ΚΙΝΑ 1 - ΠΕΚΙΝΟ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ
Η Τιεν Αν Μεν είναι η μεγαλύτερη, ίσως, πλατεία που θυμάμαι να έχω δει. Σ' αυτήν εκτίθενται και τα λείψανα του “Μεγάλου Τιμονιέρη” του οποίου την “σκέψη” οι επίγονοι φρόντισαν με εργώδη προσπάθεια ν' αποδομήσουν και να την παραχώσουν κι αυτήν μαζί του στο Μαυσωλείο. Εδώ και χρόνια έχω μείνει κάγκελο για το πώς είναι δυνατό στη χώρα του Μάο, και στ' όνομά του, να οικοδομείται ο καπιταλισμός στην πιο μπρούτα μορφή του.
Του Κώστα Ζυρίνη
Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε στο διάστημα Απρίλη-Μάη του 2012
Όταν προσγειωθήκαμε στο Πεκίνο, ήταν Παρασκευή και δεκατρείς, του Απρίλη του 'Δώδεκα. Η Ισαβέλλα δείχνει στον Κινέζο ταξιτζή, για επιβεβαίωση, το -γραμμένο με κινέζικα ιδεογράμματα- σχεδιάγραμμα που τύπωσε απ το ίντερνετ με τα στοιχεία του χόστελ όπου θα καταλύσουμε. “Ιτς οκέι” απαντάει σοβαρός. Σε λίγο Θα ξέρουμε πως τ' αγγλικά του εξαντλούνται στο “ιτς οκέι”.
Για τη διαδρομή από το αεροδρόμιο μέχρι το κατάλυμά μας θα δανειστώ τη φράση “Σοκ και δέος”. Ένα δάσος από ουρανοξύστες-γροθιά στις έννοιες “αισθητική” και “ανθρωπισμός”. Μιλάμε για ψυχομπούκωμα. Πού μ' έφερες, ρε Ισαβέλλα!
Το χόστελ μας βρίσκεται ευτυχώς σε μια λαϊκή συνοικία του παλιού Πεκίνου με πολύ στενά σοκάκια, τα “χουτόνγκ”, όπως τα αποκαλούν οι Κινέζοι. Ωραίο ακούγεται, ποιητικό!
Είναι από τα ελάχιστα που διασώθηκαν της κατεδαφιστικής λαίλαπας των ολυμπιακών αγώνων του δύο χιλιάδες οκτώ όταν ολόκληρες ιστορικές περιοχές ισοπεδώθηκαν χάριν του «εκσυγχρονισμού» (το «Σοκ και δέος» που καμαρώσαμε ερχόμενοι από το αεροδρόμιο).
Εδώ δεν μπαίνουν αυτοκίνητα, παρά μόνο με βαζελίνη. Μπαίνουν όμως ποδήλατα, μοτοσυκλέτες, μηχανάκια, κάρα και χειρήλατα καρότσια. Όσο για το χόστελ μας στεγάζεται σ’ ένα παλιό λαϊκό σπίτι, με εσωτερική αυλή πηγμένη στα φυτά και στα άνθη, που με μια γερή δόση φαντασίας θα μπορούσε να αντιστοιχεί και σε μια Αθήνα της δεκαετίας '50-΄60, πριν από τα χρόνια όπου “θα τα φάμε μαζί“. Το δωμάτιο μας στον πρώτο όροφο είναι από ανεκτό έως συμπαθητικό. Καλά ξεκινάμε, δε λέω!
Βαδίζουμε στην πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ “Πολιτιστικής Επανάστασης”, τρομάρα της! Η πρώτη μέριμνα της Ισαβέλλας απ όταν προσγειωθήκαμε στο Πεκίνο είναι να λύσουμε το θέμα του κινητού. Ενδίδω, παρά την γνωστή τοις πάση απέχθειά μου στο εν λόγω μαραφέτι, αφού είναι ο μόνος τρόπος για να μαθαίνουμε για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα της Κρίσης. Ένας συμπαθής τυπάκος, με βάση κάποιες φράσεις στα κινέζικα που ψαρεύουμε από την Βίβλο των απανταχού ταξιδευτών, το “Λόνλι πλάνετ” εννοώ, προσφέρεται να μας εξυπηρετήσει. Αγοράζουμε, λοιπόν, έναν κινέζικο αριθμό για το κινητό και στη συνέχεια θα πάμε σε κάποια τράπεζα για να κάνουμε το συνάλλαγμα που χρειαζόμαστε. Στο μεταξύ φωτογραφίζω σαν τρελαμένος. Η Ισαβέλλα επιμένει να αφαιρέσω το “σαν”.
Ξεμπουκάρουμε στην διάσημη Τιεν Αν Μεν η οποία έγινε τηλεοπτικά γνωστή στην Υφήλιο όταν ένας Κινέζος φοιτητής, μόνος του, σταμάτησε για λίγο τα τανκς της καταστολής. Ήταν οι εικόνες που εμπέδωσαν, σε κάποιους σαν κι εμάς, την βεβαιότητα ότι η “Λαϊκή Κίνα” πόρρω απέχει πλέον απ το να είναι “λαϊκή”. Όσο για τον φοιτητή, ακόμα αγνοείται…
Η Τιεν Αν Μεν είναι η μεγαλύτερη, ίσως, πλατεία που θυμάμαι να έχω δει. Σ' αυτήν εκτίθενται και τα λείψανα του “Μεγάλου Τιμονιέρη” του οποίου την “σκέψη” οι επίγονοι φρόντισαν με εργώδη προσπάθεια ν' αποδομήσουν και να την παραχώσουν κι αυτήν μαζί του στο Μαυσωλείο. Εδώ και χρόνια έχω μείνει κάγκελο για το πώς είναι δυνατό στη χώρα του Μάο, και στ' όνομά του, να οικοδομείται ο καπιταλισμός στην πιο μπρούτα μορφή του.
Όχι, λέω στην Ισαβέλλα, ακόμη κι αν δεν ήταν μπροστά μου αυτή η κοσμοθάλασσα από προσκυνητές δεν θα 'μπαινα στην ουρά για να πάρω μάτι την «κάρα του αγίου Μάο», πάμε να φύγουμε από δω. Δεν φεύγουμε όμως γιατί εκτός των άλλων είμαι και φωτογράφος. Πού και πότε θα ξαναδώ ένα τέτοιο φαινόμενο;
Αυτή τη στιγμή η πλατεία είναι φίσκα από κόσμο, χιλιάδες τα άτομα. Κι απ ότι θα συνειδητοποιήσω αργότερα, η Τιεν Αν Μεν είναι πάντα φίσκα από προσκυνητές. Έναν κόσμο πειθαρχικά συντεταγμένο σε προκαθορισμένες ελικοειδείς ουρές αναμονής. Και όλοι τους επισημαίνονται ως ομαδοποιημένοι φέροντες καπελάκια, ή σκιάδια, σχήματος και χρώματος, ανάλογα με την παραγωγική μονάδα, υποθέτω, απ την οποία προέρχονται, για να ξεχωρίζουν και να μην χάνονται μεταξύ τους.
Φεύγοντας από κει το “πλάνο” της Ισαβέλλας προβλέπει επίσκεψη στην αυτοκρατορική πρώην“Απαγορευμένη Πόλη”.
Έχει καλώς, αλλά κι εκεί γίνεται το ελαναδείς από κινέζικα πλήθη.
Και καλά ενεργοποιούμε το “ελληνικό δαιμόνιο” για να βρούμε τρόπο να τα παρακάμψουμε και να εισδύσουμε δια της πλαγίας και, τω όντι, βρίσκουμε τον τρόπο. Σ' ένα από τα μικρότερα όμορα πάρκα έξω από το Τείχος υπάρχει κι άλλο εκδοτήριο εισιτηρίων με την αντίστοιχη είσοδο.
Για μας, πάντως, το εντυπωσιακό δεν είναι η Απαγορευμένη Πόλη καθαυτή που, εντάξει, έχει οπωσδήποτε αρχιτεκτονήματα αναμφίβολης ιστορικής αξίας, αν και κάπως επαναλαμβανόμενα.
Το εντυπωσιακό είναι τα ανοιχτά πεδία που μεσολαβούν ανάμεσα στο ένα συγκρότημα και στο άλλο και τα οποία είναι κατειλημμένα από πλήθη. Πλήθη Κινέζων. Απ το Πεκίνο; Από επαρχίες; Δεν μπορεί κανείς να το πει.
Μιλιούνια που, σε καθημερινή βάση, επισκέπτονται, χαζεύουν, διασκεδάζουν, γκρουπαρισμένοι, προβατοποιημένοι, αγελαίοι, κι απολαμβάνουν τα ιστορικά τους μνημεία. Σε σχέση μ' αυτή την κινέζικη ανθρωποθάλασσα τα λιγοστά γκρουπ των αλλοδαπών τουριστών αποτελούν γραφικές λεπτομέρειες. Αισθάνθηκα ένα είδος ασφυξίας και είπα στη δικιά μου "πάμε να φύγουμε”.
Αφού βγήκαμε εξουθενωμένοι από τα μεγέθη μάς πλευρίζει ένας τύπος απ αυτούς που διαθέτουν τρίκυκλα ποδήλατα-ταξί. Δεν μου άρεσε από την πρώτη στιγμή η μούρη του. “Θα σας πάω εγώ” διατείνεται στη νοηματική. Του δείχνω στο χάρτη που θέλουμε να πάμε και το καθίκι μας οδηγεί σ' ένα άσχετο σημείο που προφανώς τον βόλευε καθώς -άλλο τόσο προφανώς- του φανήκαμε μαλάκες. Τελειώσαμε μ' ένα ελληνικότατο “α, γαμήσου”. Δεν τού δώσαμε μία κι ας πάει να φωνάξει τους μπάτσους.
Ξεθεωμένοι σουλατσάρουμε στη συνοικία μας με τα χουτόνγκ για ν' απολαύσουμε κάποια στιγμή τον καφέ μας στο “καφέ του φωτογράφου”.
Ο φωτογράφος είναι ένας τύπος σούι γκένερις, τόσο από συμπεριφορά όσο και από εμφάνιση. Ένας Κινέζος μποέμ που είναι φανερό πως διατηρεί το στενόχωρο καφενεδάκι του για να μπορεί να εκθέτει τις, αναμφίβολα εξαιρετικές, φωτογραφίες του, για τις οποίες δεν του έκρυψα την εκτίμησή μου.
Το βράδυ θ' ανακαλύψουμε κι ένα γαμάτο φαγάδικο, το επιλεγόμενο “Χοτ Ποτ”, που έχει Ιστορία ενός αιώνα. Εκεί, στο τραπέζι σου, ψιλοβράζουν διάφορες σάλτσες κι εσύ βουτάς τα πιασμένα με ξυλάκια ωμά λαχανικά και διάφορα κομματάκια από ποιος-ξέρει-τι μέχρι να βράσουν κι αυτά.
Εν προκειμένω, προκειμένου να στερηθώ αυτήν την ανυπέρβλητη γαστριμαργική ηδονή προτιμώ να μην ξέρω τι μασάω και τι καταπίνω.
Μέσα στις πρώτες και νωπές μας εντυπώσεις για τους Κινέζους, του Πεκίνου τουλάχιστον, αποδομούνται ταχύτατα πολλές απ τις προκαταλήψεις μας. Τους φανταζόμασταν, εγώ τουλάχιστον, κάπως απλησίαστους, κάπως ψυχρούς και κάπως ρομποτάκια. Αμ δε! Αυτό που διαπιστώνουμε, για την ώρα τουλάχιστον, είναι ότι είναι εγκάρδιοι, ολοζώντανοι και δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα απ ότι καλό παρουσιάζει η νεολαία στη λεγόμενη Δύση.
Λίγο αργότερα, θα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, θα ζαλωθούμε τα μπαγκάζια μας, θα πάρουμε ένα ταξί και θα πάμε κατά αεροδρόμιο μεριά για να επιβιβαστούμε στην τετράωρη πτήση για το Ουρούμτσι, την πρωτεύουσα του Σιντζάνγκ, στην δυτική άκρη της χώρας. Για το οποίο Σιντζάνγκ, και όχι μόνο, θα γράψω εν ευθέτω χρόνω σε επόμενα περί Κίνας πονήματα.
Πέντε Μάη, Επιστροφή στο Πεκίνο
Εδώ Πεκίνο, εδώ Πεκίνο..
Εδώ που τα λέμε, ότι και να πεις για την Κίνα θα είναι πάντα λίγο. Είμαστε στο “αγαπημένο” μας χουτόνγκ του Πεκίνου. Βάζω τα εισαγωγικά στο “αγαπημένο”, γιατί, για να λέμε και του στραβού το δίκιο τώρα, μετά από τέτοιες και τόσες εμπειρίες στην βαθιά Κίνα, στην Κίνα των Ουιγούρων και των Θιβετιανών, το Πεκίνο των αυθεντικών Κινέζων κάπως μας ξενερώνει.
Και, βεβαίως, ήρθαμε στο “καφέ” του συμπαθούς φωτογράφου ο οποίος, πριν από έναν περίπου μήνα, μας είχε γοητεύσει με το μποέμικο λουκ του αλλά ο ίδιος δεν είναι εδώ. Κάπου θα παράγει τέχνη με τον φακό της ψυχής του, υποθέτω.
Κατά τα άλλα, σε αντίθεση με την πρώτη φορά, είδαμε και πάθαμε για να τους δώσουμε να καταλάβουν πώς εννοούμε εμείς τον καφέ αφού αυτό που μας πάσαραν σ' ένα τεράστιο φλιτζάνι είναι ένα καφετιού χρώματος νερομπούλι, σκέτο ξερατό.
Όταν με τα πολλά κατάλαβαν πως θέλουμε και ζάχαρη μας έφεραν ένα είδος ζάχαρης καφετιάς και πολυκαιρισμένης. Στη συνέχεια θα 'πρεπε να καταβάλουμε κι άλλη προσπάθεια για να καταλάβουν τι σημαίνει γάλα. Τζίφος! Παραιτηθήκαμε τελείως. Δεν υπάρχει περίπτωση.
Στο μεταξύ, πίσω απ το κεφάλι μας μια τηλεόραση να παίζει εκκωφαντικές μαλακίες στη διαπασών: Κουνγκ Φου, και άλλα τέτοια ξερατά. Και να πεις…
Είμαστε οι μοναδικοί πελάτες ενώ το προσωπικό αυτή τη στιγμή αριθμεί πέντε άτομα. Σουλατσάρουν, σκοτώνουν μύγες κι έτσι και τους πεις, με όλη τη νοηματική που μπορείς να διαθέσεις, “θέλω ένα κουτάλι” μπορεί και να σου φέρουν μία καρέκλα.
Κι αν επιχειρήσεις, επίσης με τη νοηματική, να πεις “θέλω κάπου να κάτσω” μπορεί να σου φέρουν ξυλάκια φαγητού. Καταπληκτική χώρα!
Εισβάλουμε λοιπόν στα Θερινά Ανάκτορα, την παραθεριστική εκδοχή της Απαγορευμένης Πόλης, τα οποία συνιστούν ένα τεράστιο σύμπλεγμα από ναούς σ΄ένα αχανές πάρκο με μια τεράστια λίμνη, πάρα πολλά παγοδοειδή περίπτερα και κινέζικα πλήθη. 'Ντάξει, ωραία είναι, δε λέω.
Κάνουμε τις βόλτες μας, σχολιάζουμε την απτή κινέζικη πραγματικότητα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την καπιταλιστική κωλοτούμπα της Κίνας και το αν και κατά πόσο έχει ευθύνες ο Μεγάλος Τιμονιέρης, τρώμε κι από 'να παγωτό και, με το πλήρωμα του χρόνου, παίρνουμε έναν ταξιτζή για να γυρίσουμε.
Πέφτουμε σ' έναν ψιλοαγγλομαθή. Η Ισαβέλλα του δείχνει το χαρτί με τα κινέζικα και του λέει: “Τιεν Αν Μεν, πληζ”. Η Τιεν Αν Μεν απέχει δέκα λεπτά με τα πόδια απ το ενδιαίτημά μας.
Μπαίνουμε μέσα στο ταξί. Με το που μπαίνουμε, ο οδηγός βάζει και τον μετρητή από μόνος του. Μπράβο, σωστός ο ταρίφας! Βάζει και το αιρ κοντίσιον. Ακόμη πιο σωστός! Χαζεύουμε, λέμε τα δικά μας, και όσο προχωρούμε συνειδητοποιούμε ότι το κοντέρ του τρέχει με μια ταχύτητα περίπου διπλάσια απ αυτήν που ήρθαμε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο τύπος μας σταματάει σ' ένα σημείο της αχανούς Τιεν αν Μεν άσχετο απ αυτό που του είπαμε.
Το ταξίμετρό του, αντί για εβδομηνταπέντε γουάν που είχε γράψει του προηγούμενου ταξιτζή για την ίδια διαδρομή, τώρα γράφει εκατόν σαράντα και. Η Ισαβέλλα τα παίρνει στο κρανίο, του βάζει τις φωνές και του ρίχνει τη λέξη “πολίς”. Δεν μασάει σε κάτι τέτοια η καλή μου. Τη χάρηκα. Κι όσο εγώ φωτογραφίζω τον αριθμό του οχήματος και τη μούρη του λαμόγιου εκείνη του δίνει ογδόντα γουάν και του ρίχνει κι ένα “άι γαμήσου!” σε άπταιστα ελληνικά. Τα χρειάστηκε ο Κινέζος. Ρίχνει πρώτη και την κάνει με ελαφριά γκαζωματάκια.
Πετάμε στα σύννεφα, στην κυριολεξία, και δεν έχουμε βγει ακόμη απ' τον εναέριο χώρο της Κίνας. Η μισή μας καρδιά βρίσκεται ακόμη στην παράδοξη αυτή χώρα και η άλλη μισή στ' αποτελέσματα των εκλογών της 6 Μάη στην Ελλάδα. Δεν τα ξέρουμε ακόμη. Δίνω το μαγνητόφωνο στην Ισαβέλλα “'Ελα, ρίξε μου τα προγνωστικά σου”. “Λοιπόν.. Νουδού εικοσιτέσσερα με εικοσιπέντε. Πασόκ, δεκαπέντε με δεκάξι. Σύριζα δεκατέσσερα. Κουκουέ δεκατρία, Δημάρ οκτώ, κάτι ανάλογο θα τσιμπήσουν και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Καμμένου. Η Χρυσή Αυγή φοβάμαι πως θα πιάσει μέχρι και τέσσερα τοις εκατό... Καλά, από πρόβλεψη είμαστε για τα μπάζα!
Αυτό που μου τη σπάει είναι το ό,τι από τότε που απέκτησα δικαίωμα ψήφου είναι η πρώτη φορά που δεν θα ψηφίσω.
Για περισσότερες φωτογραφίες του Πεκίνου:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΚΙΝΑ 2 - ΣΙΝ ΓΙΑΝΓΚ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΟΥΙΓΟΥΡΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΙΝΑ 3 - ΚΑΣΓΚΑΡ, ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΙΝΑ 4 - ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΠΑΜΙΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Στο μέλλον θ’ ακολουθήσουν κι άλλα άρθρα για το Δρόμο του Μεταξιού στην Κίνα:
- Γιαρκάντ, Χοτάν, διασχίζοντας την Τακλαμακάν ως το Κούτσε.
- Ντουνχουάνγκ και Τζαγιουγκουάν.
- Η θιβετιανή μειονότητα στο Σιαχέ.