ΠΟΡΟΣ, ΕΥ-ΠΟΡΟΣ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΝΙΨΙΟ
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1
- Για τον Πόρο δε θα μου πεις τίποτα, θείο; - Γιατί, τόσην ώρα τι σού ‘λεγα εκεί πάνω στο ναό; - Μού ’λεγες για το Δημοσθένη. - Και τι νομίζεις ότι είναι ένας τόπος, ανιψιέ, αν όχι η Ιστορία του;
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αρ. τεύχους 65/07.07.2001
Κάνει πολλή ζέστη και μας βγήκε η ψυχή, Ιούνη μήνα και ντάλα μεσημέρι, μέχρι να φτάσουμε ‘δώ, στα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα. Αράζουμε λοιπόν στη σκιά κάποιου φιλόξενου πεύκου και παραδινόμαστε στη μινιμαλιστική συναυλία των τζιτζικιών.
Σιγά το ναό, ρε θείο, ο άλλος, στο Σούνιο ήταν και πολύ πρώτος! με κολώνες, με παγωτατζίδικο, με απ όλα! Εδώ, εκτός απ αυτές τις κοτρώνες, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν είναι κοτρώνες, ανιψιέ, είναι οι δομικοί λίθοι της βάσης του ναού που αποκαλύφτηκαν το χίλια οκτακόσια ενενήντα τέσσερα, όταν έγιναν οι πρώτες ανασκαφές. Και γιατί σταμάτησαν, θείο;
Δε νομίζω ότι σταμάτησαν αλλά, να, οι ανασκαφές συνήθως γίνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, και μη με ρωτήσεις τώρα γιατί.
Κι αν θες να ξέρεις, αυτός ο ναός χτίστηκε πριν από δύο χιλιάδες εξακόσια χρόνια και ήταν το κέντρο της Αμφικτιονίας της Καλαυρίας. Αποφάσισε, ρε θείο, στον Πόρο είμαστε ή στην Καλαυρία; Ο Πόρος αποτελείται από δύο νησιά, τη Σφαιρία και την Καλαυρία, τώρα είμαστε στην Καλαυρία, εντάξει; Εντάξει, αλλά πέσ’ μου τώρα γι αυτή την... Θα σου πω: Την Αμφικτιονία αυτή την συναποτελούσαν η Αθήνα, η Επίδαυρος, η Αίγινα, η Ερμιόνη, η Πρασιά, η Ναυπλία και... στάσου να δεις... και ο Ορχομενός. Και τι θα πει αμφικτιονία, ρε θείο; Η Αμφικτιονία ήταν ένα θρησκευτικό κέντρο, μια Ιερά Συμμαχία πόλεων για την υπεράσπιση... Κάτι σαν το ΝΑΤΟ, δηλαδή; Όχι, κάτσε καλά, το ΝΑΤΟ δεν είναι ιερή συμμαχία, είναι ανίερη. Και τι θα πει ανίερη, ρε θείο; Έλα, τώρα, μη με διακόπτεις συνεχώς γιατί χάνω τον ειρμό μου, ‘ντάξει; Για το ΝΑΤΟ θα μιλήσουμε στην Ίο, αν έρθεις. Σ’ αυτό το ναό, που λες, έβρισκαν άσυλο, εκτός των άλλων, και οι πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος για να γλυτώσουν από τα Μακρονήσια και το εκτελεστικό απόσπασμα της εποχής. Δηλαδή, στις τωρινές εκκλησίες δεν υπάρχει πια αυτό το άσυλο; Άσε, μην το ψάχνεις, θα στο αναλύσω σε άλλο άρθρο. Εδώ, που λες, βρήκε άσυλο κι ο Δημοσθένης. Ποιος; αυτός που δεν μπορούσε να προφέρει το ρο; Το πέτυχες!
Περίπτωση, που λες, ο Δημοσθένης!
Περί το Τριακόσια Σαράντα προ Χριστού κατάφερε να ξεσηκώσει τους Αθηναίους στην Πνύκα, τότε που η Πνύκα ήταν κάτι σαν λαϊκό κοινοβούλιο, και να τους πείσει να προβάλλουν αντίσταση στην κάθοδο των Μακεδόνων. Διότι οι Μακεδόνες, πρέπει να ξέρεις, είχανε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ και ήθελαν όλες τις ελληνικές πόλεις κάτω από την κηδεμονία τους.
Τότε, στην Αθήνα, είχε πέσει μια ιδεολογική ραθυμία και μια επανάπαυση ότι και καλά τι έγινε; Άσε που ο Φίλιππος είχε χώσει παντού τους πράχτορες κι ένα σωρό άλλα μίσθαρνα όργανά του για να καταφέρει να μπει αναίμακτα στην πόλη. Του βγήκε η ψυχή, που λες, του Δημοσθένη να ρίξει στο φιλότιμο τους Αθηναίους.
Ρε σεις, τους λέει, τι πάει να πει είναι πανίσχυρος αυτός ο βάρβαρος; Και ‘μεις τι κάνουμε, δηλαδή, μπρίκια κολλάμε; Φτύσαμε αίμα, ρε, κι εμείς κι οι παππούδες κι οι προ-παππούδες μας, για να ’χουμε αυτή τη Δημοκρατία κι αυτόν το πολιτισμό, και θα ’ρθει τώρα αυτός ο άξεστος Μακεδόνας να μας καλουπώσει στη μοναρχία του; Εμείς ρε δεν είμαστε που κάναμε τους Πέρσες ν’ ακούν τη λέξη Έλληνας και να χέζονται πάνω τους; Ρε σεις, τον βλέπετε τον Παρθενώνα; Τις Καρυάτιδες, τις βλέπετε; Ε, λοιπόν, ούτε μετά από δύο χιλιάδες τρακόσα σαράντα ένα χρόνια δε θα ’χουν μπορέσει οι άνθρωποι να κατασκευάσουν κάτι τέτοιο, να πούμε! Το πολύ πολύ να φτιάξουν κάνα Ελ Βενιζέλος.
Και τι ’ναι αυτό το Ελ... πωστοείπες, κυρ-Δημοσθένη;
Και να σας το πω, αποκλείεται να το καταλάβετε. Εκείνο όμως που πρέπει να χωνέψετε καλά είναι ότι πρέπει να πάμε εκεί στη Χαιρώνεια, να στριμώξουμε το Φίλιππο και τα φουσάτα του και να τους τσακίσουμε τα κόκαλα. Να μάθει! Κι εγώ πρώτος, ρε παιδιά, για να μη λέτε ότι πας διανοούμενος και λουφατζής. Αλλιώς, θα μπει στην Αθήνα, θα διαλύσει τη Δημοκρατία μας, θα φυλακίσει όσους απ τους σοφούς μας δεν θα πέσουν στην ξεφτίλα να γίνουν παρατρεχάμενοί του, θα βουτήξει τις περιουσίες μας, θα κλείσει το Χρηματιστήριό μας στη Σοφοκλέους και θα βάλει τους λιγούρηδες σαρισοφόρους του ν’ ατιμάσουν τις γυναίκες και τα ωραιότερα από τ’ αγόρια μας με την κάτω σάρισα.
Όταν άκουσαν αυτό το τελευταίο, οι Αθηναίοι, έγιναν Τούρκοι. Αυτό, ποτέ! είπαν εν χορώ. Θα τους μαρκαλίσουμε ‘μεις πρώτοι! Στη Χαιρώνεια, σύντροφοι! Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα!
Καλά, ρε θείο, είναι μάθημα Ιστορίας τώρα αυτό; Τι ερώτηση ειν’ αυτή; σού ‘πα ‘γω πως είναι μάθημα Ιστορίας; Εγώ σου είπα ότι είναι μια προσωπική μου ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι. Εσύ στους διαγωνισμούς σου φρόντισε να τα γράφεις όπως είναι στο βιβλίο γιατί αλλιώς δεν θα πας μπροστά. Πάρε παράδειγμα από μένα που κατάντησα μυθοπλάστης για να βγάζω το ψωμί μου. ‘Ντάξει, θείο, θα το σκεφτώ αν θα σε πάρω για παράδειγμα ή όχι. Πες μου τώρα και το παρακάτω γιατί έχει σασπένς και πολύ το γουστάρω.
Στη Χαιρώνεια, που λες, οι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους, κατατροπώθηκαν. Παρ’ όλο που πάλεψαν ως λέοντες. Οι σαρισοφόρες φάλαγγες των Μακεδόνων έκαναν τους πελταστές της συμμαχίας με τα κρεμμυδάκια. Και νομίζω πως αιτία γι αυτό το θλιβερό γεγονός ήταν το ότι οι δικοί μας συγκρότησαν ένα πολυσυλλεκτικό στράτευμα με πολλούς αρχηγούς και αρχηγίσκους κι άρχισαν τα γιατί εσύ κι όχι εγώ, πιο μάγκας είσαι δηλαδή; πολύ μπλα μπλα και τέτοια. Α, ξέχασα να σου πω ότι στη Χαιρώνεια μάθαινε να παίζει πόλεμο κι ο τότε δεκαεξάχρονος γιος του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος. Ποιος, ο Μέγας; Ναι, αλλά περί αυτού θα σου μιλήσω στη Σίκινο, τώρα είμαστε στη Χαιρώνεια. Στον Πόρο είμαστε, ρε θείο! Αφηγηματικώς, εννοώ, ανιψιέ, και μη μου κάνεις εμένα το έξυπνο! Καλά, δεν στον κάνω, πάμε παρακάτω.
Ο Φίλιππος, που λες, μπορεί να ήταν μπεκρής και αγροίκος στους τρόπους του αλλά ήταν και το πιο δυνατό πολιτικό μυαλό της εποχής του.
Και πώς κολλάνε τώρα αυτά τα δυο, ρε θείο; Αν κολλάνε; δε λες τίποτα! Εκείνο που δεν κολλάει είναι το να είσαι στρατηλάτης και Φειδίας συγχρόνως. Να γιατί κι ο Φίλιππος ήρθε κατά δω: συνέλαβε την ιδέα πως για τα μεγαλόπνοα κατακτητικά σχέδιά του κατά Ασία μεριά, δεν αρκούσαν οι φάλαγγες και η τέχνη του πολέμου, ήθελε να βάλει στο οπλοστάσιό του και πολιτισμό, και μάλιστα εισαγόμενο αθηναϊκό. Σου λέει, τι θα κάνω κει στην ξενιτιά χωρίς ένα τσούρμο φιλόσοφους μαζί μου, μπήκες;
Νομίζω ναι, αλλά θέλω να γυρίσουμε στο Δημοσθένη διότι πολύ τον πάω, τι έγινε, σκοτώθηκε; Μη βιάζεσαι, θα φτάσουμε και κει. Ναι αλλά μην το παρατραβάς γιατί ο κόσμος θα θέλει να διαβάσει περί Πόρου. Παν μέτρον άχρηστον, ανηψιέ μου!
Ο Φίλιππος, δεν έκανε στρατιωτική κατοχή στην Αθήνα. Τό ‘παιξε προσκυνητής του κάλλους της και λάτρης του πολιτισμού της. Την αφόπλισε, βέβαια, και φύτεψε παντού τους λιβανιστές, τους πράκτορες και τους κουίσλιγκ του. Κι ο Δημοσθένης; Ο Δημοσθένης, όχι μόνο δεν το ‘βαλε κάτω αλλά συνέχισε την αντιπολίτευσή του ακόμα πιο λάβρος. Έβαζε τα στραγάλια στο στόμα του και... Γιατί στραγάλια; Για να μην ψευδίζει και τον παίρνουν στο ψιλό. Και γιατί δεν έβαζε φιστίκια; Δεν ξέρω αν υπήρχαν τα φιστίκια τότε στην αγορά και σταμάτα να κόβεις τον ειρμό μου με τέτοιες σαχλαμάρες. Ό,τι πεις, θείο, και μετά;
Μετά; Μετά πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο Φίλιππος, η Ολυμπιάδα έπεισε τον κανακάρη της ότι δεν τον συνέλαβε μ’ αυτόν που τόσα χρόνια θεωρούσε μπαμπά του αλλά με τον Άμμωνα, έναν αιγυπτιακό θεό αρμόδιο να καθοδηγεί κατακτητές, και τον έστειλε να υποτάξει την Ασία...
Και τι θα πει «συνέλαβε» εν προκειμένω, θείο; Μπράβο! Ξέρεις το «εν προκειμένω» και δεν ξέρεις το «συνέλαβε»! ‘Ντάξει, πεσ’ μου τουλάχιστον τι ειν’ αυτή η «κάτω σάρισα». Αυτό άστο γι άλλη φορά, είναι στο μάθημα της ανατομίας και όχι της Ιστορίας.
Το Τριακόσια Είκοσι Τρία με το που μαθεύτηκε ο θάνατος του Αλέξανδρου, η μία μετά την άλλη οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να ξεσηκώνονται ενάντια στους Μακεδόνες. Το ίδιο, βεβαίως, έγινε και στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή ο Δημοσθένης την είχε αράξει εδώ που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή...
Τι λες, ρε θείο!
Βεβαίως! Την είχε κοπανήσει από την Αθήνα γιατί τον είχαν εμπλέξει σε μια σκευωρία, ότι και καλά έβαλε χέρι στα εφτακόσια τάλαντα που είχε βουτήξει ο ταμίας του Αλέξανδρου στην Ασία και τα είχε φυγαδεύσει στον Παρθενώνα. Με το νέο αναβρασμό όμως γύρισε στην Αθήνα κι άρχισε πάλι την Αντίσταση. Έξω οι βάσεις του θανάτου, Μασεντόνιαν γκόου χομ και κάτι τέτοια εμπρηστικά.
Τότε κατεβαίνει έμπλεος ζοχάδων ο Αντίπατρος, ο αντιβασιλιάς των Μακεδόνων με τους φαλαγγίτες του, καταστέλλει την εξέγερση στο πιτς φυτίλι και αξιώνει την παράδοση του Δημοσθένη. Σιγά μην παραδοθεί ο Δημοσθένης! Ο Δημοσθένης, μεγαλειότατε, παραθερίζει γι άλλη μια φορά στην Καλαυρία, στο άσυλο του Ποσειδώνα.
Τότε ο Αντίπατρος τσατίζεται και στέλνει στο ναό έναν πράκτορά του ονόματι Αρχία, ηθοποιό στο επάγγελμα, ο οποίος το παίζει φιλάρα στο Δημοσθένη και προσπαθεί να τον πείσει να βγουν έξω απ το ναό για μια βολτίτσα. Διότι, πρέπει να σου πω ότι, μέσα στο ναό απαγορευόταν να πεθάνει κανείς, άρα και να δολοφονηθεί. Είδε κι απόειδε ο Αρχίας ότι η κατσίκα δε μασάει ταραμά και τι κάνει λες; Τι κάνει; Βγαίνει απ το ναό, κόβει το παραμύθι περί φιλίας και τον πολιορκεί βαναύσως για να τον πεθάνει από την πείνα και τη δίψα... Ή να τον υποχρεώσει να παραδοθεί για να τον πάει σιδηροδέσμιο στ’ αφεντικό του, τον Αντίπατρο.
Και μετά τι έγινε, θείο;
Τι θες να γίνει; Ο Δημοσθένης δεν είχε ούτε σουγιά για να ορμήσει και να πέσει εκτός ναού ηρωικώς μαχόμενος. Είχε όμως ένα καλάμι με δηλητήριο κρυμμένο κάτω απ τη χλαμύδα του. Βγαίνει, που λες, στο προαύλιο του ναού για να μην πεθάνει μέσα και μολύνει τα ιερά και τα όσια της πατρίδος, το καταπίνει και, πάπαλα!
Και γιατί μελαγχόλησες ξαφνικά, ρε θείο;
Γιατί σκέφτηκα πως αυτή τη στιγμή μπορεί να καθόμαστε πάνω από τα κατάλοιπα των οστών με το ντιενέι του!
Για τον Πόρο δε θα μου πεις τίποτα, θείο; Γιατί, τόσην ώρα τι σού ‘λεγα εκεί πάνω στο ναό; Μού ’λεγες για το Δημοσθένη. Και τι νομίζεις ότι είναι ένας τόπος, ανιψιέ, αν όχι η Ιστορία του;
‘Ντάξει, αλλά, πες μου τώρα, γιατί αφού είναι δύο νησιά τα λένε ένα;
Γιατί «πόρος» σημαίνει στενό θαλάσσιο πέρασμα και εδώ πρόκειται για τη θαλάσσια λωρίδα που χωρίζει τη Σφαιρία και την Καλαυρία από το Γαλατά. Κι αν θες να ξέρεις, κάποτε αυτό το πέρασμα ήταν τόσο ρηχό που, το Διακόσια μετά Χριστό, ο Παυσανίας το πέρασε περπατώντας, όχι πάνω στην επιφάνεια, όπως θά ‘κανε ενδεχομένως ο Ιησούς για να μη βραχεί, αλλά περπατώντας στο βυθό.
Ο Παυσανίας, βλέπεις, ήταν η αβάσταχτη βαρύτητα του Είναι.
Αυτό τώρα πού κολλάει;
Πουθενά, έτσι το ’πα, για εφέ.
Και, δε μου λες, θείο; γιατί τα βράχια στη Σφαιρία είναι κοκκινωπά ενώ στην Καλαυρία είναι κανονικά;
Κανονικά δε σημαίνει τίποτα. Το έδαφος της Καλαυρίας είναι ασβεστολιθικό γιατί είναι η συνέχεια του εδάφους τής απέναντι Τροιζήνας ενώ το έδαφος της Σφαιρίας είναι τραχειτικό, όμοιο δηλαδή με τα μεθανικά πετρώματα, γιατί η Σφαιρία αναδύθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου των Μεθάνων. Άλλη ερώτηση;
Δε σε βλέπω ορεξάτο, θείο! Φταίει η ζέστη, άλλη ερώτηση; Θέλω να μάθω από πότε κατοικείται η Σφαιρία. Θα σου πω: Σε αντίθεση με την πευκόφυτη Καλαυρία που κατοικιόταν από την αρχαιότητα, η Σφαιρία κατοικήθηκε τον Δέκατο πέμπτο αιώνα από Αρβανίτες που τους είχαν πάρει στο κυνήγι οι Τούρκοι. Οι Αρβανίτες αυτοί έχτισαν τα σπίτια τους στο Καστέλι, εκεί που είναι τώρα το Ρολόι, το έμβλημα του Πόρου. Λες αυτό με τις σκαλωσιές, από κει που πετάξαμε πρόπερσι τον χαρταετό; Ακριβώς! Και γιατί ειν’ ακόμα με τις σκαλωσιές, ρε θείο; Διότι, για τους αρμοδίους, δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαντηθεί το αμλετικό ερώτημα: να το επισκευάσει κανείς ή να μην το επισκευάσει;
Εγώ θα πιω ένα ουζάκι με μεζέ γαύρο ψητό, εσύ; Εγώ θα πιω μια κοκ... Μην το πεις, απαγορεύεται! Καλά, εντάξει, έναν οικολογικό χυμό πορτοκάλι, αλλά μην είσαι και τόσο φανατίλας, ρε θείο! Νοιάζομαι για την υγεία και κυρίως για την κουλτούρα σου, ανιψιέ! Τώρα, πού κολλάει αυτό το περί κουλτούρας; Είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα που θα την κάνουμε στη Δονούσα, αν έρθεις. Τι θα πει «αν έρθω», εγώ είμαι όπου με θέλεις εσύ. Δίκιο έχεις, μάλλον θα σε βάλω να είσαι και στη Δονούσα. Είσαι καλή παρέα. Καλοσύνη σου αλλά, για συνέχισε!
Πού είχα μείνει; α, ναι, Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά...
Τα Ψαρά δεν τα βρίσκω στο χάρτη, θείο.
Δεν τα βρίσκεις γιατί λόγω ρίμας τα ψάχνεις στον Αργοσαρωνικό, όπως οι περισσότεροι αγεωγράφητοι, ενώ τα Ψαρά βρίσκονται στο ανατολικό Αιγαίο, να γιατί δεν τα βρίσκεις. Ο Πόρος, λοιπόν, είχε αναπτύξει σπουδαία εμπορική ναυτιλία αλλά όχι και ιδιαίτερη πολεμική δράση κατά των Τούρκων όσο τ’ άλλα τρία νησιά. Κι αυτό γιατί, όντας πολύ κοντά στη στεριά, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος στα τούρκικα γιουρούσια.
Από το ‘Εικοσιένα και πέρα, και για μια δεκαετία τουλάχιστον, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, όπως σού ’χω ξαναπεί, ήταν ένα μπάχαλο. Ενώ η νεογέννητη ελεύθερη Ελλάς δεν ήταν παρά μερικά νησιά κι ένα τμήμα της Πελοποννήσου και της Αττικής, μια κουτσουλιά δηλαδή, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, ραδιουργούσαν για το ποια απ τις τρεις θα εξασφαλίσει το μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής επιρροής. Κι έτσι, οι πολιτικοί, αλλά και οι οπλαρχηγοί, είχαν χωριστεί σε τρία αντίστοιχα ξενόφιλα κόμματα. Δεν θυμάμαι αν υπήρχαν και τίποτα εξωκοινοβουλευτικοί αριστεριστές.
Μα τόσο κόπανοι ήταν, ρε θείο; Δεν είναι τόσο απλό, ανιψιέ, και θα σου εξηγήσω το γιατί. Γιατί ο αγώνας για την απελευθέρωση του Έθνους, δεν ήταν όπως την ήθελε ο απλός λαός και το γέννημά του, η κλεφτουριά. Οι περισσότεροι από τους μεγαλοτσιφλικάδες και τους μεγαλοεφοπλιστές, για να μην πω όλοι και αδικήσω κανέναν, την ήθελαν στα μέτρα των προσωπικών συμφερόντων τους, γεγονός το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλλευόντουσαν στο έπακρο. Τι λες, ρε θείο, δεν το ’χα σκεφτεί! Καιρός ήταν!
Γι αυτό λοιπόν είχε πέσει μια φαγωμάρα του κερατά στην οποία είχαν αναπόφευκτα εμπλακεί ακόμα και οι πιο ανιδιοτελείς αγωνιστές, μπάχαλο, σου λέω!
Η Έλσα με το ούζο, την πορτοκαλάδα και το μεζέ στο δίσκο κόβει μαχαίρι τον ειρμό μου. Πάντα τέτοια μου κάνει αυτή η Έλσα αλλά πάντα σ’ αυτήν έρχομαι να ξαποστάσω.
Και λοιπόν, τι έγινε μετά, θείο;
Στο Ναύπλιο, όπου και έδρευε επισήμως η τότε Κυβέρνηση, γινόταν το έλα να δεις. Οι μισοί πληρεξούσιοι πυροβολούσαν τους άλλους μισούς νυχθημερόν και οι τοποτηρητές των τριών Mεγάλων Δυνάμεων, μέσα από τις φρεγάτες τους, κινούσαν τα πιόνια της σκακιέρας πίνοντας το τσάι τους.
Για να μην αποδεκατιστούν τελείως οι πατέρες του Έθνους, λοιπόν, αποφάσισαν να μη γίνει η Τρίτη Εθνοσυνέλευση στο Ναύπλιο αλλά στον Πόρο όπου, δεν ξέρω γιατί, θα μπορούσαν να ελεγχθούν καλύτερα οι πιο θερμόαιμοι από τους κουμπουροφόρους των κομματαρχών. Κι έτσι ο Πόρος, το ‘Εικοσιέξι, ορίστηκε ως έδρα της Εθνοσυνέλευσης. Τι λες, παμ’ προκυμαία;
Ωραία σκαριά, ε, θείο;
Α, ο Πόρος από εξανέκαθεν εκοσμείτο από ωραία σκαριά! Τα ιστιοφόρα εννοώ, τα άλλα μ’ αφήνουν αδιάφορο.
Ξέρεις, μερικές φορές παίρνω το βαρκάκι ταξί και πηγαίνω πέρα δώθε στο Γαλατά για ν’ απολαμβάνω αυτό το καταπληκτικό τοπίο: τα σκάφη με το Καστέλι φάτσα και στην κορυφή το... Το ρολόι με τη σκαλωσιά είναι που με χαλάει τώρα τελευταία. Πριν από μερικά χρόνια, ανιψιέ, όταν ψάρευα από το μόλο με καλάμι, έπιανα κάτι μαύρα ασήμαντα ψάρια πού ‘ταν μόνο για τις πολύ πεινασμένες γάτες. Τώρα βλέπω και βγάζουν κάτι σπάρους, κέφαλους, γύλους, να! Πώς έτσι; Νομίζω πως οι αρχές του Πόρου, έλυσαν επιτέλους το πρόβλημα των αποβλήτων και το κανάλι ξεβρώμισε. Και δε μου λες, θείο, πώς θα σου φαινόταν η ιδέα μου να κάτσουμε σε κείνο το παγωτατζίδικο απέναντι και να μου πεις για την Τρίτη Εθνοσυνέλευση; Εκτιμώ πολύ τη φιλομάθειά σου ανιψιέ! Κι εγώ τις εμμονές σου, θείο.
Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση, δεν έγινε τελικά στον Πόρο γιατί δεν τα βρήκαν μεταξύ τους οι τοποτηρητές των Νταβατζήδων Υπερδυνάμεων, αλλά αυτό μην το παίρνεις τοις μετρητοίς διότι είναι προσωπική μου εκτίμηση. Μετά από ατέρμονες διαφωνίες, πάντως, μεταξύ των Κολοκοτρωνικών που ήθελαν και καλά Ερμιόνη και όλων των άλλων πού ‘θελαν αμέτι μουχαμέτι Αίγινα, αποφάσισαν να γίνει στην Τροιζήνα, εκεί απέναντι, σ’ ένα χωράφι. Ήταν ένας επεισοδιακός καβγάς μεγάλου μήκους όπου έπεφταν και φάπες, μπουνιές, και τουφεκιές κάπου κάπου. Ε, ρε, πώς γεννήθηκε η νεώτερη Ελλάς! Τι έπαθες, ρε θείο, συγκινήθηκες; Ποιος εγώ; Άντε, τέλειωνε το παγωτό σου να περπατήσουμε λίγο.
Μήπως πρέπει να τραβήξεις και καμιά φωτογραφία, ρε θείο; Τι θα παραδώσεις στο Γεώ; γκραβούρες του Δημοσθένη και του Κολοκοτρώνη;
Δεν έχεις κι άδικο, θα σε προσλάβω ως τεχνικό σύμβουλο: Τρία παγωτά ανά ταξίδι, είσαι; Τέσσερα! Εντάξει, τέσσερα. Κάνε στη μπάντα τώρα γιατί θέλω ν’ απαθανατίσω αυτό το δρομάκι.
Όλο δρομάκια, σκαλοπατάκια, παραθυράκια, πορτούλες, γλαστρούλες, κεραμιδάκια, καραβάκια, ηλιοβασιλεματάκια... πολύ νεκρά φύση το παίζεις, ρε θείο, δε νομίζεις;
Άκου να σου πω, είπαμε τεχνικός σύμβουλος, όχι σπαζα...νεύρης, ‘ντάξει; Τι θες να φωτογραφίζω, δηλαδή; Να, καμιά γιαγιά με τη μαντήλα της, κάνα φορτωμένο γάιδαρο, κάνα αιγοπρόβατο... αυτά είναι θέματα! Είδες πουθενά κάτι τέτοιο, ανιψιέ; Όχι. Ε, τότε μη μιλάς! Θα φωτογραφίζω ό,τι υπάρχει κι ό,τι μ’ αρέσει απ αυτό που υπάρχει!
Τι είναι όλοι αυτοί οι ναύτες, ρε θείο, απόβαση έχουμε; Σου είπα πως αυτό το κτήριο είναι κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, δε στό ‘πα; Ε, και; Τι «ε, και»; σήμερα είναι Κυριακή και τα παιδιά έχουν έξοδο, μπορεί και την πρώτη τους. Α, γι αυτό βλέπω τόσες μάνες με τάπερ και τόσες αδερφές! Δεν είναι απαραίτητα αδερφές τους, μπορεί και να ’ναι οι αγαπημένες τους. Εννοείς οι γκόμενες! Να είσαι πιο λεπτός στις εκφράσεις σου γιατί αλλιώς δε θα σε βάλω στο κείμενο. Και ποιος σού ’πε ότι με νοιάζει; Κατόπιν τούτου, τέρμα τα παγωτά! Έλα, ρε θείο, ένα αστείο έκανα κι εγώ! Και τώρα, δε θα με πας στις παραλίες όπως μου υποσχέθηκες; Θέλω να με πας στην παραλία του Μοναστηριού, εκεί που γνώρισες τη θεία, να με πας και στη Βαγιωνή, και στο Λιμανάκι της Αγάπης που τόσα έχω ακούσει και ποτέ δεν πήγα. Θα σε πάω σ’ όλα αλλά ένα θέλω να ξέρεις, εγώ με τόσο κόσμο δεν μπαίνω στη θάλασσα, θα μπεις μόνος σου. Αμάν αυτές οι ιδιοτροπίες σου, ρε θείο!
Εδώ, που λες, μπροστά στο Ναύσταθμο, που τώρα είναι Κέντρο Εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, ελλιμενιζόταν μέχρι πρότινος το θωρηκτό Αβέρωφ, όπως λέμε θωρηκτό Ποτιέμκιν, και λειτουργούσε ως ναυτικό μουσείο. Ιστορία το Αβέρωφ, τι να σου λέω! Να μου πεις, να μου πεις! Το Αβέρωφ στα νιάτα του ελλιμενιζόταν στο Ναύσταθμο του Σκαραμαγκά κι ένα βράδυ, ο παππούς σου, ο πατέρας μου δηλαδή, που ήταν υπαξιωματικός του Ναυτικού, πήγε με κάτι άλλους ναύτες, μπουζουριάσανε τους αξιωματικούς του Αβέρωφ στο μπαλαούρο και το καταλάβανε. Τι λε, ρε θείο, πειρατεία; Όχι, Κίνημα. Για λέγε, για λέγε! Και το πήγανε στην Κρήτη για να φέρουν το Βενιζέλο στην Αθήνα. Πςςς! πολύ φάση! και τι απέγινε μ’ αυτό το Κίνημα; Πήγε κατά διαόλου! Κι ο παππούς; Καταδικάστηκε εις θάνατον διότι «επεχείρησε μεθ’ άλλων να επιβάλλει δια των όπλων το δημοκρατικό Πολίτευμα». Καλά, ε! πολύ φάση ο παππούς! Ευτυχώς που τη σκαπούλαρε, ε; Εννοείται, αλλιώς δεν θα υπήρχα εγώ για να σου λέω ιστορίες για αγρίους. Και να κερνάς και κάνα παγωτό!
Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση εξέλεξε ως Κυβερνήτη της Ελλάδας τον γεννημένο στην Κέρκυρα υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά μέχρι να φτάσει ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, διόρισε τη λεγόμενη Αντικυβερνητική Επιτροπή για να κάνει χρέη κυβέρνησης. Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού διορίστηκε ο Βρετανός στρατηγός σερ Ρίτσαρντ Τσορτς και αρχηγός του ελληνικού στόλου ο, επίσης Βρετανός, ναύαρχος Τόμας Κόχραν.
Καλά, ρε θείο, τόσοι και τόσοι πρωτοκλασάτοι ελληναράδες αγωνιστές!..
Έλα, ντε! Ακόμα και συ το κατάλαβες! Και δε βρέθηκε κανείς με λίγο φιλότιμο, ρε θείο, να πάει κόντρα σ’ αυτό το ξεβράκωμα; Βεβαίως, τα νησιά με επικεφαλής την Ύδρα! Δηλαδή; Δηλαδή, η Άνδρος, η Νάξος, η Μύκονος, η Πάρος, η Ίος, η Τζια, η Σύρος, τα Ψαρά, αλλά και η Μάνη και η Αττική, είπαν εεεπ! τι κάνετε κει; εμείς θέλουμε Σύνταγμα! Κι επειδή οι καποδιστριακοί τούς έγραψαν κανονικά, αποσχίστηκαν διοικητικώς και συνέστησαν τη Συνταγματική Επιτροπή.
Ιδού κι ο περίφημος Ρώσικος Ναύσταθμος! Πούν’τος; μιλάς γι αυτά τα ετοιμόρροπα ντουβάρια; Βεβαίως! Αυτά τα ετοιμόρροπα ντουβάρια πλαισίωναν κάποτε έναν από τους σημαντικότερους ταρσανάδες του Αιγαίου. Οικοδομήθηκε από τους Ρώσους, γύρω στο Χίλια Οκτακόσια Έξι, λίγο μετά την έναρξη του Ρωσοτούρκικου πολέμου και συνέβαλε τα μάλα στην κατασκευή και τη συντήρηση ακόμα και μεγάλων σκαφών. Πολεμικών τε κι εμπορικών.
Και γιατί μ’ έφερες μέχρις εδώ; ουτ’ ένα ζαχαροπλαστείο δε βλέπω. Σ’ έφερα γιατί ο Ρώσικος Ναύσταθμος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του Εικοσιένα και μετά, γι αυτό!
Όταν ήρθε ο Καποδίστριας θέλησε από την πρώτη στιγμή να το παίξει σκληρό καρύδι και, σαν πρώτο μέτρο, με τις πλάτες της Ρώσικης Υπερδύναμης, εννοείται, και προκειμένου να σπάσει τον τσαμπουκά των ανταρτών, τους παραγγέλνει: μάγκες, τέρμα τα ναυτιλιακά έγγραφα και το θαλάσσιο εμπόριο χωρίς την άδειά μου. Ταυτόχρονα άρχισε να εξοπλίζει και να επανδρώνει πυρετωδώς τα ελληνικά πλοία εδώ, στο Ναύσταθμο του Πόρου, με σκοπό να κάνει εμπάργκο στην Ύδρα και σε όσα νησιά την ακολουθούσαν.
Τότε η Συνταγματική Επιτροπή ανάθεσε στο μέλος της Αντρέα Μιαούλη να πράξει τα δέοντα. Και ξέρεις τι εστί Μιαούλης ε!
Ξέρω, ξέρω, μου τα ’χεις ξαναπεί: ο πιο αγνός αγωνιστής, ο αδιάφθορος, ο ανίκητος, ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
‘Ντάξει, αφού τα ξέρεις, συνεχίζω: Ο Μιαούλης λοιπόν με καμιά πενηνταριά ναύτες του, συντονισμένος και με τον Ποριώτη οπλαρχηγό Μέξη, κυρίευσε όλα τα πλοία του εθνικού στόλου που βρισκόντουσαν στο Ρώσικο Ναύσταθμο και ύψωσε τη σημαία του στη φρεγάτα «Ελλάς». Λύσσαξε ο Καποδίστριας και τα ερείσματά του και δίνει εντολή στο Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ να περικυκλώσει τον Μιαούλη κι αν ο ξεροκέφαλος Υδραίος δεν παραδοθεί, φωτιά και τσεκούρι μέχρις ότου ανακαταληφθεί ο στόλος.
Άλλο που δεν ήθελε ο Ρίκορντ. Μιαούλη, του λέει, παραδώσου! Δεν είσαι καλά, ρε τσαρικό καθίκι, απαντά ο άλλος, εγώ δεν παίρνω διαταγές παρά μόνο από τη Συνταγματική Επιτροπή, μ’ εννόησες; Εμένα είπες τσαρικό καθήκι, ρε παλιομπολσεβίκε! Ναι, εσένα ρε, γεράκι του τσαρικού Πενταγώνου, κι αν κάνεις πως έρχεσαι πιο κοντά θα κάψω το στόλο!
Μα καλά, ρε θείο, υπήρχαν μπολσεβίκοι από τότε; Πάντα υπήρχαν αλλά τους λέγανε αλλιώς. Και τι έγινε μετά; Ο Καποδίστριας τρελαμένος από οργή, ακούς εκεί ένας Μιαούλης να τον εξευτελίζει έτσι, δίνει το πράσινο φως στον Ρίκορντ: Στάχτη και μπούλμπερη, ναύαρχε! Κι όρμησε ο Ρίκορντ. Κι ο Μιαούλης; Ο Μιαούλης πραγματοποίησε την απειλή του: ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα» και την κοπάνησε με τους ναύτες του κατά Ύδρα μεριά. Εσύ τι λες, θείο, καλά δεν ξηγήθηκε ο Μιαούλης; Δεν ξέρω, ανιψιέ, Δεν το ’χω λύσει ακόμη. Για μερικά ιστορικά περιστατικά πρέπει να είσαι πολύ μέσα στο κλίμα της εποχής για να μπορέσεις να τα ερμηνεύσεις πολύπλευρα.
Και, δε μου λες κάτι άλλο, ρε θείο... Λέγε, και σταμάτα να με λες «θείο», «θείε» είναι το σωστό. Ότι πεις, «θείο»!
Για περισσότερες φωτογραφίες του Πόρου:
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν