ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 3, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ
Δυτική Μαδαγασκάρη. Με το βλέμμα στραμμένο προς τη μάνα-ήπειρο, την Αφρική, μακρινή στεριά αθέατη, τετρακόσια χιλιόμετρα πέρα από τα κύματα του Ινδικού. Πίσω μας, μια βδομάδα σκονισμένων δρόμων, ποταμίσιων περασμάτων και λασπωμένων παρακάμψεων κατά μήκος του ωκεανού, στην πορεία προς το νότο. Στο σύνορο του τροπικού. Και μπροστά μας τόσοι, κι άλλοι τόσοι σκονισμένοι δρομοι, ποταμίσια περάσματα και λασπωμένες παρακάμψεις. Για όπου...
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 218 / 12.06.2004
Προηγούνται:
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 1, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ MOORA MOORA. | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 2 - ΤΣΙΝΓΚΥ, ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Τροπικός του Αιγόκερω: Νοητή γραμμή που διατρέχει τη Γη σε πλάτος εικοσιτριών μοιρών και κάτι, νότια του Ισημερινού, οριοθετώντας το σύνορο όπου ο ήλιος φωτίζει κάθετα τη Γη στις δώδεκα το μεσημέρι, κατά το (χειμερινό για το βόρειο ημισφαίριο, και καλοκαιρινό για το νότιο) ηλιοστάσιο στις 21 Δεκέμβρη. Εντάξει, καταλάβαμε. Και γιατί του Αιγόκερω παρακαλώ; Γιατί όταν ο εν λόγω τροπικός απέκτησε όνομα πριν δύο χιλιάδες χρόνια, ο Ήλιος έμπαινε τότε στον ομώνυμο αστερισμό. Μάλιστα. Ενώ σήμερα; Σήμερα ο Ήλιος εμφανίζεται στην πραγματικότητα στον αστερισμό του Τοξότη, αλλά τώρα πάει πια, ο νότιος τροπικός βαφτίστηκε, δεν μπορούμε να του αλλάζουμε όνομα κάθε τρεις και λίγο - Ε όχι κάθε τρεις και λίγο, δυο χιλιάδες χρόνια είναι αυτά, αλλά τέλος πάντων - Κλείνει η εγκυκλοπαίδεια.
Δυτική ακτή Μαδαγασκάρης. Χθες διασχίσαμε τη διακεκομμένη γραμμή του χάρτη, με μάτια πλημμυρισμένα φλεγόμενο γαλάζιο. Θάλασσα κι ουρανός μια πατρίδα ενιαία χωρίς σύνορα μεταξύ τους, παραλλαγή πρίμο σεκόντο πάνω στην ίδια κυανή συγχορδία. Ακριβώς όπως ταιριάζει σε μια μελωδική ονομασία σαν κι αυτή: Τροπικός του Αιγόκερω. Με τα ρω να κυλάνε βότσαλα υγρά από τη γλώσσα στον ουρανίσκο και τους σκληρούς λαρυγγικούς φθόγγους, τα κάπα και το γάμα, σιγά σιγά να μαλακώνουν για να σβήσουν τελικά σαν ψίθυρος μέσα στη δίδυμη ανοιχτή αγκαλιά του τελικού ωμέγα. Nα τι είναι! Κι άσε τους γεωγράφους και τους αστρονόμους να βολοδέρνουν με τους πεζούς ορισμούς τους περί μοιρών και καθέτων.
Δυτική ακτή Μαδαγασκάρης. Με το βλέμμα στραμμένο προς τη μάνα-ήπειρο, την Αφρική, μακρινή στεριά αθέατη, τετρακόσια χιλιόμετρα πέρα από τα κύματα του Ινδικού. Πίσω μας, μια βδομάδα σκονισμένων χωματόδρομων, ποταμίσιων περασμάτων και λασπωμένων παρακάμψεων στην κατεβασιά από τη Μορουντάβ ως εδώ, στο σύνορο του τροπικού. Κατά μήκος του ωκεανού, στο δρόμο προς το νότο. Και μπροστά μας τόσοι, κι άλλοι τόσοι σκονισμένοι χωματόδρομοι, ποταμίσια περάσματα και λασπωμένες παρακάμψεις. Για όπου. Περιπλανιόμαστε σε μια από τις πιο αραιά κατοικημένες περιοχές του νησιού, κι από τις λιγότερο ταξιδεμένες, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης οδικής υποδομής και λοιπών ευκολιών του «πολιτισμού». Και μια από τις πιο ωραίες κι αυθεντικές βεβαίως, χάρη ακριβώς σ’ αυτήν την παντελή έλλειψη οδικής υποδομής και λοιπών ευκολιών του «πολιτισμού».
Χτες περνώντας από την Τυλεάρ, η διάθεση και των τριών μας ήταν στο όπου φύγει-φύγει.
Όχι πως δεν άξιζε η πόλη την προσοχή μας. Κάθε άλλο. Και το τοπικό της χρώμα είχε, και το χάζι της, ιδιαίτερα προς την αγορά και το λιμάνι. Αλλά να, εθισμένοι τόσες μέρες σε μια υπέροχη παρθένα φύση σχεδόν άδεια από ανθρώπους, η απότομη επαφή με το πολυπληθές ανθρωπομάνι της Τυλεάρ μας έπεσε κομματάκι βαρύ.
- Πω πω, τι κίνηση είναι αυτή! Κοίτα, ένα λεωφορείο, καιρό είχαμε να δούμε.
- Όντως, αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι μου ‘χε λείψει.
- Και κούληδες με καρότσια. Μα καλά στην Κίνα βρεθήκαμε;
- Πρόκειται για ανθρωποταξί και τα λένε pousse-pousse. Kανονικά βέβαια θα έπρεπε να λέγονται tire-tire.
- Αυτό το τελευταίο δεν το ‘πιασα.
- Pousse-pousse στα γαλλικά σημαίνει σπρώξε-σπρώξε. Εδώ όμως όπως βλέπεις οι χαμάληδες δεν σπρώχνουν τα καρότσια με τους επιβάτες καθισμένους μπροστά, αλλά αντίθετα τα τραβάνε και τα σέρνουν πίσω τους.
- Είτε έτσι είτε αλλιώς δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα του ανθρώπου- υποζύγιου.
- Ευτυχώς!Aυτό δα σου έλειπε να μπορούσες!
Λοιπόν έχουμε και λέμε: έλεγχος στα λάστιχα, φουλάρισμα του διπλού ρεζερβουάρ με καμιά τριακοσαριά λίτρα βενζίνης, ένα-δυο τηλεφωνήματα στην πατρίδα, μπαταρίες για τους φακούς, προμήθειες σε ξηρά τροφή και ... αντε γεια!
ΕΝΑ ΨΑΡΟΧΩΡΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ
Σεντ Ογκιστέν. Ένα ακόμη ασήμαντο ψαροχώρι, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα ασήμαντα ψαροχώρια που διασχίζουμε όλες αυτές τις μέρες. Που τα περισσότερα απ’ αυτά δεν δείχνουν να διαθέτουν ούτε καν κάποιο όνομα. Αλλά κι αν ακόμα διαθέτουν, δεν αξίζει απ’ ότι φαίνεται καταγραφής έστω σε μια πινακίδα, έστω μονάχα πάνω στο χάρτη. Ανώνυμα στην πλειοψηφία τους, όπως οι άνθρωποι που γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν σ’ αυτά.
Άνθρωποι που το σεργιάνι τους στον κόσμο θα εξαντληθεί στα λίγα μέτρα γης όπου έχτισαν τις ταπεινές καλαμένιες ψαροκαλύβες τους, και σε όσες οργυιές θάλασσας χρειαστεί να διαπλεύσουν με τις μονόξυλες πιρόγες τους, ίσα για να γεμίσουν τα δίχτυα τους με τον επιούσιο. Νήπια που θ’ ανακαλύψουν τη ζωή οργώνοντας την άμμο με τα ξυπόλυτα ποδαράκια τους και μαζεύοντας κοχύλια. Παιδιά που θα μεγαλώσουν με μνήμες ασετυλίνης και ακούσματα της φωτιάς από τις αφηγήσεις των μεγάλων την ώρα του συλλογικού υπαίθριου δείπνου. Έφηβοι που θα φλερτάρουν και θα ερωτευτούν ελεύθερα, πλατσουρίζοντας ολόγυμνοι στο κύμα ή στο γειτονικό ποτάμι, αγόρια κορίτσια όλα μαζί, χωρίς έξωθεν επιβαλλόμενες σεμνοτυφίες.
Μια κοινωνία που δείχνει να βολεύεται και να χαίρεται με τα ελάχιστα, αδιαφορώντας για την απόκτηση περισσότερων υλικών αγαθών εφ’ όσον, για την ώρα τουλάχιστον, μοιάζει να αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη τους. Η καλύτερη ίσως απόδειξη ότι η φτώχεια και ο πλούτος είναι κυρίως θέμα σύγκρισης με τον διπλανό.
Κι άντε τώρα εγώ να εξηγήσω πώς γίνεται, παρά την απόλυτη υλική τους ένδεια, αυτά τα με τόση ευκολία αποκαλούμενα «ασήμαντα» χωριά να διαθέτουν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο πλούτο σε ουσιαστικά αγαθά της ζωής απ’ όσα θα μπορέσεις ποτέ να βρεις μαζεμένα στα διάφορα ανά τον κόσμο μοδάτα κοσμοπολίτικα θέρετρα με το φανταχτερό περιτύλιγμα και το πλαστικό περιεχόμενο. Πλούτο σε αγαθά εκτός εμπορικού κυκλώματος όπως ανθρωπιά, απλότητα, κοινωνικότητα, αλληλεγγύη, ψυχική χαλαρότητα και εσωτερική γαλήνη.
Σεντ Ογκιστέν. Το «δικό μου» ψαροχώρι. Δικό μου γιατί έτσι. Επειδή το διάλεξα. Διότι ακόμα και ανάμεσα σε πράγματα ή μέρη που συγγενεύουν μεταξύ τους, δεν μπορεί παρά να κατασταλάζεις κάποτε σε κάποιο απ’ όλα. Έστω και τυχαία. Γιατί είναι ανάγκη του ανθρώπου κάπου να ριζώνει. Έστω κι αν είναι μόνο για λίγες μέρες μέσα σ’ ένα ταξίδι. Για να μπορεί μετά να θυμάται. Να αναπολεί το ένα, εκείνο με το οποίο δέθηκε, και που γι αυτό απέκτησε ξεχωριστή ταυτότητα. Το ένα που στο εξής θα συνοψίζει και θα περιέχει όλα τ’ άλλα.
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΡΟΥΡΙ
Εντάξει, δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής, θα το ομολογήσω. Δεν ήταν ολότελα τυχαία η επιλογή του Σεντ Ογκιστέν. Εν μέρει είχε να κάνει με τη θέση του, καβάλα όπως κάθεται πάνω στον Τροπικό του Αιγόκερω. Επίσης, κάποιον ρόλο έπαιξε και ο μύθος.
Ω, τίποτε σπουδαίο, αναφέρομαι σε περίπου άγνωστα περιστατικά κι εν πολλοίς ανεπιβεβαίωτα, αλλά να ... περισσότερο ως αφορμή για λίγο σασπένς.
Για το Σεντ Ογκιστέν και τον Ρόμπερτ Ντρούρι πρώτη μας μίλησε η Φρανσουάζ, η Γαλλίδα ιδιοκτήτρια του καλαμοξενοδοχείου στο Μπέλο-Συρ-Μερ. Έξι καλύβες όλες κι όλες το λεγόμενο ξενοδοχείο, σημαδούρες ριγμένες ανάμεσα σε άμμο, ουρανό και κύμα. Θραύσματα από εικόνες εκείνων των ημερών: Ο Ορέστης σε κατάσταση νιρβάνας, ξαπλωμένος τα δειλινά στην αιώρα, με το βλέμμα να πλανιέται κάπου στο υπερπέραν, κοιτάζοντας τα ονειρά του σε προβολή στη χρυσαφί οθόνη του ορίζοντα. Ο Κώστας να καθαρίζει τα φωτογραφικά του, με το μικρό οικόσιτο λεμούριο να πηδάει από τον ώμο στο κεφάλι του και πίσω ξανά στον ώμο, λες και άλλαζε κλαδί σε κάποιο ταμαρινόδεντρο. Το ίδιο πάντα ψηλόλιγνο αγόρι με το πλεκτό κοφίνι να μαζεύει γαρίδες κι οστρακοειδή μπροστά από την καλύβα μας πρωί - απόγευμα την ώρα της άμπωτης. Η παράδοση μας τα βράδυα λίγο πριν τον ύπνο στο νανουριστικό παφλασμό του Ινδικού, αδιόρατο και απαλό σαν την ανάσα νεογέννητου μωρού.
Πριν τρεις-τέσσερις αιώνες, ξεκίνησε την αφήγησή της η Φρανσουάζ, η Μαδαγασκάρη συγκέντρωνε όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές για παράδεισο κουρσάρων: απόμερες ακτές, καλόβολους ιθαγενείς και, πάνω απ’ όλα, στρατηγική θέση πάνω σε δύο βασικά εμπορικά περάσματα της εποχής: αυτό των ευρωπαϊκών φρεγατών καθ’ οδόν προς τις Ινδίες, κι εκείνο των αραβικών πλοίων της Ερυθράς και του Κόλπου του Ομάν που κάνανε το αντίθετο δρομολόγιο περιπλέοντας τις ακτές της Αφρικής προς τον Κόλπο της Γουϊνέας και τα λιμάνια της Μεσογείου.
Ο προστατευμένος όρμος του Σεντ Ογκιστέν αποτελούσε από τη φύση του ένα βολικό σημείο ανεφοδιασμού για τα κάθε λογής καράβια αλλά και πιάτσα για προσοδοφόρες συναλλαγές με τους πειρατές που συχνά διοχέτευαν εκεί τη λεία των ρεσάλτων.
Οι οποίοι πειρατές ήσαν (από τότε!) κυρίως Άγγλοι, Γάλλοι και Αμερικάνοι, τα δε λάφυρά τους ποικίλα, από χρυσά και ασημένια νομίσματα, μέχρι πολύτιμους λίθους, μπαχάρια και μετάξια.
Τον Απρίλη του 1703, κάποιο αγγλικό εμπορικό καράβι ονόματι Ντεγρέιβ επέστρεφε από τις Ινδίες τίγκα στα μετάξια όταν ναυάγησε σε κάτι ξέρες, στ’ ανοιχτά της νοτιοδυτικής Μαδαγασκάρης. Το εμπόρευμα κατέληξε βεβαίως στον πάτο, συμπαρασύροντας μαζί και αρκετά μέλη του πληρώματος. Καμιά εκατονπενηνταριά άντρες κατάφεραν ωστόσο να γλυτώσουν από τα θυμωμένα κύματα και να συρθούν κακήν κακώς μέχρι την ακτή. Εκεί όμως, δυστυχώς γι αυτούς τους περίμεναν πολεμιστές της φυλής των Ανταντρόι που τους αιχμαλώτισαν επί τόπου για να τους οδηγήσουν στη συνέχεια στην πρωτεύουσά τους, την Φενοαρέβ, μπροστά στον μονόφθαλμο βασιλιά τους, μόνο αρμόδιο ν’ αποφασίσει για την τύχη τους.
Εκείνος, αφού τους ζύγισε έναν έναν με το μοναδικό του μάτι, απεφάνθει χωρίς περιττές αβρότητες πως ναυαγοί ξεναυαγοί το φαί δεν περίσσευε για να ταϊζει ξένους χαραμοφάηδες οπότε και τους ανάγγειλε ορθά κοφτά την άμεση υποχρεωτική τους κατάταξη στο στρατό του. Κάκιστη προοπτική, αν αναλογιστεί κανείς πως ο εν λόγω βασιλιάς είχε τσακωθεί με όλους τους γείτονές του και βρισκόταν σε διαρκή αιματηρό πόλεμο μαζί τους.
Με την πλάτη στο τοίχο, οι αιχμάλωτοι δεν άργησαν να πάρουν την απόφαση στην οποία αναπόφευχτα οδηγούνται όσοι δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν.
Σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας, πιάνουν όμηρο το βασιλιά και το βάζουν στα πόδια με όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει, με σκοπό να βρούνε έγκαιρα καταφύγιο σε κάποιο πιο φιλόξενο γειτονικό βασίλειο.
Φευ όμως, φρούδες οι ελπίδες. Μετά από μια εξοντωτική πορεία τεσσάρων ημερών μέσα από αφιλόξενες ημιέρημες αγκαθωτές εκτάσεις, όπου είπαν το νερό νεράκι, οι ναυτικοί καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλο από τη δίψα και την εξάντληση. Κι όσοι αντέχουν ακόμη, πετσοκόβονται ανηλεώς από τον στρατό των δύο χιλιάδων εξαγριωμένων ιθαγενών που τους έχουν πάρει στο κυνήγι. Μοναδικός επιζών της σφαγής είναι ένας δεκαπεντάχρονος μούτσος, ο Ρόμπερτ Ντρούρι.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΦΥΓΗΣ
Από δω βρήκε τελικά καράβι ο λευκός ναυαγός για να επιστρέψει στη χώρα του, επιβεβαιώνει λίγες μέρες αργότερα τα λεγόμενα της Φρανσουάζ ο γέρος με το βρεφικό χαμόγελο, σημαδεύοντας με το δάχτυλο προς τον απάνεμο κολπίσκο του Σεντ Ογκιστέν.
Το φαφούτικο στόμα του στολίζουν μονάχα δυο μικροί κοπτήρες, που προβάλουν από το κάτω ούλο σαν τα πρώτα δόντια μωρού.
Καθόμαστε παρέα σ’ ένα τραπεζάκι έξω από το φτωχικό μαγέρικο, που μαζί με τα τρία προς ενοικίαση δωμάτια αποτελούν τα μοναδικά «κανονικά» κτίσματα της παραλίας . Όλα τα υπόλοιπα περιορίζονται σε καλαμένιες κατασκευές, άδειες από τους ενοίκους τους, καθώς οι περισσότεροι άντρες αυτήν την ώρα λείπουν στη θάλασσα.
Όσο για τα γυναικόπαιδα, έχουν εγκαταλείψει τις συνήθεις ασχολίες τους και μας έχουν κυκλώσει, προκειμένου να περιεργαστούν για μια ακόμη φορά τους ακριβοθώρητους «βαζά», δηλαδή τους λευκούς ξένους. Ντροπαλές ματιές, φωτεινά χαμόγελα και χαμηλόφωνα μπονζούρ ξεπηδούν από τη μικρή ομήγυρη με την οποία έχουμε ήδη μοιραστεί από χτες ουκ ολίγες ώρες αμοιβαίας παρατήρησης και σιωπηρής υπόγειας επικοινωνίας.
Τώρα όμως είναι η ώρα του παππού. Του πολύπειρου και πολυταξιδεμένου. Που έχει ξαναπιάσει το νήμα της ιστορίας εκεί απ’ όπου το άφησε η Φρανσουάζ, και δίνει τώρα κανονικό αφηγηματικό ρεσιτάλ για χάρη μας, στην ακαταλαβίστικη για τους υπόλοιπους ακροατές γλώσσα του Μπαλζάκ.
Σύμφωνα λοιπόν με τον παππού, μετά τη σφαγή ο νεαρός διασωθείς πέφτει στα χέρια μιας άλλης φατρίας της φυλής των Ανταντρόι και καταλήγει προσωπικός σκλάβος του αρχηγού τους. Ο Ντρούρι ωστόσο δεν σκέφτεται πια να φύγει. Πάντως όχι άμεσα, και κυρίως όχι μόνος, καθώς ο έρως έχει στο μεταξύ χτυπήσει την πόρτα του νεαρού με τη μορφή μιας απαχθείσας κόρης κάποιου άρχοντα της περιοχής, σκλάβα κι αυτή όπως ο ίδιος.
Οι σκλάβοι όμως είναι, υποτίθεται, δεμένοι με τ’ αφεντικά τους με αόρατα μαγικά δεσμά έτσι που αν ποτέ επιχειρήσουν να τα σπάσουν δραπετεύοντας είναι βέβαιο πως μετά από λίγο θα πεθάνουν. Η μικρή είναι πολύ φοβισμένη για να δοκιμάσει το αληθές ή όχι της προφητείας. Κι αν όντως είναι έτσι; Σ’ αυτό το σημείο ο παππούς κάνει μια παρατεταμένη παύση, εν μέρει για να προσδώσει την απαιτούμενη δραματικότητα στην αφήγηση, αλλά εν πολλοίς για να διεκδικήσει ένα τσιγάρο.
Μ’ αυτά και με άλλα, επανέρχεται ο παππούς, ο ερωτοχτυπημένος νέος ξοδεύει μιαν ολόκληρη οκταετία προσπαθώντας ανεπιτυχώς να πείσει την αγαπημένη του να το σκάσουν παρέα. Ώσπου είδε κι απόειδε - ή απλά του πέρασε ο σεβντάς - και δραπετεύει τελικά μόνος του, για να καταλήξει εδώ, στην περιοχή του Σεντ Ογκιστέν, μετά από πορεία τριών βδομάδων.
- Όπου βρήκε καράβι να φύγει;
Αμ δε. Γιατί η ζοφερή βασκανία μπορεί να μην επαληθεύτηκε κατά γράμμα, αλλά ούτε και διαψεύτηκε εντελώς. Ο λευκός βαζά ναι μεν δεν πέθανε δραπετεύοντας από τους Ανταντρόι, αλλά να που στο Σεντ Ογκιστέν αντί για το πολυπόθητο πλοίο της επιστροφής πέφτει πάλι πάνω σε πολεμιστές - της φυλής των Σακαλάβ αυτή τη φορά - που τον αιχμαλωτίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους και τον παίρνουν μαζί τους σε μια περιοχή λίγο πιο βόρεια από δω.
- Καλά, μιλάμε για πολύ γκαντέμη τύπο!
Ο παππούς γελάει ξεκαρδισμένος με το σχόλιο. Τα δύο μοναδικά του δόντια ασπρίζουν σαν σταλαγμίτες μέσα στο σπηλαιώδες στόμα του. Και μαζί του γελάει σύσσωμο το συγκεντρωμένο ακροατήριο κι ας μην καταλαβαίνει κανείς γρι απ’ ό,τι έχει λεχθεί. Εφτά χρόνια πέρασε ο Ντρούρι με τους Σακαλάβ, ολοκληρώνει την ιστορία ο παππούς. Ώσπου κατάφερε να επιβιβαστεί τελικά σ’ ένα δουλεμπορικό που έκανε στάση στο Σεντ Ογκιστέν.
Ο ήλιος έχει στο μεταξύ χαθεί στον ορίζοντα, οι άντρες σιγά σιγά επιστρέφουν από τη θάλασσα, οπότε τα παιδιά σκορπίζουν να υποδεχτούνε τους πατεράδες τους. Οι πιρόγες τραβιούνται έξω στην ακτή, τα δίχτυα ξεφορτώνονται με γέλια και χαρές ενώ οι γυναίκες ανάβουν τις πρώτες φωτιές όπου θα ψηθεί η ψαριά. Μια ώρα αργότερα, το δείπνο έχει στρωθεί στην άμμο, και το μοιράζεται όλο το χωριό μαζί σαν μια μεγάλη παρέα. Πάνω ψηλά, ο ουρανός του Νότου μοιάζει έτοιμος θαρρείς να σωριαστεί στα κεφάλια μας, παρασυρμένος από το βάρος των αστεριών του. Και κάπου εκεί ανάμεσα στις δεκάδες φλογίτσες της παραλίας, εμένα σα να μου φαίνεται πως τρεμοπαίζει το φάντασμα ενός ηλιοκαμένου άντρα με γένια τραχιά και μαλλιά μέχρι τους ώμους ενώ περιμένει επί μήνες και χρόνια ένα πλοίο που δεν λέει να φανεί.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Μαδαγασκάρη:
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 1, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ MOORA MOORA. | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 2 - ΤΣΙΝΓΚΥ, ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 4 - ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΥΨΙΠΕΔΑ, ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 5 - ΑΝΤΑΝΑΝΑΡΙΒΟ, "Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 6 - ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΙΣΑΛΟ, ΑΦΡΙΚΑΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 7 - ΝΟΣΥ ΜΠΕ, ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΚΤΙΝΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 8 - ΖΑΦΙΜΑΝΙΡΥ, "ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ 9 - Η ΓΗ ΤΩΝ ΜΠΑΟΜΠΑΜΠ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν