ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 2 - ΑΤΙΤΛΑΝ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ...

Front Picture: 

... ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΗΠΑ  ... και διατρέχω τους δρόμους του κόσμου σαν να ψάχνω, κι εγώ δεν ξέρω τι. Ίσως το φάντασμα του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Ίσως τις αγιοποιημένες σκιές των ληστών Κανγκασέιρος. Μακριά, όσο μπορώ πιο μακριά, από τους μικροσκοπικούς ηλεκτρονικούς χαφιέδες τσέπης. Όσο μπορώ πιο μακριά απ τη φενάκη που την είπανε πρόοδο. Όσο μπορώ πιο μακριά απ τα τσιμέντα που μου λεηλατούν τον αέρα και το φως. Στους δρόμους του κόσμου...

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 104/06.04.2002


Προηγείται:

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν


ΕΝΑΣ ΛΕΚΕΣ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΜΠΛΕ

Τι είναι μια λίμνη; Ένας λεκές στο χάρτη είναι. Χρώματος μπλε. Που αν μάλιστα αποτελεί το κρυφό (ή φανερό) αντικείμενο του πόθου σου, προσπαθείς να το υποστασιοποιήσεις. Να του προσαρμόσεις, ας πούμε, ένα γεωλογικό ανάγλυφο και μια χλωρίδα ανάλογα με την όποια γνώση του περιβάλλοντος χώρου διαθέτεις. Να του βάλεις κορμοράνους, ερωδιούς και χαρούμενα παιδάκια να πλατσουρίζουν στις όχθες, υπό την προϋπόθεση ότι ο λεκές δεν εμπεριέχει και κροκόδειλους. Να τον σαρκώσεις με  πλωτά μέσα, παρόχθιους οικισμούς και κατοίκους Μάγια με ενδυμασίες κουλέρ λοκάλ, που νομίζεις πως τα ‘χει πάρει το μάτι σου σε κάποιο ντοκυμανταίρ της Ερτ. Και να του φορέσεις, εν τέλει, και μια πιθανή καιρική συνθήκη της αρεσκείας σου ώστε να πορευτείς κατά κει κυριαρχημένος από μιαν απολύτως φυσική προδιάθεση. Και τι θα ‘ταν άραγε ο άνθρωπος χωρίς τις προδιαθέσεις του; Ένα ενεργούμενο, να τι θα ‘ταν!

Κι αν αναρωτιέσαι ακόμη περί τίνος μου ‘χει σαλτάρει να σου γράψω, σου υπενθυμίζω πως, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που εκπονήσαμε από κοινού εν Αθήναις, οδεύω προς τη λίμνη Ατιτλάν. Ατιτλάν! Και γαμώ τα ονόματα, ε! Δεν σου θυμίζει ψιθυριστό παρασύνθημα σε καρμπονάρικη γιάφκα; Δεν είναι σαν κραυγή ελευθερίας από λατινοαμερικάνικη εξέγερση; Δεν ακούγεται σαν στροφή από περουβιάνικη φλογέρα;


‘Ντάξει, στη Γουατεμάλα βρίσκομαι, μην ανησυχείς, δεν μου ’χει (ακόμα) σαλτάρει (τελείως). Κι αν θες να ξέρεις,  βροντοκοπανιέμαι κονσερβαρισμένος μέσα σ’ ένα γουατεμαλτέκο λεωφορείο έτοιμο να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Και διατρέχω τους δρόμους του κόσμου σαν να ψάχνω, κι εγώ δεν ξέρω τι. Ίσως το φάντασμα του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Ίσως τις αγιοποιημένες σκιές των ληστών Κανγκασέιρος. Των Βραζιλιάνων κλεφταρματωλών, που σού ‘λεγα το βράδυ που πίναμε κρασί στης Μαρίνας. Μακριά, όσο μπορώ πιο μακριά, από τους μικροσκοπικούς ηλεκτρονικούς χαφιέδες τσέπης. Μακριά, όσο μπορώ πιο μακριά από τη φενάκη που την είπανε πρόοδο. Όσο μπορώ πιο μακριά από τα τσιμέντα που μου λεηλατούν τον αέρα και το φως. Στους δρόμους του κόσμου... Που περνούν κι από την Ατιτλάν.


Όπου να ‘ναι φτάνουμε. Και, ειρήσθω εν παρόδω, το περιβάλλον οικοσύστημα δεν απέχει δα και πόρρω από την αχαλίνωτη φυσική μου προδιάθεση. Βουνά κρημνώδη και κατάφυτα. Γη ατίθαση. Χωράφια σκληροτράχηλα που αναμετριούνται με ανυποχώρητους και αγέλαστους Μάγια. Με ανυποχώρητους και αγέλαστους Μάγια! Θα επανέλθω σ’ αυτό. Θύμησέ μου το. Για την ώρα, και προκειμένου να μην το ξεχάσω, ξέρεις πώς είμαι, θα εμβολίσω την εξής πληροφορία: Το εβδομήντα τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης της Γουατεμάλας ανήκει σ’ ένα τρία τοις εκατό κρεολών και λαντίνος. Ίσως αυτό να σου λύσει την απορία γιατί οι Μάγια είναι αγέλαστοι τύποι. Και περίπου δύσπιστοι απέναντι σε μας τους γκρίνγκος. Σ’ αυτά εδώ τα υψίπεδα, λοιπόν, η βασική παραγωγή είναι το καλαμπόκι. Ο καφές και το ζαχαροκάλαμο ευδοκιμούν, κυρίως, στις ακτές του Ειρηνικού. 


ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ...


Η Παναχατσέλ είναι το προνομιούχο λιμνοχώρι της Ατιτλάν. Μια Αράχοβα, θα ‘λεγα, στα μέτρα της Γουατεμάλας. Άκυρον! Το βλαχομπαρόκ της Αράχοβας είναι υπεράνω συγκρίσεων. Μόνο το Μέτσοβο μπορεί κάπως να τη συναγωνιστεί. Η Παναχατσέλ απέχει πολύ από μια τέτοια δόξα. Αποτελείται ουσιαστικά από δυο μεγάλους παράλληλους δρόμους. Όπου και όλη η μεγάλη κίνηση. Τα φαγάδικα, τα μπαράκια, τα οτέλς για όλα τα πορτοφόλια και το παζάρι με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μιλάμε για ένα είδος Μοναστηράκι αλλά στο πιο μεγάλο. Ο καθένας απ τους δύο παράλληλους δρόμους, που αρχίζουν απ την ενδοχώρα κι εκβάλλουν στη λίμνη, θα πρέπει να είναι κάτι λιγότερο από δύο χιλιόμετρα.


Κι αυτός ο χώρος υπήρξε ένας απ τους παράδεισους των, βορειοαμερικανών κυρίως, χίπις. Μέχρι το Εβδομηνταπέντε. Τα Παιδιά των Λουλουδιών, αν θυμάσαι, ήταν με την κοινοβιακή ζωή, με τα λουλούδια, με τον έρωτα και... με διάφορα άλλα, όπως και με την ειρήνη. Το Εβδομηνταπέντε, λοιπόν, το αντάρτικο βρισκόταν στο ζενίθ του. Απ τη μια οι μαρξιστές επαναστάτες υποστηριζόμενοι από τους καταφρονεμένους πληθυσμούς των Μάγια κι απ την άλλη ο τακτικός στρατός της χούντας. Και τα Παιδιά των Λουλουδιών, σου λέει, τι κάνουμε ‘μεις εδώ; εμείς είμαστε με την ειρήνη, τι μας νοιάζει εμάς ποιος εκμεταλλεύεται ποιον, αυτά είναι πολύ κομμουνιστικά πράγματα, εμείς θέλουμε ραχάτι, χασισάκι και σοφτ σεξ. Έτσι, που λες, τα μάζεψαν κι έψαξαν γι άλλη γη και γι άλλα μέρη. Χωρίς αντάρτικα και πράττειν άλογα. Καλά δεν ξηγήθηκαν; Πάντως, ακόμη και σήμερα μπορείς να δεις αραιά και πού κάναν ασπρομάλλη γεροχίπη να πουλάει τα στρωμένα στο έδαφος χειροποίητα μπιχλιμπίδια του. Προσωπικώς το βρίσκω πολύ χαριτωμένο.


Και μη νομίζεις πως ο μπλε λεκές στο χάρτη ήταν πάντα έτσι. Στο σημείο αυτό υψωνόταν ένα τεράστιο βουνό στα έγκατα του οποίου, κατά τη διάρκεια πολλών γεωλογικών αιώνων, έβραζε μια υποχθόνια καυτή λάβα. Αυτήν τη λάβα κάποτε το βουνό την εξέμεσε, εξοντώνοντας κι όλους τους δεινόσαυρους, βροντόσαυρους, τερατόσαυρους, και κάθε άλλο συμπαθές ζωάκι της εποχής, που έβοσκε ανυποψίαστα ένα γύρω. Κι όταν εξάντλησε το διάπυρο ξερατό του κατέρρευσε μέσα στην ίδια του την κουφάλα δημιουργώντας την περί ου ο λόγος λίμνη. Δύο χιλιάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Ειρηνικού, με αντιλαμβάνεσαι; Τα εκατόν είκοσι οκτώ τετραγωνικά χιλιόμετρα επιφάνειας με τα τριακόσια μέτρα μέγιστου βάθους νερού της Ατιτλάν δεν είναι παρά μια ηφαιστειακή καλδέρα. Γύρω της, όπως θα διαπιστώσεις αν πάρεις ποτέ τα πόδια σου κι έρθεις κατά ‘δω, υψώνονται τρεις ακόμη ηφαιστειακοί κώνοι. Ενεργοί, υπ’ όψιν. Και δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να σου συμβεί. Ιδιαίτερα από τον κώνο του Σαν Πέδρο που μου φάνηκε ότι καπνίζει. Ευτυχώς που με πληροφόρησαν ότι πρόκειται περί αθώου ατμού, συννεφάκι δηλαδή, και ηρέμησα.


Συνεδριάζουμε περί το εγγύς μέλλον μας πάνω από την επιφάνεια του λιμναίου ύδατος, στο τραπεζάκι ενός από τα κατά το ήμισυ πασσαλόπηκτα ψαροφαγάδικα, παίρνοντας συνάμα κι ένα καθυστερημένο πρωινό της συμφοράς το οποίο στη διεθνή αργκό λέγεται μπρέκφαστ. Μας έχουν ήδη πλευρίσει οι αυτοδίδακτοι γκάιντ στο μυαλό των οποίων δεν χωρά το ότι σε άλλες χώρες χρειάζεται άδεια ασκήσεως επιτηδεύματος για κάτι τέτοιο. Προσωπικώς, κι ας μου συχωρεθεί από την καθ’ όλα συμπαθή κατηγορία των επαγγελματιών ξεναγών, προτιμώ τους αυτοδίδακτους ιθαγενείς. Κι αν ποτέ μου ζητηθεί θα εξηγήσω και το γιατί. Το έμπειρο μάτι μου στάθηκε στον πιο σεμνό και μ’ ένα νεύμα του είπα εσύ μας κάνεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα σε εγκρίνει και ο τσάρος της οικογενειακής οικονομίας, η Ισαβέλλα. Μπουένος ντίας, σενιόρ!  Λέγεται Μανουέλ και είναι Μάγια είκοσι τεσσάρων καρατίων. Και ετών όχι άνω των δεκαεφτά.


Το κατάλυμα που μας συνέστησε ο Μανουέλ είναι, υποθέτω, το μοναδικό της Παναχατσέλ που ανήκει σε οικογένεια Μάγια. Κι ένα απ τα χειρότερα. Έχω πεισθεί προ πολλού πως οι Μάγια δεν είναι από τη στόφα των μπίζνεσμεν. Τουαλέτα και υπνοδωμάτιο δεν διαχωρίζονται από τίποτα, με όλες τις αυτονόητες συνέπειες. Η πόρτα δεν ασφαλίζεται παρά μ’ ένα λουκετάκι που το σπάει κι ένας εξάχρονος μπόμπιρας. Για να ‘χουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα πρέπει να δουλεύει η γεννήτρια και η γεννήτρια για να δουλέψει πρέπει, πρώτον να διαθέτει το γνωστό υγρό καύσιμο και, δεύτερον, κάποιον να την θέσει σε κίνηση. Αυτός ο κάποιος όμως δεν βρίσκεται ποτέ εκεί που πρέπει και την ώρα που πρέπει. Ίσως και να πηγαινοέρχεται φέρνοντας το πετρέλαιο σ’ ένα μπουκάλι της κοκακόλας.

Και κάθε που τον συναντώ, και κάνω να του ρίξω τα μπινελίκια μου ελληνιστί, με αφοπλίζει με δυο κάτασπρες οδοντοστοιχίες, νο προμπλέμα σενιόρ! Για σένα μπορεί και να μην υπάρχει προμπλέμα, μεγάλε, υπάρχει όμως για μένα που σε πληρώνω για να μην υπάρχει. Που θέλω να ρίχνω νερό στη λεκάνη μετά από κάθε χρήση. Που θέλω να βλέπω πού πατώ και πού βρίσκομαι ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου, που... τέλος πάντων!

Και δεν μας φτάναν όλα τ’ άλλα, έχουμε και τον Τόμας απ το διπλανό δωμάτιο που δεν κλείνει το στόμα του. Μιλάει ακατάπαυστα ακόμα και μόνος του. Άσε που είναι πάντα μόνος του. Μιλάει με τον σβηστό γλόμπο, με τον στεγνό νιπτήρα, με την πλήρη περιεχομένου λεκάνη της τουαλέτας του καμπινέ, με το ξεχαρβαλωμένο σακίδιο, με τις άπλυτες κάλτσες και με τον οποιονδήποτε από μας πετύχει, κατά κακή μας τύχη, στον διάδρομο. Κι όταν δεν μιλάει, γελάει. Ή μιλάει και γελάει συγχρόνως με τα ίδια του τα λόγια. Και το πιο κουφό: είναι Γερμανός! Τι να πεις!


Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ΑΜΙΓΚΟ!


Ο ήλιος σήμερα μας προέκυψε νταβραντωμένος αλλά το συννεφάκι εξακολουθεί να στεφανώνει τον κώνο του Σαν Πέδρο. Τόσο το καλύτερο. Θα σου μπουμπουνίσω μερικές από τις φωτογραφίες που σνομπάρεις ως κοινότοπες και καρτποσταλικές, κι ας μην τις δημοσιεύσεις. Εγώ θα απαθανατίσω αυτό που με συγκινεί για νά ‘χω να θυμάμαι στην τέταρτη ηλικία μου. Και να μουρμουράω «εχ, πού ‘σαι νιότη πού ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος!» Παρένθεση: Βάρναλης.

 

Η Ισαβέλλα έχει πιάσει το λακριντί με τον Μανουέλ κι ο Ορέστης έχει τεζάρει μπρούμυτα στο καταστρωματάκι της πλώρης του μηχανοκίνητου πλωτού μέσου των τριάντα περίπου θέσεων που ταράζει τη γαλήνη της υδάτινης επιφάνειας και την ησυχία των υδρόβιων πτηνών της Ατιτλάν. Θέλει, λέει χαιρέκακα, να πάρει μπρούτζινο χρώμα τη στιγμή κατά την οποία η παλιοπαρέα του στην Αθήνα ξεπαγιάζει στο δεκεμβριανό ψοφόκρυο. Τι σου είναι τα παιδιά! Εγώ, με το πρόσχημα ότι φωτογραφίζω το Σύμπαν, προσπαθώ να γλιτώσω από τον Τόμας. Ο οποίος, δυστυχώς, μου προέκυψε και φαν της φωτογραφικής τέχνης. Παρά το γεγονός ότι περιφέρεται μ’ ένα πλαστικό μαραφέτι το οποίο διεκδικεί θρασύτατα μια θέση ανάμεσα στα σοβαρά εργαλεία που είναι οι φωτογραφικές μηχανές. 


Σαντιάγκο Ατιτλάν, Σάντα Κρουθ, Σαν Πέδρο, Σαν Αντόνιο, Σαν Λούκας... Είναι τα χωριουδάκια των Μάγια που βρέχει η Ατιτλάν. Μόνο που αυτά δεν έχουν ούτε ξενοδοχεία, ούτε μπουτίκ με χάντικραφτ για να έλκουν τους τουρίστες.

«Είμαστε πολύ μακρυά απ το θεό και πολύ κοντά στις Ήπα, σενιόρα» ακούω το Μανουέλ να λέει με καημό στην Ισαβέλλα, καθώς τους πλησιάζω για να ξεφύγω από τον Τεύτονα λάτρη της φωτογραφικής μου τέχνης.

Και όχι μόνο γι αυτό αλλά και γιατί ξέρω πως από τον Μανουέλ θα μάθω όλα όσα δεν θα μού ‘λεγε ποτέ ένας καθωσπρέπει ξεναγός κάτοχος αδείας ασκήσεως επαγγέλματος.


Ανάμεσα στο ‘Σαράντα Πέντε και το ‘Πενήντα Τέσσερα του προηγούμενου αιώνα η Γουατεμάλα ολίσθαινε ολοένα και περισσότερο σε λαοκρατικές παραμορφώσεις ξεχνώντας ότι τη χώριζε μια πετριά απόσταση από τις Ήπα. Ούτε μονάρχες ήθελε, ούτε έξωθεν υποδείξεις για το πώς θα διαχειριστεί το εθνικό έχειν της. Ήθελε καλά και σώνει Δημοκρατία και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Κάτι ανήκουστα πράγματα, δηλαδή, όπως Παιδεία για όλους, υγεία για όλους, σύνταξη για όλους, γη για όλους...

Ακούς εκεί για «όλους»! Τι λέτε ρε! Είστε σοβαροί; Αν τα σκορπίσουμε όλα σε όλους πώς θα ξεχωρίζουν οι άριστοι; Οι αετονύχηδες, όπως κακεντρεχώς τους αποκαλείτε ‘σεις;

Κι αν ο Ύψιστος δεν μας έκανε όλους ίσους είναι για να ‘χει να γεμίζει τον Παράδεισό του με τους εν ζωή πεινάλες. Αλλιώς θα το ‘κλεινε το μαγαζί και θα ‘μενε ο άγιος Πέτρος άνεργος με την αρμαθιά στο χέρι, που λένε και οι αθυρόστομοι.


Οι φιλελεύθεροι και οι κοινωνιστές όμως το βιολί τους. Έφτασαν στο σημείο, οι θρασύτατοι, να βάλουν χέρι στα μεγάλα τσιφλίκια και κυρίως, άκουσον άκουσον, στις εκτάσεις που είχαν παραχωρηθεί χαριστικά, από τους τσανακογλείφτες των Ήπα που είχαν προηγηθεί, στη βορειοαμερικάνικη Γιουνάιτεντ Φρούτ Κόμπανυ.

Μιλάμε για μια επιχείρηση - κολοσσό που με τη δύναμή της ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην οικονομία της Γουατεμάλας. Και που στο κάτω της γραφής έδινε κι έναν περίδρομο ξεροκόμματα στους εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες Μάγια για να μπορούν να παράγουν χωρίς να πεθαίνουν από ασιτία. Λίγο είναι;


Η αλήθεια είναι πως από το ‘Σαράντα Πέντε μέχρι το ‘Πενήντα Ένα έγιναν εικοσιπέντε απόπειρες, καλά το διάβασες: εικοσιπέντε, απόπειρες αποκατάστασης της εν γύψω Τάξης από ισάριθμους σωτήρες. Άχρηστοι όλοι τους. Σε μας ο Παπαδόπουλος το πέτυχε με την πρώτη κι ας μην είμαστε μια πετριά απόσταση από τις Ήπα.



Κατόπιν όλων αυτών, που λες, οι βορειοαμερικάνοι απηύδησαν με την ανικανότητα των λαντίνος λος Παπαντόπουλος και ανάθεσαν την εργολαβία απευθείας στο ευαγές κοινωνικό ίδρυμα που ακούει στο όνομα Σιαϊέι. Παστρικές δουλειές. Κι έτσι ο γύψος μπήκε για τα καλά το ‘Πενήντα Τέσσερα και δεν έσπασε παρά μετά από σαράντα και δύο συναπτά έτη. Ναι, αλλά πώς;


ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ


Σαν Πέδρο. Λυπάμαι αλλά δεν πρόκειται να σου περιγράψω κάποιο χαριτωμένο χωριουδάκι της Ατιτλάν. Στην όχθη υπάρχει απλώς μια ξύλινη πασσαλόπηκτη προβλήτα για την αποβίβασή μας κι από κει και πέρα ο ταλαιπωρημένος, και ταλαιπωρητής, ανηφορικός δρόμος που θα μας μπάσει στο χωριό.

Προσωπικώς δεν έχω κανένα σύνδρομο στέρησης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Όταν τη συναντώ την απολαμβάνω κι όταν δεν την συναντώ...


Άκου, μπορεί να μοιάζει με αισθητική διαστροφή αλλά, η σκουριασμένη κυματοειδής λαμαρίνα, ο στ’ αρπαχτά χτισμένος τσιμεντόλιθος, τα περιφραγμένα από ταλαιπωρημένο συρματόπλεγμα κοτέτσια, τα έξω απ το σπίτι ξύλινα αποπατήρια, οι λοφίσκοι από σβουνιές στην αυλή, τα φτιαγμένα από το τίποτα παιχνίδια των παιδιών, τα οπουνάναι απλωμένα ρούχα της μπουγάδας, ασκούν πάνω μου μια περίεργη φιλία. Μια οικειότητα, ναι. Μια οδυνηρή αδερφοσύνη. Μια συνενοχή και μια συντροφικότητα.


Όχι μόνο δεν αποστρέφω το βλέμμα μου αλλά το θρέφω, το δυναμώνω με τον φωτογραφικό μου φακό, το μετουσιώνω σε υπόσχεση αφοσιωμένου εραστή. Ένα, μόνο ένα στοιχείο θέλω να κάμψω: τη δυσπιστία στα μάτια των παιδιών. Είσαι γκρίνγκο, μου λεν’ με το βλέμμα τους. Και κρύβονται πίσω απ το πορτόφυλλο. Κι εγώ επιμένω. Κι εγώ περιμένω να μου ξαναδείξουν την γεμάτη περιέργεια μυξιασμένη φατσούλα τους. Για να τα πείσω ότι δεν είναι όλοι οι γκρίνγκος φονιάδες πατεράδων. Αυτό είναι το δύσκολο. Αλλά αυτό είναι που αξίζει στη δουλειά που κάνω.     


Βρήκα τους οικείους μου να χαζεύουν στο παζάρι. Ένα παζάρι των φτωχών Μάγια που δεν έχει να κάνει με τουρισμό. Έχει να κάνει με τη διατροφή, την ένδυση και την υπόδησή τους. Έχει να κάνει με την επαφή και την αμοιβαία πληροφόρησή τους  στους δικούς τους κώδικες. Έχει να κάνει με τη σφυρηλάτηση της συνοχής τους. Στο παζάρι, το συλλογικό υποκείμενο των Μάγια επαληθεύει την οντότητά του.

Ο Μανουέλ είναι το αδιαφιλονίκητο διαπιστευτήριό μας. Κι ο κάθε Μανουέλ αποτελεί την αυθεντική, την αλογόκριτη δηλαδή, κραυγή τους προς τον κόσμο. Τον κόσμο που προσπαθώ να καταλάβω και δεν μπορώ. Γιατί, τελικά, είναι πολύ πιο μεγάλος από τον όποιο έντυπο Άτλαντα. Και πολύ διαφορετικός από την όποια τηλεοπτική σαβούρα με μπουκώνουν στη σφαίρα επιρροής του δυτικού πολιτισμού.   


Κατά τον πλου προς το Σαντιάγκο Ατιτλάν θα μάθω πως ο Τόμας ζει στο Μόναχο και διδάσκει γερμανική φιλολογία. Θα μου θυμίσει, χωρίς να γελά αυτή τη φορά, πως η χώρα του γέννησε μεγάλους φιλόσοφους, μεγάλους συγγραφείς, μεγάλους μουσικούς και όχι μόνο. Πως η γερμανική φιλοσοφία έχει τις πιο συχνές αναφορές στη μάνα αρχαία ελληνική και πως... Σε βεβαιώνω Τόμας, πως μου είσαι πολύ συμπαθής και χωρίς την προσπάθειά σου ν’ αποκηλιδώσεις τη χώρα σου από το ναζισμό. Το βρίσκω συγκινητικό πλην μάταιο αφού, σε ό,τι με αφορά, απέχω πόρρω από την υπαινισσόμενη μονοδιάστατη προκατάληψη. Και τεχνηέντως γυρίζω τη συζήτηση στην τέχνη της φωτογραφίας.


Η επόμενη ξύλινη πασσαλόπηκτη προβλήτα μας βγάζει στο Σαντιάγκο Ατιτλάν. Οφείλω πάραυτα να σε πληροφορήσω πως, εξαιρώντας την Παναχατσέλ, το Σαντιάγκο Ατιτλάν είναι το κεφαλοχώρι των υπόλοιπων λιμναίων οικισμών. Ο δρόμος που ανηφορίζει από την προβλήτα προς την καρδιά του οικισμού αποτελεί μια μεγάλη αγορά που απευθύνεται κυρίως σε μας, τους γκρίνγκος. Ένθεν κακείθεν απλωμένα προϊόντα ένδυσης, υπόδησης, κόσμησης και διακόσμησης. Πανδαισία μορφών και χρωμάτων. Ο Μανουέλ ακροβατεί ανάμεσα στο να μας προσανατολίσει στις σωστές αγορές και στο να μην αδικήσει κανέναν έμπορο συμπατριώτη του γιατί, λέει, κάθε σπίτι έχει τους νεκρούς του. Και κάθε που μένουμε εντελώς μόνοι, ο Μανουέλ αρχίζει να κελαηδάει το τραγούδι των νεκρών αδελφών. Εμείς οι Μάγια δώσαμε το περισσότερο αίμα, σενιόρ... Θυμάμαι, σενιόρ... Ήμουν δέκα χρονών όταν είδα τον πατέρα και τον αδερφό μου να πέφτουν από σφαίρες...


ΕΣΚΟΜΠΑ


Στο Σαντιάγκο Ατιτλάν οι πραιτοριανοί του γύψου σκότωσαν, έτσι, στην ψύχρα, δεκατρείς άοπλους Μάγια γιατί, λέει, έκρυβαν αντάρτες. Το χωριό τα πήρε στο κρανίο και τους πήρε φαλάγγι με στειλιάρια, με αξίνες και με πέτρες. Αλλά εκείνοι ξανάρθαν για νέα αντίποινα.  

Το αντάρτικο ξέσπασε το Χίλια Εννιακόσια Εξήντα. Οι πληθυσμοί των Μάγια θεωρήθηκαν συλλήβδην ένοχοι για τη συντήρηση και την υπόθαλψή του. Μάγια ίσον ένοχος. Φτωχός αγρότης ίσον ένοχος. Μη καταδότης ίσον ένοχος. Μπαμ και κάτω! Με ή χωρίς καθόλου συνοπτικές διαδικασίες.

Αλλά το αντάρτικο αντί να εκπνέει ζωντάνευε. Και τότε, στην αρχή της δεκαετίας του ‘Ογδόντα, εφαρμόστηκε η «εσκόμπα». Σκούπα, επί το ελληνικότερο. «Επιχείρηση γδαρμένη γη», στον κώδικα των στρατοκρατών.


Και για να μη σε πικράνω με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, καταστρέφοντας και το άρωμα της χαρωπής ταξιδιωτικής περιήγησής μου, θα στο παίξω Λάκων: Ένα εκατομμύριο οι ξεριζωμένοι Μάγια και διακόσιες χιλιάδες, σωστά το διάβασες, διακόσιες χιλιάδες οι νεκροί μέσα σε τριάντα έξι χρόνια. Το οποίον αναλογεί, κατά μέσο όρο, σε δεκαπέντε νεκρούς ημερησίως. Τώρα θα μου πεις: και πώς εμείς στην Ελλάδα δεν τα πήραμε χαμπάρι όλ’ αυτά; Θα σου απαντήσω: εμείς έχουμε να λύσουμε πολύ πιο σοβαρά κοινωνικά προβλήματα όπως, για παράδειγμα, το ποιος έχει δίκιο; η Βάνα Μπάρμπα ή ο παρατημένος της; Και μη φανταστείς πως αυτή τη στιγμή σαρκάζω την Ελλάδα των Ελλήνων Τηλεθεατών. Να είσαι σίγουρος. Όσο για την υγεία και την πολύτιμη ακεραιότητά μου, κανένα πρόβλημα. Η συνθήκη ειρήνευσης έχει υπογραφεί από τις είκοσι εννιά του Δεκέμβρη, του Χίλια Εννιακόσια Ενενήντα Έξι. Τώρα, εξ όσων γνωρίζω, κανείς δεν σκοτώνει κανέναν. Φανερά τουλάχιστον.


Στην πάνω γειτονιά, που σπανίως φτάνουν οι γκρίνγκος, δεν έχει απλώς λαϊκό παζάρι, γίνεται της Πόπης καθότι κάποιος Σάντο, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς, και στο κάτω κάτω όλοι αυτοί οι σάντος μου φαίνονται τάλε κουάλε, έχει τη γιορτή του. Το οποίον σημαίνει πως έχουν πλακώσει από ξηράς και από λίμνης όλα τα πέριξ χωριά. Κι εδώ πανδαισία μορφών και χρωμάτων. Μ’ έπιασε πάλι κρίση φωτογραφόρροιας. Αλλά μπήκα όμως και σε πιο ήσυχους δρόμους. Και στόχευσα ράθυμους Μάγια με ψηλά καπέλα να λιάζονται στα πεζοδρόμια. Και νοικοκυρές με τις φρου φρου πολύχρωμες φούστες τους να κάνουν ομαδικώς τη μπουγάδα της γειτονιάς. Και παιδιά να παίζουν αντάρτες κι αστυνόμοι. Οι περισσότεροι πάντως είχαν μαζευτεί στον άγιο για να του κάψουν λιβάνι και κοπάλιο. Ας πρόσεχαν. Στο ‘χω ξαναγράψει, οι Μάγια έχουν μεν καπελωθεί με το χριστιανισμό των κονκισταδόρες, από τον Δέκατο Έκτο αιώνα, αλλά τον έχουν κάνει αχταρμά με στοιχεία από τη δική τους αρχαία θρησκεία. Κι αν θέλεις πιο αναλυτικά περί τα θρησκευτικά να στέλνεις άλλον διότι η δική μου σκέψη αρνείται να ταχτοποιήσει σε μια λογική βάση έννοιες που είναι σε πόλεμο με την ίδια τη λογική. Για να ‘μαστε σοβαροί, δηλαδή! 



ΑΣΤΑ ΛΑ ΒΙΣΤΑ, ΑΜΙΓΚΟ!

Απ’ όλα τα λιμνοχώρια το πιο φουκαριάρικο είναι το Σαν Αντόνιο. Κι εδώ η φτώχεια είναι γροθιά στο στομάχι.

Αλλά δεν είναι μόνο η φτώχεια, είναι κι ο μεγάλος αριθμός των ανάπηρων που σε τσακίζει. Χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς μάτια. Μερικές φορές σιχαίνομαι τον εαυτό μου καθώς τους φωτογραφίζω. Άλλες, όχι. Ο Μανουέλ το καταλαβαίνει. Είναι από την εσκόμπα, σενιόρ, μουρμουρά. Λες και δεν είναι ηλίου φαεινότερο αλλά, να, θέλει να στρίψει το καρφωμένο μαχαίρι. Ξέρει τι κάνει.


Η βαθιά νυχτωμένη, και ναρκισσιστικά ευρωκεντρική, «πολιτισμένη» ανθρωπότητα αγνοεί, ή κάνει πως αγνοεί, το ότι η τεράστια αυτή ήπειρος που ονομάστηκε Αμερική κατοικήθηκε εδώ και, τουλάχιστον, είκοσι χιλιάδες χρόνια. Πως απ τον Βερίγγειο μέχρι τη Γη του Πυρός ανέπτυξε πολιτισμούς, όπως της Νάσκα, του Παράκας, των Μάγια, των Ίνκας, των Αζτέκων με ασύλληπτα για την εποχή τους επιτεύγματα. Πως οι Ισπανοί κονκισταδόρες κι αργότερα οι ευρωπαιογενείς γελαδοβοσκοί, οι γνωστοί μας από το σινεμά ως κάου μπόυς, εξόντωσαν τους απόγονους αυτών των πολιτισμών ως «άγριους». Η Ιστορία της επονομαζόμενης Αμερικής δεν είναι μόνο η Ιστορία των Ήπα. Αλλά για να το νοιώσεις αυτό δικέ μου πρέπει ν’ αναρριχηθείς στο Μάτσου Πίτσου, ή στις πυραμίδες του Πετέν. Τουλάχιστον. Είναι από την εσκόμπα, σενιόρ, μου λέει ο Μανουέλ, να το γράψεις. Κανείς δεν του ‘πε ότι «γράφω» αλλά ο δεκαεφτάχρονος Μανουέλ έχει μάθει να διακρίνει. Είναι θέμα επιβίωσης. 


Κατά τη διάρκεια του πλου της επιστροφής έπιασε να ρίχνει με το τουλούμι. Μοιάζει με τραγική αυλαία. Μόνο ο Τόμας γελά. Την καταβρίσκει. Κι εγώ αν έφερα μόνο ένα πλαστικό μαραφέτι τοσοδά ως φωτογραφική θα ‘λεγα τώρα βρέξε όσο θες. Ο Μανουέλ θέλει να μας υποδείξει το «σωστό» μαγαζί, Μάγια φυσικά, για το δείπνο μας. Δεν θέλει λεφτά, αποδέκτες του καημού και της οργής του θέλει. Άστα λα βίστα λοιπόν γι αργότερα αμίγκο, και ορμάμε τρέχοντας μέσα στην εκτός εποχής  ξαφνική καταιγίδα. 


Ο πανδοχέας δεν είναι στη θέση του. Τι πρωτότυπο! Τα λουκετάκια των δωματίων, καμιά δωδεκαριά όλα  κι όλα, είναι στο καρφί της παράγκας που πλασάρεται ως ρεσεψιόν αλλά χωρίς αριθμούς δωματίων. Είμαστε μούσκεμα και ‘γω θέλω να κλείσω αυτό το κομμάτι γιατί έχω φτάσει τις... τρεις χιλιάδες τετρακόσιες είκοσι οκτώ λέξεις και συ, ως συνήθως, θα γκρινιάξεις. Παίρνω  λοιπόν όλα τα κλειδιά και δεν πρόκειται να τα φέρω πίσω. Να ‘ρθει να τα πάρει μόνος του! Να βραχεί κι αυτός λίγο. Ο Τόμας συμφωνεί και ξεραίνεται στα γέλια. Άστα λα βίστα, αμίγκο!


Για περισσότερες φωτογραφίες από την  Γουατεμάλα:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης για τη Γουατεμάλα: 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 3 - ΓΚΑΡΙΦΟΥΝΑ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΓΚΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 4 - ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΚΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 5 - ΤΙΚΑΛ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 6 - ΚΑΣΤΙΛΙΟ ΣΑΝ ΦΕΛΙΠΕ, ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΙΒΙΚΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν