ΔΟΝΟΥΣΑ, ΗΔΟΝΟΥΣΑ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΝΙΨΙΟ - ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 3
Λίγα σπιτάκια, έρημα, σαν εγκαταλειμμένο σκηνικό της Τσινετσιτά. Είναι κανείς εδώωωω! Καμιά απάντηση, εκτός από το γκάρισμα κάποιου μοναχικού γαϊδάρου. Στο ’πα, ρε θείο, μη φωνάζεις έτσι γιατί θα τσαντιστεί ο γάιδαρος και θα μας ρίξει καντήλια. Η κυρά με το τσεμπέρι που αποτελεί το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού του χωριού εμφανίζεται απορημένη στο κατώφλι της ενώ από μέσα ακούγεται η μπάσα αντρική φωνή του ετέρου πέμπτου: ποιος είναιιιι;
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 72 /25.08.2001
Το αποκαλούν Σκυλοπνίχτη αλλά, θέλω να πιστεύω πως αυτό το παρατσούκλι εκφράζει περισσότερο μια τρυφερότητα για την θαλασσοδαρμένη ιστορία του γενεαλογικού δέντρου του εν λόγω σκαριού και λιγότερο μιαν ανησυχία για την αντοχή του.
ΣΤΟΝ ΣΚΥΛΟΠΝΙΧΤΗ
Όπως και νά’χει, μού’χει φύγ’ η μαγκιά καθώς βουτάει με την πλώρη μεσ’ τα πελώρια κύματα αλλά προσπαθώ να το παίξω άνετος για να μην γκρεμοτσακιστώ στην εκτίμηση του ανιψιού μου. Του οποίου την προσοχή έχει, ευτυχώς, μονοπωλήσει μια δωδεκάχρονη Σουηδέζα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα απ τον τρόμο της.
Το γέρικο σκαρί φούλαρε στη Νάξο με τελικό προορισμό το πιο απομακρυσμένο νησί των Μικρών Κυκλάδων, τη Δονούσα.
Μερικοί από τους επιβάτες υποστεγάζονται, άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, έχουν βολευτεί σε κάποιον πάγκο του καταστρώματος ενώ οι περισσότεροι, εξ όλων υμών που θέλουμε ντε και καλά να φτάσουμε στη Δονούσα λες και πρόκειται για την Ιθάκη μας, στέκουν όρθιοι, πλάγιοι ή και καθιστοί στα σακίδιά τους. Πατείς με πατώ σε, σου λέω!
Όταν έπιασα τη θέση δίπλα στην κουπαστή αισθάνθηκα ως ο υπ’ αριθμόν ένα προνομιούχος επιβάτης. Σε λίγο, δίπλα μου, σ’ έναν πάγκο για δύο έως τρία το πολύ άτομα, βολεύτηκαν ένα ζευγάρι Σουηδοί, τα τρία κουτσούβελά τους και όλα τα μπαγκάζια τους. Και όχι μόνο αυτό. Όταν αρχίσαμε και μπαινοβγαίναμε στους υδάτινους λόφους και είμαστε τόσο στεγνοί όσο και κάτω από ένα ανοιχτό ντους, ούτε που να μου περάσει απ το μυαλό να σηκωθώ. Πού να πάω, δηλαδή; Και πάλι καλά που κατάφερα να ασφαλίσω τα φωτογραφικά μου. Το σκηνικό του υποψήφιου μικρο-Τιτανικού συμπληρώθηκε με κλάματα παιδιών, τσιρίγματα γυναικών (Ελληνίδων κυρίως) και εκτοξεύσεις εμετών προς όλες τις κατευθύνσεις, αδιακρίτως!
Το γεγονός, πάντως, ότι σήμερα τα αφηγούμαι καθισμένος μπροστά στον πισί μου σημαίνει πως στη Δονούσα φτάσαμε σώοι. Και αβλαβείς.
Κατά πρώτον επείγομαι για έναν ναικαιόχι (μία λέξη, κύριε διορθωτά) οπουδήποτε. Το οπουδήποτε είναι το πρώτο, ξεμπουκάροντας, μπακαλο-φαγαδο-καφενείο. Δεν ήξεραν, φυσικά, τι σημαίνει καφές ναικαιόχι σε μία λέξη και χρειάστηκε να ακριβολογήσω επί της δοσολογίας του. Τον ήπια, ότι και νά’ταν, και δήλωσα: τώρα είμαστε στη Δονούσα, ανιψιέ, το επόμενο στάδιο είναι να βρούμε το καπαρωμένο κατάλυμά μας.
Δεν χρειάστηκε. Μας βρήκε αυτό. Και για την ακρίβεια, η ιδιοκτήτριά του. Σιγά την κοσμοπλημμύρα, δηλαδή! Εδώ σε γνωρίζουν και πριν ακόμα φτάσεις.
Οι ογδόντα εφτά από τους εκατόν δεκατέσσερις μόνιμους κατοίκους της Δονούσας ζουν εδώ, στο λιμάνι, στο Σταυρό. Εξ αυτού συμπεραίνω πως ο Σταυρός, που έλκει τ’ όνομά του από την ενθάδε πανέμορφη εκκλησία του Τίμιου Σταυρού, είναι και το μητροπολιτικό κέντρο της νήσου. Το δε επίκεντρό της εξαντλείται σε τέσσερις ταβέρνες, ένα μπαρ, μια καφετέρια, έναν φούρνο, ένα πρακτορείο, ένα μαγαζάκι με ενθυμήματα που εγκαινιάζεται αύριο, ένα «μίνι μάρκετ» κι ένα παραδοσιακό μπακάλικο με αυθεντική σκηνογραφία, όλα παραταγμένα στο μόλο. Παρέλειψα κάτι, ανιψιέ; Το καρτοτηλέφωνο στον πάνω δρόμο, θείο.
ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ
Λίγο αργότερα θα μάθω πως έχει εμβαδόν δεκατρία τετραγωνικά χιλιόμετρα, ακτογραμμή τρία μίλια και η ψηλότερη κορυφή της, ο Πάπας, φτάνει στο ιλιγγιώδες ύψος των τριακοσίων ογδοήκοντα τριών μέτρων. Για την ώρα ο μοναδικός χάρτης της που κυκλοφορεί στην πιάτσα, και που βρίσκεται στα χέρια μου, στερείται κλίμακας, και όχι μόνο κλίμακας. Πάντως, εκτιμώ πως παίρνοντας τον βορειοανατολικό χωματόδρομο θα είμαστε στην Καλοταρίτισα σε μία με μιάμιση ώρα.
Αντέχεις μ’ αυτή τη ζέστη ανιψιέ; Αν δεν σε κρατάν τα κότσια σου, θείο, μην ψάχνεις αλλού για δικαιολογίες, όσο για μένα, αρκεί να πάρουμε μαζί μας νερό, όχι όπως τότε στη Σίκινο που κορακιάσαμε! Με προσβάλλεις, ανιψιέ!
Το τοπίο είναι ορεινό, άγονο και βραχώδες. Ένας γκριζοκαφετής βράχος ριγμένος στο πέλαγος, καθ’ αγρίαν παράφραση του διάσημου στίχου. Πέτρα, θάμνοι, σκίνα και φραγκοσυκιές. Κάποιοι κέδροι, κάποιες ελιές, κάποιες συκιές. Ο χωματόδρομος είναι άρτι διανοιχθείς με την προοπτική ν’ ασφαλτοστρωθεί κάποτε και να φτάσει μέχρι την Καλοταρίτισα. Και ανηφορικός. Συνεχώς ανηφορικός. Πολύ ανηφορικός. Χωρίς να φαίνεται το τέλος του.
Στάση, μερικές γουλιές νερό και ενημέρωση από το καλογραμμένο βιβλιαράκι της άξιας ποιήτριας Μαργαρίτας Βρεττού - Σούλη. Υπάρχουν θειούχα μεταλλεύματα στο νησί, λέει, αλλά όχι σε σημαντικά αποθέματα. Κάποτε, στη δεκαετία του ‘Είκοσι, λειτουργούσε κι ένα λατομείο για την εξόρυξη χαλκού, καλαμίνας και λουλακιού. Στην ίδια δεκαετία γινόταν και εξόρυξη άτσαχα. Πρόκειται για μια λευκή πέτρα που τη χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή γυαλικών.
Στη Δονούσα υπήρχε κάποτε αξιόλογη παραγωγή κρεμμυδιών και καπνού. Σήμερα παράγονται λίγα μόνο κρεμμύδια, σιτηρά, οπωρολαχανικά και όσπρια, ίσα δηλαδή για τις οικογενειακές ανάγκες των κατοίκων της, και μόνο. Κι όσο για την κτηνοτροφία, το ‘Πενήντα Τέσσερα είχαν καταμετρηθεί τρεισήμισι χιλιάδες αιγοπρόβατα και βοοειδή. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστα. Κι ο τρόπος παραγωγής, έχει μείνει ο ίδιος, ο προγονικός: ο ζευγάς με τα βόδια ή τα γαϊδουράκια του για το όργωμα, το δρεπάνι, το αλώνισμα, το λίχνισμα, σα ζωγραφιές παλιού Αναγνωστικού.
Ο ΕΛ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Είμαστε λίγο πριν από την κορυφή, στο φρύδι ενός κάθετου κόψιμου του βράχου. Κάτω μας τα Τάρταρα κι απέναντί μας η απεραντοσύνη του μπλε. Μια πανοραμική θέα ανυπέρβλητη!
Χαλάλι το ξεποδάριασμα, ε, θείο; Η ευαισθησία σου μ’ αφήνει κατάπληκτο, ανιψιέ! Τώρα, με προσβάλλεις, θείο! Εντάξει, διαγράφεται μία λέξη, όποια προτιμάς. Βλέπεις απέναντί μας αυτή τη βραχώδη χερσόνησο; Τη βλέπω. Λέγεται ακρωτήρι Άσπρος Κάβος και κάπου κει είναι και οι θαλασσινές σπηλιές του Ξυλομπάτη όπου βρίσκουν καταφύγιο οι φώκιες. Τι λε’ ρε θείο!
Και όχι μόνο οι φώκιες. Το Χίλια Εννιακόσια Δεκατέσσερα, ίσα που είχε ξεκινήσει ο Άλφα Παγκόσμιος Πόλεμος, βρήκαν καταφύγιο εδώ και τα δυο φοβερά γερμανικά καταδρομικά, το Γκαίμπεν και το Μπρεσλάου.
Οι φώκιες μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο, θείο! Μην το λες αυτό, ανιψιέ, διότι οι φώκιες δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στις τις τύχες της Ανθρωπότητας. Τέλος πάντων, θείο, πες ό,τι έχεις να πεις γιατί αλλιώς θα ’σαι όλο νεύρα και ποιος σε αντέχει!
Τα δυο αυτά φοβερά καταδρομικά, που λες, των οποίων ο ρόλος για την έκβαση του πολέμου ήταν μείζονος σημασίας, είχαν ξεφύγει από την καταδίωξη του βρετανικού στόλου κι είχαν χαράξει ρότα κατά Δαρδανέλια μεριά. Πήγαιναν πεσκέσια στους Τούρκους για να εξαγοράσουν τη συμμαχία, ή έστω την ουδετερότητά τους. Κάπου ‘δω όμως τους τέλειωσε το κάρβουνο κι αναγκάστηκαν ν’ αγκυροβολήσουν αρόδου. Τι λε’ ρε θείο, μιλάμε για πολύ φάση! Όπως τ’ ακούς, ανιψιέ! Και τι έγινε μετά; Μετά, ζήτησαν κάρβουνο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το αεροδρόμιο εννοείς; Όχι, τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, που σ’ εκείνη τη φάση το ’παιζε ακόμα ουδετερότητα. Και τι έκανε αυτός ο Ελ Βενιζέλος; Τους έδωσε, κι έτσι κατάφεραν να ξεφύγουν από την καταδίωξη της αγγλικής ναυτικής μοίρας και να μπουν στα Δαρδανέλια. Πάντως, στο ‘πα θείο, εγώ από πολιτική δεν σκαμπάζω τίποτα.
ΜΕΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
Είμαστε πλέον στην ψηλότερη ραχούλα της διαδρομής, στο τέρμα του άρτι διανοιχθέντος χωματόδρομου. Ο Άσπρος Κάβος είναι ακόμα μέσα στο οπτικό μας πεδίο, όπως επίσης και η Καλοταρίτισα, από τη δυτική όμως πλευρά του ορίζοντά μας.
Από δω ίσαμε την Καλοταρίτισα ισχύει ο προγονικός μουλαρόδρομος ή, έστω, ότι έχει απομείνει απ αυτόν. Τουλάχιστον είναι κατηφορικός. Πολύ κατηφορικός. Πάρα πολύ κατηφορικός.
Λίγα σπιτάκια, έρημα, σαν εγκαταλειμμένο σκηνικό της Τσινετσιτά. Είναι κανείς εδώωωω! Καμιά απάντηση, εκτός από το διαπεραστικό γκάρισμα κάποιου μοναχικού γαϊδάρου. Είναι κανείς εδώωω!
Μη φωνάζεις έτσι, ρε θείο, γιατί τσαντίζεται ο γάιδαρος και μας ρίχνει καντήλια. Δεν τσαντίζεται, ανιψιέ, απλώς, μας χαιρετά. Τόσες πολλές ξένες γλώσσες ξέρεις, ρε θείο; Είναι κανείς εδώωω!
Μια κυρά με τσεμπέρι εμφανίζεται στο κατώφλι της. Είναι η κυρα-Μαρία, η οποία αποτελεί το εν πέμπτο του πληθυσμού της Καλοταρίτισας, ενώ από μέσα ακούγεται η φωνή του ετέρου ενός πέμπτου: ποιος είναιιιι;
Η δεύτερη αυτή φωνή ανήκει στον κυρ Γιώργη, τον άντρα της. Η κυρα-Μαρία συνεντευξιάστηκε προθύμως μαζί μας και επέμεινε να περάσουμε στο φτωχικό της να μας τρατάρει το κατιτίς της, έτσι για το καλό και, αχ, παιδάκι μου, γράψε κάτι και για μας πού ’μαστε ξεχασμένοι εδώ στην ερημιά!
Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για μόνιμη παρουσία Τούρκων στο νησί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά ο κυρ Γιώργος μας βεβαιώνει πως, σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλιών, οι Τούρκοι ερχόντουσαν με το καΐκι μια φορά το χρόνο για το χαράτσι της υποτέλειας. Να, όπως κάνουν τώρα κι οι εφορίες, παιδάκι μου!
Η κυρα-Μαρία μας βεβαίωσε πως κι ο δυτικός, επίσης άρτι διανοιγόμενος, χωματόδρομος, οδηγεί στο Σταυρό αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρη για το αν είναι και συντομότερος απ αυτόν που ήρθαμε, διότι τώρα με τις μπουλντόζες και τους εκβραχισμούς άλλαξαν άρδην τα χωρικά και χρονικά μεγέθη του καιρού της. Το βέβαιον είναι ότι είναι παράκτιος, περνά από το Μερσήνι και τη Μεσαριά και, ως εκ τούτου, με λιγότερες ψυχοβγαλτικές γήινες ανωμαλίες.
Η παραδείσια και παντέρημη παραλία της Καλοταρίτισας άνοιξε την όρεξη του ανιψιού για καμιά δροσιστική κατάδυση, πλην, αν σε κάθε παραλία που συναντούμε πρέπει να παίρνουμε κι από μια τζούρα καλοκαιρινού ευδαιμονισμού δε βλέπω πότε θα φτάσουμε στο καθαρό μας δωμάτιο που διαθέτει ντους, ψυγείο και δροσερά σεντόνια.
Ο ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Ο ναϊφ χάρτης του νησιού, τον οποίο και θα κρατήσω ως σπάνιο συλλεκτικό κομμάτι, αναφέρει αυτή τη βραχονησίδα, φάτσα στο μυχό της Καλοταρίτισας, ως Σκυλονήσι. Αυτό το Σκυλονήσι, λοιπόν, σχηματίζει, μαζί με την απέναντι μητρική ακτή, ένα κρημνώδες στενό πέρασμα που, δεν ξέρω πως και γιατί, μου φέρνει στο νου την Αριάδνη. Κανείς λογικός συνειρμός δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη σχέση του με την Αριάδνη. Αλλά, και τι θα πει λογικός συνειρμός; Σε ποιο βαθμό το όργανο της μνήμης και της νόησης μπορεί να ερευνήσει, από ένα σημείο και πέρα, τον ίδιο του τον εαυτό; Άσε που κάνει και μια ζέστη!...
Σού’χω μιλήσει για την Αριάδνη; Ποια, την κόρη του μαστρο-Νίκου; Όχι, την κόρη του αρχαίου βασιλιά της Κρήτης, του Μίνωα. Α, λες αυτή που έδωσε την καλούμπα στο Θησέα για να μπορέσει να ξαναβγεί απ τον Λαβύρινθο. Ακριβώς, αυτή! Όχι δε μού ’χεις μιλήσει και πολύ φοβάμαι πως δε θα το αποφύγω.
Όπως θ’αντιλαμβάνεσαι, για να βοηθήσει η γαλαζοαίματη τον εν λόγω παιδαρά θα πει πως ήταν σφόδρα καψούρα μαζί του. ‘Ντάξει, ρε θείο, αυτό δε θέλει και πολύ μυαλό! Φαίνεται λοιπόν πως ο Θησέας, προκειμένου να εξασφαλίσει την καλούμπα, και πολλά άλλα που λόγω του νεαρού της ηλικίας σου προτιμώ ν’ αποσιωπήσω, της υποσχέθηκε γάμο, κι αφού ξεπάστρεψε τον Μινώταυρο... Εννοείς το τέρας που έτρωγε τα κοριτσάκια; Έτρωγε και άλλα τόσα αγοράκια αλλά το ότι απλώς τα έτρωγε είναι μια καθωσπρέπει εκδοχή που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Αφού λοιπόν ξεπάστρεψε το τέρας που έκανε στα παρθένα κοριτσάκια και αγοράκια κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ, τραβάει και μια απαγωγή στην Αριάδνη κι ανοίγει πανιά κατά Αθήνα μεριά όπου και τον περίμενε εναγωνίως ο μπαμπάς του, ο Αιγεύς. Άλλο δράμα αυτός. Θα στο αφηγηθώ... Άσε, τέλειωνε πρώτα με τούτο, έχουμε κι άλλα νησιά να επισκεφτούμε!
Σταμάτησαν λοιπόν στη Νάξο γι ανεφοδιασμό, για χαλάρωση και για να χαρούν λίγο τον έρωτά τους σε στέρεο έδαφος, μιας και η κοπελίτσα έπασχε από ναυτία και δεν... ‘Ντάξει, θείο, κατάλαβα, παμ’ παρακάτω.
Ένα πρωί λοιπόν ξυπνά η Αριάδνη, κάνει να τον αγκαλιάσει και... πουθενά ο Θησέας! Την είχε κοπανήσει με όλο του το πλήρωμα κατά Σούνιο μεριά αφήνοντάς την ατιμασμένη. Το κάθαρμα! Κατά μία άλλη, πιο κουτσομπολίστικη εκδοχή, δεν την ατίμασε αυτός εκεί στην παραλία της Νάξου. Ήτανε, λένε, από δεύτερο χέρι κι αυτός ήταν ο λόγος που τα πήρε στο κρανίο. Ένας γιος βασιλιά δεν μπορεί να παρουσιάσει στο μπαμπά του μια εξώλης και προώλης!
Και κλάμα, που λες, η Αριάδνη! Με τι μούτρα, σου λέει, να γυρίσω στην Κρήτη; Και πάνω κει να σου κι ο Διόνυσος, τον ξέρεις φαντάζομαι.
Αυτόν εκεί στην Πεντέλη, δε λες; Ο θεός Διόνυσος, ανιψιέ! Α, εκείνος ο γλεντζές, μπεκρής κι ερωτιάρης ε; Το πέτυχες!
Τη βλέπει, λοιπόν, ο Διόνυσος και παθαίνει την πλάκα της ζωής του. Κοριτσάρα μου! της λέει, σκούπισε γρήγορα τα δάκρυά που χύνεις γι αυτόν τον ρεμπεσκέ, εγώ είμαι δω! που πρώτον είμαι θεός και, δεύτερον, υπεράνω παρθενικών υμένων! Καλά ξηγήθηκε, ε, θείο;
Καλά δε λες τίποτα, γι αυτό υπάρχουν οι θεοί, για να δίνουν το καλό παράδειγμα. ‘Ντάξει, ρε θείο, αλλά όλο αυτό το παραμύθι που κολλάει με τη Δονούσα; Κολλάει στο ότι αυτός ο γυναικοθήρας θεός την πήρε από τη Νάξο, η οποία ειρήσθω εν παρόδω το παίζει κοσμοπολίτισσα κι έχει θέσει υπό απηνή διωγμό τους γυμνιστές και τους αντισκηνάδες, και την έφερε ‘δω στη Δονούσα. Για να χαρούν εν ηρεμία τον έρωτά τους, μακριά από ηδονοβλεψίες, μπάτσους και εισαγγελείς. Και, ξέρεις κάτι; τώρα που το καλοσκέφτομαι, το όνομα Δονούσα μπορεί και να ’ναι παραφθορά του δικού του ονόματος: Διόνυσος - Διονούσα - Δονούσα! Έτσι εξηγείται, στο κάτω κάτω και ο προειρημένος συνειρμός μου.
Ή μπορεί να προέρχεται κι από το Ηδονούσα, ρε θείο, πώς σου φαίνεται; Ώρες ώρες νοιώθω πολύ υπερήφανος για σένα ανιψιέ. Καλοσύνη σου, κι εδώ τι είναι, θείο;
ΤΟ ΡΑΦΙ ΜΕ ΤΑ ΓΥΑΛΙΚΑ
Κατά το χάρτη, εδώ πρέπει να είναι το Μερσήνι που, απ’ ό,τι θα διαπιστώσω αργότερα, διαθέτει μια παραλία εκπληκτική. Ίσως εδώ να έφερε ο Διόνυσος την καλή του. Δεν θέλω να το συγκρίνω με την Καλοταρίτισα αλλά σπεύδω να δηλώσω πως αυτά τα ελάχιστα εναπομείναντα χωριουδάκια που δεν εντάχτηκαν ακόμη στα «πλάνα» της τουριστικής «αξιοποίησης», αποπνέουν μια ωραία Ελλάδα. Που όμως χάνεται. Δια παντός.
Πρέπει να έχει πάνω από πέντε κατοίκους, θείο, γιατί βλέπω τρεις γαϊδάρους!
Αφήνουμε την μελλοντική άσφαλτο και κατηφορίζουμε το μονοπάτι που μπαίνει στο χωριό. Είναι κανείς εδώωω!
Οι γάιδαροι αδιαφορούν για την παρουσία μας και συνεχίζουν να τρων τ’αγκάθια τους, ένας σκύλος μας κάνει τον κάργα αλλά δεν τολμά να πλησιάσει, ένα κοτέτσι αναστατώνεται και μια κυρά προβάλλει στο έμπα του σπιτιού της. Καλημέρα σας! Από πούθε έρχεστε, καλέ;
Είναι η κυρα-Ειρήνη που μας υποδέχεται. Και που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τόση πρεμούρα να φωτογραφίσω το χωριό.
Ε, να σας κεράσουμε πρώτα κάτι!
Ο κυρ Σταύρος ενισχύει αυτή την αξίωση και οι αντιστάσεις μου μειώνονται κατακόρυφα.
Οι ηλεκτρικές συσκευές δεν έχουν εισβάλλει ακόμη για να τους ανατρέψουν την αισθητική της παράδοσης: Το κτιστό κρεβάτι και οι ψηλοί ξύλινοι καναπέδες που είναι και αποθήκες για τη σοδιά της χρονιάς, το ράφι με τα γυαλικά, οι φωτογραφίες των προγόνων στους τοίχους, τα χράμια, οι κουρελούδες και οι χειροποίητες δαντέλες. Πόσους κατοίκους κρατάει το Μερσήνι, κυρ-Σταύρο; Το χειμώνα, δεκαπέντε όλοι κι όλοι, μου απαντά, τώρα το καλοκαίρι γινόμαστε λίγο περισσότεροι.
Βγαίνουμε απ’το φιλόξενο σπιτικό πλουσιότεροι σε εμπειρίες και μ’ ένα κομμάτι ξινομυζήθρα στο χέρι, έτσι, για το καλό!
Να πάτε και κάτω, στην ακροθαλασσιά μας, στον πλάτανο, πού ’χει και τρεχούμενα νερά της πηγής, τα καλύτερα του νησιού, και περβόλια! Και στο Λιβάδι να πάτε, και στο Φύκιο που άλλη τέτοια αμμουδιά δε θα ξαναβρείτε.
Θα πάμε, κυρα-Ειρήνη, θα πάμε.
Πόσο μας μένει ακόμα, θείο; Το ένα τρίτο της διαδρομής, μιάμιση περίπου ώρα, δηλαδή. Και δε μ’ άφησες να κάνω ούτε μια βουτιά, ρε θείο! Είπαμε, βουτιές θα κάνουμε στον Κέδρο, ένα τέταρτο δρόμος πριν φτάσουμε στο Σταυρό. Και, δε μου λες, αυτός ο Κέδρος διαθέτει τουλάχιστον κάνα παγωτατζίδικο;
Διαθέτει πεντακάθαρα νερά, μια αμμουδιά που αγγίζει την τελειότητα, τη βεβαιότητα ότι μπορούμε ν’ απαλλαγούμε απ οποιοδήποτε υποκατάστατο φύλλου συκής και μια θαλασσινή σπηλιά. Ενώ στο βυθό του λέγεται πως διακρίνονται τ’ απομεινάρια ενός γερμανικού πλοίου δυόμισι χιλιάδων τόνων το οποίο βύθισαν με τα βομβαρδιστικά τους οι Άγγλοι κατά το τέλος του Βήτα Παγκοσμίου Πολέμου και... Έλεος, θείο, όχι άλλα πολεμικά ανακοινωθέντα!
ΕΔΩ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΣ
Όσο μικρός κι αν είναι ο Σταυρός, ο οικισμός του λιμανιού δηλαδή, με τα λίγα αυθεντικά σπιτάκια του, με τις αυλές, τα γεράνια και τις μπουκαμβίλιες του, δεν χορταίνεται εύκολα.
Μπορεί, αισθητικά, να μην έχει το αρχιτεκτονικό εκτόπισμα της Χώρας της Σικίνου, έχει όμως τη φυσική ταπεινότητα του απλού που γεννά τη γαλήνη, που προκαλεί την αγχόλυση, που παράγει την ήρεμη ενέργεια.
Βράδυ της πρώτης μέρας. Αλλά μπορεί και της επόμενης, ή της μεθεπόμενης. Η καφετέρια πάνω απ το μόλο, με τα χόρτινα σκιάδια και τα εξαιρετικά παγωτά, είναι η έδρα του ανιψιού. Το αίθριο της τελευταίας εν σειρά ταβέρνας είναι η δική μου έδρα διότι... διότι έτσι μ’ αρέσει!
Ο Σταύρος στήνει στην πεζούλα την πραμάτεια του: δαχτυλιδάκια, βραχιολάκια, σκουλαρικάκια, περιδεραιάκια κι ένα σωρό μπιχλιμπίδια που κατασκευάζει το χειμώνα, όταν δεν έχει μεροκάματο στην οικοδομή, για να εξασφαλίσει τα καλοκαιρινά του αναλώσιμα στην παραλία του Κέδρου. Κοιμάται κει κάτω απ τ’ άστρα μαζί μ’ ένα εξωτικό πλάσμα γένους θηλυκού που κολάζει και άγιο. Πόσο μάλλον κάτι σαν και μένα που κάθε άλλο παρά ως άγιος θα μπορούσα να εκληφθώ. Δεν είναι τυχαία η εκτίμησή μου στο Διόνυσο. Έτσι βγάζει τα καλοκαίρια του ο Σταύρος. Χωρίς εφορία, χωρίς κινητό, χωρίς ρολόι. Γιατί εδώ ο χρόνος μετριέται αλλιώς. Μόνο η θέση του Ήλιου έχει κάποια σημασία κι όχι το πόσες φορές ανέτειλε και το πόσες θα δύσει.
Ο Σκυλοπνίχτης ξανάρθε και ξανάφυγε. Άδειασε και φόρτωσε Σουηδούς, Γερμανούς, Αυστριακούς, Ιταλούς και ημεδαπούς. Τους βλέπουμε σε κάθε μας βήμα. Χαιρετιόμαστε ξανά και ξανά λες και πρόκειται για το ξεγέννημα μιας νέας μικροκοινωνίας, χωρίς τις συνήθειες της παλιάς. Η γαλήνη δεν διαταράχτηκε. Έχει τη δύναμη να μας επιβληθεί.
Καθίσαμε σ ’όλες τις ταβέρνες για να φάμε γαρίδες, καλαμαράκια, χταποδάκια, γόπες, σουτζουκάκια, τυροκαφτερές και πιπεριές γεμιστές. Ήπιαμε ναικαιόχι σε μία λέξη, και φάγαμε παγωτά στην καφετέρια. Σουλατσάραμε ακατάπαυστα και κουβεντιάσαμε με τους καϊκσήδες καθώς ξεψάρωναν τα δίχτυα τους. Κουβεντιάσαμε και με τους γλάρους πού ’ρχονταν μέχρι τα πόδια μας αποβλέποντας σε κάνα μεζέ. Ανηφορίσαμε στα γύρω υψώματα για να εκστασιαστούμε με τις ξερολιθιές και τις αγέρωχες φραγκοσυκιές.
Μήπως θέλεις, τώρα, να σου πω για τον Αιγέα;
Για περισσότερες φωτογραφίες :
Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν