ΑΙΘΙΟΠΙΑ 2 - ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΝΤΑΡ ΣΤΟ ΑΞΟΥΜ, ΣΥΝΟΙΚΙΑ Τ' ΟΝΕΙΡΟ

Front Picture: 

 

Η Εκκλησία της Αιθιοπίας διατείνεται ότι «φυλάσσει», στο Αξούμ, και συγκεκριμένα στο ναό της Παναγίας της Σιών, την «Κιβωτό της Διαθήκης, στην οποία περιέχεται η πλάκα με τις Δέκα Εντολές που παρέδωσε ιδιοχείρως ο Θεός στο Μωυσή». Έλα όμως που η υποτιθέμενη «κιβωτός» ούτε είναι ούτε υπήρξε ποτέ προσβάσιμη στο κοινό. Την έχουν «δει», λέει,  μόνο κάποιοι μυημένοι. Καλά τώρα…

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 422/17.05.2008 


 

 

Προηγείται:

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 1 - ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

 

 

Με ξυπνά ο βρυχηθμός του Σάτσο. Μπαίνουμε, λέει, στο Γκοντάρ. Εδώ και κάτι λίγες ώρες αρμενίζουμε σε μια επιτέλους υποφερτή άσφαλτο κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ απολαύσω έναν ευεργετικό υπνάκο. Στο Γκοντάρ; Ποιο Γκοντάρ; Α, ναι, είμαστε στην Αιθιοπία. Πόσες φορές δεν έχουμε ξυπνήσει κάπου αλλού! «Πατρίδα μου είναι όλη η Γη...», όπως λέει και η συντρόφισσά της ζωής μου σ’ ένα τραγούδι της. Και τι έχει να μας επιδείξει αυτό το Γκοντάρ; Ξύπνα, πρώτα…


Η Ισαβέλλα ανοίγει το ταξιδιωτικό της ευαγγέλιο για να μας θυμίσει γι άλλη μια φορά το τι έχουν να δουν τα μάτια μας. Και, το τι βλέπουν τα μάτια μας, τα δικά μου εν προκειμένω, έχει προ πολλού περιέλθει στο νόμο περί του αδιαχώρητου της μνήμης. Από ένα σημείο και πέρα, ό,τι θα μπορούσε ν’ απομνημονευτεί βρίσκεται στα έγκατα των φωτογραφικών μηχανών και του μαγνητοφωνακίου μου. 

Ένα πανδοχείο της συμφοράς, όπως τα περισσότερα αλλά, για να μην είμαι άδικος, τα ‘χουμε συνηθίσει και τ’ αγαπάμε. Είναι οι πολλές μικρές πατρίδες μας. Τα σεντόνια να ‘ναι καθαρά κι όλα τ’ άλλα, δε βαριέσαι!  


Του Ινδού αρχιτέκτονα


Ο αρχαιολογικός χώρος του Γκοντάρ είναι συγκλονιστικός. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο ανακτορικό συγκρότημα του δέκατου έβδομου αιώνα το οποίο σχεδιάστηκε και κτίστηκε από κάποιον Ινδό αρχιτέκτονα για λογαριασμό του Αιθίοπα αυτοκράτορα Φασιλάντα, ο οποίος αρχιτέκτονας... Ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εδώ, στην καρδιά της Αιθιοπίας, τους καιρούς εκείνους κατά τους οποίους το Γκοντάρ ήταν η πρωτεύουσα της παράδοξης και εσωστρεφούς αυτής χώρας;


Μουχλιασμένα ερείπια, σ’ ένα βαθμό αναστηλωμένα από την Ουνέσκο, ύψιστης αισθητικής που, πάντως, ινδοφέρνουν αισθητά. Εκτός από κάτι νυσταλέους φύλακες που βαριούνται που ζουν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον αχανή χώρο. Η καλύτερή μου! Ουδείς λευκός τουρίστας με παρδαλό πουκάμισο δεν θα παρεισφρήσει την τελευταία στιγμή στο οπτικό πεδίο του φακού μου.. Ουδείς αυτόκλητος ξεναγός δεν θα μας διπλαρώσει για να μας πει αυτά που ήδη ξέρουμε. Η ζέστη είναι υποφερτή και πουθενά κάτι σαν καφέ-αναψυκτήριο. Αράζουμε, λοιπόν, σε κάτι χορτάρια σαν μολόχες για να απορροφήσει το ενδιαφέρον μου μια κιτρινοπράσινη σαύρα που δεν έχει μάθει ακόμη να φοβάται τους ανθρώπους.



Εβίβα, πάτερ!  


Το «αναψυκτήριο» στην καρδιά του Γκοντάρ είναι μια κατασκευή από πλίνθους και... αντί για κέραμους, κατσαρή λαμαρίνα. Πάτωμα από λιγδιασμένο πηλό. Δυο χαμηλοί πάγκοι κι άλλοι δυο χαμηλότεροι για να κάθεσαι. Στην μέση μια τρίποδη πυροστιά και μια καπνισμένη χύτρα με νερό για το τσάι, ή τον καφέ μας.


Στον δίπλα από μένα πάγκο ένας ρακένδυτος χριστιανορθόδοξος Κόπτης παπάς του οποίου το μάτι γυαλίζει χάρη στην μπύρα. Του κάνω πάσα ένα πακέτο έμφιλτρα τσιγάρα που τα ‘χω καβάτζα για τέτοιες περιστάσεις. Μου λέει όχι μεν, αλλά, πριν πάρω το «όχι» του στα σοβαρά, ρίχνει μια σύντομη συνωμοτική ματιά γύρω, το παίρνει και το κρύβει στο ράσο του με ταχύτητα φωτός.


Δεν μιλούμε σε καμιά κοινώς κατανοητή γλώσσα αλλά με τα μάτια συνεννοούμαστε περίφημα. Το βλέμμα είναι πιο τίμιο από τις λέξεις. Δε λέει όχι σε καμιά από τις μπύρες που τον κερνάω. Ωραίος παπάς, ανθρώπινος.


Ανάμεσα στους τρεις, τέσσερις, ακόμη αργόσχολους θαμώνες είναι κι ένας που ‘χει αναλώσει τα καλύτερά του χρόνια στα γκαζάδικα κι ο Σάτσο ακούει, δήθεν εκστασιασμένος, την ιστορία της ζωής του. Για τα λιμάνια που έπιασε και για ποια απ αυτά διαθέτουν τις καλύτερες μπάρες με τις καλύτερες πόρνες.


Εβίβα!

 



Μέλας Κούρος


Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, τέτοια συγκέντρωση πένητα πληθυσμού καθιστά την όρθωση της φωτογραφικής μέχρι το μάτι πολύ δύσκολη, έως και αδύνατη, αφού οφείλω ν’ απαθανατίζω την πραγματικότητα μεν χωρίς όμως και ν’ αλώνω τα τείχη της ατομικότητας και της αξιοπρέπειας του άλλου, δε. Η φτώχεια έχει κι αυτή τους δικούς της πολιτισμικούς κώδικες.

Εδώ όμως κανείς δεν θα θυμώσει, κανείς δεν θα κρύψει το πρόσωπό του, κανείς δεν θα ποζάρει και κανείς δεν θα περιμένει ν’ ακούσει το «κλικ» για να σπεύσει να μου ζητήσει το κατιτίς.

Εδώ η φτώχεια δεν στάθηκε φραγμός στην ευγένεια της ψυχής. Ε, λοιπόν, η ανθρωπότητα είναι τόσο πλούσια σε πολιτισμικές ταυτότητες όσο μεγάλη είναι και η ανοησία εκείνων που τις αγνοούν για να ευαγγελίζονται παγκοσμιοποιήσεις οργουελικής, εν τέλει, υφής.  

 

Είμαστε μέσα σ’ ένα φυσικό σκηνικό σαν από τη «Συνοικία τ’ όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη.

Μέσα σ’ ένα σκηνικό σαν κι αυτά που γοήτευσαν τον Καζάν, τον Ντε Σίκα, τον Παζολίνι. Κι ανάμεσα στο πολύβουο αεικίνητο πλήθος περιφέρεται ένας αμέριμνος, ολόγυμνος, Κούρος. Στην κοσμάρα του! Στον πολιτισμό της Δύσης θα ήταν δέσμιος κάποιου ζουρλομανδύα. Εδώ είναι απολύτως ενσωματωμένος στο κοινωνικό σκηνικό. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Εκτός, φυσικά, από την φωτογραφική μου. Την ευσυγκίνητη στα ασυνήθιστα θέματα.  


Λάσπινες καλύβες στο χρώμα της γης, ή βαμμένες έντονα για να διασκεδάσουν τη φτώχεια. Και που το μόνο που καταφέρνουν είναι να την τονίσουν. Μπουγαδόνερα στους χωμάτινους δρόμους. Όπου χώμα και λάσπη, τα υλικά της μάνας Γης, είναι και η παλέτα για όνειρα που δεν θα βρουν δικαίωση. Και που δεν δείχνουν να την αναζητούν. Κι ένας εντυπωσιακός αριθμός από μικρόσωμα γαϊδουράκια που κινούνται…. όπου θέλουν.



Στο κέντρο της πόλης όλο και κάτι χτίζεται. Δύο, τρεις, και παραπάνω όροφοι καμιά φορά. Οικοδομές ασυνήθιστες στο βλέμμα του «δυτικού». Μόνο μια σειρά από σχεδόν λογικούς συνειρμούς μ’ εμποδίζει να σκεφτώ πως δεν θα καταρρεύσουν από στιγμή σε στιγμή. Τα υλικά μού φαίνονται αναξιόπιστα, οι τοίχοι θεόστραβοι και οι σκαλωσιές από κλαριά ευκαλύπτου μια υπερεπικίνδυνη ακροβατική επίδοση. Οι γυναίκες συμμετέχουν εξ ίσου με τους άντρες σ’ όλες τις οικοδομικές δραστηριότητες. Θα μάθω ότι το μεροκάματο, για άντρες και γυναίκες, είναι δεκαπέντε μπιρ. Δηλαδή μόλις ένα ευρώ και κάτι ψιλά. Αυτές οι «οικοδόμισσες» θα είναι και τα μόνα άτομα που θα δυσφορήσουν στη θέα ενός ξένου με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Θα το σεβαστώ (όσο μπορώ).



Νύχτα ασέληνη


Σκοτάδι πίσσα πέρα απ τον κεντρικό δρόμο, όπου και ο πελιδνός δημόσιος φωτισμός και κάποιοι λύχνοι ασετιλίνης των πλανόδιων που ξυπνούν και κοιμούνται μαζί με το εμπόρευμά τους. Κάποιες ανθρώπινες φιγούρες κινούνται νωθρά, μαύρες σε μαύρο φόντο, άλλες κοιμούνται στην ψάθα ή στο χώμα κι άλλες σ’ αυτά που αρχικά νομίσαμε σκυλόσπιτα από λαμαρίνα. Απ όπου το μισό τους σώμα κείται εκτός. Εδώ το μόνο υγιές συναίσθημα που θα μπορούσα να νοιώσω είναι ο θυμός για τα αίτια. Γιατί τέτοια και τόση ανισότητα;

Βράδυ Χριστουγέννων και τρώμε σ’ ένα μίζερο, καραμίζερο… Μαγέρικο να το πεις; Τέλος πάντων, πες το όπως θες. Η πινακίδα του πάντως δηλώνει «ιταλικό ρεστοράν». Σκουριασμένες καρέκλες με φθαρμένο «βελουτέ» κάθισμα, αενάως άπλυτα πλαστικά τραπεζομάντιλα, και μια κραυγαλέα «ντεκορασιόν» που ταλαντεύεται ανάμεσα στο ναϊφ και στο ταπεινό κιτς. Απέναντί μας μια παρέα από Ολλανδούς, αγόρια και κορίτσια που, ως νέοι, διψούν για νυχτερινή «περιπέτεια». Σε λάθος χώρα ήρθατε, παιδιά! Εδώ μόλις νυχτώσει ο πληθυσμός πάει για ύπνο, και μάλιστα, το ένα τρίτο, στο χωμάτινο πεζοδρόμιο. Φάγαμε κάτι που θεωρητικά προέρχεται από βόδι και που θέλει να χαρακτηρίζεται «γκούλας». Μόνο γκούλας δεν ήτανε. Όμως, το κόκκινο εμφιαλωμένο κρασί μάς προέκυψε σπουδαίο.



Γιου, γιου, γιου…


Αφήσαμε πίσω μας το Γκοντάρ και τραβάμε προς Βορρά. Ο Μούλε, ο οδηγός μας, όχι μόνο μασουλάει αδιαλείπτως αλλά και δεν σταματά να ζητάει οτιδήποτε φαγώσιμο απ τις καβάτζες μας του γυαλίζει στο μάτι. Και το κακό είναι ότι του γυαλίζουν όλα στο μάτι. Είναι ο μόνος κάπως ευτραφής Αιθίοψ που έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Η ζητουλωσύνη του όμως αγγίζει τα όρια της απαίτησης. Άσε που είναι και καχύποπτος. Είναι ο μόνος καχύποπτος Αιθίοψ που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Μόλις που συγκρατώ τον Σάτσο για να μην του την πει. Κούλαρε, Σάτσο, ίσως είναι η φύση του τέτοια, τόσες μέρες θα ‘μαστε μαζί, πρέπει να τον φάμε στη μάπα, δε γίνεται αλλιώς. Αρχίζω να τραγουδώ. Τι άλλο; Άξιον Εστί! Ο χωματόδρομος κατσαρώνει τη φωνή μου και γίνεται έτι περισσότερο ανυπόφορη. Συμμορφώνομαι στις διαμαρτυρίες της Ισαβέλλας. Όλα του δρόμου δύσκολα σήμερα.



Σχολιάζουμε τις συνέπειες του ν’ ανοίξουν οι ουρανοί και να κατακλύσουν με «κινητά» έναν πληθυσμό που είναι λίγο πριν, λίγο πέρα, απ τα όρια της πείνας. Έναν πληθυσμό που του ‘πεσε απότομα στο κεφάλι μαζεμένη η σύγχρονη τεχνολογία. Δορυφορικά κανάλια, συνδρομητική τηλεόραση, κινητά, κινητά, κινητά… Στην Ελλάδα αυτό το χάλι εισέδυσε πιο αργά και πιο ύπουλα. Θυμόμαστε το συνοικιακό μαγαζί, το μπακάλικο, που έβγαινε η μπακάλισσα και φώναζε, κυρά Στέλλα, τρέξε, τηλέφωνο!... Και μετά, που μπήκε το τηλέφωνο σε κάθε σπίτι. Και μετά… Μετά βρεθήκαμε μ’ ένα κινητό ο καθένας. Ένα μόνο;… Για να παραμιλάμε σαν κρετίνοι κάθε στιγμή πλην εκείνες του ύπνου. 



Ένα χωριό στη μέση των ορέων. Θέλει αρετή και τόλμη. Ένα τσούρμο παιδιά κρέμονται από πάνω μας μ’ αυτό το βουητό από τα «γιου», «γιου», «γιου», που αντιστοιχεί σε χαιρετισμό. Κάτι σαν «γειάσου», κάτι σαν «καλωσόρισες, ξένε». Γιου, γιου, γιου…


Σπίτια από λάσπη, χώμα ο δρόμος, χώμα παντού. Το χρώμα του χώματος και το μαύρο του δέρματος. Και το βλέμμα της καλοσύνης.


Έ, όχι, στην Γκάνα, στο Τόγκο, στο Μπενίν, στο Μαλί, στην Ζιμπάμπουε, στην Κένυα… αυτή η γεμάτη φιλία ανθρώπινη ματιά είναι πολύ σπάνια. Εδώ, λες κι είναι έμφυτη. Γιου, γιου..  

 


Στα λημέρια των μπαμπουίνων


Έχουμε ήδη μπει στα όρια του Εθνικού Πάρκου Σίμιεν Μάουντενς.  Απ’ αυτό το σημείο του βουνού και πέρα θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Ο Μούλε θα πάει στον καταυλισμό με το αυτοκίνητο και θα μας περιμένει εκεί. Παίρνουμε το κακοτράχαλο μονοπάτι που διατρέχει το χείλος του γκρεμού, ενός γκρεμού που εκτείνεται, ποιος ξέρει πόσες δεκάδες χιλιόμετρα. Η περιοχή, μέχρις εκεί που μπορεί  νατην συλλάβει η ματιά, είναι ορεινή. Γοητευτικά άγρια. Κάθετα φαράγγια που σμιλεύουν βαθειά τη γήινη σάρκα με παραπέμπουν στον μεταφυσικό όρο «κοσμογονία». Κάτι άκουσα για τρεις ώρες πορεία. Ας είναι.



Χαμός από μπαμπουινο-οικογένειες. Σόγια ολόκληρα. Συμμορίες. Πρόκειται για το ενδημικό είδος «Τζελάντα» που, απ’ όλο τον πλανήτη, απαντάται αποκλειστικά σ’ αυτή την περιοχή της Αιθιοπίας.

 

Μας κοιτούν μοχθηρά. Όταν σηκώνω το φακό μου κρύβονται. Σε λιγότερο από τριάντα μέτρα είναι αδύνατο να τους πλησιάσω. Όλα μαρτυρούν ότι είναι πιο έξυπνοι από μένα. Στην ισάδα ανεβαίνουν για την τροφή, το παιχνίδι και το ζευγάρωμα. Όταν νοιώσουν κίνδυνο χάνονται στην κάθετη βραχώδη πλαγιά, εκεί που ούτε τη ματιά μου δεν μπορώ να ρίξω.


Στο μικρό μας κομβόι έχει προστεθεί, δεν κατάλαβα ποια ακριβώς στιγμή, κι ένας ένοπλος. Κάτι σαν κατσαπλιάς. Σχεδόν ρακένδυτος μ’ ένα καρυοφύλλι στον ώμο σαν γκλίτσα βουκόλου. Ο γεμιστήρας του είναι πλήρης και η σκανδάλη απασφαλισμένη. Όταν ρωτήσω, θα μάθω ότι είναι κάτι σαν πολιτοφύλακας. Από ποιους μας φυλάει; Δεν θα πάρω απάντηση. Και καλύτερα να μην επιμείνω. Θα ισχύσει αυτό που λέμε σκάσε και κολύμπα.

 

Δεν θ’ αργήσω να διαπιστώσω, ιδίοις όμμασι, ότι δεν είναι δα και εξαιρετικά σπάνιες οι ένοπλες ληστείες. 



Δεν πρόκειται για κάποιον οργανωμένο χώρο κάμπινγκ. Είναι απλώς μια ανοιχτάδα με μια υποτυπώδη υποδομή: ένα είδος χορτοκαλύβας - κουζίνας, για να μαγειρεύει όποιος έχει τα χρειώδη, κι ένα δυο μπετονένια παγκάκια για ρέμβη. Επωφελούμαι για να χαλαρώσω λιγάκι σ’ ένα απ αυτά.

 

Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του. Βρισκόμαστε στα τρεις χιλιάδες τριακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και τη νύχτα τέτοια εποχή η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν. Ο Σάτσο αναλαμβάνει το μαγείρεμα. Ο ήλιος θα δύσει σε κάνα δεκάλεπτο. Στήνουμε τα νοικιασμένα αντίσκηνα στο τσακ μπαμ και διαπιστώνουμε ότι είναι… καλοκαιρινά. Όλα τα φερμούαρ χαλασμένα. Η διαμαρτυρία δεν έχει νόημα αφού δεν έχει αποδέκτη.


Αποφασίζουμε να χωθούμε στους υπνόσακους με όλο μας τον ρουχισμό. Η επόμενη τσαντίλα θα αφορά το γεγονός ότι και το φερμουάρ του δικού μου υπνόσακου τα ‘χει φτύσει. Μου μέλλει να περάσω τη νύχτα άυπνος κρατώντας το άνοιγμα με τα χέρια. Εκτός του ότι κοιμάμαι με τα παπούτσια, έχω τυλίξει τα πόδια μου πάνω από τις κάλτσες με όσες πλαστικές σακούλες βρήκα. Το «δάγκωσα», που λένε και εις την νεότερη ελληνική ανθυποκαθαρεύουσα .



Ανατέλλει. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό. Νεροφαγωμένα βουνά με βαθιές χαράδρες. Τα κοράκια πηγαινοέρχονται πάνω και γύρω μας λες και μυρίζουμε πτωμαΐνη αλλά, δεν… Ο στόχος τους είναι τ’ αποφάγια στον εξεπιτούτου λάκκο. Κρα κρα… Περπατώ για να ζεστάνω τα πόδια μου. Ο Ήλιος ο ηλιάτορας να ‘ναι καλά! Θα επιβιώσω κι αυτή τη φορά και μάλιστα χωρίς κρυοπαγήματα.



Ντέμπαρκ  


Εισβάλουμε στην κωμόπολη Ντέμπαρκ για να καταλύσουμε σ’ έναν ξενώνα με δωμάτια υποφερτά από άποψη καθαριότητας και που θέλει να λέγεται «Ρεντ Φοξ»! Μπροστά από την είσοδό μας ανεμίζει μια μπουγάδα για να μου κόβει τη θέα. Πιο κει δύο παρδαλά ζωγραφισμένες καλύβες. Στην πόρτα εμφανίζεται ένας μαυρούλης μ’ ένα κασέλι στιλβωτή υποδημάτων κρεμασμένο στον ώμο για να με κοιτάζει όπως θα κοίταζα εγώ έναν γορίλα στο ξεκλείδωτο κλουβί του. Ξέχασε το λόγο για τον οποίο ήρθε μέχρις εδώ. Ο Σάτσο του κάνει πάσα δυο κονσέρβες προκαλώντας έτσι και τη, βουβή, αγανάκτηση του Μούλε που πήρε το μάτι του τη σκανδαλώδη σπατάλη μας αφού οι κονσέρβες θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να καταλήξουν στη δική του κοιλιά.  


Μια ημιυπαίθρια «τουαλέτα» χωρίς κάποιου είδους μάνταλο. Σύνηθες για τις περιοχές του κόσμου όπου συχνάζουμε αλλά εδώ θα χρειαστεί να πείσουμε τον μαυρούλη με το κασέλι ότι είμαστε ασυνήθιστοι στο να μας παρατηρούν ακόμη και σε κάτι τέτοιες πολύ προσωπικές στιγμές. Βγαίνοντας ακούω, «είσαι ο… δεν είσαι ο …;». Ναι, του λέω, είμαι «ο» αυτοπροσώπως. Λέγεται Ζήσης και πρόκειται για έναν συμπαθή τύπο με καθαρό βλέμμα, με τον οποίο γνωριζόμαστε έμμεσα. Δεν μ’ αρέσει να πέφτω πάνω στο συνήθως φωνακλάδικο τουριστικό ελληναριό μα τούτος εδώ έχει στόφα ταξιδευτή. Τον πάω. Ευτυχής συνάντηση!  Στη συνέχεια θα ανταλλάξουμε εμπειρίες.

   

Ντέμπαρκ! Πολυπληθέστατη, πολυφτωχότατη, πολύ γραφική, πολύ φωτογραφική. Κι όπως κάθε αιθιοπική πολίχνη που σέβεται τον εαυτό της σαν τέτοια, διαθέτει έναν κεντρικό δρόμο κι ένα πολύχρωμο και πολύβουο υπαίθριο παζάρι με αυτοσχέδιες τέντες από πλαστικό όπου κινείται και διακινείται οτιδήποτε θα μπορούσε να παραγάγει η ευρύτερη περιοχή.

 

Εκατοντάδες γυναίκες και άντρες, να πουλούν και ν’ αγοράζουν... Υπαίθριοι ράφτες, λάσπινα σπίτια, πρόβατα και γαϊδούρια ανάμεσά μας, ή εμείς ανάμεσά τους. Ως κινηματογραφικό σκηνικό θα ‘ταν σχεδόν αδύνατο να στηθεί.


Χάσαμε και τον Μούλε! Πήγε ν’ αγοράσει τρόφιμα κι ακόμη να φανεί. Κάπου θα τρώει. 


Λυσσάω γιατί χρειάζεται μια ολόκληρη περιουσία από φιλμ για να καταλαγιάσω τη φωτογραφική μανία που με διακατέχει. Πρέπει κάποιος να μου δέσει τα χέρια, να μου σπάσει τη μηχανή, να με πάρει από εδώ δια της βίας για να μην κλικάρω ακατάσχετα.

 

Όση προσπάθεια κι αν κάνω για οικονομία στις πόζες πάντα θα μου προκύψει κάτι που «δεν πρέπει να χάσω».Ομολογώ πως είμαι ένας αδιόρθωτος ερασιτέχνης.


 


Το «μίστερ, μίστερ», το «γιου, γιου, γιου..», το «γκίβμι μάνεϊ» πήγαν σύννεφο. Πρέπει να ‘χεις ατσάλινα νεύρα για να χαμογελάς δήθεν καλοσυνάτα. Ευτυχώς που ο Σάτσο και η Ισαβέλλα αποτελούν τον κυματοθραύστη μου τραβώντας την προσοχή τους για να μπορώ να φωτογραφίζω περίπου απρόσκοπτα. Αντιπερισπασμός.



Αξούμ


Έχουμε αφήσει πίσω μας το Ντέμπαρκ και σε δέκα περίπου ώρες θα μπαίνουμε στο περιώνυμο Αξούμ. Η διαδρομή είναι εντυπωσιακή: ένα οροπεδινό ανάγλυφο χαρακωμένο από απότομες τρίσβαθες χαράδρες. Και θα ήταν ακόμη πιο άγριο αν δεν το γλύκαινε κάπως μια όχι και τόσο πυκνή βλάστηση με κυρίαρχο τον ευκάλυπτο.

 

Κάπου κάπου προσπερνάμε και κάποιο χωριουδάκι από πλίθρα και λαμαρίνα. Και κάποια εγκαταλειμμένα τανκς που σκουριάζουν από την εποχή του καθεστώτος Μεγκίστου. Απ ‘όλα έχει ο μπαξές! 


Και μπαίνουμε στο περιώνυμο Αξούμ. Αυτό που το κάνει να διαφέρει από κάθε άλλη αιθιοπική κωμόπολη που περάσαμε είναι τα απτά ψήγματα της αρχαίας Ιστορίας του: οι περίφημοι οβελίσκοι του.

 

Το Αξούμ ήκμασε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια όταν το ‘παιξε πρωτεύουσα του ομώνυμου βασιλείου. Ιδρύθηκε γύρω στο 500 προ Χριστού και με τον καιρό πήρε τα πάνω του αναπτύσσοντας κατά καιρούς εμπορικά αλισβερίσια με τις μεγάλες δυνάμεις του τότε κόσμου: με τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Άραβες, ακόμη και με τους Βυζαντινούς.  


Το βασίλειο του Αξούμ αναφέρεται και στο χρονικό "Ο Περίπλους της Αρχαίας (Ερυθράς) Θάλασσας" γραμμένο από έναν Έλληνα έμπορο που έζησε κατά τη διάρκεια του πρώτου μετά Χριστό αιώνα καθώς και, δύο αιώνες αργότερα, από τον Πέρση συγγραφέα Μάνη. Ο δε Μάνης συγκαταλέγει το βασίλειο του Αξούμ στις μεγάλες αυτοκρατορίες του τότε κόσμου, δίπλα στην Περσία, την Κίνα και τη Ρώμη.  


Διατρέχουμε τον υποτυπωδώς φυλασσόμενο αρχαιολογικό χώρο. Είναι απέραντος και διάσπαρτος από τις υπερεκατό τεράστιες μονόλιθες στήλες που χαρακτηρίζουν τον περί ου ο λόγος πολιτισμό. Τα μεγέθη τους κυμαίνονται από ένα μέχρι και τριάντα τρία μέτρα. Η παλαιότερη δε εξ αυτών εξορύχτηκε, σμιλεύτηκε και στήθηκε πριν από δύο χιλιάδες τριακόσια, περίπου, χρόνια. Αυτές οι στήλες σηματοδοτούσαν τις ταφικές τοποθεσίες των επιφανέστερων του καιρού τους. Όσο πιο σπουδαίους τους θεωρούσαν τόσο πιο μεγάλα μενίρ ύψωναν προς τιμή τους. Κι όσο σκέφτομαι το πόσοι σκλάβοι πέθαναν από το κνούτο και την κακουχία για να μπορώ να φωτογραφίσω εγώ αυτά τα κοτρόνια τα παίρνω στο κρανίο.  


Η ψηλότερη απ αυτές τις στήλες, η τριαντατριάμετρη, αποτελεί τον μεγαλύτερο μονόλιθο που εξορύχθηκε κατά την αρχαιότητα. Δεν στήθηκε όμως ποτέ γιατί κατά την προσπάθεια της ανέγερσής της έπεσε, καταπλάκωσε ένα πλήθος από προλετάριους της εποχής κι έσπασε σε τέσσερα κομμάτια. Κι έκτοτε έχει μείνει σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση.  


Έναν τέτοιο οβελίσκο, ύψους εικοσιτεσσάρων μέτρων και ηλικίας χιλίων εφτακοσίων ετών, το Χίλια εννιακόσια τριάντα εφτά, κατά τη διάρκεια της μάλλον σύντομης κατοχής της Αιθιοπίας από τους κοκορόφτερους του Μουσσολίνι, έπιασαν οι Ιταλιάνοι και τον έκοψαν σε τρία κομμάτια για να μπορέσουν να τα μεταφέρουν και να τα επανασυναρμολογήσουν στη Ρώμη με σκοπό να κοσμήσουν κάποια πιάτσα της «Αιώνιας Πόλης». Και τα κατάφεραν.

 

Το Δύο χιλιάδες πέντε, όμως, πρότινος δηλαδή, οι Ιταλοί φιλοτιμήθηκαν τελικά κι επέστρεψαν τα κλοπιμαία στο Αξούμ και τα ξανάστησαν στη θέση τους.  

 


Η Εκκλησία της Αιθιοπίας διατείνεται ότι «φυλάσσει», στο Αξούμ πάντα, και συγκεκριμένα στο ναό της Παναγίας της Σιών, την «Κιβωτό της Διαθήκης, στην οποία περιέχεται η πλάκα με τις Δέκα Εντολές που παρέδωσε ιδιοχείρως ο Θεός στο Μωυσή». Θεωρήσαμε ότι «δεν έχει πλάκα» και βαρεθήκαμε να πάμε στην εν λόγω Παναγία αφού η υποτιθέμενη «κιβωτός» ούτε είναι ούτε υπήρξε ποτέ προσβάσιμη στο κοινό. Υποτίθεται ότι την έχουν «δει» μόνο κάποιοι μυημένοι.  

Οι πυροβολημένοι.


Όταν γυρίσαμε στο εν Αξούμ κατάλυμά μας εμπεδώσαμε το λόγο ύπαρξης του ρακένδυτου ένοπλου συνοδού που μας συνόδευε στο Εθνικό Πάρκο των ορέων Σίμιεν. Πριν από μας, μόλις είχε φτάσει ένα ίδιο με το δικό μας τέσσερα επί τέσσερα επί του οποίου επέβαιναν ένα νεαρό ζευγάρι Ελβετών κι ο ντόπιος οδηγός τους. Απόπειρα ληστείας. Είχαν δεχτεί τρεις σφαίρες: η μία μπήκε από το πίσω δεξί πλαϊνό τζάμι και τερμάτισε την σταδιοδρομία της στον «ουρανό» του οχήματος. Η άλλη εισήχθη από το πίσω τζάμι, πέρασε ανάμεσα απ τα κεφάλια τους, συνέχισε τη δολοφονική πορεία της δίπλα από το αφτί του οδηγού και ξετρύπησε από το παρπρίζ. Η τρίτη πήγε και σμπαράλιασε τον δεξί μπροστινό καθρέφτη. Βίβερε περικολοζαμέντε μεν αλλά να ‘χεις και «άγιο», δε. Και εις άλλα με υγεία. Εβίβα!


Για περισσότερες φωτογραφίες της Αιθιοπίας:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

 

Διαβάστε επίσης: 

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 1 - ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 3 - ΒΥΘΙΣΜΑ ΝΤΑΝΑΚΙΛ, ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΑΡΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 4 - ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΓΕΙΑ ΛΑΛΙΜΠΕΛΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 5 - ΣΤΟΝ ΑΓΡΙΟ ΝΟΤΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΑΙΘΙΟΠΙΑ 6 - Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΡ, ΤΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν