ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 2 - ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΟΝΤΟ

Front Picture: 

Ο Βαράνους Κομοντοένσις ή αλλιώς Δράκων του Κόμοντο είναι ο τελευταίος διασωζόμενος αντιπρόσωπος των μεγάλων προϊστορικών ερπετών που έζησαν στον πλανήτη πριν από εκατόν τριάντα εκατομμύρια χρόνια. Απαντάται αποκλειστικά σε δυο νησάκια του ινδονησιακού αρχιπελάγους, φτάνει τα τέσσερα μέτρα μήκος και είναι φανατικά σαρκοβόρο. Κι εμείς τώρα πάμε να τον συναντήσουμε.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πέρα από το Μπάλι»

Η συνάντηση με τον Βαράνους Κομοντοένσις χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1997


 

 

Προηγείται:

 

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 



Ινδονησία. Λαμπουανμπάτζο, δυτικό άκρο της νήσου Φλόρες. Το σκάφος που θα μας πάει στη Ρίντσα και το Κόμοντο είναι ένα ψαράδικο καϊκι που, προφανώς, έχει φάει προ πολλού τα ψωμιά του. Δεν το σχολιάζω παραπάνω για να μην βγω πάλι στριμμένος. Πάντως, η προθυμία, το μόνιμο χαμόγελο και η καλοσύνη του τριμελούς πληρώματος, είναι κάτι που μόνο σ’ αυτήν την άκρη της Γης μπορεί να συναντήσει κανείς.

Για ν’ αποζημιωθούμε από το σοκ της επιβίβασης, σε λίγο ρίχνουμε άγκυρα στην παραλία ενός από τα κοραλλιογενή τροπικά νησάκια Μπιντατάρι. Κι εγώ στην κουπαστή αναρωτιέμαι: τι φαντασία πρέπει να διαθέτει ένας χριστιανός Ινδονήσιος για να συλλάβει και να δελεαστεί από κάποιον φανταστικό Παράδεισο όταν υπάρχει εδώ ένα υπαρκτό Μπιντατάρι; Μια απέραντη αμμουδιά από κονιορτοποιημένα κοράλλια, ένα δάσος από κοκκοφοίνικες και μπανανόδεντρα και … χρώματα! Χρώματα!


Αγωνία πριν τη συνάντηση


Όλο το Ζυριναίικο, Ισαβέλλα, Ορέστης και ο γράφων, καθόμαστε στην πλώρη του καϊκιού με τα μάτια καρφωμένα πάνω στο Κόμοντο καθώς πλησιάζουμε. Το νησί δεν μοιάζει βεβαίως με την Σάμο αλλά είναι της αυτής τάξεως μεγέθους: τριάντα πέντε χιλιόμετρα μήκος και δεκαέξι πλάτος. Αν εξαιρέσουμε έναν μικρό ψαράδικο οικισμό είναι σχεδόν ακατοίκητο.

Ο υπεύθυνος επί της υποδοχής μας εξηγεί όλα όσα πρέπει να ξέρει ο επισκέπτης για τα κτήνη που θ’ αντικρίσουμε σε λίγο.


«Ο βαράνους ζει, κατά μέσο όρο, πενήντα χρόνια. Το μήκος του φτάνει τα τέσσερα μέτρα (με φημολογούμενες εξαιρέσεις) και το βάρος του τα εκατόν πενήντα κιλά. Η θηλυκιά γεννά είκοσι με τριάντα αυγά που έχουν μήκος δώδεκα εκατοστά και βάρος διακόσια γραμμάρια έκαστο. Στη συνέχεια τα θάβει σε αποξηραμένες κοίτες χειμάρρων κι αυτά εκκολάπτονται εννιά μήνες αργότερα. Η αναλογία των αρσενικών προς τα θηλυκά διατηρείται στο τρία κόμμα τέσσερα προς ένα για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι.


Έξω από το φυσικό του περιβάλλον (σε συνθήκες αιχμαλωσίας), ο βαράνους δεν αναπαράγεται σχεδόν καθόλου.


Τα νεογέννητα και τα μικρά του, που ζουν και στα δέντρα, τρώνε από έντομα έως βατράχια και πουλιά, ενώ ο ενήλικος προτιμάει πιθήκους, αγριοκάτσικα, ελάφια, αγριογούρουνα και νεροβούβαλους, αρχίζοντας όπως έχει διαπιστωθεί από τα εντόσθια. Στην ανάγκη τρώει και τα πτώματα των άλλων βαράνους. Η κίτρινη διχαλωτή του γλώσσα φτάνει τα σαράντα με πενήντα εκατοστά. Με αυτήν εντοπίζει και ψηλαφεί ό,τι βρει μπροστά του. Είναι σχεδόν κουφός, αλλά έχει πολύ ανεπτυγμένη όραση και όσφρηση. Μυρίζει τη λεία του από τρία χιλιόμετρα μακριά. Ιδίως όταν το θήραμα είναι τραυματισμένο και χάνει αίμα…»


Παίρνουμε το μονοπάτι προς το δάσος εις φάλαγγα κατ’ άνδρα (και κατά γυναίκα φυσικά). Επικεφαλής πηγαίνει ο ένας από τους δυο «γάιντ» και στο τέλος, οπισθοφυλακή, ο συνάδελφός του. Είναι και οι δύο οπλισμένοι με μια γκλίτσα σαν κι αυτές των ορεσίβιων τσοπάνηδων της πατρίδας, αλλά διχαλωτές στην άκρη τους, ιδεώδες μέσο για ν’ αποτρέψουν ένα, ενδεχομένως επιτιθέμενο, κτήνος, χωρίς να χρειαστεί να το σκοτώσουν.


Για ένα-δυο χιλιόμετρα συναντάμε και φωτογραφίζουμε μόνο ελάφια, νεροβούβαλους και μερικούς πιθήκους. Ο γκάιντ μας σταματά σ’ ένα ξέφωτο, όπου υπάρχουν τα υπόλοιπα μιας καλύβας στημένης πάνω σ’ ένα βάθρο.


«… Εδώ ήταν κάποτε ο ένας και μοναδικός καταυλισμός του Κόμοντο που εξυπηρετούσε τους ντόπιους και ξένους μελετητές του βαράνους. Εγκαταλείφθηκε οριστικά στη δεκαετία του ’70, όταν είχαμε το τελευταίο από τα εφτά γνωστά μέχρι σήμερα ανθρώπινα θύματα. Ήταν ένας Ελβετός φυσιοδίφης, μέρος μιας επιστημονικής αποστολής μελέτης του βαράνους. Ο Ελβετός ισχυριζόταν ότι είχε κοιμηθεί πολλές φορές μόνος του στην ύπαιθρο, στις ζούγκλες της Κεντρικής Αφρικής και της Ασίας και ήτανε εξοικειωμένος με τέτοιες καταστάσεις. Και, παρά τις επίμονες συστάσεις των ντόπιων και των συναδέλφων του, θέλησε να κάνει και εδώ νυχτερινές μελέτες επί του θέματος. Τον έψαχναν για πολλές μέρες. Μέχρις ότου βρήκαν τα γυαλιά και τη φωτογραφική του μηχανή, μόνο…»


Παίρνουμε και πάλι το μονοπάτι. Ο οδηγός σταματά να μας δείξει μια σκαμμένη λακκούβα. «Έχουμε μπει στην περιοχή τους», λέει. «Αυτή εδώ είναι μια φωλιά βαράνους!...» Την περιεργαζόμαστε κάμποσο, αλλά δεν βλέπω γιατί να πρέπει να ξοδέψω πόζες για ένα σκάμμα που θα μπορούσε να το έχει κάνει οποιοσδήποτε, Κατεβαίνουμε σε μια κοίτη όπου παίρνει το μπάνιο του ένας κατάμαυρος νεροβούβαλος και όταν ξαναβρισκόμαστε γύρω από τον γκάιντ μας εξηγεί την τακτική του βαράνους ενάντια σ’ αυτό το άκακο ζώο. «… ορμάνε πολλοί βαράνους μαζί κι αρχίζουν να τον δαγκώνουν στα πόδια. Όταν το ζώο δεν μπορεί πια να κινηθεί, τότε αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι. Έναν τέτοιο νεροβούβαλο των ξεκοκαλίζουν μέσα σε δυο μέρες το πολύ…». Ρίχνουμε μια τελευταία συμπονετική ματιά στο ανυποψίαστο παχύσαρκο και προχωρούμε…



Ιδού λοιπόν και ο πρώτος βαράνους! Τρία περίπου μέτρα μάκρος. Ακίνητος. Παραλλαγμένος, κάτω από ξερά φύλλα. Κρατάμε τις αποστάσεις. Το τέρας σηκώνει το κεφάλι του. Κλικ, κλικ, κλικ, μερικά κοντινά με τον διακοσάρι. Το τέρας κινεί αργά όλο του το σώμα. Ενστικτωδώς, όλοι κάνουμε ένα βήμα πίσω. Φοράω τον ζουμ όσο μπορώ πιο γρήγορα. Κλικ, κλικ, μερικά γενικά. Νομίζω ότι αυτό το γυάλινο βλέμμα του τέρατος έχει να κάνει με το άτομο μου. Το πλησιάζω κι άλλο. Στα πέντε μέτρα. Δεν γυρίζω εγώ στην Ελλάδα χωρίς το πορτρέτο σου, φίλε!


Ερωτευμένα κτήνη


Στα επόμενα χιλιόμετρα συναντάμε τον έναν βαράνους μετά τον άλλο. Οι περισσότεροι είναι νωθροί. Κινούνται ελάχιστα. Μερικοί όμως μας κοψοχόλιασαν. Είχαν νευράκια φαίνεται και ως εκ τούτου μια έντονη κινητικότητα.


Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι οδηγοί έμπαιναν μπροστά μας με τις διχαλωτές γκλίτσες τους για κάθε ενδεχόμενο. Είμαστε πάντως αρκετά έμπειροι πια ώστε να κρατάμε τις δέουσες αποστάσεις όπου τα πράγματα φαίνονται ζόρικα.



Βρισκόμαστε στη μεγαλύτερη σύναξη τεράτων απ’ όσες συναντήσαμε. Δέκα περίπου τετράμετρα «κομμάτια» σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα του δάσους. Έχουμε προφτάσει και το προηγούμενο από μας γκρουπ και τώρα είμαστε καμιά εικοσαριά όλοι μαζί. Εδώ τα τέρατα είναι λίγο πιο κινητικά και οι οδηγοί μας βρίσκονται σε αυξημένη εγρήγορση. Υπάρχει κι ένας περιφραγμένος χώρος για κάθε περίπτωση ανάγκης.



Είμαι γονατιστός και φωτογραφίζω ένα απ’ αυτά από απόσταση τριών μέτρων, όταν ακούω γύρω μου ποδοβολητό και τη φωνή της Ισαβέλλας, «Κώστα πρόσεχε!». Τινάζομαι. Ένας βαράνους έρχεται βιαστικός προς το μέρος μου, περπατώντας στα τέσσερα μεν αλλά υπερυψωμένος.


Όμως άλλα είχε στο μυαλό του ο βιαστικός βαράνους. Τον φωτογραφίσω καρέ-καρέ με τον διακοσάρι μου καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς του να καβαλήσει τη βαρανέσα που φωτογράφιζα λίγο πριν. Ε, βέβαια, είναι η εποχή τους!


Είναι από πάνω της και οι φολίδες του προκαλούν έναν ανατριχιαστικό θόρυβο καθώς τρίβονται με τις δικές της. Εκείνη δεν τον θέλει. Καταπληκτικό: εκείνος της χαϊδεύει το κεφάλι με τα αποκρουστικά του νύχια. Κρατς, κρατς! Εκείνη φουσκώνει το λαιμό και την κοιλιά της μ’ ένα κυβικό αέρα και ξεφυσάει θυμωμένη μ’ έναν θόρυβο από ταινία τρόμου. Εμείς όλοι, του κάνουμε καζούρα. Αυτός συνεχίζει ακάθεκτος και, δεν ξέρω γιατί, μου φέρνει ξαφνικά στο νου τον Γκουσγκούνη στις μεγάλες του δόξες. Άραγε να είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που βλέπει τσόντα ο Ορέστης;


Οδεύουμε προς το τέλος του μονοπατιού των εννιάμιση χιλιομέτρων που θα μας φέρει πίσω στον καταυλισμό. Μετά τον καταιγισμό τόσων συγκινήσεων αρχίζω να συστηματοποιώ τα συμπεράσματά μου.

Το μονοπάτι για μας τους επισκέπτες περνά από ορισμένες μόνο αποικίες των βαράνους. Φαίνεται πως τα ζώα αυτά δεν απομακρύνονται πάρα πολύ από τις φωλιές τους. Το προσωπικό του Εθνικού Πάρκου τα ταϊζει καλά από νωρίς ώστε να είναι σχεδόν εξουδετερωμένα.


Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο νεροβούβαλος, του οποίου ο σκελετός βρισκόταν δίπλα στο μονοπάτι, δεν ήταν προϊόν κυνηγιού των βαράνους παρά μέρος της τακτικής εκτροφής τους από το προσωπικό. Έχουμε ακούσει ότι παλαιότερα τους τάιζαν με ζωντανές κατσίκες πετώντας τες από ψηλά. Οι λιμασμένοι βαράνους σηκώνονταν όλοι μαζί στα δυο πισινά τους ποδάρια, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν τη βορά τους στον αέρα. Για κάθε τέτοια φωτογραφική πόζα οι τουρίστες αφήνανε κι ένα γερό μπαξίς. Ή μπορεί να υπήρχε συγκεκριμένη ταρίφα. Φαίνεται όμως πως κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν γι αυτήν τη βαρβαρότητα και το νούμερο αυτό αφαιρέθηκε από το σόου.


 

Βρισκόμαστε πίσω στο καϊκι. Ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει. Ο καπετάνιος με το χαλάκι του, γονατιστός πάνω στη στέγη του πιλοτηρίου, προσεύχεται στο θεό του. Κι εμείς είμαστε ευτυχείς μέσα σε μια νιρβάνα εικόνων κι εντυπώσεων.



Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...


Διαβάστε επίσης:

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 1 - ΦΛΟΡΕΣ, ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 3 - ΛΟΜΠΟΚ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 4 - ΜΠΑΛΙ, ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΡΕΦΕΝΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ 5 - ΣΟΥΛΑΓΟΥΕΖΙ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΤΟΡΑΤΖΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν