ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ
Η βιτρίνα: Τα πρωτοκλασάτα οτέλς με τους αεθνείς μπίζνεσμαν-γύπες να μελετούν τις αυριανές επενδύσεις τους πάνω στα ερείπια (που οι ίδιοι προκάλεσαν). Η Ασημένια Παγόδα, το "μαστ" κάθε χαζοχαρούμενου τουρίστα που πρέπει να επιστρέψει χορτασμένος γκλαμουριά και φολκλόρ. Και το πλωτό καζίνο να προκαλεί την Ιστορία. Το φαντάζομαι μέσα στις φλόγες. Δεν φταίω. Πατώ σε μια γη όπου οι στάχτες δεν έχουν σβήσει εντελώς.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσίευτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 62/16.06.2001
Στήνω τρεις μπίλιες, απλώνω το τεμπεσίρι στη μύτη της στέκας, στοχεύω και... εκτελώ ένα απελπιστικά σκιτζίδικο χτύπημα. Λίγο ακόμα και θα ’σχιζα την πράσινη τσόχα. Ίσως και να φταίει το γεγονός ότι δεν βρίσκω κάπου λίγο ταλκ για να εξουδετερώσω τον ιδρώτα της παλάμης μου. Ίσως... Το ειρωνικό γελάκι του γηγενούς σερβιτόρου, που ωστόσο κάνει ότι κοιτάζει αλλού για να μη με προσβάλλει, μου κόβει τα «ίσως». Μην το ψάχνεις, δικέ μου, είναι περισσότερες από τρεις οι δεκαετίες που δεν παίζω μπιλιάρδο.
Ρεσεψιόν κι εστιατόριο του Ουάν Γουέι. Ψαθοσκεπής ισόγειος χώρος, ξύλινα δοκάρια, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα, ξυλόγλυπτα αντίγραφα κλασικών καμποτζιάνικων αριστουργημάτων, πλακόστρωτο δάπεδο, ένας γύψινος κιτσάτος Βούδας στην είσοδο και τρία λαχταριστά πλάσματα γένους θηλυκού (ζωντανά αυτά) που συνυπάρχουν με το μόνιμο χαμόγελό τους: αμαλγάματα αθωότητας και ασιατικού αισθησιασμού. Αντί, λοιπόν, να σκίσω την τσόχα, προτιμώ ένα γενναίο πρωινό, σερβιρισμένο απ’ αυτά τα, σχεδόν άβυζα πλην εκλεκτά, δείγματα του είδους γυναίκα με το προειρημένο χαμόγελο.
Από την είσοδο του Ουάν Γουέι και πέρα απλώνεται η Πνομ Πενχ. Η άγνωστη. Η μυστηριώδης. Η ματωμένη και ανήσυχη. Βρίσκομαι μέσα στο μαγνητικό της πεδίο. Και θα ενδώσω οπωσδήποτε στην έλξη της.
Για πολλούς αιώνες, η Καμπότζη ταλανίζεται από τις ατέρμονες, μέσα στα εδάφη της, συγκρούσεις μεταξύ Σιάμ (σημερινή Ταϊλάνδη) και Βιετνάμ. Συγκρούσεις που αποβλέπουν στον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.
Για πολλούς αιώνες η χώρα αυτή αλλάζει συνεχώς επικυρίαρχο αλλά, εκείνο που την κάνει να διακρίνεται πάντα ως ξεχωριστή οντότητα, είναι ο αρχαίος πολιτισμός της. Πολύ ανθεκτικός για να τρωθεί απ τις επιδρομές των γειτόνων. Φυλετικά, ο πληθυσμός της αποτελείται, μέχρι και σήμερα, κατά ενενήντα, περίπου, τοις εκατό από τους Χμερ, κι έπονται αναλογικά οι Βιετναμέζοι, οι Κινέζοι και οι Μαλαίοι.
Αυτό είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο παίζεται η πονεμένη Ιστορία της μέχρις ότου, το 1840, ενεργοποιηθεί η γνωστή ευαισθησία των Γάλλων αποικιοκρατών, που θα επέμβουν για να την θέσουν κάτω από τη δική τους «πολιτισμένη» κηδεμονία. Και την κηδεμονία αυτή, που άλλο σκοπό δεν έχει παρά την απομύζηση των εθνικών της πόρων την εξασφαλίζουν, επιβάλλοντας εναλλάξ στην τυπική εξουσία τούς δύο ευνοούμενούς τους βασιλικούς κλάδους: τους Νοροντόμ και τους Σισιγουάθ, της φυλής των Χμερ. Ώσπου, το 1941, στέφουν για βασιλιά τον τότε δεκαοχτάχρονο γαλλοθρεμμένο μαθητή, πρίγκιπα Νοροντόμ Σιχανούκ.
Σαν αφηνιασμένο άτι
Βγαίνοντας από το Ουάν Γουέι, μου την πέφτουν, από την είσοδο κι όλας, τρεις- τέσσερις δικυκλιστές με τ’ αγοραία τους. Προσπαθώ να τους πω ότι θέλω να περπατήσω. Και ‘γώ θέλω να ζήσω, σκέφτεται ο καθένας απ’ αυτούς. Έτσι είναι.
Καβαλώ λοιπόν νικημένος μια πίσω σέλα και παραδίνομαι αμαχητί. Θέλουν να ζήσουν. Και ξέρουν πως σε κάποια από τις τσέπες μου θα πρέπει να κουρνιάζει μια χούφτα δολάρια.
Η σημερινή Πνομ Πενχ δεν βρίθει από αυτοκίνητα. Ούτε από ιδιωτικά ούτε, πολύ περισσότερο, από δημόσια. Η έννοια του αστικού λεωφορείου είναι σχεδόν άγνωστη. Τα ελάχιστα αγοραία τετράτροχα δεν έχουν κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα ως τοιούτα και είναι, συνήθως, ξεχαρβαλωμένα κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Τον τίτλο του εθνικού ταξί της Καμπότζης τον φέρει υπερηφάνως το δίτροχο μηχανάκι, των πενήντα συνήθως κυβικών. Και έπεται το τρίκυκλο ποδήλατο, ως φυσική ιστορική συνέχεια του παλιού δίτροχου αραμπά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘Πενήντα, η γαλλική αποικιοκρατία στην ευρύτερη περιοχή της Ινδοκίνας αρχίζει να κλονίζεται και να παίρνει την κατιούσα κάτω από το βάρος των διεθνών μεταπολεμικών ανακατατάξεων και συγκυριών. Και τότε είναι που ο Σιχανούκ δράττεται της ευκαιρίας για να σηκώσει το προσωπικό του μπαϊράκι, τη «Βασιλική Σταυροφορία», όπως πέρασε στην Ιστορία: περιοδεύει στην Ταϊλάνδη, στην Ιαπωνία, στην Αμερική, και δεν ξέρω πού αλλού, δηλώνοντας ευθέως και ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στη χώρα του αν αυτή δεν αδειάσει από Γάλλους. Και η χώρα του αρχίζει όντως ν’ αδειάζει από τους Γάλλους, όχι τόσο γιατί οι Γάλλοι πανικοβλήθηκαν από τις δηλώσεις του αυτοεξόριστου, όσο γιατί έπρεπε να επικεντρωθούν στην επί του Βιετνάμ κυριαρχία τους, για να μην το χάσουν και αυτό.
Κι έτσι, το 1953, ο Σιχανούκ επιστρέφει μετά βαΐων και κλάδων σε μια, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, ανεξάρτητη Καμπότζη. Δυο χρόνια αργότερα, το 1955, αιφνιδιάζει τους πάντες με μια απρόβλεπτη, όσο και ανεπίτρεπτη για το σαβουάρ βιβρ όλων των εν ζωή γαλαζοαίματων, ενέργεια: παραιτείται από το θρόνο υπέρ του μπαμπά του κι αρχίζει να πολιτεύεται. Κερδίζει τις εκλογές κι όταν το σώμα του μπαμπά αρχίζει να αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθη, αυτός εξακολουθεί τις παράλληλες σταδιοδρομίες του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, του παραγωγού, του πρωθυπουργού και μπορεί και άλλες, που δεν έτυχε να μάθω. Περίπτωση!
Το δίτροχο επί του οποίου επιβαίνω συνεχίζει να τρέχει σαν αφηνιασμένο άτι πάνω στις πλατειές λεωφόρους μιας απολύτως ισόπεδης Πνομ Πενχ. Και δεν είναι το μόνο. Εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες άλλα τρέχουν σα να’ χουν υποστεί παράκρουση, με δυο, τρεις, τέσσερις, (μέχρι και πέντε είδα) αναβάτες, (συνυπολογίζοντας και τα μωρά, που έτσι όπως πάνε δεν νομίζω πως θα ενηλικιωθούν ποτέ).
Σηματοδότες ελάχιστοι. Που κι αυτοί οι ελάχιστοι δεν απολαμβάνουν την προσοχή και την εκτίμηση κανενός. Κάποιοι τροχονόμοι σφυρίζουν δαιμονισμένα αλλά δεν αντιλαμβάνομαι το γιατί, αφού κανείς, εποχούμενος ή μη, δεν τους υπολογίζει. Είναι κι αυτή η σκόνη!
Οι Καμποτζιανοί καλύπτουν τ’ αναπνευστικά τους όργανα μ’ ένα ύφασμα ή με μια μάσκα πατωματζή. Να κάτι που δεν προνόησα αλλά, την επόμενη φορά... αν υπάρξει επόμενη φορά... Για την ώρα πάντως μου ΄χει φύγ’ η μαγκιά. Κι αναζητώ έναν αποτελεσματικό τρόπο να καταστείλω αυτή την άκρως ανθυγιεινή διαστροφή του οδηγού μου. Ίζυ, ίζυ, του λέω, γιατί σε λίγο θα ’μαστε αμφότεροι κουφάρια, αλλ’ αυτός μ’ έχει χεσμένο. Νο πρόμπλεμ, μίστερ, λέει, και γκαζώνει περισσότερο. Τι το ’θελα;
Όταν, το ‘Πενήντα Έξι,, στο Βιετνάμ, οι απόγονοι του Βοναπάρτη συσκευάζουν τα μπογαλάκια τους για την επιστροφή στα πάτρια και λένε ορεβουάρ σε όσες Bιετναμέζες γόησσες παρατούν στα κρύα του λουτρού, ο δέκατος έβδομος παράλληλος πάνω από τον Ισημερινό γίνεται σύνορο που τέμνει το Βιετνάμ σε Βόρειο και Νότιο. Σα να λέμε Άνω-Κάτω.
Αυτό με πολιτικότερους όρους θα πει πως ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας με επικεφαλής τον θείο Χο (Τσι Μινχ) μετουσιώνεται σε εμφύλιο κοινωνικό απελευθερωτικό. Τότε είναι που ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά και των πέρα απ τον Ατλαντικό αρχιχασάπηδων, κι αρχίζουν να μαζεύονται στο Βιετνάμ προκειμένου να δοκιμάσουν τα νέα οπλικά τους συστήματα στου κασίδη το κεφάλι και να εισπράξουν απ’ τους Νότιους και ‘φχαριστώ.
Στο μεταξύ, στην γείτονα Καμπότζη, ο Σιχανούκ, είτε γιατί μυρίζεται νίκη των Βορείων, είτε γιατί διαβλέπει (με τη βοήθεια και των Κινέζων) ότι οι Αμερικάνοι θ’ απλώσουν όπου νά ‘ναι την αρίδα τους και στη χώρα του, σταματά να το παίζει ουδετερότητα και στομφάρει με επαναστατικό ενθουσιασμό υπέρ των κομμουνιστών του Βορρά και των ανταρτών συντρόφων τους του Νότου. Γάτα!
Το ‘Εξήντα Τρία, επί καλοσυνάτου και δημοκρατικότατου Κένεντυ, που πάσχει κι αυτός από αλλεργία όπου οσφραίνεται ανεξαρτησίες, κομμουνισμούς και άλλα τέτοια απεχθή, βρίσκονται ήδη στο Βιετνάμ δεκαέξι χιλιάδες στρατιωτικοί και κάθε τύπου πράκτορες που μάχονται προκειμένου να σώσουν τον κόσμο (του μεγάλου Κεφαλαίου) από το μίασμα.
Στα δε χρόνια ’Εξήντα τέσσερα - ‘Εβδομήντα τρία, επί Τζόνσον, κι αργότερα επί Νίξον, ο πόλεμος στο Βιετνάμ παίρνει τις γνωστές τοις πάσι διαστάσεις γενοκτονίας. Χο Μι Τσιν, τώρα αναπνέεις με καλάμι! Ναπάλμ και Δόξα τω Θεώ.
Οπότε, η επικείμενη τελική νίκη του βιετναμέζικου «φάρου της παγκόσμιας επανάστασης» παίρνει αναβολή και τα εδάφη της όμορης Καμπότζης μετατρέπονται σε καταφύγια, αναρρωτήρια και ορμητήρια κατά της Παξ Αμερικάνα και των παρατρεχάμενών της.
Όπερ σημαίνει πως η Καμπότζη αναγκάζεται να συντηρήσει το βιετναμέζικο αντάρτικο από το υστέρημά της. Οι συγκομιδές του ρυζιού, που άλλοτε περίσσευαν, τώρα δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Η οικονομία της καταρρέει και, ως γνωστόν, η πείνα φέρνει τη διχόνοια και στις καλύτερες των οικογενειών.
Στο σημείο αυτό, στις αρχές του ‘Εβδομήντα, και καθώς ο Σιχανούκ περιφέρεται ανά τον «υπαρκτό» σοσιαλισμό για βοήθεια, ο αρχηγός του καμποτζιάνικου στρατού και παρακεντές του Νίξον, που άκουγε στο όνομα Λον Νολ, βρίσκει την ευκαιρία της ζωής του για ν’ αδράξει πραξικοπηματικά την εξουσία. Με τις πλάτες και για λογαριασμό των Γιάνκηδων, φυσικά.
Μια γελοία κίνηση που θυμίζει βαλς
Μ’ αφήνει ζωντανό πεντακόσια μέτρα πριν από την όχθη του ποταμού Τόνλε Σαπ. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν πρόκειται για τον Τόνλε Σαπ, αφού στο σημείο αυτό (όπου και φύτρωσε η Πνομ Πενχ) ο Τόνλε Σαπ συναντιέται με τον Μεκόνγκ, του οποίου έχει την τιμή να είναι παραπόταμος.
Από το ίδιο αυτό σημείο ξεκινά κι ο άλλος παραπόταμος του Μεκόνγκ, ο Μπασάκ. Αυτός ακολουθεί μια ελαφρώς αποκλίνουσα ροή ως απαρχή του μεγάλου Δέλτα, που καθιστά το έδαφος του Νότιου Βιετνάμ από τα πιο εύφορα της Γης. Αλλά τι σημασία έχει; Δεν σκοπεύω να σταδιοδρομήσω ως ξεναγός. Αρκεί που επέζησα αυτής της τρελής κούρσας.
Θέλω να φτάσω στην όχθη. Θέλω να φτάσω στην όχθη γιατί η διαίσθησή μου, που τροφοδοτείται ανελλιπώς από ανάλογες ταξιδιωτικές εμπειρίες, μου ψιθυρίζει ότι εκεί βρίσκεται το ψητό. Εκεί είναι η μαυρόασπρη όψη της Πνομ Πεν.
Ανάμεσα όμως σε μένα και τα νερά του Μεκόνγκ, (ή, έστω, του Μπασάκ) μεσολαβεί μια περιφραγμένη περιοχή μέσα στην οποία βρίσκονται εκατοντάδες στοιχισμένες παρδαλές καρέκλες, ένα τεράστιο πάλκο με επίσης παρδαλό σκηνικό από απαστράπτον φτηνό χρωματιστό χαρτί, μια δέσμη μικρόφωνα κι έναν περίδρομο ηχεία.
Τι ’ναι ‘δω; προσπαθώ να ρωτήσω έναν ένστολο που εντός μου χαρακτηρίζω Γαλάζιο Χμερ, χωρίς να ξέρω το γιατί. Υπαίθρια μουσικοχορευτική παράσταση για το λαό, προσπαθεί να μου πει, κάνοντας μια γελοία κίνηση που θυμίζει βαλς, προκειμένου να μου γίνει κατανοητός. Μάλιστα! Εδώ, λοιπόν, είναι το θέαμα. Πρέπει τώρα να βρω και τον άρτο. Αν υπάρχει.
Και πώς θα βγω στην όχθη; προσπαθώ να τον ρωτήσω. Δεν μπορείς, προσπαθεί να μου απαντήσει μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο κι ένα ανεξέλεγκτο μεταλλικό, λόγω επαγγέλματος, βλέμμα. Νομίζεις! θα του πέταγα στη μούρη, αν μ’ έπαιρνε. Αλλά δεν μ’ έπαιρνε.
Κι αφού οι διεθνείς χωροφύλακες έθεσαν δια του Λον Νολ την Καμπότζη στο γύψο αποφάσισαν και να την ξεπατώσουν τόσο ώστε να μη μείνει ούτε ρουθούνι Βιετκόνγκ στις ζούγκλες και τις σαβάνες της. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ρίχνουν μισό εκατομμύριο τόνους βομβών! Τονάζ υπερδιπλάσιο απ’ αυτό που ρίχτηκε στην Ιαπωνία καθ’ όλη τη διάρκεια του Βήτα Παγκοσμίου Πολέμου και κατά πολύ μεγαλύτερο από κείνο που έριξαν στο ίδιο το Βιετνάμ. Αν στήθηκε ποτέ σκηνικό Κόλασης στη Γη αυτό ήταν εδώ, στην Καμπότζη. Οι νεκροί ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο και οι σακατεμένοι τα δύο. Επί συνολικού, τότε, πληθυσμού επτά εκατομμυρίων (για νά ‘χουμε και μια σαφέστερη τάξη μεγεθών). Και πάνω σ’ αυτό το σκηνικό θανάτου θα φυτρώσει και θα ευδοκιμήσει το αντάρτικο απελευθερωτικό κίνημα: οι «Κόκκινοι Χμερ». Ως Άνθη του Κακού ή ως εφαλτήριο για το Μεγάλο Άλμα προς το Μέλλον;
Λεωφόρος Σαμντά Σοδεάρος. Στέκω μπροστά στο σοσιαλρεαλιστικό Μνημείο της Βιετναμο-καμποτζιανής Φιλίας προσπαθώντας να καταλάβω. Πρέπει να μάθω πολλά ακόμα για να λύσω τον γρίφο της σχέσης ανάμεσα στις δυο αυτές χώρες. Πού και γιατί τελειώνει η αδελφική γειτνίαση κι από πού, και γιατί, ξεκινά ο αδελφοκτόνος σωβινισμός. Πρόκειται για σωβινισμό των Χμερ ή για μεγαλοϊδεατισμό των Βιετναμέζων;
Οι, συχνά αβασάνιστοι, αφορισμοί της χορτάτης δυτικής διανόησης που μ’ ανάθρεψε, όχι μόνο δεν εμπεριέχουν απαντήσεις αλλά και αποπροσανατολίζουν την όποια ερευνητική προσπάθεια. Διαισθάνομαι πως ό,τι σχετικό έχει γραφτεί μέχρι σήμερα εκπορεύεται από μανιχαϊστικά συστήματα σκέψης και άρα μονοδιάστατα: Οι καλοί και οι κακοί, το μαύρο και το άσπρο. Η «Αλήθεια» του νικητή.
Λεωφόρος Σαμντά Σοδεάρος. Εδώ μάλιστα!
Η βιτρίνα: Τα πρωτοκλασάτα οτέλς με τους αεθνείς μπίζνεσμαν-γύπες να μελετούν τις αυριανές επενδύσεις τους πάνω στα ερείπια (που οι ίδιοι προκάλεσαν). Τα λιγοστά γυαλιστερά καρς με τα φυμέ αλεξίσφαιρα τζάμια, ασπίδες προστασίας από τους ακρωτηριασμένους του πολέμου που επαιτούν έρποντας.
Η Ασημένια Παγόδα: το «μαστ» κάθε χαζοχαρούμενου τουρίστα που πρέπει να γυρίσει στη χώρα του χορτασμένος γκλαμουριά και φολκλόρ.
Το Βασιλικό Παλάτι στο χρώμα του χρυσού με τους περίτεχνους κήπους, που ένα μέρος του χρησιμοποιεί ακόμη ο Σιχανούκ και η οικογένειά του.
Οι όλων των ηλικιών βουδιστές μοναχοί με τα ξυρισμένα κεφάλια, βρέξει - χιονίσει στη νιρβάνα τους.
Το 1973, οι Αμερικάνοι, ηττημένοι πλέον στρατιωτικά και πολιτικά στο Βιετνάμ, αρχίζουν να τα μαζεύουν όπως όπως. Ενώ, την ίδια στιγμή στην Καμπότζη, τους παίρνουν φαλάγγι και οι Κόκκινοι Χμερ, υποστηριζόμενοι πολιτικά και από την ανατραπείσα κυβέρνηση του Σιχανούκ, η οποία στο μεταξύ φιλοξενείται στο Πεκίνο μελετώντας τη Σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ.
Τη στιγμή που παίρνει την άγουσα για τη χώρα του και ο τελευταίος ηττημένος μαρίν, οι Κόκκινοι Χμερ ελέγχουν ήδη το εξήντα τοις εκατό του εδάφους της Καμπότζης και μέσα στα δύο επόμενα χρόνια θα ελέγξουν ολόκληρη τη χώρα μέχρι τις παρυφές της Πνομ Πεν, όπου και το τελευταίο χαράκωμα του ξεπουπουλιασμένου Λον Νολ. Το εν λόγω ανδρείκελο θα καταφέρει να την κοπανήσει τον Απρίλη του ’Εβδομήντα Πέντε, λίγες μέρες πριν από τη θριαμβευτική είσοδο των Κόκκινων Χμερ στην Πνομ Πεν.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα θα καταληφθεί και η Σαϊγκόν από τους Βιετκόνγκ. Η τύχη της Καμπότζης είναι τώρα στα χέρια ενός επαναστατικού συμβουλίου με επικεφαλής τον Πολ Ποτ και με πρωτοκλασάτα στελέχη τον Κιέου Σανφάν (που είναι και ο ουσιαστικός θεωρητικός εγκέφαλος των Κόκκινων Χμερ) και τους Ιένγκ Σάρυ και Σον Σεν. Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου αφικνείται και ο Σιχανούκ μετά των άλλων μελών της «κυβέρνησης του βουνού» (του Πεκίνου) και αναλαμβάνει ως αρχηγός κράτους. Παρά το γεγονός όμως ότι μελέτησε εμβριθώς το Κόκκινο Βιβλίο του Μεγάλου Τιμονιέρη, φαίνεται πως δεν το αφομοίωσε καλά και, ως εκ τούτου, σε τρεις μήνες βρέθηκε περιορισμένος στο παλάτι του εκτός πραγματικής εξουσίας. Ίσως και με τη θέλησή του, δεν ξέρω, για να μη χρεωθεί ένα αδόκιμο πείραμα το οποίο, αν αποτύχαινε, η Ιστορία που γράφεται από τους νικητές θα τον κατέτασσε στους συνυπεύθυνους.
Λεωφόρος Πρεχ Σισοβάθ.
Όταν ο Ήλιος δύσει πίσω από τη στέγη της Ασημένιας Παγόδας θα μου δώσει σε κοντρ λυμιέρ το χαρακτηριστικό σχήμα της καμποτζιάνικης σημαίας. Είναι ακόμη νωρίς όμως και το φως ό,τι πρέπει για να απαθανατίσω το πολύβουο ανθρωπομάνι της παρόχθιας λεωφόρου. Που σουλατσάρει φλερτάροντας. Που χαίρεται με το παραμικρό. Που αγοράζει μικροπράγματα, από αναψυκτικά μέχρι καναρίνια για να τ’ αφήσει ελεύθερα στον αέρα εφαρμόζοντας, υποθέτω, κάποιο έθιμο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που σκύβει και της ξυρίζουν το κεφάλι ως εκδήλωση πένθους για κάποιον πεθαμένο της. Κάποιοι νεαροί βουδιστές που προσπαθούν να μου πιάσουν κουβέντα, για να κάνουν εξάσκηση στ’ αγγλικά τους. Χάσατε, παιδιά, δεν είμαι αυτό που χρειάζεστε. Και οι ακρωτηριασμένοι επαίτες, θύματα της ναρκοθέτησης. Απλοί αγρότες, δηλαδή, που η τσάπα τους κάποια στιγμή πυροδότησε το θάνατο. Εκπληκτικά φαινόμενα προσαρμογής: κάποιος ποδηλατεί παρ’ ότι μονόχειρ και μονόπους. Η ανθρώπινη θέληση, γαμώτο!
Και το Καμποτζιάνα Σοφιτέλ, το προκλητικά πολυτελές ξενοδοχείο οχυρωμένο μέσα σε αλέες περιφραγμένες από πανύψηλα προστατευτικά κιγκλιδώματα. Και το πλωτό καζίνο πάνω στον Τόνλε Σαπ να προκαλεί την Ιστορία. Το φαντάζομαι μέσα σε φλόγες. Δεν φταίω. Πατώ σε μια γη όπου οι στάχτες δεν έχουν σβήσει εντελώς.
Οι περισσότεροι από τους Κόκκινους Χμερ γεννήθηκαν ή, έστω, μεγάλωσαν μέσα σε ζούγκλες στις οποίες για πολλά χρόνια έβρεχε καταρρακτωδώς ναπάλμ. Το κρεβάτι τους ήταν μια αρύπλεκτη αιώρα. Το όραμα και ο λόγος της ύπαρξής τους ήταν μια ανεξάρτητη Καμπότζη εδραιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Μέχρι που μπήκαν στην Πνομ Πεν ουδείς εκ των έξω «συμμάχων» τους δεν είχε αποδείξει την ανενδοίαστη και, κυρίως, ανιδιοτελή, φιλία του. Πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηριχτούμε, στις δικές μας δυνάμεις, είπαν. Η βάση της οικονομίας μας είναι η αγροτική παραγωγή. Και μιας και στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευάριθμο βιομηχανικό προλεταριάτο, και μάλιστα με τη δέουσα συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, τον ρόλο αυτό πρέπει να τον παίξει το πολιτικοποιημένο τμήμα της αγροτιάς μας. Είπαν.
Είπαν ακόμα, πως οι ανθρωπογεωγραφικοί χώροι όπου γεννιόνται και αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ήταν (και είναι) τα αστικά κέντρα. Όπου και εδρεύουν οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες, η γραφειοκρατία, η διαφθορά κι ο παρασιτισμός. «Όλοι» λοιπόν «στα χωράφια», αποφάσισαν. Αυθωρεί και παραχρήμα. Για να διπλασιαστεί η αγροτική παραγωγή. Διαφορετικά ο επερχόμενος λιμός θα ολοκληρώσει αυτό που δεν πρόλαβαν οι αμερικάνικες βόμβες: την ολική εξαφάνιση του λαού και του πολιτισμού μας. Είπαν!
Κι έπιασαν να σχεδιάζουν, να μετακινούν και να διασκορπίζουν όλο τον πληθυσμό της Πνομ Πεν και των όποιων άλλων μεγάλων πόλεων, στην ύπαιθρο χώρα. Με κάθε πρόσφορο μεταφορικό μέσο. Και κυρίως πεζή. Και είναι πάρα πολλοί εκείνοι που, μην αντέχοντας την πολύμηνη πορεία, αφήνουν τα κόκκαλά τους στο δρόμο. Όσοι φτάνουν ζωντανοί στα χωριά δουλεύουν δώδεκα με δεκαπέντε ώρες. Οι τρυφηλοί αποδεκατίζονται απ τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Οι αντιρρησίες και οι καταδολιευτές φυλακίζονται, οι σαμποτέρ εκτελούνται.
Η γειτονιά των αγγέλων
Οι Κόκκινοι Χμερ ανατινάζουν την Εθνική Τράπεζα στην Πνομ Πεν και καταργούν το χαρτονόμισμα ώστε οι συναλλαγές να γίνονται με προϊόντα. Καταργούν το ταχυδρομείο και τις τηλεπικοινωνίες για να αποτρέψουν την έξωθεν υπονόμευση. Τέρμα ο τουρισμός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καμουφλάζ κατασκοπείας και στρατιωτικής διείσδυσης. Κάποιοι εναπομείναντες αλλοδαποί που θεωρήθηκαν ύποπτοι εκτελούνται με συνοπτικές, ή και χωρίς καθόλου, διαδικασίες. Η σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο πραγματοποιείται με μία μόνο πτήση, κάθε δεκαπέντε μέρες, για Πεκίνο.
Ειπώθηκε πως οι Κόκκινοι Χμερ εφάρμοσαν το «μαοϊκό» μοντέλο στην πιο ακραία του μορφή. Αλλ’ αυτό είναι αφελές και αντιϊστορικό, αντέτειναν πολλοί μελετητές, για να συμπληρώσουν ότι, απλώς πραγματοποίησαν ένα πρωτόγονο «κομμουνιστικό» μοντέλο αναθέτοντας στην αγροτιά τον ηγετικό ρόλο της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Έναν ρόλο στον οποίο, από την ίδια την ταξική της φύση, δεν θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί. Απολογισμός: από την κατάληψη της εξουσίας μέχρι την εισβολή των Βιετναμέζων το 1979, σε διάστημα δηλαδή 44 μηνών, οι νεκροί από ανακρίσεις, εκτελέσεις, αρρώστιες και υπερκόπωση, ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Ήτοι, οχτακόσιοι, ίσως και παραπάνω, νεκροί ημερησίως!
Η γειτονιά των αγγέλων. Πίσω απ’ τη φτηνή δυτικότροπη φιέστα της πλαστικής καρέκλας, πίσω από το Καμποτζιάνα Σοφιτέλ και το πλωτό καζίνο, είναι η γειτονιά των αγγέλων. Το ‘ξερα, το ’νοιωθα πως εδώ βρίσκεται ένα κομμάτι της Πνομ Πενχ. Μια περιοχή από εκείνες που, πουθενά στον κόσμο, «δεν πρέπει» συνήθως να είναι εκτεθειμένες στα βλέμματα των ξένων.
Μια γυναίκα μ’ έναν κουβά νερό από το βρώμικο ποτάμι, γιατί εδώ το ποτάμι είναι πάντα βρώμικο, δεν θέλει να τη φωτογραφίσω. Μπαίνει στην ίσαλο καλύβα της και ρίχνει τον ψάθινο μπερντέ του έμπα για να κρυφτεί από το βλέμμα μου. Ένα μάταιο ρίξιμο της αυλαίας σε μια αρχαία τραγωδία που έτσι κι αλλιώς δεν έχει τέλος.
Ένας άπους, από νάρκη φυσικά, στοιβάζει τα ξεραμένα φύλλα κάποιου ποταμίσιου φυτού για να δικαιούται μια κούπα με βρασμένο ρύζι. Δεν έχει πού να πατήσω. Το έδαφος, ένας μολυβής βούρκος τον οποίο αδυνατεί να καθαρίσει η ροή του Τόνλε Σαπ, υποχωρεί κάτω από το βάρος μου.
Παντού πασσαλόπηκτες αλλά και πλωτές καλύβες από σάπιο ξύλο. Αποστεωμένα σκυλιά που ψάχνουν εις μάτην. Νεαροί στην όχθη που επινόησαν κάποιου τύπου πετοσφαίριση. Παιδιά ξυπόλητα που θα διδαχτούν τα Περασμένα κατά πως βολεύει τους εκάστοτε κρατούντες. Ή και καθόλου. Η λήθη συνήθως είναι η άμυνα των ενόχων.
Ένας μπόμπιρας ... Ένα ζευγάρι μεγάλα αθώα μάτια, δηλαδή, που με κοιτούν με απορία και φόβο, έτοιμα να κλάψουν. Ένα μικρό πλασματάκι που δεν έχει κάνει ακόμη τα πρώτα δικά του βήματα. Η γειτονιά των αγγέλων που δεν χώραγαν στον Παράδεισο.
Στις χρονιές 1976-78 οι Κόκκινοι Χμερ διεκδικούν ενόπλως ως προγονόθεν δικές τους ορισμένες περιοχές στις οποίες, στο μεταξύ, έχουν μεγαλώσει πολλές γενεές Βιετναμέζων. Οι Βιετναμέζοι όμως δεν μασάνε από κάτι τέτοια. Δράττονται της ευκαιρίας για να κάνουν το μεγάλο ντου την 25 Δεκέμβρη του ’78. Με τις πλάτες των Σοβιετικών, φυσικά.
Λίγο πριν από τη βιετναμέζικη εισβολή, ο υπό κατ’ οίκον περιορισμό και τύποις επικεφαλής της επαναστατικής κυβέρνησης των Κόκκινων Χμερ, Νοροντόμ Σιχανούκ, κι αφού έχει χάσει (ή δώσει;) το μισό του σόι στο βωμό της «εκκαθάρισης των θυλάκων της αντεπανάστασης», την κοπανάει κατά Πεκίνο μεριά. Τι πρωτότυπο!
Οι Βιετναμέζοι, το λοιπόν, εγκαθιδρύουν κυβέρνηση της αρεσκείας τους μ’ επικεφαλής τον Χουν Σεν, έναν ανανήψαντα πρώην Κόκκινο Χμερ που έγινε Ροζ το ’77 και πέρασε στο Βιετνάμ.
Οι Κινέζοι τσαντίστηκαν πάρα πολύ μ’ αυτή την εξέλιξη και για αντιπερισπασμό εξετέλεσαν τη γνωστή επαίσχυντη εισβολή τους στο Βόρειο Βιετνάμ. Η εισβολή αυτή κατέληξε σε φιάσκο και η παρτίδα τελείωσε με ρουά ματ υπέρ του Βιετνάμ (και της Σοβιετίας). Αλλά, ως συνήθως, μετά από μια παρτίδα έπεται μια άλλη.
Η πελατεία του Ουάν Γουέι είναι σχεδόν αποκλειστικά αλλοδαποί και κατά το μάλλον Γάλλοι. Εδώ σχεδιάζουν την κάθε επόμενη κίνησή τους στην Καμπότζη. Εδώ ανταλλάσσουν εμπειρίες κι εντυπώσεις. Εδώ προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τους γρίφους της Πνομ Πεν. Πώς διάολο αυτή η απίστευτα ματωμένη ιστορία ταιριάζει με την υπερήφανη ευγένεια και τη γλυκύτητα των κατοίκων της;
Ο Γιοπ με περιμένει στην υποδοχή. Είναι ένα κοντούλικο λιανό και, μάλλον, δύσμορφο ανθρωπάκι που η φυσική ευγένεια και το μόνιμο χαμόγελό του τον καθιστούν αξιολάτρευτο. Τα γαλλικά του θα ήταν ακόμα πιο εύληπτα για μένα αν δεν ήταν καλουπωμένα στη νιαουριστή καμποτζιάνικη προφορά. Δεν βαριέσαι, συνήθισα. Μου δείχνει με καμάρι το ολοκαίνουργιο Πατζέρο που του ‘χει εμπιστευτεί προς εκμετάλλευση ο Ντιμιτρί, ο ιδιοκτήτης του Ουάν Γουέι. Και είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που επαφίεμαι σ’ έναν προγραμματισμό τον οποίο δεν εκπόνησα εγώ ο ίδιος. Όπου νομίζεις, του λέω, αρκεί να μην είναι η συνηθισμένη τουριστική βιτρίνα. Ουί, μεσιέ, κομ βου βουλέ, μου απαντά ένρινα.
Το 1982 ο Σιχανούκ ιδρύει (από το Πεκίνο) το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Καμπότζης, «από τη μέγγενη του σοσιαλιμπεριαλισμού» όπως τον χαρακτηρίζει (υπονοώντας μόνο τον ρώσικο), του οποίου Μετώπου τίθεται επικεφαλής ο ίδιος (εννοείται). Τι «Μέτωπο» δηλαδή αφού αποτελείται κατά ογδόντα πέντε τοις εκατό από τους ανατραπέντες Κόκκινους Χμερ. Απ αυτό το Μέτωπο, η μεν Ταϊλάνδη υποστηρίζει τους Κόκκινους Χμερ, η δε Μαλαισία και η Σιγκαπούρη υποστηρίζουν δυο άλλα μικρότερα κόμματα, θεωρούμενα ως δημοκρατικά. Όσο για τις Ήπα, ενισχύουν, με όπλα και δολάρια, όλους όσοι από το Μέτωπο είναι ή θεωρούνται αντικομμουνιστές. Αχταρμάς!
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’Ογδόντα, το Μέτωπο διεξάγει πόλεμο φθοράς κατά της φιλοβιετναμέζικης κυβέρνησης του Χουν Σεν και, εκτός των άλλων, φυτεύει σ’ εκτεταμένες περιοχές της ζούγκλας και της σαβάνας πέντε έως έξι εκατομμύρια νάρκες, για τον εντοπισμό και την απενεργοποίηση των οποίων θα χρειαστούν, σύμφωνα με τις μετριοπαθέστερες των εγκύρων εκτιμήσεων, είκοσι έως τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, όμως, σαράντα χιλιάδες αγρότες, ήτοι ο ένας στους διακοσίους τριάντα έξι κατοίκους της Καμπότζης, έχουν χάσει κάποια χέρια, κάποια πόδια ή και τη ζωή τους ακόμη. Η Καμπότζη είναι το μεγαλύτερο ναρκοπέδιο που υπήρξε από καταβολής πολέμων.
Η χτεσινή γειτονιά αγγέλων δεν ήταν παρά ένα μικρό δείγμα αυτού που είναι το πραγματικό πρόσωπο της Πνομ Πενχ. Πασσαλόπηκτες φτωχοσυνοικίες, απέραντες όσο και οι όχθες των παραπόταμων του Τόνλε Σαπ, που διακλαδίζονται χωρίς τελειωμό.
Μου είναι πλέον σαφές: ο Γιοπ, όλες αυτές τις ώρες που με περιφέρει, περισσότερο κι από επάγγελμα, ασκεί λειτούργημα. Με οδηγεί εκεί ακριβώς που θα ‘θελα για να μου πει τα όσα ακριβώς μου χρειάζονται για να μάθω.
«Το πραγματικό όνομα του Πολ Ποτ», λέει, «ήταν Σάλοθ Σαρ. Σπούδασε στη Σορβόννη μ’ αυτό το όνομα και, πριν πάρει το πτυχίο του, γύρισε στην Καμπότζη για να δουλέψει σαν δάσκαλος. Πολέμησε τους Γάλλους μέχρις ότου, το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, χάνεται στις ζούγκλες για να ενταχτεί στο αντάρτικο κι έκτοτε χάνονται και τα ίχνη του ως Σάλοθ Σαρ.
Μετά από πολλά χρόνια, όταν οι Κόκκινοι Χμερ πήραν την εξουσία, εμφανίστηκε ως επικεφαλής τους με τ’ όνομα Πολ Ποτ. Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, προσηνής και φιλικός με όλους. Ζούσε τόσο ασκητικά όσο και ο τελευταίος μαχητής...» Μου περνά απ το μυαλό πως έπεσα πάνω σ’ έναν πραγματικό Κόκκινο Χμερ.
«... αλλά μανιακός σε ζητήματα που αφορούσαν την ασφάλειά του, μεσιέ. Ζούσε περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες και άλλαζε συνέχεια κρυψώνες. Δημόσιες εμφανίσεις, πα μποκού, συνεντεύξεις πα μποκού, φωτογραφίες πα μποκού... Φτάσαμε. Εδώ είναι το Τσενγκ Εκ, μεσιέ», λέει, και τραβάει χειρόφρενο. Τι είναι πάλι αυτό το Τσενγκ Εκ;