ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ

Front Picture: 

 

Σαμπούρου, λίγο πάνω από τον Ισημερινό. Πόσο άραγε μετράει η ανθρώπινη ζωή εδώ; Μετράει; Σε ποιο ληξιαρχείο; Σε ποιο κοιμητήριο; Σε ποια στατιστική; Σε ποια μνήμη, έστω; Κι έπειτα… ποια η απόσταση της ελευθερίας του γηγενούς χόμο σάπιενς από την ελευθερία του, λεγόμενου και «άγριου», ζώου; Ίσως καμιά. Η πρόχειρη λάσπινη καλύβα με τη σκέπη από ράκη δεν αποτελεί διαχωριστικό στοιχείο. Και πού τάχα βρίσκεται το μέτρο της ποιότητας ζωής; Στο μέσα ή στο γύρω; …

 

Του Κώστα Ζυρίνη 

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 316/06.05.2006

 

 

 

Προηγείται:

ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

Το πλήρωμα


Πρέπει να κάνουμε ένα ντου στο κέντρο της πόλης, ν’ αλλάξουμε νόμισμα σε κάποια τράπεζα, ν’ αγοράσουμε έναν καλό χάρτη της χώρας, καθώς και δυο εφεδρικές μπαταρίες λιθίου. Άρα, ούτε και σήμερα θα προφτάσω να φωτογραφήσω χορταστικά τη Ναϊρόμπι. Μια πόλη άνιση και αντιφατική. Ουρανοξύστες και χαμοκέλες αχταρμάς. Πανάκριβα αυτοκίνητα με τζάμια φυμέ κι απόβλητοι τέζα στην άσφαλτο. Πείνα; Εξάντληση; δεν ξέρω.


Και πάντα οι κάποιοι να σ΄ ακολουθούν, μίστερ, μίστερ!...


 Άλλοι να σου πουλήσουν κάτι και άλλοι με απλωμένη την απαλάμη γκίβμι σάμθινκ, πληζ! Είναι κι οι  νονοί, που σου πουλούν, και καλά, προστασία από τους «γκίβμι σάμθινκ πληζ». 


Τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αφρικής μου δημιουργούν πάντα ένα συναίσθημα μυστηρίου, κατάθλιψης και απειλής. Οι πιο κραυγαλέες κοινωνικές αντιφάσεις ποζάρουν εδώ, ξετσίπωτα. Μια ερινύα μου θυμίζει αμείλικτα πως το κάθε κλικ της μηχανής-μου μου αποφέρει όσα χρειάζεται ένας από τους «γκίβμι σάμθινγκ» για να ζήσει μια βδομάδα. Και το χειρότερο: τη συναίσθηση της ανημπόριας μου απέναντι σε τούτη την πραγματικότητα.


Είμαστε ήδη κάτω από τα γραφεία της τραβελοεπιχείρησης που μας οργανώνει τη μεγάλη εξόρμηση στον κενυάτικο βορρά, με απώτατο στόχο τη λίμνη Τουρκάνα στα σύνορα με την Αιθιοπία. Ήρθαμε εγκαίρως ώστε, ως γνήσιοι νεοέλληνες, να καταλάβουμε τις τρεις πρώτες προνομιακές θέσεις του λαντκρούζερ.


Θα συνταξιδέψουμε με άλλους τέσσερις, συν εμείς οι τρεις, εφτά, συν ο Ντανιέλ, ο οδηγός μας κι ο Γκισίρα ο μάγειρας, σύνολο εννιά. Από τους τέσσερις, είναι δυο νεαρά παλικάρια Ισραηλινοί, αδέρφια, που με μια πρώτη ματιά κι ένα αλόου μου φάνηκαν συμπαθείς. Οι άλλοι δυο είναι Γαλλάκια.. Το παλικάρι  ακούει στο όνομα Ολιβιέ και το κορίτσι, Ορελί. Τίποτα παραπάνω δεν ξέρω για την ώρα.


Κοτσάρουμε κι ένα τρέιλερ πίσω απ το ρόβερ για να το τιγκάρουμε με αντίσκηνα, υπνόσακους, κουζινικά, τρόφιμα, και με τα πιο ογκώδη απ τα μπαγκάζια μας.


Ο μεγαλύτερος από τους Ισραηλινούς, ο τριαντάρης, λέγεται Γιαρίβ ο δε μικρός,  Όχαντ. Έχουν και οι δύο καλό φωτογραφικό εξοπλισμό αλλά ωστόσο δείχνουν εντυπωσιασμένοι απ τον δικό μου. Όσο για μένα, το παίζω σεμνός. Και καλά!..


«Στοπ»! Το είπα τόσο επιτακτικά που ο σοφέρ προς στιγμή ψάρωσε. Σου λέει, τι έγινε; Σαν τι θες να έγινε; Θέλω να απαθανατιστώ πάνω στη νοητή γραμμή του Ισημερινού. Κάθε φορά που τη διασχίζω αυτό κάνω. Και στους τροπικούς του Καρκίνου και του Αιγόκερω επίσης. Μιλάμε για χούι. Είναι για μένα μια σημειολογικώς μεγάλη στιγμή.


Η οξυγονοκόλληση.


Έχουμε σταματήσει σε μια κωμόπολη, ονόματι Νανιούκι, διακόσια περίπου χιλιόμετρα βορείως της Ναϊρόμπι. Είμαστε μονόχρωμοι στο μπεζ από τη σκόνη, την οποία εμείς οι ίδιοι σηκώνουμε κι αυτή με τη σειρά της μας εκδικείται. Έντεκα χιλιόμετρα ανατολικά-μας ορθώνεται η ύψους πέντε χιλιάδων εκατόν ενενήντα εννιά μέτρων κορυφή του όρους Κένυα.


Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη κορυφή της Αφρικής μετά το Κιλιμάντζαρο, με διαφορά εξακοσίων ενενήντα έξι μέτρων υπέρ του Κιλιμάντζαρο. Στις κορυφές αυτές το χιόνι δεν λειώνει ποτέ. Κι ας είμαστε πάνω στον Ισημερινό.


Ήταν ανάγκη να σπάσει η μπροστινή αριστερή σούστα; Άσε που πρέπει  να οξυγονοκολληθεί και η εξάτμιση που τα ‘χει παίξει.


Αν κρίνω από το πόσα κεφάλια έχουν σκύψει πάνω από το μάστορα, η επισκευή της σούστας και της εξάτμισης, αλλά και η παρουσία μας εδώ, στο Νανιούκι, πρέπει ν’ αποτελούν κοσμοϊστορικό γεγονός. Όσο για τα κεφάλια εκείνων που δεν χωρούν να ενσκήψουν στο θαύμα της οξυγονοκόλλησης, μας πλευρίζουν μπας και μας περισσεύει κα ‘να τσιγάρο. Ή κα ‘να ψιλό τελοσπάντων. Ένας μαυρούλης με χαζεύει σαν εξαϋλωμένος καθώς μιλώ στο μεταλλικό μαραφέτι μου. Του το φέρνω κοντά στο στόμα. Γουάτ ιζ γιορ νέιμ; Κάτι μου λέει στη γλώσσα του κι αυτό το «κάτι», μετά από λίγο, του το βάζω στ΄ αφτί για να το ακούσει. Τι το ΄θελα; Σε λίγο θα με περικυκλώσει ένα πολυάριθμο παιδομάνι για ν’ απολαύσει το θαυματουργό μαγνητοφωνάκι του αξύριστου λευκού. Και να θέλουν όλα, μα όλα, να πουν κάτι στο μαγικό κουτί. Τι το ‘θελα;  

   

Ο Ολιβιέ, πάντως, δεν συμπεριφέρεται ως ερωτικό τακίμι της Ορελί. Είναι αδυνατούλης, ωχρούλης, εύθραυστούλης, με μακρυά ξανθά μαλλιά κι έχει κάτι από Ιησού Ναζωραίο σε ταινία του Παζολίνι. Κινείται σε ρυθμούς σλόου μόσιον και φωτογραφίζει λουλουδάκια και φατσούλες παιδιών. Ο Όχαντ, ο μικρότερος εκ των Ισραηλινών, δεν απομακρύνεται στιγμή απ τον αδερφό του τον Γιαρίμπ, ενώ ο Σάτσο βρίσκεται μονίμως σε μια κατάσταση μελέτης και κριτικής των πάντων. Τώρα θα σκύψει, κι αυτός, πάνω από τον οξυγονοκολλητή για να μελετήσει το αν οι Αφρικανοί σκαμπάζουν από οξυγονοκόλληση.     


Το σιγανό ψιχάλισμα.


Μας μένουν γύρω στα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα για το εθνικό πάρκο Σαμπουρού όπου και θα καταλύσουμε.

Αφήνοντας το Νανιούκι, ο ουρανός συννέφιασε απειλητικά, πράγμα που με υποχρέωσε να χρησιμοποιώ χαμηλές ταχύτητες στη φωτογράφηση και να κάνω το σώμα μου ελατήριο ώστε ν’ απορροφά τους κραδασμούς του τζιπ. Πολύ κουραστικό.

Η αφρικάνικη ακακία μοναχική μες τη σαβάνα, οι ροδιές και η σκόνη που αφήνουμε πίσω μας, οι μακρινές στραπατσαρισμένες απ τα παράσιτα του σι-μπι ομιλίες, η μικρή γαζέλα που τρόμαξε, ο γυπαετός που πέταξε για λίγο πίσω μας, κάπου μακρυά ένα τσιτά που χουζούρευε στη σκιά της ακακίας και… σκέφτομαι πως αυτό το πανέμορφο αιλουροειδές είναι το ταχύτερο ζώο του πλανήτη. Εκατόν είκοσι μέχρι εκατόν είκοσι πέντε χιλιόμετρα την ώρα για τα πρώτα διακόσια, τριακόσια μέτρα… Εμείς με το τζιπ τι ταχύτητα πιάνουμε; Ούτε τη μισή. Δεν είναι για να το εκνευρίζουμε αυτό το αιλουροειδές.



Επιτέλους είμαστε στο εθνικό πάρκο Σαμπουρού. Κατάκοποι. Φτάνοντας στον καταυλισμό ξεφορτώσαμε τα της εγκατάστασης και ορμήσαμε με το ρόβερ στη σαβάνα για φωτοσαφάρι, όσο υπάρχει ακόμη φως ημέρας αλλά... Εκτός από κάτι αιγοπρόβατα που τα βρίσκεις και στη Χασιά, τίποτα το συναρπαστικό, πλην του τοπίου, φυσικά. Κάπου κει έπιασε να ψιχαλίζει.


Σαμπουρού


Ο μάγειρας έχει τοποθετήσει το φαγητό, τα καρυκεύματα, τη σαλάτα και  άπαντα τα λοιπά χρειώδη στο πτυσσόμενο τραπέζι του. Η φωτιά είναι αναμμένη κι εμείς όλοι ένα γύρω να χλαπακιάζουμε κάτω από ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.

Νύχτα, μέσα στο αντίσκηνο. Τσουρ τσουρ η βροχή απέξω για να σε πνίγει η κατάθλιψη. Και να σου ‘χει τύχει ένα αντίσκηνο που μπάζει νερό. Τι ειν αυτό; Το ποιο; Αυτό που ακούστηκε! Κάποιο ζώο θα ‘ναι, τι θες τώρα, στο ζωτικό τους χώρο βρισκόμαστε. Μήπως νοσταλγείς τα κορναρίσματα ή το μεγάφωνο που έχει καταπιεί η απέναντι γειτόνισσα; Όχι, βέβαια! Προτιμώ την άγρια πανίδα της Κένυα από την αλλοτριωμένη πανίδα των Αθηνών.


Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι το άκρως απειλητικό αλλά συγχρόνως και άκρως ηδονικό σ’ αυτή τη νυχτερινή σιγή της σαβάνας. Τίποτα, μα τίποτα, δεν εμποδίζει να γίνεις μεζές στο οποιοδήποτε μεγάλο σαρκοβόρο. Όλες οι αισθήσεις σε υπερένταση μέχρι που να ‘ρθει αυτός ο ύπνος, ο ηδονικός.

Η Ορελί δουλεύει στο Κονγκό για μια  μη κυβερνητική οργάνωση. Δεν έμαθα το ακριβές επιτήδευμά της, έμαθα όμως πως μετά από εφτά μήνες τα ‘παιξε και πήρε την άδειά της για ‘ρθει στην Κένυα να ενώσει την πορεία της με κείνη του Ολιβιέ. Ο γλυκύτατος μη μου άπτου Ολιβιέ είναι κάτι σαν προγραμματιστής σε ηλεκτρονικά μαραφέτια και συνάμα γραφίστας. Όλα τα μέχρι τώρα δείχνουν πως η σχέση τους είναι μάλλον πλατωνική. Θα μου πεις και τι σε νοιάζει εσένα; εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Ε, να, έτσι, για λόγους περιγραφής το ανέφερα.


Σ’ ε λα βι


Χαράματα και με την τσίμπλα στο μάτι τσακίζουμε ένα πρωινό που θ’ αρκούσε να θρέψει τον τριπλάσιο από μας αριθμό γηγενών αλλά… σ’ ε λα βί, που λεν στοχαστικά οι απανταχού έχοντες και κατέχοντες. Κι όσο εμείς χλαπακιάζουμε, οι ένα γύρω αλητάμπουρες μπαμπουίνοι  καραδοκούν ν’ αρπάξουν, ακόμα και μες απ τα χέρια μας, οτιδήποτε είναι δυνατόν να φαγωθεί. Εννοείται πως μέσα στο εθνικό πάρκο διαβιούν και όλα τα μεγάλα σαρκοβόρα της Αφρικής. Η δε ασφάλειά μας απ αυτά περιορίζεται στο αν, κατά την ατυχή για μας στιγμή της επίσκεψής τους, ο Ντανιέλ, ή ο Γκισίρα, θα τ’ αντιληφθούν εγκαίρως ώστε ν’ αδράξουν τις πάντα οπλισμένες καραμπίνες τους. Ζήσε Μάη μου, δηλαδή. 


Εδώ που τα λέμε είναι ν’ απορεί κανείς πώς μπορούν να συνυπάρχουν οι ανθρώπινοι πληθυσμοί ανάμεσα σε μια πανίδα που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους κατασπαράξει. Και όμως.


Όταν η απορία μου πήρε τη μορφή της αφελούς ερώτησης, ο Γκισίρα, ο μάγειρας, που έχει κάνει και μούτσος σε γκαζάδικο κι έχει πιάσει πολλά μουράγια, μου απάντησε πως, εξ όσων γνωρίζει, οι πιθανότητες να μας κολατσίσει ένα λιοντάρι στη σαβάνα είναι πολύ λιγότερες από το να μας σακατέψει ένα τροχοφόρο στη χώρα μας. Λες!; Πάντως, χτες το απόγευμα γνωρίσαμε έναν ευτραφή της φυλής Σαμπουρού με ψιλή φωνούλα, τον μοναδικό ευτραφή Σαμπουρού που συναντήσαμε μέχρι σήμερα, ο οποίος, όπως μας είπαν, δεν είναι αρτιμελής. Κάτι του λείπει στο κάτω μέρος της κοιλιακής του χώρας. Όταν ήταν μικρός, λέει, είχε μπει ένας αλλά λέων μέσα στο χωριό του, επιφορτισμένος από τη Φύση με το καθήκον να εξασφαλίσει τον επιούσιο για την αγέλη του, οπότε… Ίσα που τον γλιτώσανε τον πιτσιρικά, την ύστατη στιγμή, μέσα από το στόμα του ζώου. Δυστυχώς όχι χωρίς απώλειες… Σ’ ε λα βί μον αμί!



Παν μέτρον άχρηστον;


Μένεις ενεός από την αρχιτεκτονική οικονομία των Σαμπουρού. Κλαριά, καλάμια και πηλός το περιτοίχισμα. Ράκη, κομμάτια σκουριασμένου τσίγκου και πλαστικού η στέγη. Η πυροστιά για το μαγείρεμα έξω απ την πόρτα. Καμιά απόπειρα άλλης δομικής αισθητικής αφού η ζωή, πλην του ύπνου ίσως, είναι το έξω. 


Πόσο άραγε μετράει η ανθρώπινη ζωή εδώ; Μετράει;

Σε ποιο ληξιαρχείο;

Σε ποιο κοιμητήριο;

Σε ποια στατιστική;

Σε ποια μνήμη, έστω;


Κι έπειτα… ποια η απόσταση της ελευθερίας του γηγενούς χόμο σάπιενς απ την ελευθερία του, λεγόμενου και «άγριου», ζώου; Ίσως καμιά. Η αρχιτεκτονική από ράκη δεν αποτελεί το διαχωριστικό στοιχείο. Και πού τάχα βρίσκεται το μέτρο της ποιότητας ζωής; Στο μέσα ή στο γύρω τους;…


Παν μέτρον άχρηστον!; Νομίζω πως αν έχει κάποια σημασία η αισθητική για τους Σαμπουρού,  αυτή αποτυπώνεται πάνω στο σώμα τους και μόνο. Η απίστευτη ποικιλία των σταμπωτών φορεμάτων, τα ενώτια, τα περικράνια, τα περιδέραια, τα κολάρα. Ίσως, πάλι, το νόημα να πρέπει να αναζητηθεί στα βλέμματα: Αθωότητα, απορία, απλότητα, στιγμιαίος θυμός… στακάτα συναισθήματα.




Κινούμαστε αργά, προσεκτικά, ανάμεσα σε άλλους κινούμενους όγκους. Τεράστιους σε σχέση με το δικό μας μπόι. Προσεκτικά γιατί αν εκνευρίσεις μια ελεφαντίνα έχεις να κάνεις με την κολοσσιαία ισχύ όλου του κοπαδιού. 

 

Ο αφρικανικός ελέφαντας δεν εξημερώνεται όπως ο ασιατικός, κι ο μόνος εχθρός του είναι ο άπληστος άνθρωπος. Αυτός που θησαυρίζει από τη λαθροθηρία του χαυλιόδοντα.

 

Όλα όμως δείχνουν πως τώρα πια η κατάσταση στην Κένυα είναι υπό έλεγχο.  Οι γηγενείς σέβονται αυτό το τεράστιο ζώο. Συνυπάρχουν μαζί του.



Λαϊσάμι


Τα μπαγκάζια μας βροντοκοπανιόνται στο τρέιλερ που σέρνουμε πίσω απ το λαντκρούζερ. Μέχρι στιγμής έχω απαθανατίσει πολλούς ελέφαντες, δύο τσιτά, μισό λιοντάρι (τόσο εξείχε από τα στάχυα), αρκετές καμηλοπαρδάλεις και άφθονες γαζέλες και ζέμπρες.


 Στο χωριό Λαϊσάμι μας σταματάνε κάτι ένστολοι. Ξύλινη μπάρα στο δρόμο και ανάστροφα καρφιά στο οδόστρωμα. Διαβατήρια!


 

Παίρνουν τον Ντανιέλ παράμερα και κάτι του λένε. Μας ζώνουν τα φίδια. Ξέρουμε πως ο Βορράς της Κένυα είναι διακεκαυμένη ζώνη αλλά…

 

Οι αγέλαστοι με τις λερές στολές και τα αυτόματα έτοιμα να φτύσουν το μολύβι τους μας ρίχνουν ματιές λέιζερ οριζοντίως και καθέτως. «Πάσπορτ!» μουγκρίζει ο πιο κακός. Κοιτάζει πότε τα πάσπορτ και πότε εμάς. Φτύνει με κάποια αηδία ένα «τς οκέι» και κάνει ένα νεύμα να ξεκουμπιστούμε. Το αίμα μας επανέρχεται στην κανονική του ροή και ξανά προς τη λόξα τραβά!


Έχουμε μπει στην περιοχή όπου, εξ όσων ισχυρίζεται ο μάγειρας, κυριαρχεί η φυλή Ρεντιγιέ. Για μας είναι δύσκολο να  ξεχωρίσουμε τους Ρεντιγιέ από τους Σαμπουρού γιατί, στο κάτω-κάτω, η διάφορά τους είναι κυρίως, αν όχι μόνο, γλωσσική. Κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο διασταυρώνονται μεταξύ τους για να φτιάξουν το νέο χαρμάνι. 


Στοπ, έχουμε ένα σκασμένο λάστιχο και σίγουρα θα μαζευτεί όλο το χωριό. Ευκαιρία να φωτογραφίσω φατσούλες παιδιών.

 



Μαρσαμπίτ


Κάποτε θα φτάσουμε κατάκοποι και στη Μαρσαμπίτ. Θ’ απαλλάξουμε το ρόβερ από τη μπαγκαζιέρα του και θα φάμε στ΄ αρπαχτά κάτι της συμφοράς. Μια σαλάτα με ο,τι μας βρίσκεται, από φασόλια μέχρι φυλλαράκια σέλινο, κάτι σαν ζαμπόν και κάτι σαν μαργαρίνη. Ούτε που δίνουμε σημασία πια στο τι καταβροχθίζουμε.

Είμαστε στην καρδιά του περιβόητου εθνικού πάρκου Μαρσαμπίτ. Μια καταπληκτική τροπική βλάστηση. Πανύψηλα δέντρα, πυκνά φυτρωμένα μεταξύ τους κι ένας στενός όσο και τραχύς χωματόδρομος  κόλαση για οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα. Ωστόσο, ο φοβερός Ντανιέλ, χειρίζεται το ρόβερ του με μια φινέτσα μαέστρου κλασικής μουσικής. Σα να βιώνεις το αντάτζιο του Αλμπινιόνι στην αφρικανική ζούγκλα, ας πούμε.



Στοπ! Μπροστά μας έχει οριζοντιωθεί ένας τεράστιος κορμός δέντρου για να μας φράξει την επική πορεία. Κανείς μας δεν θα κέρδιζε αν στοιχημάτιζε ότι ο Ντανιέλ δεν μπορεί να κάνει επιτόπου μεταβολή. Όχι μόνο την έκανε αλλά βρήκε κι έναν απερίγραπτο τρόπο για να παρακάμψει τον κορμό και να μπούμε βαθύτερα σ΄αυτή την απρόβλεπτη ζούγκλα. Μια ζούγκλα στα χίλια πεντακόσια μέτρα  υψόμετρο καθότι κρατήρας σβησμένου ηφαιστείου.



H Μαρσαμπίτ!…

Πολλές φορές είναι σόλοικο να μιλάς για αφρικανικές πόλεις. H Μαρσαμπίτ, ας πούμε, δεν είναι παρά ένας εκτεταμένος οικισμός από ισόγεια πλίνθινα και επί το πλείστον λαμαρινοσκεπή οικήματα.

Μοιάζει με αισθητική διαστροφή αλλά θα το παραδεχτώ: λατρεύω τους χωματόδρομους. Αναδύουν κάτι σαν άρωμα υγείας. Είναι αυτό το πυρακτωμένο χώμα και χρώμα της γης! Η λίγη σκόνη που αιωρείται από πάνω της.  Και μέσα της η φιγούρα ενός αγοριού που παίζει με το τσέρκι του.


Να κάνουμε τα λεφτά μας κέρματα. Όταν μπαίνεις σε κάποιες περιοχές του κόσμου πρέπει να έχεις κέρματα. Όσο γίνεται περισσότερα κέρματα. Και να τα βγάζεις ένα ένα από την τσέπη γιατί αλλιώς… δεν είσαι σωστός ταξιδευτής. Τα κέρματα είναι τα μικρά απαραίτητα διαβατηριάκια που…


Ναι ξέρω, τα ‘χω πει κι εγώ αυτά, ότι δεν πρέπει να… Όμως δεν ταξιδεύεις χωρίς καραμέλες, κέρματα, τσιγάρα και μικροδωράκια στα μπαγκάζια και στις τσέπες σου.


Νυκτωδίες


Νύχτα. Ακούω το χαρούμενο γελάκι της Ορελί. Τις ψεύτικες διαμαρτυρίες του Σάτσο. Μια λάμπα θυέλλης μόνο, ακουμπισμένη στο πτυσσόμενο τραπέζι. Παίζουν κάποιο παιχνίδι με την τράπουλα, που τους έμαθε ο Γιαρίμπ.


Ο Γκισίρα. συγκεντρώνει και πλένει τα κουζινικά του. Η άλλη παρέα πιο κει, στην πυροστιά, ο Ολιβιέ, η Ισαβέλλα και ο Όχαντ έχουν μια κουβέντα πάνω στο ρόλο των μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Μας περιβάλλει το απόλυτο σκοτάδι. Είμαι μόνος μπροστά στο άνοιγμα του αντίσκηνου και αφουγκράζομαι τη μυστηριακή γλώσσα της νύχτας.

Νοιώθω τα κλεφτρόνια τους μπαμπουίνους να καραδοκούν. Έχω αφεθεί στα θροΐσματα, στα συρίγματα, στις μυστηριακές νυκτωδίες.


Και δεν μπορώ να θυμηθώ πώς είναι η Αθήνα. Πώς είναι το σπίτι μου. Έχω ξεχάσει το καθετί. Κι αν κάτι θυμηθώ θα ναι σαν ξένο από μένα και θα φύγει σαν αστραπή από τη σκέψη μου.


Μια μέρα στην Αθήνα είναι χρόνος σχεδόν μηδενικός. Μια μέρα εδώ είναι μια ζωή… πώς να το περιγράψω; Πώς να εξηγήσω το γεγονός ότι εδώ η ζωή διαστέλλεται; Παίρνει κάποιο νόημα κι ας μην ξέρεις ποιο.

 

Για περισσότερες φωτογραφίες από την Κένυα:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα... 

 

Διαβάστε επίσης: 

ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΚΕΝΥΑ 3 - ΤΟΥΡΚΑΝΑ, ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΜΟ ΕΡΕΚΤΟΥΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 

Στο μέλλον θα ακολουθήσουν κι άλλo άρθρo για την Κένυα:

Κένυα 4 – Λαμού, κουλτούρα Σουαχίλι