ΒΙΡΜΑΝΙΑ 1 - ΛΙΜΝΗ ΙΝΛΕ, ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΡΗΧΑ ΝΕΡΑ

Front Picture: 

Στη λίμνη με τα είκοσι δύο χιλιόμετρα μήκος, έντεκα πλάτος και μόλις τρία μέτρα βάθος! Με τις δεκαεφτά πασσαλόπηκτες κώμες και ψαροχώρια, κατοικημένα από εβδομήντα χιλιάδες ιθαγενείς της φυλής Ίνθα. Με τους υδάτινους λαβύρινθους και τα πλωτά μποστάνια. Με τα εκατό βουδιστικά μοναστήρια και τις χίλιες τόσες στούπες.


Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥθΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.331/19.08.2006



Ένα αεροπλανάκι περίπου εξήντα θέσεων μας φραπεδιάζει πάνω από μια βαθυπράσινη ορεινή Βιρμανία.


Η γλυκούλα γηγενής που κάθεται δίπλα μου θα πρέπει να αναρωτιέται αν είμαι τρελός ή θρησκευόμενος, αν παραμιλώ ή αν προσεύχομαι.

 

Τώρα όμως που θα βγάλω το καρφιτσωμένο στο γιακά μου μικρόφωνο-ψείρα θα της λυθεί το μυστήριο. Της χαμογελώ αλογόκριτα και μου το ανταποδίδει. Η Βιρμανία είναι υπέροχη! 


Μισθώνουμε ένα αγοραίο, μια αρχαία σεβρολέτ, που κανονικά θα ‘πρεπε να βρίσκεται σε κάποιο μουσείο, για να διατρέξουμε τα περίπου σαράντα χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο μέχρι τη λίμνη Ίνλε.


Φτάσαμε, λέει. Ο ήλιος κάπου πρέπει να δύει αυτή τη στιγμή αλλά δεν ξέρω πού ακριβώς, αφού μια αντιπαθητική μουντάδα στην ατμόσφαιρα τα κάνει όλα φλατ. Και κυρίως τη διάθεσή μας. Τα πασσαλόπηκτα μπανγκαλόου που κλείνουμε είναι όντως «βέρυ μπιούτιφουλ», πλην, πουθενά λίμνη.

 

Περισυλλογή στην ομάδα.

Άλλα μας είπε ο ταξιδιωτικός πληροφοριοδότης. Πώς, και καλά, θα ‘χουμε τη λίμνη κάτω από τα πόδια μας. Ενώ κάτω από το σανίδωμα όπου βρίσκονται αυτή τη στιγμή τα πόδια μας δεν υπάρχει παρά μια απέραντη καλαμοειδής βλάστηση η οποία εκτείνεται πέρα από το οπτικό μας πεδίο.  Μια στιγμή! Μου ‘ρθε μια ιδέα. Μια κοτρόνα, ένα τούβλο, κάτι… Το κάτι έκανε ένα ηχηρό μπλουμ για να καταλάβουμε πως τρία μέτρα κάτω από τα πόδια μας είναι η επιφάνεια της λίμνης. Είμαστε πάνω από τη λίμνη Ίνλε, λοιπόν, και δεν το ξέραμε.



Επιπλέοντα μποστάνια


Τρεις κάποιου Γενάρη. Αυτή τη στιγμή στα πάτρια κάνει ψόφο, όχι όμως κι εδώ. Ως συνήθως ξυπνώ πρώτος, σαν κολασμένος, και φτιάχνω τον συνήθη κρύο καφέ μου, ένα σίχαμα. Κάπως όμως πρέπει να ικανοποιήσω το στερητικό μου σύνδρομο για καφεϊνη μέχρι να πάμε για μπρέκφαστ.


Ένας υδάτινος διάδρομος πλάτους τριών μέτρων διασχίζει τα υδρόφιλα φυτά για να καταλήξει κάτω από το πασσαλόπηκτο κατάλυμά μας. Τη μία του πλευρά διατρέχει η ξύλινη πλατφόρμα για να προσαράζουν οι πιρόγες. Μία απ’ αυτές προορίζεται για την περιπλάνησή μας στα μυστήρια της Ίνλε.


Ο ιθαγενής πιρογέρης μου στέλνει από το πλωτό του ένα γκουντ μόρνινγκ στη νοηματική. Στο βάθος, πέρα από τα υδρόφιλα, η λίμνη. Μια απέραντη λάμψη, γέννημα μιας αδιατάραχτης υδάτινης επιφάνειας κι ενός επιθετικού ήλιου.

Λίγο αργότερα θα μπούμε σαν τη τρελή χαρά μέσα στην επιμηκή πιρόγα. Μαράκι, Σάτσο, Ορέστης, Ισαβέλλα και ο γράφων. Δεν ρωτώ πού θα πάμε. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρεις ποτέ από τα πριν τι αξίζει να δεις και τι μπορεί να φωτογραφηθεί κάτω από τις εκάστοτε συγκυρίες. Το φωτογραφικό θέμα δεν το παραγγέλνεις όπως το γαυράκι με βλίτα. Είναι εν πολλοίς θέμα τύχης. Ο επιμένων νικά ή … χάνει, που λένε.



Για περίπου μία ώρα διατρέχουμε ένα λαβύρινθο από υδάτινους διαδρόμους που διασχίζουν την αυθορμήτως φυόμενη λιμναία χλωρίδα, αλλά και ανάμεσα από επιπλέοντα μποστάνια με ζαρζαβατικά. Ακριβώς έτσι: επιπλέοντα μποστάνια με ζαρζαβατικά.

Οι ιθαγενείς αγρότες της φυλής Ίνθα, που κατοικούν στην περίμετρο της λίμνης, έχουν κατορθώσει να μετατρέψουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της σε καλλιεργήσιμη επιφάνεια. Αυτά τα υδατοχώραφα αποτελούνται από ένα απίστευτα γόνιμο χαρμάνι νεροϋακίνθων και βαλτοχώματος, το οποίο «δένει» στον πυθμένα μέσω των αυτοφυών καλαμιών μπαμπού. Τώρα, μη με ρωτάς τι είναι ο «νεροϋάκινθος» και τι το «βαλτόχωμα» γιατί δεν ξέρω. Έτσι το είδα γραμμένο, έτσι το αναφέρω.



Λουλούδια, ντομάτες, φασόλια, κουνουπίδια, λάχανα, αγκινάρες, σκόρδα, κρεμμύδια, αμπέλια, πεπόνια, παπάγια, μπανάνες… όλα αυτά τα καλά τα παράγει η Ίνλε. Και όχι μόνο. Βγάζει και πολύ ψάρι. Και ιδιαίτερα ένα είδος κυπρίνου.



Έχουμε βγει στ’ ανοιχτά. Το απόλυτο φωτογραφικό «πρέπει», «μαστ» επί το ελληνικότερο, είναι, βεβαίως, η σιλουέτα του πιρογέρη με το πλωτό του.


Όρθιος στην πρύμνη, στέκεται σαν πελαργός στο ένα του πόδι ενώ συγχρόνως κοπηλατεί με το άλλο. Διότι, βεβαίως, τα χέρια είναι απασχολημένα με το χαρακτηριστικό κωνικό δίκτυ των αλιέων της Ίνλε. Μια κίνηση σαν απαλός χορός δίχως μουσική.


Να γιατί μ’ ενοχλεί που εμείς κινούμαστε μ’ εξωλέμβιο κινητήρα. Νιώθω να βιάζουμε μιαν ανεπανάληπτη οπτικοακουστική γαλήνη. Κι εκτός αυτού είμαι υποχρεωμένος στην ηλικία μου, να φωτογραφίζω σε μια ημιόρθια στάση κάνοντας το σώμα μου ελατήριο ώστε να απορροφά τους κραδασμούς της μηχανοκίνητης σκαφίδας.


 

Χίλιες και μία στούπες


Η επιφάνεια της Ίνλε βρίσκεται οχτακόσια εβδομήντα πέντε μέτρα πάνω από την επιφάνεια των ωκεανών. Έχει μήκος είκοσι δύο χιλιόμετρα και πλάτος γύρω στα έντεκα. Το βαθύτερο σημείο της δεν υπερβαίνει τα τρία μέτρα. Όχι, δεν πρόκειται για δακτυλογραφικό λάθος. Τρία μέτρα! Που σημαίνει ότι και να θέλεις να πνιγείς, που λέει ο λόγος, θα καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια.


Στις όχθες και στα διάφορα νησάκια της εδράζονται δεκαεφτά κώμες και χωριά με συνολικό πληθυσμό γύρω στα εβδομήντα χιλιάδες άτομα, στην πλειονότητά τους ιθαγενείς της φυλής Ίνθα.



Οι Ίνθα , όπως και οι περισσότεροι Βιρμανοί, είναι ευσεβείς βουδιστές. Και για του λόγου το αληθές η λίμνη περιβάλλεται από εκατό, περίπου, βουδιστικά μοναστήρια και χίλιες, πάνω-κάτω, στούπες. Εννοείται πως αν η παρέα ψηφίσει να επισκεφτούμε περισσότερες από δέκα, εγώ θα κάνω απεργία πείνας και σωματικής κίνησης. Ήδη μέχρι σήμερα στη Μιανμάρ έχω ανέβει εκατοντάδες σκαλοπάτια, υποχρεωτικά ανυπόδητος, για ν’ απαθανατίσω δεκάδες μοναστήρια και στούπες. Νισάφι!



Λίγο πριν προσαράξουμε στο λασπώδες σημείο της αποβίβασης, μας έχουν πλευρίσει, ναυμαχώντας μεταξύ τους, οι πιρόγες των μικροπωλητών. Το σώσε!

Σου πουλάνε ότι μπορείς να φανταστείς. Από φαγώσιμα μέχρι υφάσματα και από χειροτεχνήματα μέχρι αλανιάρες κότες. Απερίγραπτο. Και οι φωνές, και η επιμονή τους, αλλά και η γλύκα τους… Δύσκολο, πολύ δύσκολο να θυμώσεις με Βιρμανό. Η καλοσύνη είναι συστατικό στοιχείο του βουδιστικού πολιτισμού του.

Βγαίνουμε στη λάσπη και μας ακολουθούν πεζή, ακούραστοι και γελαστοί. Μέσα σε μια ώρα μπορείς ν’ αποκτήσεις με ελάχιστο χρήμα όσα χρειάζονται για να εφοδιάσεις ένα συνοικιακό μαγαζί χάντικραφτ στην Αθήνα.



Όμως ο χρόνος μας, που κυλάει με αντιπαθητική ταχύτητα, είναι κατ’ ανάγκη ανταγωνιστικό με το αγοραστικό πάθος μερικών εξ’ ημών. Συγχρόνως με μια φωτογράφιση σε ρυθμό πολυβόλου ψώνισα ένα είδος μουσικού οργάνου, μία συλλεκτική καπνοσύριγγα με μακρύ στέλεχος, ένα χάλκινο κουδουνάκι για τη σιδερόπορτα της αυλής μου και μια ζυγαρίτσα για τη συλλογή μου.



Κατόπιν τούτου έπεται η ανάβαση στις παγόδες. Μες στο λιοπύρι, φυσικά. Και παρ’ ότι υπήρξα ανέκαθεν ανεπίδεκτος περί τα θρησκευτικά, δεν γίνεται να μην εκστασιαστώ με τις κατασκευές των ανθρώπων προκειμένου να καλοπιάσουν και να εξευμενίσουν μεταφυσικές οντότητες που «εδράζονται στα ουράνια» ή δεν ξέρω πού αλλού.

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, κάθε φορά, προκειμένου να μπούμε σ’ ένα ναό πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια και να τ’ αφήσουμε στην είσοδο. Στην Γιανγκόν, στην οικονομική πρωτεύουσα δηλαδή, οι ξυπόλυτοι γαβριάδες που αλωνίζουν στη βάση της κάθε παγόδας σου ζητούν ένα ευτελές ποσό για να σ’ τα φυλάξουν. Ύστερα από μερικές μέρες σ’ αυτή τη χώρα, έχουμε εμπεδώσει την πεποίθηση πως, κι αν ακόμη δεν δεχτούμε να μας τα φυλάξουν επ’ αμοιβή, δεν υπάρχει ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να μας τα κλέψουν.



Αυτά προς επίρρωση της άποψης που θέλει την ανθρώπινη συνείδηση να μην καθορίζεται στενά, και μόνο, από την ταξική θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία, αλλά, περισσότερο ή λιγότερο, και από τον διάχυτο πολιτισμό που τον περιβάλλει εμποτίζοντας τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του από τα γεννοφάσκια του.



Τα του κόσμου τούτου


Μέρες τώρα προσπαθώ να διακρίνω τα σημάδια αστυνόμευσης και καταπίεσης του πληθυσμού εκ μέρους της στρατιωτικής χούντας που του ‘χει κάτσει στο σβέρκο, αλλά ομολογώ ότι δυσκολεύομαι. Λείπουν τα συνήθη κραυγαλέα και αδιαφιλονίκητα σημάδια «γύψου». Με εξαίρεση την πρώτη μέρα στην Γιανγκόν όπου εντοπίσαμε κάποιες παραπάνω στρατιωτικές στολές στους δρόμους, μέχρι στιγμής δεν αντιμετωπίσαμε ούτε μπλόκα ούτε έλεγχους κάθε τρεις και λίγο. Λες και η χούντα πασχίζει να φανεί «διακριτική», τουλάχιστον στα μάτια των λιγοστών ξένων επισκεπτών.


Ελάχιστες οι προπαγανδιστικές επιγραφές και τα  τσιτάτα, οι πατερναλιστικές νουθεσίες ή τα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» που να εκπορεύονται από τους ιστορικά ανάλογους με τους «δικούς» μας κολονέλους.

Απούσες και οι ρουφιανοκάμερες που εγκαθίστανται στον, δήθεν πολιτισμένο κόσμο για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Πουθενά, εν ολίγοις, δεν ένιωσα στο σβέρκο μου το οργουελικό βλέμμα του «Μεγάλου Αδελφού». Τουλάχιστον όχι φανερά.

 


Από φευγαλέες ματιές σε κάποιους τηλεοπτικούς δέκτες και εφημερίδες, ναι. Δεν μπορώ μεν να τις διαβάσω, αλλά οι φωτογραφίες τους είναι αρκούντως φλύαρες: πολλά πηλίκια και πολλές φανφάρες και παρατατζούμ.


Πέραν τούτου, όμως, φαίνεται ωσάν κανένας «γύψος» να μην μπορεί να διαταράξει την εσωτερική βουδιστική αρμονία, γαλήνη και στωικότητα αυτής της κοινωνίας. Φαίνεται πως τα του κόσμου τούτου είναι επουσιώδη για τον βουδιστή Βιρμανό.



 Ύστερα από μια σειρά παγόδες, στούπες και πλωτές αγορές είπαμε νισάφι. Να πάμε και σε κάνα χωριό, βρε αδερφέ, να περπατήσουμε και σε στέρεο πασσαλόπηκτο μαδέρι! Όπερ και εγένετο. Ξαμοληθήκαμε προς τη βόρεια και βορειοδυτική πλευρά της λίμνης, όπου πάνω στο νερό εδράζονται μια σειρά καταπληκτικά χωριά, πολυπληθείς οικισμοί με ισόγεια, διώροφα, ακόμη και τριώροφα ξύλινα σπίτια. Και εργαστήρια και σχολεία και εμπορικά καταστήματα, όλα ξύλινα, πάνω σε πασσάλους. Κάτι το ανεπανάληπτο! Ήμασταν παντού ευπρόσδεκτοι, στα εργαστήρια ασημιού, χαλκού, μεταξιού, ξύλου… Να μας ξεναγήσουν, να μας εξηγήσουν και, βεβαίως, να ψωνίσουμε και κάτι. Να σημειώσω και το καλύτερο: απέναντι στον φακό μου, ούτε ναζάκια ότι και καλά δεν θέλουν να φωτογραφηθούν, αλλά ούτε και χαζοχαρούμενες πόζες.



Νυχτιάτικες μανούβρες

Βραδιάζει. Ξεποδιαρασμένοι πλέον οφείλουμε να επιστρέψουμε στις ξενοδοχειακές φωλεές μας. Να ανακτήσουμε δυνάμεις για τις επερχόμενες εμπειρίες.

 

Ο βαρκάρης κι ο βοηθός του φαίνονται «κάπως», αλλά είμαστε κατάκοποι για να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το «κάπως». Η δύση του ήλιου μας βρίσκει εν πλω να διαπιστώνουμε ότι η πιρόγα μας δεν διαθέτει κανενός είδος πηγή φωτός κατάλληλου για νυκτερινό πλου. Νομίζω πως έχω αρχίσει να θωρακίζομαι με βουδιστική νηφαλιότητα για να μην αγχωθώ ή συγχυστώ για τέτοια ψιλοπράγματα. Αλλά πώς διάολο αυτοί οι δύο θα βρούνε τον δρόμοι μεσ’ απ’ αυτόν τον λαβύρινθο των υδατοδιαδρόμων;


Κάποιοι από την παρέα, δεν λέω ονόματα, αρχίζουν να ανησυχούν. Ιδιαίτερα όταν σφηνώνουμε μες στα βούρλα, μες στο άγχος και μέσα στο πηχτό πλέον σκοτάδι το οποίο προσπαθεί να αντιπαλέψει ένας ημιθανής φακός του ενός εκ των δύο του πληρώματος.


Μανούβρες ανεπιτυχείς. Ο ένας κατεβαίνει, χώνεται στο νερό σχεδόν μέχρι το σαγόνι και στηρίζει το σώμα του στο στρώμα απ’ τα υδρόβια που ριζώνουν στον πυθμένα. Από τη θέση αυτή σπρώχνει τη σκαφίδα και δίνει οδηγίες στον άλλο: δεξιά, αριστερά, πλαγίως, καθέτως, άνω, κάτω και λοιπά. Εμείς, ακίνητοι κι αμίλητοι. Ώσπου κάποτε, ύστερα από μισή ώρα, ξεκολλήσαμε, για να ξαναβρεί το κέφι μας τη σωστή του στάθμη, μόνο που… Μέχρι να φτάσουμε στο κατάλυμά μας παγωμένοι και ψιλομουσκεμένοι από την υγρασία θα ξαναπαιχτεί το ίδιο έργο άλλες δυο φορές. Για τον Σάτσο δεν υπήρχε εξ’ αρχής κανένα μυστήριο ως προς τη συμπεριφορά των δυο βαρκάρηδων. Μα καλά, τόσο άσχετοι είσαστε, δεν πήρατε χαμπάρι ότι ήταν "φτιαγμένα" τα παλικάρια;


 Οκτώ και τέταρτο το βράδυ. Μόλις μας χτύπησαν την πόρτα δυο γλυκούλες Βιρμανές λοξομάτες για να αποθέσουν δυο τριαντάφυλλα στα μαξιλάρια μας, εμένα και της Ισαβέλλας, με τη χειρόγραφη ευχή «καληνύχτα και όνειρα γλυκά». Το βρήκα πάρα πολύ συγκινητικό και τους χάρισα από ένα χειροφίλημα για το οποίο έμειναν εκστατικές. Όπως και να ’χει, και ανεξάρτητα απ’ αυτό το περιστατικό, η νοτιοανατολική Ασία έχει τους γλυκύτερους ανθρώπους όλης της Γης.



Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

Διαβάστε επίσης: ΒΙΡΜΑΝΙΑ 2 - ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν