ΙΝΔΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΧΙ ΣΤΗΝ ΤΖΑΙΠΟΥΡ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΟΙ
"Όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ινδία, δεν βλέπει την ώρα να φύγει”, μου είχε πει κάποτε ένας τακτικός επισκέπτης και λάτρης της χώρας. Για να προσθέσει: “Σχεδόν όμως όλοι ένα χρόνο αργότερα ονειρεύονται πότε θα επιστρέψουν”. Μια μικρή εισαγωγή στο ινδικό κοινωνικό σοκ μέσα από μια διαδρομή από το Νέο Δελχί στην Τζαϊπουρ.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 60 / 02.06.2001
Η ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ
Η ευωδιά καμένου πεύκου που αναδύεται από τα κούτσουρα στο τζάκι αναμιγνύεται ηδονικά με το άρωμα του σανδαλόξυλου που σιγοκαίει στη γωνία του καθιστικού, ενώ στον τοίχο προβάλλονται οι διαφάνειες από το Ραζαστάν κάτω από τους αργόσυρτους ήχους του σιτάρ του Ραβί Σανκάρ.
Μεγαλόπρεπα κάστρα, χλιδάτα παλάτια και λίμνες όπου μέσα τους αντανακλώνται είδωλα αρχαίων ναών εναλλάσσονται με σκηνές από δρόμους και σοκάκια, με το χαρούμενο κομφούζιο από τα ετερόκλητα και ποικιλόμορφα οχήματα, τις περιπλανώμενες ιερές αγελάδες, τα γραφικά παζάρια με την ατελείωτη γκάμα εμπορευμάτων και τις υπέροχα στολισμένες Ινδές, τυλιγμένες στις εκθαμβωτικές αποχρώσεις των σάρι τους.
Εικόνες που σε κάνουν να θέλεις να πετάξεις για κει με το πρώτο αεροπλάνο.Το διαβάζω στα πρόσωπα των φίλων μας που παρακολουθούν την προβολή. Το ακούω διατυπωμένο από το στόμα τους λίγη ώρα αργότερα, ανάμεσα στις μπουκιές από κοτόπουλο με κάρυ και σταφίδες. Κι εγώ μετράω πόσα ψέματα χωράνε στην ιλουτρασιόν αποτύπωση των σλάιντς. Η έστω, πόση μερική αλήθεια, με την αθέατη πλευρά καλά καλυμμένη πίσω από την πλανερή αποσπασματικότητα του τηλεφακού, το άρωμα του σανδαλόξυλου, τη μελωδία του σιτάρ και τη γεύση των μπαχαρικών.
ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ
O ταξιτζής που μας μεταφέρει από το αεροδρόμιο στο κέντρο του Δελχί πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Χτες το βράδυ η ινδική εθνική ομάδα του κρίκετ θριάμβευσε επί του Πακιστάν στα προημιτελικά του παγκόσμιου πρωταθλήματος.
Όλη η χώρα παρακολούθησε τον αγώνα καθηλωμένη μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες, απολαμβάνοντας λεπτό προς λεπτό την ταπείνωση του μισητού αντίπαλου. To σκίσαμε το Πακιστάν! Το τσακίσαμε, το λειώσαμε, το πατήσαμε κάτω! Γι αυτό και η επινίκια γιορτή, λέει ο ταξιτζής, δεν έχει τελειωμό.
Λιώμα από το τζετ λάνγκ αλλά και με μια υπερένταση που αποκλείεται να μας αφήσει να κοιμηθούμε, βγαίνουμε λίγο αργότερα από το ξενοδοχείο ν’ αναζητήσουμε την Ινδία που πανηγυρίζει, επιχειρώντας μια πρώτη βόλτα με τα πόδια στην καρδιά του Νέου Δελχί.
Η Κόνατ Σκουερ αποτελείται από έναν εσωτερικό κι έναν εξωτερικό περιφερειακό δακτύλιο γύρω από μια μεγάλη κυκλική πλατεία, απ’ όπου ξεκινάνε ακτινωτά οκτώ αρτηρίες. Άψογη εγγλέζικη πολεοδομική χάραξη, πεζοδρόμια με σκεπαστό περιστύλιο, παλιά κτίρια με αρχιτεκτονική προσωπικότητα και σαφείς αποικιοκρατικές επιδράσεις.
Θα μπορούσε να είναι ένας ωραίος περίπατος, αν από τις πέντε αισθήσεις λειτουργούσε μόνο η όραση, και μάλιστα επιλεκτικά ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Διότι χαμηλότερα, κυριαρχεί η ζοφερή πραγματικότητα των ξεκοιλιασμένων δρόμων, επενδυμένη ηχητικά από το μονόχορδο παρακαλετό των ζητιάνων: Οne roupie, sir, one roupie.
Χέρια απλωμένα σε ικεσία που σε τραβούν σε κάθε σου βήμα, άνθρωποι που σούρνονται κατάχαμα μέσα σε λάσπες και σκουπίδια, δίπλα σε λιμνούλες απροσδιόριστης υφής, βλέμματα απλανή, άδεια, τυφλά ή, αντίθετα, μάτια τεράστια και τσιμπλιασμένα που τρώνε ολόκληρο το σκαμμένo από την πείνα πρόσωπo.
Ακόμα και το φως ετούτη την ώρα μοιάζει θολό, βρώμικο, μουντό, σα να περνάει μέσα από ένα φίλτρο σκόνης. Ένα ακίνητο πέπλο που σκεπάζει τα πάντα μαζί με μια απερίγραπτη δυσωδία, ένα πνιγερό χαρμάνι αναθυμιάσεων χωματερής, αμμωνίας και μεθανίου, ασφαλώς πολύ μακριά από το άρωμα του σανδαλόξυλου που ανασαίνανε οι φίλοι μας την ώρα της προβολής.
Με τη ψυχική μας διάθεση σμπαραλιασμένη, την ανημπόρια μας απέναντι σ’ ένα τέτοιο όγκο δυστυχίας δεδομένη αλλά και τις κοινωνικές ενοχές μας στο ζενίθ τους, δρασκελίζουμε στην τύχη τα στενά που ενώνουν τις μεγάλες αρτηρίες μεταξύ τους, παρακάμπτοντας ανάπηρους επαίτες, ψωριάρικα σκυλιά κι ανοιχτούς οχετούς.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, καταρρέω ντυμένη πάνω στο κρεβάτι και παραμένω ακίνητη και ξύπνια, ατενίζοντας το τίποτε. Προσπαθώ να ελέγξω την τρελή επιθυμία που με κατακλύζει ετούτη την ώρα να το βάλω στα πόδια τρέχοντας ασταμάτητα μέχρι να βγω από τα σύνορα αυτής της χώρας.
Σίγουρα η Ινδία δεν είναι μόνο όσα αποσπασματικά αντικρίσαμε σ’ αυτήν την πρώτη σχεδόν υπνοβατική βόλτα στο Δελχί. Είναι όμως μία πραγματικότητα τόσο κυρίαρχη που χρειάζονται μέρες πολλές για ν’ αρχίσεις να διακρίνεις και πράγματα πέρα απ’ αυτήν, όλα εκείνα τα θαυμαστά που κοσμούν με ακριβές τετραχρωμίες τις πολυτελείς ταξιδιωτικές εκδόσεις και σ’ έκαναν να ονειρευτείς να τα δεις κάποτε κι από κοντά.
Τόσες χώρες του λεγόμενου "Τρίτου Κόσμου" προηγήθηκαν στη ζωή μου πριν από τούτη εδώ, κατά συνέπεια ο κατάλογος του ανθρώπινου πόνου που ‘χω αντικρύσει με τα ίδια μου τα μάτια είναι αρκετά μακρύς. Εδώ όμως η εξαθλίωση έχει μια άλλη διάσταση που την κάνει να μοιάζει αξεπέραστη: αυτή των συντριπτικών μεγεθών και της πληθυσμιακής συμπίεσης, ένας ωκεανός μιζέριας που μετράει εκατοντάδες εκατομμύρια απόκληρους σε μία και μόνη χώρα. Και κυρίως η παθητική αποδοχή της κατάστασης από τους λιμοκτονούντες σαν μια θεόσταλτη δοκιμασία, που όποιος την υπομείνει αγόγγυστα θα αμειφθεί ανάλογα με μια καλύτερη επόμενη μετενσάρκωση.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Το επόμενο πρωί, στις περιοχές που διασχίζουμε με το ναυλωμένο αυτοκίνητο με προορισμό την Τζαϊπούρ, το Δελχί μας δείχνει ένα πρόσωπο διαφορετικό, κοντά στα στερεότυπα που προβάλουν τα τουριστικά φυλλάδια, με περιοχές καταπράσινες, πάρκα και πλατιές λεωφόρους με αέρα κοσμοπολίτικο.
Εδώ γύρω απλώνεται και το Δελχί των διεθνών ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, το ορμητήριο των οργανωμένων γκρουπ, που “γνωρίζουν” τη χώρα καλά οχυρωμένοι πίσω από την παραμορφωτική προστατευτική ασπίδα των κλιματιζόμενων πούλμαν, περιφερόμενοι από μνημείο σε μνημείο, κι από “αξιοθέατο” σε “αξιοθέατο”, περνώντας μόνο από καθωσπρέπει κεντρικές αρτηρίες, αναπαυτικά καθισμένοι πίσω από τα φυμέ τους τζάμια, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, τα προτεταμένα χέρια, τις ικεσίες του πλήθους και τις οσμές των παράπλευρων δρόμων.
Ο οδηγός μας ονομάζεται Γιαντσάντ και κατάγεται από την πολύπαθη επαρχία του Κασμίρ.
Όχι, δεν έχει ξαναγνωρίσει Έλληνες. Πού βρίσκεται αλήθεια η Ελλάδα; Near Italy, του λέω. Α! Κάνει, και κουνάει το κεφάλι.
Φαίνεται ότι η απάντηση τον ικανοποιεί γιατί δεν ρωτάει τίποτε άλλο. Εξ’ άλλου, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, τ’ όνειρό του τοποθετείται πιο βόρεια και συγκεκριμένα στη Γερμανία. Η δική του εκδοχή του παραδείσου. Εκεί θα ‘θελε να ζήσει μας εξομολογείται.
Κάποιος Γερμανός πελάτης που περιέφερε με τ’ αυτοκίνητο επί ένα μήνα ανά την Ινδία του υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα μεριμνήσει για την έκδοση της βίζας. Βγάζει απ’ την τσέπη και τη σχετική καρτ ποστάλ που του ‘στειλε τα περασμένα Χριστούγεννα. Να, εδώ μένει, μου λέει και μου δείχνει τη φωτογραφία.
Στην κάρτα δεσπόζει η αψίδα του θριάμβου με τη γαλλική σημαία και τα Ιλίσια Πεδία φωταγωγημένα. Του εξηγώ ότι το Παρίσι ανήκει στη Γαλλία και όχι στη Γερμανία. Δεν μπορεί, μου λέει, ο καλός κύριος που θα του ανοίξει την πύλη για τη Γη της Επαγγελίας είναι Γερμανός. Ναι, ασφαλώς, του απαντάω μόνο που προφανώς η κάρτα που του έστειλε δεν είναι από την πατρίδα του αλλά από τη Γαλλία. Μάλλον θα πήγε εκεί για τουρισμό, διευκρινίζω, όπως ήρθε και στην Ινδία.
Προς στιγμή ο Γιαντσάντ κλονίζεται. Το γερμανικό όνειρο που μήνες τώρα είχε λάβει τη συγκεκριμένη μορφή του παρισινού μνημείου βυθίζεται πάλι στην ασάφεια. Μεσολαβεί μια παρατεταμένη και βαριά σιωπή πριν την ερώτηση: Πόσο μακριά βρίσκεται το Παρίσι από την Γερμανία; Η Φραγκφούρτη πρέπει να απέχει γύρω στα εξακόσια χιλιόμετρα, του λέω. Πως! Δηλαδή όση απόσταση χωρίζει το χωριό του απ’ το Δελχί; Και το Παρίσι ανήκει σε άλλη χώρα; Μα πως γίνεται αυτό; Τόσο μικρές χώρες έχει η Ευρώπη; Και πως είναι δηλαδή τόσο πλούσιες κι ισχυρές;
ΤΖΑΪΠΟΥΡ
Στην είσοδο του ξενοδοχείου μας στην Τζαϊπούρ αποχαιρετούμε τον Γιαντσάντ και το γερμανικό του όνειρο, υποσχόμενοι πως ασφαλώς και θα τον προτιμήσουμε αν ξαναχρειαστούμε οδηγό κατά την παραμονή μας στο Ραζαστάν, αρκεί πρώτα να συνέλθουμε από τη σημερινή οδική μας εμπειρία.
Μα γιατί; απορεί.
Διότι, του εξηγούμε, τέσσερις αναποδογυρισμένες νταλίκες και ένα λεωφορείο εκτός δρόμου που φωτογραφήσαμε σε μια διαδρομή μόλις διακοσίων πενήντα χιλιόμετρα είναι μάλλον υπερβολικός αριθμός τροχαίων, ακόμα και για τα ελληνικά στάνταρς.
Κι επειδή ήρθαμε εδώ για να γνωρίσουμε τη χώρα, όχι όμως απαραίτητα και τα νοσοκομεία της, για την ώρα τελούμε υπό κατάσταση σοκ και λέμε να κάνουμε το υπόλοιπο ταξίδι με τα πόδια.
Μα είναι θέμα κάρμα, ξεκαθαρίζει ο Γιαντσάντ, βάζοντας με μια και μόνο φράση τα πράγματα στη θέση τους (κι εμείς οι αφελείς που πιστεύαμε ότι τα τροχαία είχαν να κάνουν με τον τρόπο οδήγησης και την κατάσταση του οδικού δικτύου!). Κατόπιν τούτου, τον διαβεβαιώνουμε ότι θα επανεξετάσουμε το ζήτημα υπό το φως των νέων αυτών δεδομένων και, Σίβα θέλοντος, ίσως οι δρόμοι μας διασταυρωθούν ξανά στο προσεχές μέλλον. Για την ώρα όμως, χαίρετε!
Η Τζαϊπούρ χρωστάει την ίδρυσή της στον μαχαραγιά Τζάι Σινγκ, πολεμιστή και αστρονόμο του 18ου αιώνα. Το 1727, καθώς έφθινε η εξουσία των Μογγόλων αυτοκρατόρων στην Ινδία, ο εν λόγω μαχαραγιάς αποφάσισε πως ήταν καιρός να εγκαταλείψει το οχυρωμένο κάστρο στο λόφο και να κατέβει στην πεδιάδα να φτιάξει μια νέα πόλη. Πιστός στην παράδοση, προχώρησε στη σχεδίαση των περιφερειακών τειχών της πόλης καθώς και τη διαίρεσή της σε έξι ορθογώνιους παραλληλόγραμμους τομείς, εφαρμόζοντας τους πολεοδομικούς κανόνες του Σίλπα Σάστρα, αρχαία ινδουιστική αρχιτεκτονική πραγματεία. Εφτά πύλες εξασφάλιζαν την είσοδο στην πόλη ενώ τα τείχη της και τα κτίρια της βάφτηκαν στα ροζ, χρώμα που στο Ραζαστάν συμβολίζει τη φιλοξενία, χαρίζοντας συνάμα στην Τζαϊπούρ τη σημερινή της φωτογένεια.
Ώρα εννιά το πρωί και η πόλη αρχίζει να παίρνει σταδιακά το ρυθμό της. Τα μαγαζιά στην αγορά Τσαντπόλ σηκώνουν ένα ένα τα ρολά τους κι οι μαγαζάτορες απλώνουν σιγά σιγά την πραμάτεια τους έξω, ή πίνουν το τσάι τους αραχτοί κατάχαμα στα σκοτεινά, μέσα στα καταστήματά τους, στριμωγμένοι ανάμεσα στα πιο ετερόκλητα εμπορεύματα. Υφάσματα, πλαστικά σκεύη, λαχανικά, σαμπρέλες, κατσαρόλες, ζαχαρωτά, βραχιόλια και υλικά συσκευασίας, στοιβάζονται φύρδην μίγδην, σε πάγκους και πεζοδρόμια, παρέα με εργαλεία, σαπούνια, ξυλόγλυπτα, μπαχαρικά και εικονίτσες ινδουϊστικών θεοτήτων αδιακρίτως.
Στους γύρω δρόμους, η κίνηση πεζών κι οχημάτων πυκνώνει κάθε στιγμή. Οι ζητιάνοι κι οι ανάπηροι είναι πιο παρόντες παρά ποτέ, μόνο που σε αντίθεση με το μάλλον γκρίζο Νέο Δελχί, εδώ μοιάζουν σαν να κολυμπάνε μέσα σε μια θάλασσα από χρώματα: Γυναίκες με σάρι σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, μυξιάρικα μωρά με μάτια βαμμένα με κόλ στην αγκαλιά τους, ξυπόλυτα πιτσιρίκια που τρέχουν χαρούμενα από πίσω τους ξεφωνίζοντας, κι όλα αυτά με φόντο το ζωηρό ροζ των κτιρίων και το πολύχρωμο χάος των δρόμων.
Κάρα με καμήλες, βοϊδάμαξες, δίκυκλα, τρίκυκλα, ποδηλατορίκσα, ετοιμοθάνατα αυτοκίνητα και ξεχαρβαλωμένα λεωφορεία, όλα διεκδικούν με πάθος μια θέση στο οδόστρωμα ανάμεσα σε διάφορα περιφερόμενα ζώα ελεύθερης βοσκής, από ιερές αγελάδες μέχρι γουρούνια και κατσίκες. Όλα μαζί παραδομένα στο έλεος του πλήθους σαν ακυβέρνητα καράβια της ασφάλτου.
Σκηνές βιβλικής καταστροφής εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, με τους επιβάτες πάσης φύσεως τροχοφόρων να κρέμονται σαν τσαμπιά απ’ τα παράθυρα και τα καπό, τους διαβάτες να εφορμούν στο πέρασμα των οχημάτων δημόσιας χρήσης και ν’ αρπάζονται απ’ οτιδήποτε εξέχει απ’ αυτά, μπάρες, χερούλια εξατμίσεις, μπράτσα ή πόδια των ήδη επιβιβασμένων, την ίδια στιγμή που ορισμένοι από τους εποχούμενους εγκαταλείπουν το σκάφος απροειδοποίητα (και πάντα εν κινήσει, εννοείται), επειδή εντόπισαν κάποιο φίλο τους μέσα στα κύματα του πλήθους ή απλά επειδή λύγισαν κάτω από το βάρος των υπόλοιπων συνταξιδιωτών τους.
Η σταθερή πάντως συνισταμένη του ινδικού αστικού τοπίου, που παραμένει ως φαίνεται πιο αδιασάλευτη κι από την μυθική ηρεμία του Βούδα χωρίς ωστόσο να μπορεί να καταγραφεί ποτέ από κανέναν φωτογραφικό φακό, είναι η απερίγραπτη αποφορά που αναδύεται από τους δρόμους (και) της Τζαϊπούρ. Μια οσφραντική πραγματικότητα τόσο ισχυρή που φτάνει ορισμένες στιγμές να εκμηδενίζει κάθε άλλη αίσθηση, δική μας τουλάχιστον, γιατί σε ό,τι αφορά τους ίδιους τους κατοίκους κανείς δε δείχνει να ενοχλείται από τίποτε.
Στα σοκάκια των γειτονιών, τα παιδιά πλατσουρίζουν ανέμελα μέσα στο βούρκο ή μαζεύουν τα σεπτά περιττώματα των ιερών μηρυκαστικών ως καύσιμη ύλη και τα πλάθουν με τα χέρια σαν κιμά για μπιφτέκια σχάρας. Οι νοικοκυρές πλένουν, σκουπίζουν ή μαγειρεύουν κι ύστερα αδειάζουν στο δρόμο εν είδη χωματερής τα επακόλουθα της εργασίας τους, ενώ γουρούνια, σκυλιά, αγελάδες και λοιπά τετράποδα διεκπεραιώνουν για λογαριασμό του δήμου της Τζαϊπούρ τη δωρεάν αποκομιδή σκουπιδιών με τη μέθοδο της επί τόπου βρώσης τους.
Και η ζωή των φτωχών συνεχίζεται, με τις μικροχαρές και τα ζόρια της, δυό μόλις βήματα απόσταση από το επιβλητικό σύμπλεγμα του Σίτυ Πάλας, τόπο κατοικίας του μαχαραγιά της Τζαϊπούρ, όπου κατευθυνόμαστε τώρα για μια ανάπαυλα από την παραζάλη των δρόμων.
Οικοδόμημα που ξεκίνησε επί των ημερών του Τζάι Σίνγκ, το παλάτι γνώρισε διάφορες προσθήκες από τους διαδοχικούς μαχαραγιάδες, κι αυτό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα ένα τμήμα του έχει μετατραπεί σε μουσείο ενώ στο υπόλοιπο εξακολουθεί να στεγάζεται ο τέως μαχαραγιάς της πόλης, που έχασε μεν τον τίτλο του από την δημοκρατική ινδική κυβέρνηση, κατάφερε όμως, κατά πώς φαίνεται, να διατηρήσει αλώβητο σημαντικό μέρος από την περιουσία του.
Η έκθεση με τα προσωπικά αντικείμενα του μαχαραγιά και των προγόνων του, που περιλαμβάνει εκατοντάδες πίνακες, χαλιά, όπλα, αυτοκίνητα, μινιατούρες, κοσμήματα και άλλα, δεν παραθέτει παρά μικρό μόνο μέρος από την παλιά χλιδή και τα μεγαλεία των ξεπεσμένων αρχόντων της Τζαϊπούρ, αρκετό πάντως για να καταλάβει κανείς γιατί οι Άγγλοι αποικιοκράτες έπεσαν να πεθάνουν από το κακό τους όταν υποχρεώθηκαν τελικά να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους από τη χώρα το 1947. Όλες οι μυθικές Ινδίες ξετυλίγονται σ’ αυτές τις αίθουσες, με τη λάμψη από πολύτιμους λίθους και φτερά παγωνιού, κι έναν απόηχο από σαφάρι με ελέφαντες και τομάρια τίγρεων απλωμένα στο πάτωμα.
Δίπλα από το παλάτι, το Τζαντάρ Μαντάρ, κι αυτό έργο του Τζάι Σινγκ, στέκει αδιάψευστος μάρτυρας του ιδιαίτερα πρωτότυπου χόμπι του ιδρυτή της πόλης: Ένα ολόκληρο αστεροσκοπείο για προσωπική του χρήση είχε φτιάξει ο ιδιόρρυθμος μαχαραγιάς, με ειδικές κατασκευές και όργανα για τον υπολογισμό της θέσης των άστρων, των αζιμούθιων, των εκλείψεων και άλλων ουράνιων φαινομένων.
ΑΜΠΕΡ
Η πραγματική όμως αποκάλυψη της Τζαϊπούρ βρίσκεται καμιά δεκαριά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ψηλά στο λόφο όπου κατοικούσε ο Τζάι Σιγκ πριν κατέβει στην πεδιάδα να ιδρύσει την πόλη του. Πρόκειται για το κάστρο της Αμπέρ, παλιάς πρωτεύουσας του κρατιδίου.
Η ανέγερση του παλατιού-κάστρου ξεκίνησε το 1592, υπό τις προσταγές του μαχαραγιά Μαν Σινγκ, διοικητή του ραζαστάνικου τμήματος του στρατού του Μογγόλου αυτοκράτορα Ακμπάρ. Ο μεγάλος Μογγόλος ήταν ο μόνος που κατάφερε επί βασιλείας του να φέρει στα νερά του τα πολυδιαιρεμένα αλλά ανυπότακτα στο μεγαλύτερο μέρος τους κρατίδια του Ραζαστάν. Και να επωφεληθεί βεβαίως από τις σημαντικές πολεμικές αρετές των στρατιωτών τους που φημίζονταν για το ιδιαίτερα αναπτυγμένο πνεύμα αυτοθυσίας και τις μάχες που έδιναν μέχρις εσχάτων ακόμα και στις πιο απέλπιδες καταστάσεις.
Κανένας από τους διαδόχους του Ακμπάρ δεν κατάφερε στη συνέχεια να πετύχει ανάλογη χρυσή ισορροπία στο Ραζαστάν, που δεν σταμάτησε από τότε να πονοκεφαλιάζει τους Μογγόλους κατακτητές και να φθείρει την εξουσία τους. Και βεβαίως το κάστρο της Αμπέρ έπαιξε σημαντικό αμυντικό ρόλο όταν κατά καιρούς οξύνονταν οι σχέσεις των τοπικών ηγεμόνων με την κεντρική μογγολική εξουσία ενώ, μέχρι την ύστατη στιγμή της εγκατάλειψής του, ο τελευταίος του ένοικος, ο Τζάι Σινγκ φρόντιζε για την επέκταση και το στολισμό του.
Σ’ αυτόν λοιπόν χρωστάει το κάστρο την τελική μορφή του έτσι όπως αντανακλάται μαγευτικά μέσα στα αρυτίδωτα νερά της λίμνης, κάτω από το λόφο, χαρίζοντας στους ταξιδιώτες μια ανεπανάληπτη παραμυθένια εικόνα, απ’ αυτές που απαντώνται μόνο στην ινδική υποήπειρο και ευθύνονται για το τόσο διαδεδομένο ανά τους αιώνες φαινόμενο του “μαγνητισμού των Ινδιών”.
“Όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ινδία, δεν βλέπει την ώρα να φύγει”, μου είχε πει κάποτε ένας τακτικός επισκέπτης και λάτρης της χώρας. Για να προσθέσει: “Σχεδόν όμως όλοι ένα χρόνο αργότερα ονειρεύονται πότε θα επιστρέψουν”. Μάλλον θα πρέπει να συνταχθώ με τη διαπίστωσή του. Γιατί παρ’ όλο που γνωρίζω πια από πρώτο χέρι και την σκοτεινή πλευρά της σελήνης, έχω συλλάβει πάνω από μια φορά τα κύματα της νοσταλγίας έτοιμα να με παρασύρουν για κει.
Διαβάστε επίσης για την Ινδία:
ΙΝΔΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΧΙ ΣΤΗΝ ΤΖΑΙΠΟΥΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 2 - ΤΑΖ ΜΑΧΑΛ, ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 3 - ΤΖΑΙΣΑΛΜΕΡ, ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 4 - ΠΟΥΣΚΑΡ, Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΦΙΔΙΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 5 - ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 6 - ΧΗΡΕΣ (ΚΑΙ ΧΕΙΡΕΣ) ΓΙΑ ΚΑΨΙΜΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 7 - ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΝΕΑ, ΩΡΑΙΑ, ΥΠΑΚΟΥΗ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 8 - ΑΝΕΓΓΙΧΤΟΙ, ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΙΝΔΙΑ 9 - ΣΕΚΑΓΟΥΑΤΙ, Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΚΑΛΕΡΙ ΤΟΥ ΡΑΖΑΣΤΑΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Για φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...