ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 3 - ΓΚΑΡΙΦΟΥΝΑ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΓΚΕ
Σουλατσάρουμε εκεί που ξεθυμαίνει ο Ωκεανός. Διασκεδάζουμε με τα μαυράκια που πλατσουρίζουν στα ρηχά. Με τους αραχτούς στην κουνιστή πολυθρόνα μπαρμπαθωμάδες. Ακούω χωρίς ν΄ακούω, τη νέγρικη μουσική κι αισθάνομαι ένα γύρω την παρουσία του Μπομπ Μάρλεϋ. Από τα οχτώ μέχρι τα εβδομήντα οχτώ τους, όλοι εδώ χορεύουν ή κινούνται στο ρυθμό της ρέγκε. Φτιάχνον-τας μουσική μ’ έναν άδειο τενεκέ, με δυο ξυλάκια, με τις παλάμες , με την ψυχή τους. Όλα είναι ρέγκε.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 105/13.04.2003
Προηγούνται:
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 2 - ΑΤΙΤΛΑΝ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ... | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Λίβινγκστον, λέει! Αργά ή γρήγορα θα μάθω ποιος ήταν αυτός ο, προφανώς επιφανής, άνδρας, το όνομα του οποίου δόθηκε στην κουκίδα του χάρτη πού ’χω μπροστά μου. Ως όνομα με παραπέμπει σε Άγγλο ναύαρχο επεκτατιστή. Και στην καλύτερη των περιπτώσεων σε Άγγλο Διαμαρτυρόμενο ιεραπόστολο για τη γούνα του οποίου η Ιερά Εξέταση των Ισπανών κονκισταδόρες θα είχε πολλά ράμματα. Κι αν ισχύει αυτό το δεύτερο, τότε ο εν λόγω τύπος μού είναι αυτομάτως συμπαθής διότι τα ράμματα που έχω εγώ για τη γούνα της Ιεράς Εξέτασης είναι πολλά περισσότερα. Στο κάτω κάτω και ο Ρόμπερτ Ντενίρο που τό ‘παιζε ιεραπόστολος στο Μίσσιον, συμπαθής μου ήτανε. Να, αυτές είναι οι παγίδες του καλού σινεμά!
Για την ώρα είμαστε ακόμη στο Ρίο Ντούλτσε και σχεδιάζουμε να πατήσουμε αύριο, ή το πολύ μεθαύριο, το πόδι μας στην προειρημένη κουκίδα. Και ως εκ τούτου, μετράμε και ξαναμετράμε το έχειν μας μπας και με το πολύ μέτρημα αυγατίσει.
Όχι πως δεν τα ‘χαμε προϋπολογίσει όλα σωστά αλλά, να, το Λίβινγκστον μας προέκυψε ως το κατιτίς. Ως το κερασάκι στην τούρτα και ως η εκδίκηση της γυφτιάς τη στιγμή που εσείς θα τουρτουρίζετε στον χιονιά της Αθήνας ενώ εμείς, την ίδια στιγμή, θα λουόμαστε στην Καραϊβική. Και θα γιορτάζουμε το έμπα της νέας χρονιάς στο ρυθμό της σάμπας. Και κουκαράτσα! και κουκαράτσα!
Ρίο Ντούλτσε, που λες! Το Ντούλτσε σημαίνει γλυκό. Το Ρίο σημαίνει άλλοτε ποτάμι κι άλλοτε κανάλι. Εν προκειμένω όμως το Ρίο Ντούλτσε είναι ένα ποταμοκάναλο μήκους καμιά σαρανταριά χιλιομέτρων που συνδέει τη λίμνη Ιζαμπάλ με τη θάλασσα της Καραϊβικής. Αυτή η Ιζαμπάλ, διαθέτει μια επιφάνεια πεντακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και μια υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της Καραϊβικής ένα μόλις μέτρο. Το φαντάζεσαι; Σχεδόν αλφαδιά. Άντε τώρα να μιλήσεις για ποτάμιο ρου! Στην πραγματικότητα, και σύμφωνα με τους νόμους της Φύσης, αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση του νερού μέσα στο κανάλι δέχεται και μια αντίθετη, παλιρροϊκού χαρακτήρα ώθηση και γι’ αυτό κατευθύνεται πότε προς τη θάλασσα και πότε προς την Ιζαμπάλ με αποτέλεσμα η γεύση του να είναι άλλοτε γλυφή και άλλοτε υφάλμυρη. Έτσι, τουλάχιστον, λέγεται. Εγώ προσωπικώς αρνήθηκα να τη δοκιμάσω. Είναι, πάντως, ένας ιδανικός υδροβιότοπος για τους πελεκάνους που πολύ μ’ αρέσουν και, γενικότερα, για μια πανίδα που στα κιτάπια μου καταλαμβάνει μια μακροσκελή λίστα από είδη.
Για την παρόχθια ομώνυμη πολίχνη που καταλύσαμε δεν προτίθεμαι να σου γράψω κατεβατά ολόκληρα.
Όχι γιατί δεν αξίζει τον κόπο, αξίζει και παρααξίζει αλλά, να, πρέπει να τη θυσιάσω στο βωμό της οικονομίας του έντυπου χώρου.
Κανονικά λέγεται Φροντέρας αλλά μόνο ο χάρτης την αναφέρει ως τέτοια. Ούτε καν οι κάτοικοί της, που λέει ο λόγος, δεν την ξέρουν ως Φροντέρας. Όλοι την ονοματίζουν Ρίο Ντούλτσε.
Και τη δίδυμη αδερφή της, στην απέναντι νότια όχθη του καναλιού, Ρίο Ντούλτσε την ονοματίζουν κι αυτή. Ασχέτως αν στο ληξιαρχείο είναι καταχωρημένη ως Ελ Ρελλιένο.
Καπελώθηκαν βλέπεις κι οι δυο τους απ την ελκυστική προσωπικότητα του ποταμοκάναλου.
Οι δυο ομώνυμες δίδυμες πολίχνες, λοιπόν, συνδέονται μεταξύ τους με τη μεγαλύτερη τσιμεντογέφυρα που κατασκευάστηκε ποτέ στην Κεντρική Αμερική. Σκέψου πως κάναμ’ ένα μισάωρο για να τη διατρέξουμε πεζή. Άσε που είναι και πανύψηλη για να περνάνε από κάτω τα χλιδάτα ιστιοφόρα των Γουατεμαλτέκων λεφτάδων. Γιατί, μη νομίζεις, υπάρχει κι αυτό το είδος άγριας πανίδας στη Γουατεμάλα. Και γιατί να το νομίζεις, εξάλλου, αφού ξέρεις πολύ καλά πως η υπερσυγκέντρωση των αγαθών στα χέρια των λίγων συνεπάγεται την εξαθλίωση των πολλών. Αυτή είναι μια πραγματικότητα τόσο αρχαία όσο και η πρώτη αποταμίευση καρπών από τον προάνθρωπο Χόμο Ερέκτους. Ίσως και αρχαιότερη, για να λέμε τα σύκα σύκα και το πλυντήριο πλυντήριο.
Η Φροντέρας ουσιαστικά είναι ένας δρόμος. Και σ’ αυτόν τον δρόμο είναι συγκεντρωμένη όλη η οικονομική κίνηση της περιοχής: το παζάρι, τα εμπορικά, τα οτέλς της συμφοράς αλλά και κάνα δυο μουράτα, τα καρνάγια, τα φαγάδικα και τα ιδιωτικά πρακτορεία που εξασφαλίζουν την ποτάμια κυκλοφορία. Ο πληθυσμός της είναι κυρίως Μάγια. Για τους οποίους Μάγια, όπως θα ‘χεις αντιληφτεί από τις προηγούμενες ανταποκρίσεις μου, τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια. Κι ας είναι κάπως αγέλαστοι, κλειστοί και άφιλοι. Έχουν τους λόγους τους.
Κάτω από την τεράστια τσιμεντογέφυρα, λοιπόν, υπάρχει μια ξύλινη, πασσαλόπηκτη κατασκευή, πανέμορφη, δε λέω, που λειτουργεί ως φαγάδικο και ως μπαρ για όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου. Τι να σου πω, ένα όνειρο! Ειδικά τη νύχτα. Είναι κι αυτή η γοητευτική μπίζνεσγούμαν που το διευθύνει! Κάτι μάτια υγρά και καυτά! Ένα υπομειδίαμα!.. Η τσιμεντογέφυρα των αναστεναγμών! Στη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Ο ΠΛΟΥΣ
Θυμάσαι τον Τόμας που γνώρισα στην Ατιτλάν; Εκείνον τον Γερμανό με την πλαστική φωτογραφική μηχανούλα που μιλάει και γελάει ακατάπαυστα ακόμα και μόνος του; Ε, λοιπόν, ο Τόμας στέκει εδώ στην πλατφόρμα μπροστά μας έτοιμος να επιβιβαστεί στην ίδια βενζινάκατο με μας. Είναι, βέβαια, μια σύμπτωση αλλά όχι και διαβολική αν σκεφτείς πως, κατά πρώτον, την ιδέα περί Λίβινγκστον του την είχαμε εμφυσήσει εμείς όταν συντρώγαμε το βράδυ της μεγάλης βροχής στην Παναχατσέλ και, κατά δεύτερον, πως πολλοί, μπορεί και οι περισσότεροι εκ των αχαλίνωτων ταξιδιωτών, έχουν την τάση να πηγαίνουν σε ασύμβατες περιοχές. Αλό Τόμας! Χαρούλες και τέτοια. Ήταν ανάγκη!;
Αυτός ο μούργος, ο μεστίζος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης της βενζινακάτου, προσπαθεί να μας πάρει τα διπλά απ αυτά που χρεώνει τους ντόπιους. Τον αφήσαμε όμως στα νύχια της Ισαβέλλας που είναι ικανή να του δώσει όχι τα διπλά αλλά τα μισά. Θα φας καλά δικέ μου!
Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε σειρές καθισμάτων για δύο επί πέντε, δέκα άτομα. Κι αυτός ο αγιογδύτης στούμπωσε το πλωτό μαγαζάκι του με είκοσι ενήλικες, δίκην κονσέρβας. Συν ο ίδιος και ο παραγιός του, ίσον είκοσι δύο. Τι να πεις; Ό,τι και να πεις θα σε πουν γκρινιάρη. Μόνο ο Τόμας γελάει. Και μη με ρωτήσεις γιατί γελάει. Φαίνεται πως οτιδήποτε κι αν του συμβαίνει εκτός Γερμανίας είναι συνώνυμο της ευτυχίας. Κι εδώ που τα λέμε!...
Ό,τι κι αν σου ‘πα προηγουμένως γι αυτόν τον γλίτσα τον ιδιοκτήτη του ταχύπλοου δεν ισχύει εν πλω. Εν πλω είναι κεφάτος, καλαμπουρτζής και παιχνιδιάρης. Μας κάνει και κάτι σλάλομ με μεγάλη ταχύτητα που ακόμη και ‘γω πού ‘χω κόψει τα λούνα παρκ παιδιόθεν την καταβρίσκω. Όχι βέβαια με την ιδέα ότι θα στουκάρουμε σε κάποιον πλεούμενο κορμό, ούτε ότι θα ανατραπούμε σ’ αυτά τα νερά που, καταπώς επληροφορήθην, βρίθουν από κροκόδειλους, αλλά γιατί αυτός ο τύπος έχει το ταλέντο να κάνει τους επιβάτες του να χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Βέβαια, μ’ αυτή την ταχύτητα και, κυρίως, μ’ αυτή τη δόνηση του βενζινοκίνητου η φωτογράφηση είναι μια άκρως πονεμένη ιστορία, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για να τιμήσω την πατρίδα. Ο δε Τόμας που με νομίζει ως αυθεντία του είδους, ας πρόσεχε, προσπαθεί με την πλαστική μηχανούλα του να απαθανατίσει τα ίδια με μένα θέματα. Καλά! Όταν δεις τα έργα σου στο Μόναχο θα μελαγχολήσεις δικέ μου.
Τραβάμε ανατολικά προς την εκβολή του ποταμοκάναλου στην Καραϊβική. Ό,τι κι αν πω για το Ρίο Ντούλτσε θα είναι λίγο. Δεν ήμουν καθόλου προϊδεασμένος κι έτσι η έκπληξή μου είναι ακόμη πιο έντονη. Αυτό το κανάλι μέχρι να χυθεί στη θάλασσα διασχίζει μιαν εκπληκτική ζουγκλοειδή φύση απίστευτης ομορφιάς. Μια προστατευόμενη περιοχή που απαγορεύεται ακόμη και το ίχνος της αρβύλας σου ν’ αφήσεις. Πανύψηλα τροπικά δέντρα που φτάνουν μέχρι την όχθη, δευτερεύοντα ποτάμια και ποταμάκια που, αφού διασχίσουν τα παράπλευρα κάνυον, χύνουν τα νερά τους στην υδάτινη λεωφόρο. Αλλά και ατέλειωτοι πλωτοί λαβύρινθοι από παρακάναλα του ίδιου του κεντρικού φορέα. Κύριε γλίτσα, άξιος ο μισθός σου! του φωνάζω ελληνιστί. Γουάτ; Νάθινγκ, νάθινγκ, κάπταιν, συνέχισε τα τρελά σου. Και τα συνέχισε λες και κατάλαβε.
Ενίοτε μας μπάζει στα παρακάναλα φιορδ και τα διασχίζει με σβηστή μηχανή και μηδενική ταχύτητα για να μη διαταράξει την φυσική τους γαλήνη. Για να μην τρομάξει την άγρια πανίδα. Το νερό εδώ είναι κρυστάλλινο. Τα κλαριά των παράπλευρων δέντρων που σκιάζουν τον υδάτινο διάδρομο μας υποχρεώνουν να σκύβουμε. Ό,τι κι αν έχουν φανταστεί οι χριστιανοί για τον παράδεισό τους είναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Λογικό. Αφού η ανθρώπινη φαντασία αντλεί από τη φύση, πώς θα μπορούσε να την υπερβεί; Το «κατ εικόνα και ομοίωση» δεν είναι παρά η έκφραση της απόλυτης αδυναμίας της ανθρώπινης σκέψης να ξεπεράσει τις μορφές, ή τους συνδυασμούς των μορφών, της φυσικής πραγματικότητας που την περιβάλλει. Και της οποίας είναι προϊόν... Άσε, καλύτερα γιατί θα εκτραπώ πάλι!
Ο καπετάνιος, που κακώς εν θερμώ χαρακτήρισα «γλίτσα», μας φέρνει πολύ κοντά στα κλαριά όπου ξεκουράζονται οι ερωδιοί, οι κορμοράνοι, οι αλκυόνες, οι παπαγάλοι... Και όχι μόνο μας φέρνει κοντά, παρά στρέφει το σκάφος του ούτως ώστε να μου δίνει και τη σωστή γωνία φωτογράφησης. Μεγάλε!
Όσο προχωρούμε προς την Καραϊβική, τόσο πιο άγριο, τόσο πιο θεαματικό γίνεται το παρθένο τοπίο.
Κάπου κάπου βλέπεις και μερικά μεμονωμένα πασσαλόπηκτα ξύλινα σπιτάκια ιθαγενών Μάγια που νομίζεις πως είναι δομημένα πάνω σ’ ένα απέραντο πράσινο χαλί από επιπλέοντα νούφαρα με φόντο την τροπική βλάστηση. Ζουν απομονωμένοι, ποιος ξέρει το πώς και το γιατί, αχρονικοί εδώ και αιώνες.
Είναι και κάποια άλλα σημεία που μοιάζουν απαγορευμένα για τους κοινούς θνητούς. Με υπερπολυτελείς παραθεριστικές επαύλεις με πισίνες, μαρίνες, ιστιοφόρα και ιδιωτικούς σεκιουριτάδες.
Ο κάπταιν δεν πάει πολύ κοντά. Σ΄ αυτή τη χώρα δεν θέλει και πολύ για να πιέσει κανείς μια σκανδάλη.
Κόβει ταχύτητα, σταματά τον κινητήρα, στρέφει την αθόρυβη πλέον πορεία του προς την όχθη και μας συνιστά να μην ανασαίνουμε. Είδε έναν τάπιρο, λέει, και θα ‘μαστε πολύ τυχεροί αν καταφέρουμε να τον φωτογραφίσουμε. Πρόκειται για ένα τεράστιο ζώο που φτάνει τα τριακόσια κιλά και το μέγεθος του γαϊδάρου. Όλες οι φωτογραφικές είναι στραμμένες προς τις φυλλωσιές κι όλες οι ανάσες είναι κομμένες. Πλην, άνθρακες ο θησαυρός αφού το μόνο που αντιληφθήκαμε ήταν το θρόισμα που προκάλεσε το ζώο κατά το φευγιό του. Και μετά το φευγιό του θα μάθουμε πως, εκτός από τους τάπιρους, σ’ αυτή τη ζούγκλα ζουν και ιαγουάροι, και διάφορα είδη πιθήκων, και κροκόδειλοι, και ιγκουάνα, και φίδια πολύ επικίνδυνα, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να σου υπονομεύσει έναν ρομαντικό κυριακάτικο περίπατο.
Αυτή τη φορά ο σεφ πλευρίζει μια ξύλινη προβλήτα. Σε δυο ώρες ραντεβού εδώ, διατάζει σαν δημοδιδάσκαλος υπεύθυνος σχολικής εκδρομής. Έχε χάρη που σε συμπάθησα, αλλιώς...
Είναι ένα μονοπάτι το οποίο μετά από μια δίωρη πορεία μέσα στη ζούγκλα, αν δεν είσαι πολύ βλάκας ή πολύ αφηρημένος, θα σε ξαναφέρει πίσω, στην προβλήτα. Κι εξ άλλου ο κάπταιν μας έδωσε για συνοδό τον παραγιό του μην τυχόν και πατήσουμε αφηρημένοι το παραμονεύον ανοιχτό στόμα κάποιου κροκόδειλου καϊμάν.
Όταν μας το ‘πε στην προβλήτα μου φάνηκε ως μπαγιάτικο αστείο, πλην όμως... Πλην όμως, σε κάποιες βαλτολακκούβες ο παραγιός έπραξε το καθήκον του. Άξιος ο μισθός του, δε λέω, αφού οι ανατριχιαστικά ακίνητες και ορθάνοιχτες μασέλες του προειρημένου τέρατος ήταν παραλλαγμένες σαν τροπικά φυτά της ζούγκλας. Τόσο που σου ‘ρχόταν να τα χαϊδέψεις. Αυτό ακριβώς περίμενε κι ο κροκόδειλος. Και λίγο ακόμα θα χάναμε τον Τόμας διότι, ενώ εγώ με τον τελέ μου κρατούσα μια απόσταση ασφαλείας από το ύπουλο κτήνος, ο Γερμανός φωτογραφολάτρης με την πλαστική μηχανούλα ήθελε να το πλησιάσει στο ένα μέτρο για να εξασφαλίσει μια θέση στην Ιστορία δίπλα στον... πωστολένε, στον Ιντιάνα Τζόουνς. Κι αν δεν είχαμε και τον παραγιό να φωνάζει, νο σερ, ντέιντζερ, ντέιντζερ! θα λιγόστευε ο πληθυσμός της Ομόσπονδης Γερμανικής Δημοκρατίας κατά μία γελαστή και χαρούμενη μονάδα.
Απροπό, η ζωντανή γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια που ακούει στο όνομα Ισαβέλλα με πληροφόρησε πως υπήρξε κάποιος Σκώτος ονόματι Ντέιβιντ Λίβινγκστον γύρω στο Χίλια Οχτακόσια Σαράντα.
Αυτός ο Λίβινγκστον σπούδασε γιατρός αλλά μια ωραία μέρα τα βρόντησε γιατί αποφάσισε να σώσει, ως ιεραπόστολος πλέον, αντί για τα σώματα, τις ψυχές των Αφρικανών αμαρτωλών.
Δεν ξέρω αν και σε πόσες ψυχές έδωσε εισιτήριο για τον Παράδεισο. Εκείνο που ξέρω είναι πως στην Ιστορία κατέχει τη θέση ενός από τους σημαντικότερους εξερευνητές της Μαύρης Αφρικής.
Κι επειδή για τον δικό μας Λίβινγκστον δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα μάθω τίποτα όσο είμαι ‘δω, άνοιξε καμιά γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια στο διαδίκτυο, τι το ‘χεις; κι αν μάθεις τίποτα μου το λες και μένα όταν γυρίσω.
ΟΙ ΓΚΑΡΙΦΟΥΝΑ
Η εκβολή του Ρίο Ντούλτσε στην Καραϊβική είναι κάτι το ανάδελφο. Βγαίνεις κάπως απρόοπτα από το τροπικό περιβάλλον και όλα μετά είναι νερό. Το απέραντο νερό. Θολό, μη φανταστείς καμιά Μεσόγειο. Και στο βάθος του Ορίζοντα ν’ αφρίζουν τα ριφ. Τα ριφ είναι οι κοραλλιογενείς ύφαλοι όπου σπάνε και ξεθυμαίνουν τα ωκεάνεια κύματα. Τα ριφ είναι ο εφιάλτης των ναυτικών. Αν πέσουν πάνω τους πάπαλα! Θεοσχωρέστους.
Η Γουατεμάλα βρέχεται δυτικά από τον Ειρηνικό και ανατολικά από τον Κόλπο της Ονδούρας που είναι τμήμα της Καραϊβικής. Η οποία Καραϊβική, με τη σειρά της, δεν είναι παρά προέκταση του Ατλαντικού. Μόνο που η ακτογραμμή της Γουατεμάλας από την πλευρά της Καραϊβικής δεν είναι πάνω από... στάσου να πιάσω τον χάρτη και το υποδεκάμετρο... Δεν είναι πάνω από εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή από τα σύνορά της με το Μπελίζε μέχρι τα σύνορά της με την Ονδούρα. Δηλαδή τι είναι; μια μεγάλη πλαζ είναι που κατοικείται από τους Γκαρίφουνα. Όλοι μαύροι. Πολύ μαύροι. Για τους οποίους Γκαρίφουνα θα τα πούμε αργότερα.
Με μια τόσο πολύτιμη έξοδο στη θάλασσα θα περίμενε κανείς ένα λιμάνι στο ύψος των γεωπολιτικοοικονομικών περιστάσεων. Που να δέχεται τάνκερ, φορτηγά και εμπορικά κάποιου σοβαρού τονάζ. Τίποτα τέτοιο. Από την ακτή μέχρι τα ριφ η θάλασσα είναι τόσο ρηχή που μόνο ψαροκάικα κυκλοφορούν. Αλλά και η αποβάθρα του Λίβινγκστον, δεν έχει μεγαλύτερο κύρος από τους μόλους των δικών μας νησίδων της άγονης γραμμής. Όλοι είναι μαύροι εδώ αλλά πολύ διαφορετικοί απ όλους όσους μαύρους έχω δει στη ζωή μου. Θα σου εξηγήσω εν ευθέτω χρόνω το τι θέλω να πω.
Στην Αφρική μας έφερες ρε καπετάνιο; Ο κάπταιν γελάει βροντερά και προσπαθεί να μας δεσμεύσει για την επιστροφή. Και μάλιστα όχι δια λόγου. Δια ζεστού, και κυρίως δια χειροπιαστού, νομίσματος. Θα σε προτιμήσουμε καπετάνιο γιατί είσαι σπαθί. Μόνο που αυτή τη φορά θ’ αναλάβω εγώ προσωπικώς τη διαπραγμάτευση. Ποιος είπε πως και οι μύγες δεν έχουν ξύγκι;
Το τρίτο ξενοδοχειάκι που επισκεφτήκαμε είναι και το καλύτερο. Φιλικό, ανθρώπινο, καθαρό και ευχάριστο. Η είσοδός του είναι κάτι σαν ερασιτεχνικό μουσείο ειδών λαϊκής τέχνης. Συμπάθησα ακαριαία τον ιδιοκτήτη του και μόνο για το γεγονός ότι είναι τόσο ρακοσυλλέκτης όσο κι εγώ. Ανάμεσα στ’ άλλα έχει μια ποδοκίνητη ραπτομηχανή σαν τη δική μου κι ένα σίδερο σιδερώματος που πυρώνει με κάρβουνα. Επ’ αυτού του ρίχνω στ’ αφτιά διότι εγώ διαθέτω τρία από δαύτα. Είναι μεστίζος, όπως όλοι οι μεγαλομικρομεσαίοι επιχειρηματίες στη Γουατεμάλα, και για καλή τύχη του Τόμας, που δεν ξεκολλάει από δίπλα μας, είχε ένα ακόμα ελεύθερο δωμάτιο στο βάθος της αυλής με τους φοίνικες, τα άνθη και τις αιώρες. Και για κακή δική μου τύχη το δωμάτιο αυτό είναι μεσοτοιχία με το δικό μας. Θα το θυμάσαι, φαντάζομαι, πως ο Τόμας μιλάει και γελάει ακατάσχετα ακόμα κι όταν βρίσκεται τελείως μόνος του.
Όπως θα ξέρεις, η Αμερική είναι η τελευταία Ήπειρος που εποικίστηκε από τις μογγολοειδείς φυλές του είδους Χόμο Σάπιενς. Κι αυτό συνέβη χάρη στην υποχώρηση και των τελευταίων παγετώνων, πριν από είκοσι χιλιάδες περίπου χρόνια. Και συγγνώμη που δεν μπορώ να είμαι πιο ακριβής. Οι φυλές αυτές, που προερχόντουσαν από την κεντροανατολική Ασία, μετανάστευαν κατά κύματα περνώντας τον προσπελάσιμο πλέον Βερίγγειο και εποίκησαν σιγά σιγά την Αμερικάνικη Ήπειρο από την Αλάσκα μέχρι τη Γη του Πυρός. Γι αυτό εξ άλλου και όλες οι φυλετικές αποχρώσεις των σημερινών Αμερινδών, Αζτέκοι, Μάγια, Ίνκας, όλοι, έχουν μογγόλικα χαρακτηριστικά. Οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι της καυκάσιας εκδοχής του είδους μας ανακάλυψαν την Αμερική και τους «άγριους» Αμερινδούς ιθαγενείς πριν από πεντακόσια χρόνια. Για να τους μάθουν τι εστί πολιτισμός. Φωτιά, τσεκούρι, Ιερά εξέταση, ρεβόλβερ και κρεμάλα.
Το μικρό νησάκι του Σαιν Βινσέντ που βρίσκεται στην ανατολική Καραϊβική κατοικιόταν από την ινδιάνικη φυλή Αραγουάκς. Περί τα μέσα του Δέκατου Έβδομου Αιώνα όμως, μια άλλη ινδιάνικη φυλή της ηπειρωτικής Νότιας Αμερικής, οι Καλίπουνα, πολύ νταηλίδικη αυτή, έκανε ντου στο Σαιν Βινσέντ και ξεπάστρεψε όλους τους αρσενικούς Αραγουάκς για να ζευγαρώσει με τις χήρες, τις αδερφές και τις κόρες τους. Φαντάσου λιγούρια που ήταν!
Απ αυτή την ιστορική στιγμή και πέρα οι απόγονοί τους αποτέλεσαν ένα φυλετικό χαρμάνι το οποίο οι Ισπανοί ονόμασαν «Καρίμπες». Απ όπου και η λέξη Καραϊβική. Και ξέρεις τι σημαίνει η λέξη «Καρίμπες»; Κανίβαλοι! Εννοείται πως οι άνθρωποι κάθε άλλο παρά κανίβαλοι ήσαν.
Αλλά τι περιμένεις από τα απότοκα της Ιεράς Εξέτασης; Εδώ παραλίγο να κάψουν ζωντανό και τον Ελ Γκρέκο γιατί άφηνε στους πίνακές του να φανεί λίγο βυζάκι παραπάνω!
Το Χίλια Εξακόσια Τριάντα Πέντε, δυο ισπανικές καραβέλες φορτωμένες με κατάμαυρους Νιγηριανούς σκλάβους ναυάγησαν στ’ ανοιχτά του Σαιν Βινσέντ. Αλλά δεν έμειναν στ’ ανοιχτά να τους φάνε οι καρχαρίες. Κολύμπησαν και βγήκαν στη στεριά για να την κάνουν τσιφλίκι τους. Κατόπιν τούτου, Νιγηριανοί, Καρίμπες και ξεπεσμένοι Ισπανοί, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο φαγωμάρας περί του ποιος θα ‘χει το πάνω χέρι στο νησί, τα βρήκαν μεταξύ τους και, ό,τι έγινε έγινε ρε παιδιά, ας αναμείξουμε τα χρώματα και χρωμοσώματά μας κι ό,τι προκύψει. Κι επειδή οι μαύροι ήταν πιο παιδαράδες και σεξουαλικώς ακατάβλητοι επικράτησαν ως χρώμα και δημιούργησαν το νέο πληθυσμό, μαύρο εννοείται, που ονομάστηκε Γκαρίφουνα. Παραφθορά του Καλίπουνα.
Το Σαιν Βινσέντ εκείνη την εποχή ήταν αποικία των Άγγλων, άλλοι εκπολιτιστές αυτοί! Επειδή όμως οι Καρίμπες ήταν ανεπίδεκτοι αγγλοσαξωνικού πολιτισμού, κι έχοντας την υποστήριξη των υστερόβουλων Γάλλων, οι οποίοι το ‘παιζαν απελευθερωτές των απανταχού καταπιεσμένων, εκτός απ αυτούς που καταπίεζαν οι ίδιοι, είπαν στους Άγγλους μαζεύτε τα μάγκες γιατί δεν σας πάμε, είσαστε πολύ χλεμπονιάρηδες για τα γούστα μας. Έναν Ρόμπιν Χουντ έχετε κι έναν Σαίξπηρ, καλοί είναι, δε λέμε, πλην κανείς απ τους δυο τους δεν γράφει μουσική όπως ο Μπομπ Μάρλεϋ, άρα αδειάστε μας τη γωνιά. Και μετά από μια τέτοια προχρονολογημένη προσβολή κατά των Μπητλς έγινε της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα. Γιατί, σιγά μην άφηναν οι Άγγλοι τον εκλεκτό μεζέ στους Γάλλους υποκινητές. Και δεν τον άφησαν. Το χώμα βάφτηκε κόκκινο και οι Άγγλοι, έπιασαν να πουλάνε όσους απ τους Καρίμπες επέζησαν ως δούλους δεξιά κι αριστερά.
Το ίδιο έκαναν, εις το όνομα του Πατρός, και οι Ισπανοί αργότερα, το Χίλια Εφτακόσια, όταν κληρονόμησαν τους Γκαρίφουνα από τους νικημένους εν τω μεταξύ Άγγλους. Τι σου είναι η ανθρώπινη Ιστορία, φίλε μου! Αντί για σεξ, Δημοκρατία και Παρθενώνες είναι γεμάτη σφαγές, γενοκτονίες και καταπίεση. Μετά σου λέει είμαστε πιο εξελιγμένοι απ τους γορίλες! Σκατά! Οι γορίλες είναι πολύ ευγενικά όντα.
Τα χρόνια κύλησαν και οι Γκαρίφουνα πέρναγαν από τον διωγμό στη δουλεία κι απ τη δουλεία στο διωγμό αλλά, καρπεροί καθώς ήσαν από εξανέκαθεν, επιβίωσαν. Και μάλιστα χωρίς να πάψουν να περπατούν χορεύοντας στο ρυθμό της ρέγκε.
Σήμερα οι μελανόχρωμοι Γκαρίφουνα ζουν, εργάζονται, αυξάνονται και πληθύνονται έξω από τα δεσμά της δουλείας, της άμισθης εννοώ, σ’ όλο το μήκος των ακτών της Νικαράγουας, της Ονδούρας, της Γουατεμάλας και του Μπελίζε. Μπελίζε λέγεται η πρώην Βρετανική Ονδούρα αλλά μη μου ζητήσεις να επεκταθώ και επ’ αυτού. Νισάφι!
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΓΚΕ
Εδώ δεν βλέπω πουθενά ασοβάντιστους τσιμεντόλιθους. Και σχεδόν πουθενά σκουριασμένες κατσαρές λαμαρινοσκεπές. Τα μπουγαδόνερα δεν αυλακώνουν τους χωματόδρομους. Οι αυλές είναι ανοιχτές, προσβάσιμες και ανθισμένες. Τα ξύλινα σπιτάκια μοιάζουν φιλόξενα. Δεν κρύβουν τρομαγμένους κατοίκους. Οι πόρτες τους λες και είναι πάντα ανοιχτές. Οι χοντρές ηλικιωμένες Γκαρίφουνα με τις φαρδιές φούστες, που τις κάνουν να φαίνονται ακόμα πιο χοντρές, μαζεύονται στις αυλόπορτες ή στη δημόσια στέρνα της μπουγάδας για μεγαλόφωνο, σχεδόν κραυγαλέο, κουσκούς. Τα παιδιά, τα μαυράκια, χαλούν τον κόσμο με τα παιχνίδια και τις ζαβολιές τους. Οι Γκαρίφουνα δεν χαμηλώνουν το βλέμμα τους απέναντι στο δικό μου. Μπορεί να μου γελάσουν, μπορεί να με χαιρετίσουν, μπορεί και ν’ αδιαφορήσουν εντελώς για την παρουσία μου ή μπορεί και να ενοχληθούν από τον φακό μου αλλά δεν θα με φοβηθούν. Ο φόβος και η δυσπιστία απέναντι στον λευκό ξένο είναι χαρακτηριστικά των Μάγια. Όπως και των Κέτσουα στο Περού. Όπως και των Τσιάπας στο Μέξικο. Απολύτως δικαιολογημένα.
Ο φόβος και η δυσπιστία στους Αμερινδούς είναι πολύ αρχαία πολιτισμικά αντανακλαστικά που έχουν σωματοποιηθεί μέσα από αιώνες καταπίεσης και φονικής καταστολής. Και κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά. Οι Γκαρίφουνα όμως, παρά τα ανάλογα ιστορικά τους βιώματα είναι εξωστρεφείς. Και φευγάτοι. Ωχ αδερφέ! σου λέει.
Το Λίβινγκστον είναι ουσιαστικά ένας δρόμος. Όχι παράλιος αλλά παράλληλος με την ακτή. Και καμιά δεκαριά δευτερεύοντες κάθετοι προς αυτόν. Εδώ είναι συγκεντρωμένη όλη η εμπορική κίνηση: τα φαγάδικα που είναι και πρωινάδικα, τα μπαρ που είναι και βραδυνάδικα, τα τσέιντζ μάνεϋ που είναι και ηλεκτρονικάδικα, και τα πανδοχεία που είναι και πανδοχεία για τους περιστασιακούς ταξιδιάρηδες.
Είναι τόσο ωραία τα φαγάδικα του κεντρικού δρόμου που θέλουμε να κάτσουμε σε όλα. Είτε πεινάμε είτε όχι. Αλλού το πρωινό, αλλού το γεύμα, αλλού το δείπνο κι αλλού τον καφέ.
Το πρόβλημα είναι πως μέχρι να παραγγείλεις, μέχρι να σε σερβίρουν, μέχρι να φας και μέχρι να πληρώσεις, έχεις χάσει το ένα τρίτο της ημέρας σου περιμένοντας. Κανείς δεν βιάζεται. Και κανείς δεν σου ζητά ν’ αδειάσεις το τραπέζι διότι είναι κι άλλοι που περιμένουν. Μοιάζουν όλοι για φτωχοί που δεν βιάζονται να πλουτίσουν. Εδώ ο χρόνος δεν είναι χρήμα. Εδώ ο χρόνος είναι η ίδια η ζωή που μετριέται στο ρυθμό της ρέγκε. Και το χρήμα δεν γεννά ζωή. Γεννά άγχος. Λίβινγκστον και άγχος όμως είναι έννοιες ασυμβίβαστες.
Σουλατσάρουμε εκεί που έρχεται να ξεθυμάνει ο Ωκεανός. Σουλατσάρουμε κάτω από τους φοίνικες κι εκστασιαζόμαστε από τη χαμηλή πτήση των πελεκάνων πάνω από την υδάτινη επιφάνεια.
Διασκεδάζουμε με τα νεγράκια που πλατσουρίζουν στα ρηχά. Με τους αραχτούς στην κουνιστή πολυθρόνα μπαρμπαθωμάδες. Κάπως έτσι φαντάζομαι τη Τζαμάικα, λέει ο Ορέστης, ίσως και να ‘μαι στη Τζαμάικα και δεν το ‘χω καταλάβει. Ακούω χωρίς ν΄ ακούω, τη νέγρικη μουσική κι αισθάνομαι ένα γύρω την παρουσία του Μπομπ Μάρλεϋ. Δεν έχει κι άδικο ο γιος μου. Από τα οχτώ μέχρι τα εβδομηνταοχτώ τους, όλοι εδώ χορεύουν ή κινούνται χορεύοντας ρέγκε. Φτιάχνοντας μουσική ρέγκε μ’ έναν άδειο τενεκέ, με δυο ξυλάκια, με τις παλάμες τους, με την ψυχή τους. Όλα είναι ρέγκε.
Και πρέπει ν’ αγαπούν τον Ωκεανό. Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγήσω το ότι η παραλία τους είναι ένα μακρύ σιρίτι από σπίτια που κοιτάζουν όλα προς τον Ωκεανό. Ίσως, ανοίγοντας κάθε πρωί την πόρτα ή το παράθυρό τους να θέλουν, με βλέμμα που διαπερνά τις φυλλωσιές του φοίνικα, να διακρίνουν στο βάθος του ορίζοντα, πέρα απ τα ριφ, το Σαιν Βινσέντ. Πώς να εξηγήσω το ότι ζουν σε μια λωρίδα ακτής κι ούτε καν ένα χιλιόμετρο προς την ενδοχώρα; Κι αυτή η ατέλειωτη λωρίδα πρέπει να είναι ίδια κι απαράλλαχτη μέχρι τα σύνορα με το Μπελίζε. Κι ακόμα πιο πέρα ίσως.
ΟΤΑΝ ΘΑ ΛΑΒΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
... δεν ξέρω πού θα βρίσκομαι. Μπορεί στο Ουαξακτούν, μπορεί στο Τικάλ ή στο Υασά της Γουατεμάλας ή, μπορεί ακόμη και στο Κοπάν Ρουίνας της Ονδούρας, όπου είναι και οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι των Μάγια. Μπορεί όμως και να βρίσκομαι στην Αντίγκουα, στην παλιά πρωτεύουσα της Γουατεμάλας που την κατεδάφισαν οι σεισμοί. Δεν ξέρω. Αυτό μ’ αρέσει στα ταξίδια. Να υπακούω στις σειρήνες των νωπών υποσχέσεων κι όχι στ’ ανελαστικά προγράμματα των προϋπολογισμών. Τώρα, βέβαια, ανάμεσα στο τι θέλω και στο τι μπορώ...
Για την ώρα πάντως βρίσκομαι στο Λίβινγκστον και είμαι αποφασισμένος να το χορτάσω. Οι πάγκοι με τα πανηγυριώτικα προϊόντα έχουν στηθεί στον κεντρικό αλλά και στους κάθετους δρόμους. Πάγκοι πρόχειροι, ξύλινοι, με πλαστικές τέντες και με απίθανα, φτηνιάρικα κυρίως, προϊόντα. Κάποιοι Γκαρίφουνα μεταμφιεσμένοι σ’ αυτό που εμείς θα λέγαμε μασκαράδες, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και κάνουν το νουμεράκι τους. Παίζουν και χορεύουν κάποιους βαθιά ριζωμένους στην Ιστορία τους χορούς. Από σπίτι σε σπίτι. Από αυλή σε αυλή. Κι αυτό σε πληροφορώ πως αντιστοιχεί στα δικά μας κάλαντα. Οι νεαρές Γκαρίφουνα, με κολλητά λαμέ παντελόνια, γόβα στιλέτο και βλέμμα απροκάλυπτα λάγνο περιφέρονται για να σε κάνουν να ερυθριάσεις μην αντέχοντας τόση και τόσο ευθεία πρόκληση. Ε, πού ‘σαι νιότη!... Που λέει ο λόγος, δηλαδή.
Ο δε Τόμας, αυτή τη στιγμή στροβιλίζεται στις περιστρεφόμενες κούνιες που έχουν στηθεί για τα μικρά παιδιά. Και γελά. Γελά ακατάπαυστα. Θα τον άφηνα, που λες, να στροβιλίζεται με τα μαυράκια κι εγώ θ’ απαθανάτιζα βλέμματα πρόκλησης, λαμέ γλουτούς και απαρχές σφριγηλών μαστών. Διότι, τι παραπάνω θα μου επέτρεπε η επαγγελματική μου σοβαρότητα να απαθανατίσω;
Ο Ορέστης, ως ειδήμων, έχει αναλάβει να εντοπίσει σε ποιο μπαράκι με ζωντανό μουσικό σχήμα θα πιούμε την τεκίλα μας το βράδυ μετά το φαγητό, και θα λικνιστούμε ενδεχομένως στους ρυθμούς της ρέγκε.
Οι λάμπες της ασετιλίνης έχουν ανάψει. Είναι όλοι στους δρόμους. Ένας νεαρός μεξικάνος με δυο συμπατριώτισσές του κάνουν το νουμεράκι τους με τη φωτιά. Ξέρεις, εκείνο με τις φλεγόμενες μπάλες τις οποίες ο τυπάκος στριφογυρνά γύρω, πάνω και κάτω από το σώμα του σαν ηλεκτρόνια γύρω απ τον πυρήνα. Την ίδια στιγμή που η μία από τις δύο Μεξικανούλες παίζει στο κρουστό της την μουσική επένδυση του χάπενινγκ.
Δώδεκα παρά κάτι. Οι περισσότεροι είμαστε έξω απ το μπαρ. Δεν μας χωράει όλους. Θα ‘χουμε πιει από τρεις τέσσερις τεκίλες έκαστος όταν τα βαρελότα που σκάνε γύρω μας και η ένταση της μουσικής φτάνουν στο δενπαειάλλο. Είμαστε έξω από το μπαρ, με τα σώματα και τις ψυχές μας να δονούνται από τη ρέγκε και την ομοβροντία των βαρελότων τη στιγμή που μας βρίσκει το νέο έτος. Καλή χρονιά και, μην ανησυχείς, θα επανέλθω συντόμως. Δικός σου. Ζυρ.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Γουατεμάλα:
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 2 - ΑΤΙΤΛΑΝ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ... | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 4 - ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΚΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 5 - ΤΙΚΑΛ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 6 - ΚΑΣΤΙΛΙΟ ΣΑΝ ΦΕΛΙΠΕ, ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΙΒΙΚΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν