιμή!

 

Ο εν λόγω μας χαιρετάει με θέρμη καταψύκτη και μας εξηγεί σε κάποιο ιδίωμα με αμυδρή συγγένεια με την αγγλική ότι φέρει μαζί του όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και τις προεγκρίσεις ώστε να εκδοθεί εδώ η τελική βίζα. Μάλιστα. Εφόσον βεβαίως ελεγχθούν πρώτα όλα τα χαρτιά και επικυρωθούν από τους αξιότιμους κυρίους κυρίους αρμόδιους που έχουν, εννοείται, τον τελευταίο λόγο. Μα ασφαλώς, τι λέτε τώρα, αλλοίμονο αν έμπαινε ο κάθε τυχάρπαστος στα άδυτα των αδύτων!


Οι δέκα βλοσυροί καθήμενοι στα τραπέζια συν ο ενδέκατος όρθιος είναι άραγε όλοι τους «αρμόδιοι»; Όχι δεν το είπα, μόνο το σκέφτηκα (με τρόμο) εν όψει των χρονικών συνεπειών ενός τέτοιου ενδεχόμενου.


Και ναι, ήταν όλοι τους ... αρμόδιοι. Πλην ενός, του όρθιου, που είχε τελικά άλλη αποστολή, λιγότερο μεν υψηλή, πλην όμως εξόχως κρίσιμη όπως απεδείχθη για την διεκπεραίωση σε χρόνο dt (μία ώρα και σαράντα λεπτά) της όλης διαδικασίας.

 

Ο εν λόγω λοιπόν κατείχε την σπάνια ειδικότητα του κούριερ εσωτερικού χώρου, ήτοι την βαρύνουσα ευθύνη να πηγαινοφέρνει τα έγγραφα από τη μία άκρη των τριών ενωμένων τραπεζιών στην άλλη, ως εξής:


Αρχικώς τα έγγραφα ξεκινούσαν τη διαδρομή τους από τον πρώτο αρμόδιο του Α΄ τραπεζιού. Που τα εξέταζε εμβριθώς πριν τα περάσει στον δεύτερο αρμόδιο ακριβώς δίπλα του. Που με τη σειρά του τα μελετούσε εξίσου ενδελεχώς πριν τα παραδώσει στον τρίτο. Που αφού εντρυφούσε κι αυτός, τα έδινε χέρι με χέρι στον αρμόδιο νούμερο ένα του Β΄ τραπεζιού. Που… και τα λοιπά και τα λοιπά μέχρι να φτάσουν τελικά στον τρίτο αρμόδιο του Γ΄ τραπεζιού.

 

Πώς όμως να επιστρέψουν τα έγγραφα στην αφετηρία τους για να περάσουν ξανά μανά από τη βήτα, γάμα, ωμέγα φάση της διαδικασίας – μονογραφή εναπόθεση σφραγίδας μαύρου χρώματος, υπογραφή, εναπόθεση σφραγίδας ερυθρού χρώματος, συμπλήρωση πρόσθετων εντύπων, υπογραφή αυτών και εναπόθεσης σφραγίδα κυανού χρώματος, χαρτοσήμανση εγγράφων και … - Ε; Πως;


Σ'αυτό λοιπόν το εξαιρετικά λεπτό σημείο όπου κινδύνευε να κοπεί ανεπανόρθωτα η ευαίσθητη αυτή αλυσίδα, παρενέβαινε ως από μηχανής θεός ο όρθιος φρουρός, αναλαμβάνοντας το ρόλο-κλειδί του χαμένου πλην ανακτημένου κρίκου.

 

Ητοι παραλάμβανε με τον δέοντα σεβασμό τα έγγραφα από τα χέρια του τρίτου αρμοδίου του Γ’ τραπεζιού και, βαδίζοντας κατά μήκος και των τριών τραπεζιών, τα ακουμπούσε ευλαβικά μπροστά στον πρώτο αρμόδιο του Α΄ τραπεζιού, για να ξεκινήσει και πάλι η ίδια διαδικασία. Απλό και συνάμα μεγαλοφυές.


 

Ώσπου: Welcome to Turkmenistan!


Η φράση «σουσάμι άνοιξε» έχει μόλις βγει από το στόμα του δέκατου αρμόδιου, του καθήμενου στην κεφαλή του Γ’ τραπεζιού, που μάλιστα σηκώνεται με κάθε επισημότητα να μας χαιρετίσει δια χειραψίας.

 

Κι όχι μόνον αυτό, αλλά καταφέρνει και να χαμογελάσει την στιγμή ακριβώς που μας παραδίδει τα διαβατήρια μας με τις ολόφρεσκες βίζες.

 

Αυτό ήταν! Μία από τις πιο κλειστές και παράδοξες χώρες του πλανήτη ετοιμάζεται να μας ανοίξει τις πύλες της.


Κούνυα Ούργκενς


Από τη στιγμή που μας παρέδωσε με κάθε επισημότητα τα απαραίτητα εισιτήρια εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο, ο λιανός ανθρωπάκος με τη στραπατσαρισμένη στολή του φύλακα δεν λέει να ξεμακρύνει ρούπι από κοντά μας.

 

Σε όλη τη διάρκεια της περιήγησης, μας ακολουθεί σταθερά σε απόσταση δώδεκα βημάτων, κόβοντας ταχύτητα όταν επιβραδύνουμε, εξετάζοντας εμβριθώς το κάθε μνημείο μαζί μας σαν να το βλέπει κι ο ίδιος για πρώτη φορά και στέλνοντας μας κάθε τόσο ντροπαλά χαμόγελα αμηχανίας σε ανταπόδοση των δικών μας, καθώς άλλη γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ μας δεν υφίσταται.

 

Ας είναι. Σύμφωνα με το βιβλίο επισκεπτών που υπογράψαμε πριν μπούμε, πάνε ήδη τέσσερις μέρες από τότε που εμφανίστηκαν τελευταία φορά αλλοδαποί ταξιδιώτες στον αρχαιολογικό χώρο. Κάπως λοιπόν πρέπει κι αυτός να δικαιολογήσει το μισθό του και να σκοτώσει τη μοναξιά του, έτσι δεν είναι;


Δυτική όχθη αρχαίου Ώξου, ή άλλως πως Άμου Ντάρια ποταμού, εκεί όπου Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν στρέφουν επιδεικτικά την πλάτη τους το ένα στο άλλο.

 

Πίσω μας, η ερημιά των συνόρων και μπροστά η χωρίς σύνορα έρημος. 

 

Και κάπου εκεί στο ανάμεσα, στριμωγμένα μεταξύ της βόρειας απόληξης της δολοφονικής Καράκουμ από τη μια, και της μεθοριακής γραμμής των δυο ψυχραμένων μεταξύ τους πρώην σοβιετικών "Σταν" από την άλλη, κείτονται τα υπολείμματα εκείνης που κάποτε υπήρξε μια από τις πιο περίλαμπρες πόλεις του ισλαμικού κόσμου και του Δρόμου του Μεταξιού για να σβήσει τελικά σε μια από τις αιματηρότερες καταγεγραμμένες σφαγές της ανθρώπινης Ιστορίας.

 

Και τ’ όνομα αυτής: Κούνια Ούργκενς,  αλλοτινή πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας της Χορασμίας.


Ωι ωι μάνα μου


Μοχάμεντ ο Δεύτερος ονομαζόταν ο άντρας που το 1212 απέσπασε την Περσία από τους Τούρκους Σελτζούκους, οπότε και αυτοχρίστηκε «Σάχης της Χορασμίας», κρίνοντας προφανώς ότι ο τίτλος του ηγεμόνα του έπεφτε πλέον λίγος.

Ο Αλλάχ να σε φυλάει από καβαλημένα καλάμια με ιδεασμό μεγαλείου. Μεθυσμένος από την επιτυχία, ο εν λόγω είδε ξαφνικά την εξοχότητά του ως κάτι μεταξύ Αλέξανδρου σε ασιατικό ριμέικ και  Ναπολέοντα πριν την ώρα του, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσει να πουλάει τσαμπουκά δεξιά κι αριστερά, χωρίς ωστόσο να υπολογίζει και τις σχετικές συνέπειες.


Έτσι, όταν ο Μογγόλος αυτοκράτορας Τζένγκινς Χαν αξίωσε επανόρθωση για τη δολοφονία τετρακοσίων πενήντα ομοεθνών του εμπόρων που κατακρεουργήθηκαν με το καλημέρα μόλις πάτησαν το πόδι τους στη Χορασμία, ο νεόκοπος Σάχης θεώρησε ενδεδειγμένη απάντηση να κάψει τα γένια δύο εκ των Μογγόλων απεσταλμένων και να τους στείλει πίσω πεσκέσι, εφοδιασμένους επιπροσθέτως με το κεφάλι του τρίτου πρεσβευτή σε συσκευασία δώρου. Επρόκειτο για μια κίνηση που, επιεικώς και κοσμίως, θα χαρακτηρίζαμε το λιγότερο ως επιπόλαιη, ιδιαίτερα απέναντι σ’ έναν κάπως … οξύθυμο τύπο όπως ο Τζένγκις Χαν. Το πιστοποιεί δυστυχώς η φρικιαστική συνέχεια.


Λες για να υπογραμμίσουν καλύτερα το μέγεθος του ολέθρου, μετριούνται στα δάχτυλα τα μνημεία που στέκουν ακόμα όρθια ανάμεσα στα ερείπια της ισοπεδωμένης Κούνια Ούργκενς:

 

Τα αντικριστά μαυσωλεία Νετζαμεντίν Κούμπρα και Σουλτάν Αλί, το Σουλτάν Τεκές όπου και ο τάφος του πατέρα του απερίσκεπτου Μοχάμεντ, το Ιλ Αρσλάν με το αριστοτεχνικό κωνικό του δώμα - προάγγελος κατά δυόμισι αιώνες της αρχιτεκτονικής τελειότητας της Σαμαρκάνδης - και το επιβλητικότερο όλων, το μαυσωλείο Τουραμπέγκ Χανύμ, με το γιγάντιο ημερολόγιο στο εσωτερικό του γαλάζιου δώματος να χλευάζει σιωπηρά την ανθρώπινη ασημαντότητα μπροστά στο άπειρο του χρόνου.

 

Λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα ο εξηντατετράμετρος μιναρές Γκουτλούνγκ Τιμούρ, δεύτερος ψηλότερος σε όλη την Κεντρασία, είναι ότι απόμεινε από το κεντρικό τζαμί της αρχαίας πόλης.


Περιδιαβαίνοντας ως μοναδικοί επισκέπτες ο Ζυρ κι εγώ τα σκόρπια απομεινάρια της αλλοτινής αίγλης, η σαρωτική μανία του μογγόλικου οδοστρωτήρα που πέρασε από δω πριν οκτακόσια χρόνια - μ’ ένα ριπλέι δυόμισι αιώνες αργότερα υπό τον Ταμερλάνο αυτή τη φορά - αναδύεται σχεδόν απτή μέσα από την εκκωφαντική σιωπή και την απέραντη ερήμωση του αρχαιολογικού χώρου.

 

Επιστρέφει θαρρείς με το δαιμονισμένο άνεμο που αδιάκοπα φυσάει από τα ουζμπέκικα σύνορα, σέρνοντας μαζί του κάτι από τoν ανατριχιαστικό αχό της κλαγγής των όπλων και του ποδοβολητού των αλόγων πάνω στο γυμνό χώμα της στέπας ανατολικά του Ώξου λίγο πριν αυτά διαβούν το ποτάμι για να σκορπίσουν το θάνατο οι Μογγόλοι ιππείς τους.


Λίγους μήνες μετά την επιστροφή των πρεσβευτών με τα καψαλισμένα γένια, τα στίφη του Τζένγκις Χαν ξεχύνονται στη Χορασμία για να πάρουν εκδίκηση, ξεσπώντας αρχικά την οργή τους πάνω στη Σαμαρκάνδη και την Μπουχάρα που τις κάνουν στο άψε σβήσε καλοκαιρινές, για να στραφούν αμέσως μετά στην Κούνυα Ούργκενς να πάρουν εκδίκηση κι από κει.

 

Και τι εκδίκηση…

 

Πάνω από εκατό χιλιάδες σωριασμένα κορμιά, κατά τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς,  έβαψαν κόκκινο το χώμα της πόλης το 1220.

 

Ωστόσο, Πέρσης χρονικογράφος της εποχής κάνει λόγο για πενήντα χιλιάδες Μογγόλους που πήραν κατά μέσο όρο από εικοσιτέσσερα κεφάλια έκαστος, ανεβάζοντας έτσι τον πήχη των νεκρών στον ασύλληπτο αριθμό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων!

 

Με βάση αυτήν τη μαρτυρία εξάλλου, το συγκεκριμένο μακελειό φιγουράρει, μαζί με αυτό της Μερβ (αρχαίας Μαργιανής) ένα χρόνο αργότερα, στο τοπ τεν της διαχρονικής λίστας των μαχών με τα περισσότερα θύματα από εμφάνισης ανθρώπου επί της Γης.

 

Ώι ώι μάνα μου, ώι ώι μάνα μου, που έλεγε κι ο ποιητής…


Η Πύλη της Κολάσεως

Με τον βλοσυρό εντεταλμένο του τουρκμένικου οργανισμού τουρισμού στο τιμόνι του αυτοκινήτου, καταπίνουμε σιωπηρά τα ατελείωτα χιλιόμετρα της Καράκουμ βυθισμένοι σε σκέψεις μελαγχολικές και γκρίζες σαν το μουντό πέπλο σκόνης που θολώνει το τοπίο.

 

Αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, αδυνατώ να σκεφτώ την Ιστορία με όρους επιτευγμάτων φιλοσοφικών, καλλιτεχνικών, επιστημονικών ή άλλων, κι ολόκληρη η πορεία του ανθρώπινου γένους μου μοιάζει σαν μια ατέρμονη αιμάτινη ροή και τίποτε παραπάνω.


Σιγά μην περίμενε η ανθρωπότητα τις ευκολίες της εξ’ αποστάσεως εξόντωσης για να υπάρξει παραγωγική στον τομέα του ολέθρου.


Και πριν την έλευση των όπλων μαζικής καταστροφής, μια χαρά αποδοτικότητα επέδειξε στα  μακελειά χειροτεχνίας, οι θύτες αντίκρυ στα θύματά τους, να τα πετσοκόβουν ένα-ένα και εξ επαφής χωρίς περιττές αναστολές μπροστά στα βλέμματα τρόμου, δίχως οίκτο στις κραυγές ικεσίας.


Η έρημος στο μεταξύ συνεχίζει να αντιγράφει ακούραστα τον εαυτό της.  Μόνα σημάδια ζωής, μερικές σποραδικές δρομάδες που μασουλάνε αγκαθωτά στην άκρη του δρόμου ή κάποιο σπάνιο φορτηγό που χάνεται στον ορίζοντα μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.

 

Στα εφτακόσια και βάλε χιλιόμετρα οδικής διαδρομής από τα βόρεια σύνορα της χώρας μέχρι την πρωτεύουσα Άσγκαμπατ, ένας ασήμαντος οικισμός παρεμβάλλεται όλος κι όλος, ένα συνονθύλευμα από παραπήγματα, παροπλισμένα οχήματα σοβιετικής εποχής, καμήλες, κατσίκες και τρεις-τέσσερις σκόρπιες γιούρτες, οι πρώτες που συναντάμε στο κεντρασιατικό οδοιπορικό μας.

 

Μια παρέα από παιδιά διακόπτουν το παιχνίδι τους για να μας πλησιάζουν ντροπαλά και γεμάτα περιέργεια.

 

 

Δυο γυναίκες ψήνουν ψωμί σ’ έναν υπαίθριο χωμάτινο φούρνο.

 

Μια τρίτη μας φωνάζει να μας φιλέψει μια κούπα γάλα καμήλας, ένα γάλα που είναι φανερό ότι δεν περισσεύει. Κι όμως δίνουμε μάχη για να δεχτεί από τα χέρια μας το πενιχρό χαρτονόμισμα.

 

Οι άνθρωποι της Καράκουμ...

 

Ποια άραγε ανάγκη και ποιες συγκυρίες του έφεραν να ζήσουν εδώ; Και, κυρίως: από τι ζούνε;



Και όμως αυτό το τόσο εχθρικό προς την ανθρώπινη επιβίωση περιβάλλον κρύβει στα σπλάχνα του έναν αμύθητο θησαυρό.

 

Καλυμμένα από το σάβανο της άμμου, βαθειά στα έγκατα της γης, αναπαύονται τα πέμπτα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου του πλανήτη.

 

Κι εμείς τώρα ετοιμαζόμαστε να καταλύσουμε ακριβώς από πάνω τους.  Κυριολεκτικά.


Και για του λόγου το αληθές, αδιάψευστη απόδειξη του τι υπάρχει κάτω από τα πόδια μας, ο κρατήρας της Νταρβάζα ή αλλιώς «Η Πύλη της Κολάσεως», που καίει διακόσια μέτρα από το αντίσκηνο μας.


 

Ένα ακόμη παράδοξο αυτού του ανεξάντλητου πλανήτη, αποτέλεσμα  ανθρώπινου λάθους εν προκειμένω, ευτυχώς χωρίς ολέθριες συνέπειες αλλά αντίθετα άκρως θεαματικές!

 

Όλα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τότε που στα πλαίσια των γεωλογικών ερευνών τους, οι Σοβιετικοί άνοιγαν τρύπες από δω κι από κει καταμεσής της Καράκουμ ώσπου... έκατσε η στραβή.

 

Κάποια γεώτρηση χτύπησε απ’ ότι φαίνεται πάνω σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο τίγκα στο φυσικό αέριο, το έδαφος κατέρρευσε, άνοιξε ένας κρατήρας καμιά εξηνταριά μέτρα διάμετρο, και το αέριο άρχισε ακαριαία ν’ ανεβαίνει στην επιφάνεια και να σκορπάει στην ατμόσφαιρα τα δηλητηριώδη συστατικά του.

 

Στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν άμεσα τη διαφαινόμενη καταστροφή, οι επιστήμονες της αποστολής προχώρησαν τότε στο πιο απλό και ανώδυνο που θα μπορούσαν να πράξουν: έβαλαν φωτιά στο αέριο, με την λογική εικασία ότι αυτό θα εξαντλούταν μέσα σε λίγες μέρες. Αμ δε. Σαράντα χρόνια από τότε, ο κρατήρας ακόμα φλέγεται….


Με τον έναστρο ουρανό πάνω από το κεφάλι μας και στα πόδια μας το πυρακτωμένο στόμα της κόλασης, αυτή η νύχτα σίγουρα δεν είναι από τις εμπειρίες που θα μπορούσαν ποτέ να ξεχαστούν.


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης:

ΤΟΥΡΚΜΕΝΙΣΤΑΝ 2 - ΑΣΓΚΑΜΠΑΤ, ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΤΟΥΡΚΜΕΝΙΣΤΑΝ 3, ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΡΓΙΑΝΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν