ΠΕΡΟΥ 2 - ΜΑΝΤΡΕ ΝΤΕ ΝΤΙΟΣ, Η ΖΟΥΓΚΛΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Μάντρε ντε Ντίος; Μα, καλά, έχει κι ο Θεός μαμά; τη ρωτώ. Η γλυκιά Ντανιέλα μου χαμογελά αμήχανα. Τη... Θεομήτωρα, ίσως, απαντά αμήχανα. Και τη Θεομήτωρα ποιος την έκανε; Α, Γκρέκο, νομίζω πως με κοροϊδεύεις, εγώ δεν είμαι θεολόγος, βιολόγος είμαι. Μα γι αυτό ακριβώς σε ρωτώ! Σςςς... καϊμάν, καϊμάν!... O Eπίφανο που κάθεται ιππαστί στην πρωραία κόχη της πιρόγας εντόπισε έναν αμαζονιακό κροκόδειλο. Όλα τα κιάλια σηκώνονται στο ύψος των ματιών. Το ίδιο και η φωτογραφική μου.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.80/20.10.2001
Προηγείται:
ΠΕΡΟΥ 1, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
TO ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ
Ο ένας από τους δύο Αμερικάνους λέγεται Σον κι έχει φωνή σκουριασμένης γκαραζόπορτας. Αν μ’ αρέσει κάτι απ την Αμερική, του λέω, για να τον ψαρώσω άπαξ και δια παντός, είναι ο Γούντυ Άλεν.
Και μένα, ιφ άι λάικ κάτι από την Γκρης είναι η μιούζικ του Μίκις Τεοντοράκις, με ταπώνει ακαριαία.
Αυτό ήταν. Δέσαμε. Ο δίδυμος αδερφός του που ακούει στο όνομα Τζέησον, είναι βιολόγος και κατά μισό λεπτό μικρότερος του Σον.
Ο Ντέιβιντ είναι ένα λεπτεπίλεπτο και μάλλον αβροδίαιτο παλικαράκι από το Μάντσεστερ που δίνει την εντύπωση πως ο μόνος λόγος της συμμετοχής του σ’ αυτό το ταξίδι, είναι το κανάκεμα της Σάρας. Μιας μη μου άπτου κορασίδας, επίσης απ το Μάντσεστερ που, ίσως κι εξ αιτίας μιας μόνιμα απλανούς γουρλοματίασης που τη χαρακτηρίζει, νομίζεις ότι δε βλέπει ποτέ αυτό που κοιτάζει.
Ο Γιόχαν!.. Από τη στιγμή που τον αντικρίσαμε, ο Ορέστης τον βάφτισε Νεαντερτάλιο. Άδικο κατά τη γνώμη μου. Είναι βέβαια ένας Τεύτονας τραχύς και ανασούμπαλος αλλά εγώ στο βλέμμα του διακρίνω μια κάποια ευαισθησία και μια καλά κρυμμένη ντροπαλοσύνη. Χωρίς, φυσικά, ν’ αποκλείω πως και οι νεαντερτάλιοι θα μπορούσαν να έχουν ανάλογες ψυχικές ιδιότητες.
Η καλή του, πάντως, η Γκέρτρουντ, είναι πιο εγκόσμια από δαύτον. Μας έριξε κάποιες γέφυρες επικοινωνίας από την πρώτη κι όλας στιγμή.
Η Ντανιέλα είναι μια γλυκύτατη Περουβιάνα που μόλις αποφοίτησε ως βιολόγος και, μπορώ βασίμως να υποθέσω ότι, σ’ αυτό το ταξίδι είναι κάτι σα φιλοξενούμενη προκειμένου να κάνει πρακτική εξάσκηση στην επιστήμη της.
Στα πίσω-πίσω καθίσματα βρίσκονται κουρνιασμένοι οι δυο νεαροί Περουβιάνοι που, μαζί με τον ονόματι Επίφανο επικεφαλής τους, ο οποίος κάθεται μπροστά μου και δίπλα στον οδηγό, αποτελούν το προσωπικό της αποστολής.
Κανείς τους, πλην εμού, του Επίφανο και της Ισαβέλλας, δεν είναι άνω των τριάντα ετών. Παιδομάζωμα!
Διασχίζουμε τις τελευταίες κορυφές μεταξύ των ανδικών Κορντιλλιέρων Βιλκανότα και Ουρουμπάμπα, και μάλιστα σε υψόμετρο άνω των τεσσάρων χιλιομέτρων.
Το τοπίο είναι σχεδόν ξερό, ήρεμο και γοητευτικό. Η διαδρομή, συγκλονιστική. Είναι και τα χωριά των ιθαγενών που την ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο. Και ειδικά αυτό στο οποίο στεκόμαστε για να φάμε το κατιτίς μας και να ξεμουδιάσουμε με μια βόλτα στο ποτάμι.
Όταν, στο Κούσκο, επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό το λεωφορειάκι μου φάνηκε ευπρεπές και ανθεκτικό. Τώρα, μετά από έξι περίπου ώρες αγκομαχητής (και ακροβατικής) ανάβασης στον κακοτράχαλο χωματόδρομο, αποδεικνύεται μπαχατέλα. Η σκόνη παρεισφρέει από παντού. Ακόμα και τα φρύδια μας έχουν γίνει μπεζ. Χάνει λάδια από τη φλάντζα του φίλτρου (και όχι μόνο) και χρειάστηκε να σκαρώσω μία θυσιάζοντας έναν από τους πολύτιμους ελαστικούς ιμάντες μου. Όπου νά 'ναι πάντως πιάνουμε κατηφόρα.
Η κατηφόρα όμως δεν είναι περισσότερο φιλική.
Κατά πρώτον, διότι χωνόμαστε ξαφνικά σε κάτι τρομοκρατικά νέφη που μου φάνηκαν σαν πυρκαγιά της Πεντέλης και είπα ωχ τη βάψαμε και, κατά δεύτερον, διότι αφού βγήκαμε από το σύννεφο, πέσαμε σε μια κρεμάμενη στα σχεδόν κάθετα πρανή ζουγκλοειδή χλωρίδα που μου είναι δύσκολο να χωνέψω ακόμα και σήμερα πώς διάολο φύεται σε τέτοιο υψόμετρο.
Και καθώς έπεφτε η φοβερή νύχτα, μπραφ, σπάνε δύο από τα μπουλόνια της ζάντας του ενός εκ των πίσω τροχών. Και να ξέρεις ότι απ αυτά τα χαοτικά φαράγγια δεν περνούν παρά μόνο άγρια ζώα! Ποια ακριβώς, προτίμησα να μη ρωτήσω. Τι τη θέλαμε την περιπέτεια; Εν κατακλείδι, αυτά τα σκουρόχρωμα λιανά παλικαράκια με τις ξεχαρβαλωμένες σαγιονάρες κατάφεραν σε εντυπωσιακά μικρό χρονικό διάστημα ν’ αντικαταστήσουν τον τροχό με μια σχεδόν ξεφούσκωτη ρεζέρβα. Και χωρίς επαρκή εργαλεία! Αν δεν τό ‘βλεπα δε θα το πίστευα.
Νύχτα. Και μάλιστα σε πραγματική ζούγκλα πλέον. Διαλυμένοι μετά από δώδεκα συνεχείς ώρες τρανταχτερό χωματόδρομο, σταθμεύουμε μπροστά σε μια μεγάλη δίπατη ξύλινη καλύβα. Mεσ’ το σκοτάδι, δεν μπορώ νά ‘χω εικόνα για τον περιβάλλοντα χώρο. Το ισόγειο πάντως, με το χωμάτινο δάπεδο, αποτελεί ένα είδος μαναβομπακαλο-μάγαζου με διάφορα χρειώδη για κάτι τρελαμένους σαν κι εμάς, ή για έναν αναμφιβόλως ολιγάριθμο πληθυσμό ιθαγενών στη μέση του ποιοςξερειπού.
Από τον μακρινό θόρυβο κάποιας πετρελαιοκίνητης μηχανής συμπεραίνω πως το λίγο ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται εδώ είναι αποκλειστικά και μόνο για τη λειτουργία του λιγδιασμένου τηλεοπτικού δέκτη που εδράζεται σε κάποια περίοπτη θέση του ισογείου. Πεντ’ έξι ιθαγενείς, αδιάφοροι για την κουρασμένη παρουσία μας, χάσκουν μπροστά στο ποδοσφαιρικό ματς μεταξύ Περού και Χιλής. Και πάραυτα θα κάτσουν δίπλα τους στον ξύλινο πάγκο και οι Σον, Τζέησον, Ντέϊβιντ, Γιόχαν και τα λιανά παλικαράκια με τις ξεχαρβαλωμένες σαγιονάρες.
Δε φτάνει το ότι δε βλέπουμε πού πατάμε και το πώς είναι από άποψη καθαριότητας το στάτους κβο των ξυλοκρέβατων του πρώτου ορόφου, όπου θα οριζοντιώσουμε το κατάκοπο κορμί μας, έχουμε και τη βροχή που ξέσπασε αιφνιδίως.
Κάτω από άλλες συνθήκες αυτός ο ανοιχτός κρουνός πάνω από τη λαμαρίνα θα με πλημμύριζε με διάθεση ρομαντική, εδώ όμως μοιάζει με απειλή.
Όμως το μείζον πρόβλημα είναι το "μέρος". Βρίσκεται πενήντα μέτρα μακριά απ το κατάλυμα. Κατασκότεινα, τροπική βροχή κι επί πλέον πηχτή ζούγκλα.
Η γνωστή βιολογική ανάγκη, μαζί με την πηγμένη σκόνη που κουβαλούσα πάνω μου τόσες ώρες, μ’ εξόπλισαν με το απαραίτητο ψυχικό σθένος ώστε να φτάσω, με τη βοήθεια του φωτιστικού μπαταρίας, μέχρι τo "μέρος", που είναι συγχρόνως "λουτρό", στέκι για στρατιές καλοθρεμμένων κατσαρίδων και πολλών άλλων ύπουλων μικροτεράτων. Όπως και νά ‘χει, όχι μόνο απαλλάχτηκα από κάθε περιττό εσωτερικό βάρος, αλλά και εξαγνίσθηκα απ οποιοδήποτε εξωτερικό ρύπος.
ΣΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗ ΜΑΝΑ
Αρχίζω ν’ αναφωνώ μπελίσσιμο, μπελίσσιμο! μαζί με ότι λατινογενές μού ‘ρχεται αυθορμήτως κατά νου, που ούτε η πολύγλωσση Γιαπωνέζα Τομόκο δεν καταλαβαίνει.
Εκτός της Σάρας με τη γουρλοματίαση που την κάνει να μοιάζει έντρομη για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω της, απαξάπαντες οι υπόλοιποι, ο καθένας με τον τρόπο του, εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους γι αυτό το ανεπανάληπτο τοπίο που μας περιβάλλει.
Παρέλειψα να πω ότι βρισκόμαστε ήδη στην πιρόγα και διασχίζουμε την ήρεμη επιφάνεια του Ρίο Μάντρε ντε Ντίος. Του Άλτο Μάντρε ντε Ντίος, για την ακρίβεια, αφού μετά τη συμβολή του με τον Ρίο Μανού το «Αλτο» πάει περίπατο. Μάντρε ντε Ντίος σημαίνει Μάνα του Θεού. Μα, καλά, έχει κι ο Θεός γονείς, μαμά μπαμπά και τέτοια; ρωτώ με τα τσάτρα πάτρα αγγλικούλια μου τη γλυκύτατη Ντανιέλα. Το πηγαίο γέλιο της υπερνικά κι αυτή τη λατινοαμερικάνικη θεοφοβία της ακόμη.
Η Τομόκο μας περίμενε από την προηγουμένη στον καταυλισμό, ο οποίος στο φως της μέρας είναι το ωραιότερο απ όλα τα σκηνικά ταινιών με ζούγκλες που έχω δει και λέγεται Ιθαχουάνια.
Γουάτ ιζ δις; τη ρωτώ, δείχνοντάς της ένα μεγαλόσωμο πτηνό που μοιάζει να περπατά στην επιφάνια του νερού.
Δις ιζ κόρμοραν, μου απαντά. Τι λέτε!
Η Τομόκο αμείβεται για να είναι η επιστημονική μας σύμβουλος. Ξέρει το ποτάμι καλύτερα κι απ το Τόκιο, όπου γεννήθηκε. Έχω να μάθω πολλά ακόμη καθώς η πιρόγα συνεχίζει να ρυτιδιάζει τα ήρεμα νερά.
Ο Μάντρε ντε Ντίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους περουβιάνικους προπόταμους του Αμαζόνιου. Ένας απ αυτούς που τον δημιουργούν και τον γιγαντώνουν.
Εδώ η ζούγκλα είναι παρθένα. Ανέγγιχτη, συγκριτικά με κείνη της κυρίως αμαζονιακής λεκάνης.
Η αμαζονιακή ζούγκλα καταστρέφεται με τέτοιο ρυθμό από την αλόγιστη υλοτόμηση, τόσο που η Φύση δεν προφταίνει να επουλώσει τα τραύματά της. Εκεί συντελείται, νομίζω, η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή στον πλανήτη. Εκεί ξεριζώνεται ένας από τους μεγαλύτερους πνεύμονες της Γης. Ενώ η εδώ ζούγκλα φαίνεται αδιατάραχτη από την εποχή των δεινοσαύρων.
Ο Μάντρε ντε Ντίος δε μοιάζει καθόλου με τα μεγάλα ποτάμια του μαλαισιανού Βόρνεο που διαπλεύσαμε πέρσι.
Στο Βόρνεο ήσαν υδάτινοι λεωφόροι για τη μεταφορά εκατομμυρίων τόνων υλοτομημένης ξυλείας.
Εδώ, οι μόνοι κορμοί που συναντάμε είναι οι ξασπρισμένοι σκελετοί των δέντρων που παρασέρνει ο ποταμός στην εποχή της πλημμύρας του. Και που τον περισσότερο καιρό, μέχρι την επόμενη πλημμύρα, μένουν αγκιστρωμένοι στην κοίτη του κι εξέχουν σαν υπέροχα γλυπτά που μήτε θεοί, μήτε άνθρωποι, μπορούν να δημιουργήσουν. Παρά μόνο η Φύση.
Σςςς... καϊμάν, καϊμάν!..
Ο Επίφανο που τον εντόπισε πρώτος κάνει σινιάλο στον πηδαλιούχο να κόψει ταχύτητα και να πλησιάσει όσο γίνεται πιο αργά και αθόρυβα το πλωτό κτήνος.
Σςςς, καϊμάν! μας λέει σχεδόν ψιθυριστά και η Τομόκο, και όλοι, με την ανάσα κομμένη, κολλάνε στα μάτια τους το κιάλια.
Καϊμάν είναι ο αμαζονιακός κροκόδειλος, με πληροφορεί διακριτικά η Ισαβέλλα, που το φέρνει βαρέως όταν αποκαλύπτεται η ασχετοσύνη μου απέναντι σε, κατά τη γνώμη της στοιχειώδεις για σοβαρούς ταξιδευτές, γνώσεις της περουβιάνικης ζούγκλας.
Δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε το εν λόγω κτήνος διότι εξέχουν μόνο τα μάτια του σαν περισκόπια κι εκτός αυτού είναι παραλλαγμένο με τα χρώματα του περιβάλλοντος. Το πλησιάζουμε αργά. Πολύ αργά. Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Το έχω μέσα στο κάντρο μου με το δάχτυλο έτοιμο για κλικ. Το είχαμε πλησιάσει στα δέκα μέτρα τη στιγμή που άρχισε να κινείται προς την όχθη για να βγει έξω και να μου ποζάρει όταν η Σάρα με τα γουρλωμένα μάτια δεν μπόρεσε να συγκρατήσει κάποια επιφωνήματα τρόμου. Οπότε το τέρας ξαναμπήκε ενοχλημένο στο νερό. Δεν καθόσουνα στο Μάντσεστερ κορίτσι μου!
Ο Επίφανο διαθέτει ένα πανέξυπνο και καλοσυνάτο πρόσωπο και μιλάει ελάχιστα. Κάθεται ιππαστί στην πρωραία μύτη της πιρόγας κι απ αυτή τη θέση, μ’ έναν πολύπλοκο (για μας) κώδικα χειρονομιών δίνει τις κατευθυντήριες εντολές στον πηδαλιούχο που βρίσκεται στην πρύμνη.
Είναι δε καταπληκτικό το πώς εντοπίζει την κάθε ύπαρξη, και κίνηση, έμβιων στην επιφάνεια και στις όχθες. Και όχι μόνο.
Το πιο καταπληκτικό είναι ότι ξέρει όλα τα περάσματα μέσ' απ το ποτάμι αφού η κοίτη του αλλάζει συνεχώς μέρα με τη μέρα.
Η πιρόγα, από την πλώρη μέχρι τη μέση είναι φορτωμένη με τις αποσκευές μας και με τα διάφορα χρειώδη της αποστολής. Τρόφιμα, μαγειρικά σκεύη, αντίσκηνα και ότι άλλο. Τα λιανά παλικαράκια με τις ξεχαρβαλωμένες σαγιονάρες εδρεύουν στο πίσω μέρος, κοντά στον πηδαλιούχο, μαζί με τα σύνεργα μαγειρικής. Εκεί μας ετοιμάζουν το γεύμα, το δείπνο και τα καφεδοτσάγια μας. Εν πλω.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΛ ΝΤΟΡΑΝΤΟ
Είμαι αραχτός στην πλέον προνομιούχα θέση, στον πρώτο πάγκο μετά τις αποσκευές, κι έχω δίπλα μου την Τομόκο.
Απ αυτή τη θέση μπορώ ν’ απλώσω χέρια, πόδια, να οριζοντιωθώ, να κοιμηθώ οποιαδήποτε στιγμή, νά ‘χω το ευρύτερο δυνατό οπτικό πεδίο και να φωτογραφίζω το οτιδήποτε.
Δεν έκανα κάποια νεοελληνική κουτσουκέλα γι αυτό το πλεονέκτημα. Ήταν ο Σον που είπε εδώ θα κάτσει ο "πρεζιντέντε" και σ' όλους φάνηκε σαν κάτι το αυτονόητο. Μου κόλλησε το "πρεζιντέντε" από την πρώτη στιγμή, εξ αιτίας κάποιων γκρίζων συστάδων στο τριχωτό της κεφαλής μου κι έχοντας επίγνωση ότι δεν θα μ' ενθουσίαζε καθόλου. Αλλά, έτσι είναι τα παρατσούκλια. Ποτέ δεν τα επιλέγεις.
Το Ελντοράντο μας είναι το Εθνικό Πάρκο του Μανού. Μια πολύ μεγάλη και πολύ αυστηρά προστατευόμενη περιοχή της ζούγκλας που καλύπτει μια επιφάνεια ίση περίπου με κείνη της Ελβετίας.
Σε ότι αφορά την βιοποικιλία πανίδας και χλωρίδας είναι το πιο ενδιαφέρον δάσος πάνω στη γη, μας πληροφορεί η Τομόκο που δε βάζει γλώσσα μέσα της, και από τα προσφορότερα, προσθέτει, για την παρατήρηση πουλιών, ενυδρίδων, ιαγουάρων, καϊμάν, μικρών αιλουροειδών και δεκατριών ειδών πιθήκων. Έχει και δηλητηριώδη ζουζούνια; τη ρωτά η Σάρα. Αλλά νομίζω ότι κανείς δεν της απάντησε διότι εκείνη τη στιγμή είχαμε την τύχη ν’ απολαύσουμε τη χορογραφία ενός κόνδορα των δασών πάνω απ το κεφάλι μας.
Πανύψηλα συμπλέγματα δέντρων και αναρριχητικών κι απ τις δύο όχθες. Απίστευτη ποικιλία μεγάλων και μικρών πτηνών. Αυτό είναι φλαμίνγκο, εκείνο κόρμοραν, το τρίτο ρουπίκολα περουβιάνα, το άλλο... Είναι η Ντανιέλα κι ο Τζέησον, oι βιολόγοι της παρέας, που τη ρωτάνε τα περισσότερα κι όταν, η Τομόκο, δεν ξέρει κάτι, της το σφυρίζει διακριτικά ο Επίφανο. Ορίστε και χελώνες! Μεγάλες, γκρίζες χελώνες του ποταμού που λιάζονται στις όχθες ή στους νεκρούς σκελετωμένους κορμούς των δέντρων.
Κάτι μας δείχνει ο Επίφανο προς την όχθη και κάνει νεύμα στον πηδαλιούχο να πλησιάσει αργά. Πρόκειται για τρεις μπόμπιρες και μια γυναίκα που στέκονται ανάμεσα στις φυλλωσιές και μας περιεργάζονται με την ίδια περιέργεια που τους περιεργαζόμαστε και ‘μεις.
Είναι Μαχιγουένγκας. Αυτόχθονες ινδιάνοι του Αμαζονίου. Ζουν νομαδικά μέσα στη ζούγκλα σε μικρές οικογενειακές ομάδες και είναι σχεδόν απρόσιτοι για τους ξένους. Μιλούν τη δική τους γλώσσα και, όπως είναι φυσικό, δεν είναι ενσωματωμένοι στην περουβιάνικη κοινωνία και στους νόμους της. Είναι οι μόνοι που έχουν δικαίωμα στη θήρα προκειμένου για την επιβίωσή τους αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο λίγοι που δεν μπορούν να διαταράξουν το παρθένο οικοβιοσύστημα.
Αποβιβαζόμαστε στην όχθη διακριτικά για να μην τους τρομάξουμε και ο Επίφανο λέει κάτι στη γυναίκα. Αυτό που της λέει, σίγουρα δεν είναι ανέκδοτο γιατί εκείνη εξακολουθεί να μας κοιτάζει αυστηρά και δύσπιστα.
Πλησιάζω με τα γόνατα λυγισμένα και με βήματα σλόου μόσιον ένα σμήνος από γκριζοκίτρινες πεταλούδες οι οποίες τό ‘χουν ρίξει στο φαγοπότι. Το μάτι μου είναι στο βιζέρ και το μυαλό μου στους νεοφυείς Μαχιγουένγκας. Δίνω όλη αυτή την χαζή παράσταση υστερόβουλα, για να τους τραβήξω την προσοχή ώστε να εξοικειωθούν με το μηχάνημα που έχω μπροστά στο μάτι μου. Κάνω δήθεν ότι σκοντάφτω κι αφού ξεραίνονται στα γέλια είμαι σίγουρος ότι σε λίγο θα μου ποζάρουν άφοβα.
Λίγα μέτρα πιο μέσα απ το όριο του παρόχθιου τείχους της οργιώδους βλάστησης είναι το νοικοκυριό τους. Ένα αυτοσχέδιο έδρανο τρία επί τρία με ψάθινο σκέπαστρο και με όλο το έχειν τους επάνω, μια καλύβα όχι ευρύτερη σε εμβαδόν από το έδρανο, μια πυροστιά, μια καπνισμένη χύτρα, κάτι πλαστικά πιάτα... Ο Επίφανο μας ζήτησε μέσω Τομόκο να είμαστε διακριτικοί μαζί τους και όποιος θέλει μπορεί ν' αφήσει και το κατιτίς του. Απολύτως δίκαιο μετά από τόσες πόζες μπροστά στο μηχάνημα του λευκού ξένου.
ΜΠΟΚΑ ΜΑΝΟΥ
Το ποτάμι δεν χορταίνεται. Είναι παντού το ίδιο χωρίς να είναι πουθενά το ίδιο. Μια απίστευτη ποικιλία μορφών, χρωμάτων και ήχων. Η συναυλία της ζούγκλας. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Όλοι μας.
Μέσα στην πιρόγα μιλάμε ελάχιστα. Μιλάει κυρίως η Τομόκο, κι αυτή χαμηλόφωνα, όσο χρειάζεται για ν’ ακούγεται κι απ τον τελευταίο. Σαν σε ναό. Είναι κάτι το μυσταγωγικό. Η ζούγκλα σου επιβάλλεται απόλυτα. Και μόνο ο Γιόχαν, ο νεαντερτάλιος, ανοίγει κάπου κάπου ένα γερμανικό βιβλίο με εξώφυλλο που παραπέμπει σε (αντί)επιστημονική φαντασία. Κανείς δε θέλει να χάσει ματιά, στιγμή, άκουσμα, απ ότι μας περιβάλλει. Όλοι με τα κιάλια και γω με τη φωτογραφική ενσωματωμένα στα μάτια μας.
Φτάνουμε στο χωριό Μπόκα Μανού. Που σημαίνει στόμιο του ποταμού Μανού και, προφανώς, υποδηλώνει το σημείο της συνάντησης του Ρίο Μανού με τον Ρίο Μάντρε ντε Ντίος.
Δεν υπάρχει αποβάθρα στην όχθη. Ο Επίφανο και τα σκουρόχρωμα λιανά παλικαράκια του μανουβράρουν με τα μακριά κοντάρια τους την πιρόγα μας ανάμεσα στις άλλες που σταθμεύουν εκεί και στη συνέχεια ρίχνουν το στενό μαδέρι πάνω στο οποίο πρέπει να ακροβατήσουμε για να περάσουμε στο λασπωμένο χώμα. Μόνο η Σάρα κατόρθωσε να πέσει στο νερό.
Ίσως γι αυτό, λέω χαιρέκακα στον Ορέστη, είναι η μόνη που, ενώ όλοι εμείς φοράμε μακρυμάνικα πουκάμισα, μακριά παντελόνια και άρβυλα, η Σάρα είναι μονίμως μ’ ένα κοντομάνικο φανελάκι, μια γελοία λουλουδάτη βερμούδα και κάτι πέδιλα που μόνο Γερμανοί τα φοράνε ακόμα στις μέρες μας. Αλλά ενώ εμείς όλοι, πλην Ντέϊβιντ, υποφέρουμε από ένα καταπιεσμένο άηχο γέλιο, η Σάρα έπιασε να τσιρίζει ισχυριζόμενη ότι έχει ήδη γίνει μεζές για τα πιράνχας.
Το Μπόκα Μανού είναι ένα χωριό δίπλα στο ποτάμι και μέσα στη ζούγκλα, φτιαγμένο ειδικά για ταξιδιώτες, για ερευνητές και για φωτογράφους.
Οι οικίσκοι του είναι ξύλινοι και ψάθινοι, καλά περιποιημένοι, πεντακάθαροι και πανέμορφοι. Υπάρχουν και δυο - τρία μαγαζάκια για άνοστο καφέ, αναψυκτικά και ταξιδιωτικό ανεφοδιασμό.
Κάποιοι από μας μαθαίνουν πως αυτή τη στιγμή γίνεται η κηδεία μιας ιθαγενούς που τη δάγκωσε φίδι. Συνεδριάζουμε εν κρυπτώ κι αποφασίζουμε πως είναι καλύτερα να μην το μάθει η Σάρα.
Έχει νυχτώσει προ πολλού. Και απορώ πώς τα καταφέρνει ο Επίφανο να κυβερνάει τις ζωές μας μέσα σ’ αυτό το απόλυτο σκοτάδι. Και μάλιστα να κουλαντρίζει έτσι την πιρόγα ώστε να την προσαράζει στο σημείο ακριβώς της όχθης όπου και πρέπει ν’ αποβιβαστούμε. Ανάψτε τους φακούς.
Μετά από διακόσια μέτρα το μονοπάτι μας βγάζει στον καταυλισμό όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Είναι ένα συγκρότημα από αχυροξυλοκαλύβες με πλακόστρωτα μονοπατάκια που φωτίζονται από εν σειρά αναμμένους δαυλούς.
Για την ώρα ξαποσταίνουμε σε μια ευρύχωρη καντίνα, εντευκτήριο κι εστιατόριο μαζί. Λάμπες πετρελαίου και δαυλοί. Είμαστε γλυκά κατάκοποι αλλά η Τομόκο δε μασάει από κάτι τέτοια. Νυχτερινή πορεία μέσα στη ζούγκλα, λέει. Μα είναι με τα καλά της;
Κοιτάζω τη Σάρα ελπίζοντας ότι θα ματαιώσει αυτό το παράλογο πλάνο, μόνο που αυτή η σκρόφα, που απ ότι φαίνεται κανένα (δυστυχώς) πιράνχας δεν την άγγιξε, δείχνει ενθουσιασμένη με την ιδέα. Ο Σον με κοιτάζει σα να μου λέει, ρε πρεζιντέντε κάνε κάτι, σώσε μας απ αυτή την τρελή γιαπωνέζα. Δεν είσαι καλά, ρε γιάνκη, που θα ξεφτιλίσω εγώ την εθνική μου υπόσταση! Εδώ δεν κάνει πίσω η Σάρα και θα κάνω εγώ, ο Έλλην; Ο Γιόχαν ο νεαντερτάλιος, πάντως, θα μείνει στην καντίνα για να διαβάσει το αντιεπιστημονικής φαντασίας περιοδικό του. Η Γκέρτρουντ θα έρθει μαζί μας. Θά ‘χουν τσακωθεί, φαίνεται.
ΕΝΑ ΡΙΓΟΣ ΣΤΗ ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ ΜΟΥ
Το λεγόμενο μονοπάτι δεν είναι παρά κάποιο λιγότερο δύσκολο πέρασμα ανάμεσα στις ύπουλες φυλλωσιές, στους υγρούς κορμούς και στα απειλητικά αναρριχητικά που διακλαδίζονται παντού. Και με ηχητική επένδυση ένα άπειρο πλήθος από φωνές ζώων της νύχτας. Η πανίδα της ζούγκλας δραστηριοποιείται κυρίως τη νύχτα, λέει.
Α, ναι, και αράχνες. Που κάθε τόσο, η Τομόκο, τις λούζει με τη φωτεινή δέσμη του φακού της προκειμένου να μας εκθέσει λεπτομερώς το κουρικούλουμ βίταε της κάθε μιας απ αυτές, αγνοώντας προβοκατόρικα το διαρκές ρεσιτάλ ερμηνείας ρόλων από ταινίες τρόμου που δίνει η Σάρα.
Η Ισαβέλλα μου δίνει τη μόνη λογική εξήγηση της παρουσίας της γουρλομάτας εδώ. Ομοιοπαθητική! Ήρθε στη ζούγκλα για να περπατήσει ξυπόλητη και ημίγυμνη ανάμεσα σ’ όλα τα δηλητηριώδη της γης προκειμένου να ξεπεράσει την ψύχωσή της. Ή ν’ αφήσει τα κόκκαλά της εδώ. Ελευθερία ή θάνατος!
Εδώ είναι, λέει, η λίμνη με τα καϊμάν. Ποια λίμνη, ρε κορίτσι μου, εδώ δε βλέπουμε παρά μόνο τ’ άστρα!
Πρόσεχε που πατάς, είσαι σχεδόν μεσ' το νερό.
Ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου! Όχι μόνο γιατί βούλιαζα σιγά σιγά μέσα στην κυλιόμενη λάσπη της όχθης αλλά, κυρίως, γιατί είδα το καϊμάν στα δέκα μέτρα μπροστά μου. Είδα, για την ακρίβεια, ένα ζευγάρι κόκκινα φωτάκια να λαμπυρίζουν μεσ’ το σκοτάδι: τα μάτια του. Και λίγο αργότερα δεκάδες ζευγάρια κόκκινα φωτάκια ένα γύρω. Δεν πάμε σιγά σιγά λέω εγώ! Αλλά, δεν τό ‘πα.
Τα τρία επί τρία υπνοδωματιάκια του καταυλισμού Μπλανκίλιο είναι απλώς χώροι οριοθετημένοι από ξύλινα τοιχία που φτάνουν στο ύψος του ανθρώπου. Και πάνω ψηλά μια ενιαία σκεπή για όλο το συγκρότημα. Η μόνη προστασία από τα διάφορα μικροτέρατα της νύχτας είναι οι πεντάπλευρες κουνουπιέρες που αγκαλιάζουν ολοκληρωτικά όλο το ξυλοκρέβατο. Ξυπνήσαμε, ως συνήθως, στις τέσσερις πριν απ το χάραμα. Πολύ ρομαντικά!
MAKAO
Το πλωτό παρατηρητήριο των μακάο, δεν είναι παρά μια σανιδένια πλατφόρμα που κινείται, όταν κινείται, ρυμουλκούμενη με σκοινιά από πιρόγες με κουπί για να μην προκαλείται και ο παραμικρός θόρυβος. Είναι κλειστή και από τα πλάγια και από πάνω. Μια πλωτή παράγκα, δηλαδή.
Ο Επίφανο την πλευρίζει αθόρυβα και το ίδιο αθόρυβα επιβιβαζόμαστε μέσα της. Στη συνέχεια, ο ιθαγενής πλοηγός της αμολάει καλούμπα ώστε με τη ροή του ποταμού να πλησιάσουμε αργά και αθόρυβα την κάθετη αργιλώδη όχθη.
Στον ξύλινο τοίχο που βλέπει προς την όχθη υπάρχουν μικρά ορθογώνια ανοίγματα για να μπορούμε να παρατηρούμε με τα κιάλια τους παπαγάλους χωρίς να μας αντιληφθούν και τραπούν σε φυγή. Φτάνουμε σε απόσταση φωτογραφικής βολής και αναμένουμε την άφιξη των μακάο.
Προτεραιότητα όμως στο μπρέκφαστ έχουν κάτι μικρότερα πρασινωπά παπαγαλάκια. Κρέμονται σμήνη σαν τσαμπιά και τραγανίζουν το χώμα της όχθης που περιέχει άργιλο.
Οι μεγαλόσωμοι μακάο περιμένουν υπομονετικά στα γύρω κλαριά κι όταν τελειώσουν τα μικρά αρχίζει η δική τους αργιλοφαγία. Η Τομόκο δε μπορεί να μας δώσει κάποια επιστημονική εξήγηση γι αυτό το σαβουάρ βιβρ. Μας εξηγεί πάντως πως αυτός ο άργιλος τους βοηθάει να χωνέψουν τις τοξίνες που περιέχουν οι σπόροι των φρούτων που έχουν περιδρομιάσει από την προηγούμενη μέρα.
ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ
Πάμε κόντρα στο ρεύμα. Το πεφωτισμένο σχέδιο του Επίφανο είναι ν’ ανέβουμε για μερικές ώρες τον Ρίο Μανού εισδύοντας έτσι ακόμα πιο βαθιά στον Πυρήνα του Εθνικού Πάρκου. Ο Επίφανο έχει πάντα δίκιο.
Ο Ρίο Μανού δεν υπολείπεται σε τίποτα του Μάντρε ντε Ντίος. Κι εξ άλλου, πώς αλλιώς θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι πάτησα το πόδι μου στην καρδιά μιας από τις πιο παρθένες ζούγκλες που απόμειναν στον πλανήτη; Όσο περισσότερο απομακρύνομαι από τον πολιτισμό της τηλεοπτικής βαρβαρότητας τόσο πιο πολιτισμένος αισθάνομαι. Και όχι μόνο εγώ. Ακόμα και ο νεαντερτάλιος Τεύτονας πέταξε επιτέλους το μεταφυσικό φενακιστήρι του και αγκάλιασε την Γκέρτρουντ.
Είναι ένα απόγευμα εν πλω αλλιώτικο απ τ’ άλλα: ο Ρίο Μανού εξατμίζεται. Μια πηχτή υπόλευκη ομίχλη δε μας επιτρέπει να διακρίνουμε τίποτε πέρα απ τα τριάντα, σαράντα μέτρα. Οι σκιές των δέντρων στις όχθες, ίσα που διαγράφονται μεσ’ τη γκριζάδα.
Πρώτη φορά νοιώθω πόσο ευάλωτοι είμαστε. Ακόμη και η Τομόκο σταμάτησε να μιλά και μόνο ο καπιτάν Επίφανο παραμένει ατάραχος και σίγουρος για τον εαυτό του. Ευτυχώς, γιατί χωρίς τη γαλήνια αυτοπεποίθησή του θ’ αγγίζαμε τα όρια του πανικού. Και δε μου φτάνει αυτό το ψυχοπλάκωμα, έχω και τον Ορέστη να γκρινιάζει γιατί του τέλειωσαν τα μυξομάντιλα. Το θεωρεί αδιανόητο ν’ αδειάσει το περιεχόμενο της μύτης του στο ποτάμι. Το τακτ μας έλειπε!
Ο Επίφανο πάντως βρήκε χωρίς καμιά δυσκολία το σημείο της αποβίβασης. Φοβερό άτομο! Τώρα πρέπει να ξεφορτωθεί εντελώς η πιρόγα στην όχθη και στη συνέχεια, όλος ο εξοπλισμός της αποστολής πρέπει να μεταφερθεί μέσα στη ζούγκλα, σ’ ένα ξέφωτο, όπου και θα εγκατασταθούμε.
Στο μεταξύ ο καιρός έχει γίνει ακόμη πιο απειλητικός κι από στιγμή σε στιγμή θ’ ανοίξουν οι κρουνοί από πάνω μας. Πρέπει να βάλουμε όλοι ένα χεράκι. Δεν είναι πρέπον να μεταφέρουν όλους αυτούς τους όγκους τα σκουρόχρωμα λιανά παλικαράκια κι ο καπετάνιος τους. Σε λίγο, μέχρι και η Σάρα ενεργοποιείται μεταφέροντας κάτι βαρύτερο από το προσωπικό της νεσεσέρ.
Το πλάτωμα λέγεται Καταυλισμός Λιμονάλ. Αποτελείται από ένα μεγάλο ξύλινο περίπτερο με κοιτώνες και εντευκτήριο κι ένα άλλο μικρότερο, μαγειρείο και αποθήκες. Τ' αντίσκηνα της ομάδας μας στήνονται ταχύτατα.
Το πρόγραμμα προβλέπει πορεία στη ζούγκλα, δηλώνει η Τομόκο. Με τ’ αντίσκηνα στημένα, τις αποσκευές ασφαλισμένες και τον Επίφανο μπροστά, πάμε και στην κόλαση. Εμπρός, λοιπόν, της ζούγκλας κολασμένοι!
Ήταν μια εκπληκτική πορεία πέντε χιλιομέτρων. Επιστρέφουμε. Νύχτα. Στον καταυλισμό οι δαυλοί είναι αναμμένοι και το φαγητό έτοιμο. Μια τεράστια πεταλούδα της νύχτας με γκριζόμαυρα σχέδια χτυπιέται πάνω στο γυαλί του φωτιστικού.
Η ζούγκλα είναι ένα τέλειο σύστημα. Σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική έννοια που συνηθίζουμε να της δίνουμε, υπονοώντας προφανώς το αντίθετο, η ζούγκλα είναι ένα στέρεο σύστημα που διέπεται από αδιατάρακτους νόμους μέχρι τη στιγμή που θα εισβάλουμε εμείς, οι εξωσωματικοί, για να διεγείρουμε την εντροπία του.
Και η ζούγκλα όμως με τη σειρά της έχει τη δύναμη να διεγείρει και τη δική μας εσωτερική εντροπία. Μια περί αυτού ένδειξη είναι πως, μ’ αυτή την επαφή μαζί της, έχει διασαλεύσει τον τρόπο που εδώ και δεκαετίες συνήθισα να σκέφτομαι.
Είναι μια μεταλλική κατασκευή στην όχθη της λίμνης Οτορόγκο ύψους δεκαοχτώ μέτρων. Εκατόν δύο σκαλοπάτια. Όσο έξι όροφοι, δηλαδή.
Πρόκειται για ένα τέλειο παρατηρητήριο φλαμίνγκος, κορμοράνων, μακάο, πιθήκων, καϊμάν, ακόμα και ενυδρίδων.
Θα μπορούσα νά ‘ρχομαι κάθε μέρα χωρίς να βαριέμαι. Εκείνους τους παθιασμένους βιολόγους που μια ζωή μελετούν ένα είδος πανίδας, τους καταλαβαίνω πολύ καλά. Και τους θαυμάζω.
Τα τσιρίγματα της Σάρας από κάτω είναι πιο σπαρακτικά από κάθε άλλη φορά. Διακόπτουν βίαια τη ρέμβη μου και κατεβαίνω εσπευσμένα. Ο Ντέιβιντ προσπαθεί να την ηρεμήσει ενώ την ίδια στιγμή όλοι οι άλλοι κοιτούν, από κάποια απόσταση, κάτι που βρίσκεται στο έδαφος, ανάμεσα στα υγρά φύλλα. Αυτό το κάτι είναι μια ταραντούλα. Μια "μαύρη χήρα". Μεγάλη όσο η παλάμη μου. Που αφού αποπλανήσει τον φουκαρά τον ταραντούλο και ολοκληρώσει τη δουλειά της, καθ' ην ετάχθη από τη φύση, τον καταβροχθίζει.
Ο Επίφανο μας κρατά σε απόσταση απ αυτό το ζώον ενώ η Τομόκο μας πληροφορεί ότι ναι μεν δεν τρέχει αλλά κάνει άλματα. Εγώ όμως θέλω να την φωτογραφίσω. Και μάλιστα μαζί με κάτι που θα προσδιορίζει το μέγεθός της. Ο Ορέστης δηλώνει εθελοντής και γω ως άστοργος πατέρας και φανατικός φωτοθήρας το εκμεταλλεύομαι. Πλησίασε, του λέω, την παλάμη σου κοντά της.
ΟΙ ΜΟΒΟΡΟΙ ΚΑϊΜΑΝ
Ο καταυλισμός Κότσα Σαλβαντόρ δεν διαθέτει κανενός είδους κατάλυμα. Είναι απλώς ένα ξέφωτο της ζούγκλας κοντά στην όχθη με ίχνη από προηγούμενες κατασκηνώσεις.
Έχουν εξοικειωθεί και ξεθαρρέψει πλέον όλοι και μετά το στήσιμο των ιγκλού θέλουν και καλά να κολυμπήσουν στον Ρίο Μανού.
Μα είστε με τα καλά σας! Έλα, ρε πρεζιντέντε, λέει ο Σον (σε δική μου ελεύθερη απόδοση), ο Επίφανο είπε πως τα πιράνχας δεν συχνάζουν στο τρεχούμενο νερό κι εξ άλλου δεν στην πέφτουν αν δε μυρίσουν αίμα, έχεις περίοδο; δεν έχεις!
Εκτιμώ το χιούμορ σου, μάι φρεντ, αλλά όταν έχεις μεγαλώσει στο Αιγαίο δε μπαίνεις μέσα σ’ αυτή τη καφετιά θολούρα. Κι εξ’ άλλου, εκτός των πιράνχας εδώ συχνάζουν και καϊμάν. Έμεινα μόνος μου στον καταυλισμό για να οργανώσω τα πράγματά μου και να μαγνητοφωνήσω τις παρατηρήσεις μου.
Λίγο πριν βραδιάσει παίρνουμε το μονοπάτι που μετά από δυόμισι χιλιόμετρα μας βγάζει στην καταπληκτική λίμνη Σαλβαντόρ. Είναι ότι ωραιότερο από λίμνες έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Όπως και η Οτορόγκο, είναι μια λίμνη που σχηματίστηκε από την εποχή που κάποιος από τους παραπόταμους του Μάντρε ντε Ντίος έπαψε, από τις ίδιες του τις προσχώσεις, να υφίσταται ως τοιούτος και παρέμεινε ως λίμνη με υπόγεια ανανέωση υδάτων.
Επιβιβαζόμαστε σε κάποιο μισοσαπισμένο, και προφανώς εγκαταλειμμένο, πλωτό μέσο που αποτελείται από δύο πιρόγες, ενωμένες από ένα ορθογώνιο σανίδωμα, ενώ στις πρύμνες τους είναι οι θέσεις των δύο κωπηλατών. Με την έγκριση του Επίφανο εγώ παίρνω το ένα κουπί κι ο Σον το άλλο. Και τα πήγαμε πολύ καλά, λες και γεννηθήκαμε γονδολιέρηδες.
Βιώνουμε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα στα απολύτως ήρεμα νερά της Σαλβαντόρ μελετώντας τα καϊμάν που εδώ δεν είναι λευκά. Είναι από κείνα τα μεγάλα, τα μαύρα, τα μοβόρικα, που σε κάνουν μια χαψιά.
Τα πλησιάζουμε αργά, πολύ αργά, για να μην τα τρομάξουμε και μας την πέσουνε, και μερικά απ αυτά τα πλησιάζουμε στα τρία μέτρα.
Την επομένη ξαναρχόμαστε. Πρωί όμως, γιατί αυτή τη φορά ο στόχος μας είναι οι ενυδρίδες που δε συνηθίζουν να συναναστρέφονται τα μοβόρικα μαύρα καϊμάν που δεν ξέρεις ποτέ τι θα συμβεί αν τσατιστούν. Έχουμε την εκπληκτική τύχη να συναντήσουμε και τα καπιμπάρα. Κάτι κακάσχημα τρωκτικά σε μέγεθος σκύλου, που όμως είναι ντροπαλά και φοβητσιάρικα.
Απόγευμα. Οι περισσότεροι, με την Τομόκο και τον Επίφανο, έχουν πάει σε κάποια ακόμη λίμνη. Η Ισαβέλλα με τον Ορέστη πήγαν για περπάτημα στην όχθη. Μόνο ο Σον κι εγώ είμαστε στα αντίσκηνά μας.
Ο καιρός απειλεί με βροχή. Και ξαφνικά πλακώνει μια κατακλυσμιαία μπόρα. Τρέχω σαν παλαβός να μαζέψω τ’ απλωμένα ρούχα μας και ν’ ασφαλίζω ότι άλλο βρίσκεται έξω. Στη συνέχεια, βοηθώ τα λιανά παλικαράκια να μαζέψουμε και τα πράγματα των άλλων.
Τώρα είμαι μέσα στο ιγκλού κι έχω ανοίξει μόνο μια μικρή χαραμάδα για να βλέπω τι γίνεται έξω αλλά και πάλι μπαίνει η βροχή. Ομολογώ ότι το θέαμα είναι συγκλονιστικό. μακριά, πέρα από τις φυλλωσιές, διακρίνω ένα κομμάτι καθαρού ουρανού ενώ εδώ είναι κατασκότεινα. Είμαι στη νύχτα κοιτώντας από μακριά τη μέρα μιας άλλης γης που δε μπορεί να με φωτίσει.
Το μόνο που ακούγεται είναι η βροχή και το μακάριο ροχαλητό του Σον απ την απέναντι σκηνή. Ακούω τις φωνές του Ορέστη και της Ισαβέλλας που τρέχουν κατά δω. Είναι, βεβαίως, κάτι παραπάνω από μούσκεμα. Πού είσαστε; Στο ποτάμι. Τι κάνατε; Κολυμπούσαμε! Προκαλούσατε την τύχη σας παριστάνοντας το κολατσιό των καϊμάν, δηλαδή! Έγινα έξαλλος. Έβρεχε σχεδόν όλη τη νύχτα. Αλλά είχε την πλάκα του!
ΜΙΑ ΟΚΤΑΘΕΣΙΑ ΣΑϊΤΑ
Πρώτα κάναμε μια στάση στο Μπόκα Μανού για έναν τελευταίο καφέ στην "Αμπουελίτα". Μετά ξαναμπήκαμε με βαριά καρδιά στην πιρόγα για τον τελευταίο μας πλου.
Ξεμπαρκάραμε στην απαρχή ενός συνήθους ασήμαντου μονοπατιού το οποίο, μετά από μισό χιλιόμετρο, καταλήγει σ’ ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων πλάτωμα αποψιλωμένο από δέντρα.
Μια, και μοναδική, ψαθοξύλινη κατασκευή, μερικοί πάγκοι, ένας ασύρματος -κατάλοιπο ποιος ξέρει τίνος πολέμου- κι ένας ιθαγενής τυπάκος να μιλάει με κάποιον φίλο του φαρμακοποιό στο Κούσκο για να εξασφαλίσει κάποια φάρμακα...
Μόλις περιέγραψα το αεροδρόμιο του Μανού. Και ο αεροδιάδρομος; Μπροστά σου. Μπροστά μου δεν υπάρχει παρά ένα τεράστιο χωράφι με μισό μέτρο χορτάρι! Ε, και;
Αγκαλιές, φιλιά και αριβεντέρτσι με τον έξοχο Επίφανο και τα ηρωικά λιανά παλικαράκια του, τη ίδια στιγμή που μια, το πολύ οκταθέσια, σαΐτα προσγειώνεται στο χωράφι για να τροχοδρομήσει μέχρις εκεί που στεκόμαστε. Και μ’ αυτό το πράγμα θα χορέψουμε τσάρλεστον πάνω από τις Άνδεις! Τρελαθήκαμε τελείως, μου φαίνεται.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για το Περού:
ΠΕΡΟΥ 1, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΠΕΡΟΥ 3 - ΠΑΡΑΚΑΣ, ΝΑΣΚΑ, ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΕΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΠΕΡΟΥ 4 - ΑΡΕΚΙΠΑ-ΚΟΛΚΑ ΒΑΛΕΫ, EL CONDOR PASA | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΠΕΡΟΥ 5 - ΤΙΤΙΚΑΚΑ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΨΑΘΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΠΕΡΟΥ 6 - ΚΟΥΣΚΟ, ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΑΛΑ ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΠΕΡΟΥ 7 - ΥΠΕΡΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν