ΜΑΛΙ 3 - ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
Εν αρχή ην εκείνη η ταμπέλα στο νότιο Μαρόκο: «ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ 52 ΜΕΡΕΣ». Από το σημείο αυτό ξεκινούσαν τα καραβάνια των Τουαρέγκ για να διασχίσουν τη Σαχάρα μέχρι το Ελ Ντοράντο τους, την περίφημη Τιμπουκτού όλων των ταξιδιωτικών θρύλων. Και ήταν τότε που μόλις αντικρίσαμε την εν λόγω πινακίδα, μας σφηνώθηκε η ιδέα να βαδίσουμε κι εμείς κάποτε στους δρόμους της. Mέχρι που έγινε πραγματικότητα.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 54 / 21.04.2001
Προηγούνται:
ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 2 - ΝΤΟΓΚΟΝ, Η ΦΥΛΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ήταν περί το Χίλια Εκατό μετά τη χρονολογία μας όταν ένα καραβάνι από Τουαρέγκ έστησαν τον τσαντιρομαχαλά τους σε μια μικρή όαση λίγα μόλις χιλιόμετρα από τον ποταμό Νίγηρα, γύρω από ένα «τιμ», που σημαίνει πηγάδι, ενώ η γριά που άκουγε στο παρατσούκλι «Μπουκτού» επιφορτίστηκε να προσέχει το έχειν τους όσο εκείνοι θα βοσκούσαν τα ζώα. Κι επειδή «Μπουκτού» στα ταματσέκ, τη γλώσσα των Τουαρέγκ, σημαίνει «παραμορφωμένος ομφαλός», συμπερασματικά προκύπτει πως η εν λόγω γιαγιά διέθετε την ανωτέρω σωματική δυσμορφία.
Τιμπουκτού, επομένως, σημαίνει «το πηγάδι της γριάς με τον παραμορφωμένο ομφαλό». Κι αυτός ο ταπεινός βερβερίνικος καταυλισμός, λοιπόν, θα φτάσει, μέσα στους επόμενους δύο αιώνες, να αναχθεί ως η σημαντικότερη αφρομουσουλμανική πρωτεύουσα και ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά, οικονομικά και πολιτισμικά κέντρα της εποχής του.
Τα βερβερίνικα καραβάνια ξεκινούσαν από τις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου για να φέρουν στην Τιμπουκτού (σε πενήντα δύο μέρες, που λέγαμε), εκτός των άλλων και το ορυκτό αλάτι που εξορυσσόταν στις αρχαίες αποξηραμένες λίμνες στην καρδιά της Σαχάρας. Εδώ επίσης κατέληγαν μέσω του ποταμού Νίγηρα και οι έμποροι του Νότου με χρυσάφι, ελεφαντόδοντο και σκλάβους (όλα για πούλημα, εννοείται).
Το 1325, στον κολοφώνα της δόξας της, πέρα από το σημερινό Μαλί, η τιμπουκτέζικη αυτοκρατορία του μεγαλομανούς Κανκάν Μούσα, απλωνόταν στα ενδότερα της Σενεγάλης, της Γκάμπια, της Βόρειας Γουινέας, της Νότιας Μαυριτανίας και του δυτικού Νίγηρα, ενώ είχε κάτω από τον έλεγχό της τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής χρυσού. Ήταν τότε που ο πολύς Μούσα ταξίδεψε στη Μέκκα και μοίρασε τόσο χρυσάφι ώστε προκάλεσε την πτώση της τιμής του για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Μα η σημασία της Τιμπουκτού την εποχή της ακμής της δεν εξαντλούταν στα υλικά της πλούτη. Ο Ισπανο-μαυριτανός ταξιδευτής Λέων ο Αφρικανός αναφέρει πως το 1494 στην αυτοκρατορική αυλή, εκτός από συνήθεις αυλοκόλακες, συνωστιζόταν επίσης ένας τεράστιος αριθμός γιατρών, δικαστών και ιερέων. Κατά τον δέκατο έκτο δε αιώνα, το ένα πέμπτο από τους εκατό χιλιάδες κατοίκους της πνευματικής αυτής πρωτεύουσας του ισλαμικού κόσμου μελετούσε Δίκαιο και Θεολογία γύρω από το Τζαμί Σανγκορέ.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές έφτασαν στην Τιμπουκτού τον δέκατο ένατο αιώνα όταν πια η πόλη είχε ήδη παρακμάσει.
Ο Σκωτσέζος Γκόρντον Λέικ θεωρείται ο πρώτος δυτικός που πάτησε το πόδι του εδώ. Μόνο που το άφησε, μαζί με όλα τα υπόλοιπα κόκαλά του, στο δρόμο της μεγάλης φυγής του. Πήγε από βερβερίνικο λεπίδι, είπανε, κι έτσι δεν διασώθηκαν στοιχεία για το ταξίδι του.
Ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Καγιέ έφτασε το 1828 μετά από πολλά χρόνια περιπλάνησης μεταμφιεσμένος σε Μαυριτανό. Κατάφερε πάντως να επιζήσει για να κάνει την Τιμπουκτού διάσημη στην Ευρώπη.
Ο Γερμανός Χένριχ Μπαρθ ταλαιπωρήθηκε κι αυτός επί πέντε χρόνια ώσπου να μπει στην πόλη το 1853, επίσης μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Είδε κι έπαθε όμως ο άνθρωπος για να γυρίσει ζωντανός στην Ευρώπη και να γράψει κι αυτός την πονεμένη του ιστορία.
Ο ΣΟΝ ΚΟΝΕΡΙ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ
Ένα, δύο, τρία, (φύσιμα)... Μιλάμε για πολλή σκόνη. Το ξενοδοχείο Κολόμπ, έχει μόλις ανοίξει, προχτές, ή κάτι τέτοιο. Του κάνουμε ποδαρικό, δηλαδή. Σεφτέ! Ωραίο είναι! Ατμοσφαιρικό και πεντακάθαρο. Για την ώρα.
Κι ένα αίθριο με θέα την πόλη με την αρχιτεκτονική που σε ταξιδεύει αιώνες πριν, σε μια Τιμπουκτού των μαυρόασπρων γαλλικών ταινιών της δεκαετίας του πενήντα με τον Ζαν Γκαμπέν και τον Ζεράρ Φιλίπ σε ρόλους λεγεωνάριων. Λάθος, την αδικώ βάναυσα, διότι η Τιμπουκτού που απλώνεται μπροστά μου, παίζει με όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, του σομόν και του κίτρινου.
Βρισκόμαστε στο αίθριο του Κολόμπ και απέναντί μας κάθονται, ένας εβδομηντάρης με κελεμπία, ωραία φιγούρα, κάτι μεταξύ Ερνέστου Χεμινγουαίη και Σον Κόνερι, και η καλή του. Μιας κάποιας ηλικίας κι αυτή κι επί πλέον γλυκύτατη. Στα συν της είναι και το ότι δεν βάφει τα υπέροχα, σχεδόν άσπρα μακριά μαλλιά της. Περίπου ερωτεύσιμη. Γυναίκα του ίσως. Αυτός κουβαλάει μια τσάντα με φωτογραφικό εξοπλισμό. Αλόου!..
Ο Σον Κόνερι ακούει στο όνομα Τζέραλντ, η καλή του στο όνομα Σίντι, είναι Καναδοί, τους χωρίζει μια δεκαπενταετία και... «Και τίποτ’ άλλο», δηλώνει αυτός κρατώντας της τρυφερά το χέρι. Ο Τζέραλντ διευθύνει ένα διεθνές φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο και η Σίντι είναι φωτογράφος. Πήγε κάποτε να του προτείνει μερικά πορτραίτα παιδιών της Αφρικής και κατέληξαν παντρεμένοι. Βρίσκονται δω για έναν πολύ παρατεταμένο μήνα του μέλιτος αλλά ο δαίμονας του ερευνητή που κρύβει μέσα του ο Καναδός έχει κατευθύνει την ακίδα της πυξίδας του προς κάποιο απ τ’ αλατωρυχεία - κολαστήρια της Σαχάρας. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας, μιας και δε με ρώτησε ακόμη για το λόγο της παρουσίας μας εδώ, να τον ανακρίνω ανάμεσα στη μία μπύρα και στην άλλη.
ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
Το αλατωρυχείο, λέει, βρίσκεται στην καρδιά της Σαχάρας, εννιακόσια χιλιόμετρα από δω και λειτουργεί κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Το κακό όμως είναι πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να πάει κανείς εκεί, να δει, να φωτογραφίσει, να μάθει.
Σ’ αυτό το παιχνίδι τ’ αφεντικά είναι βεβαίως οι Τουαρέγκ. Μόνο αυτοί κρατάνε στα χέρια την παραγωγή και την εκμετάλλευση του αλατιού. Καμιά κυβέρνηση δεν μπόρεσε ακόμη να τους θέσει υπό έλεγχο. Το κράτος στην έρημο είναι αυτοί.
Το αλατωρυχείο είναι ένα πρωτόγονο σύστημα από τάφρους, στοές και τούνελ, βάθους μέχρι και έξι μέτρων, και καμιά διακοσαριά μήκος το καθένα, χωρίς κανένα σύστημα έστω και στοιχειώδους ασφάλειας. Οι Μπέλα πεθαίνουν από τις κακουχίες χωρίς να το μαθαίνει κανείς. Τον ρωτώ ποιοι είναι οι Μπέλα.
Είναι φυλή του Νίγηρα, γεννιόνται σκλάβοι των Τουαρέγκ από γενιά σε γενιά και δουλεύουν χωρίς δικαιώματα, μου απαντά. Αμείβονται με πεντακόσια δολάρια τη σαιζόν και με μία από τις κάθε τέσσερις αλατόπλακες που εξορύσσουν. Ένα μέρος απ αυτές τις πλάκες όμως τις καταναλώνουν αναγκαστικά για να ναυλώσουν τις καμήλες που θα τις κουβαλήσουν και ν’ αγοράσουν το νερό που χρειάζονται οι ίδιοι για να επιζήσουν. Κάθε πλάκα των σαρανταπέντε κιλών ισούται με δεκαπέντε λίτρα νερό. Υπολόγισε λοιπόν ότι για να φτάσουν στην Τιμπουκτού χρειάζονται δεκαπέντε περίπου μέρες ταξίδι καθώς βαδίζουν υποχρεωτικά μόνο τη νύχτα λόγω της υπερβολικής ζέστης.
Βάλε τώρα και το ότι η πιο κοντινή απόσταση μέσα στην έρημο από όαση σε όαση μετριέται σε τρία εικοσιτετράωρα, εύκολα καταλαβαίνεις ότι από τις πλάκες δεν μένει περίπου τίποτε στο τέλος! Τα αλατωρυχεία είναι κάτεργα. Πάρε υπόψη σου, ότι χρησιμοποιήθηκαν και ως τόπος εξορίας, δηλαδή εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων των καθεστώτων που προηγήθηκαν. Σαν Έλληνας, κάτι θα ξέρεις απ αυτά!
Ξέρω, ξέρω, μόνο που εν προκειμένω (σκέφτομαι) θα προτιμούσα τα δικά μας ξερονήσια. Και τι προτίθεσαι να κάνεις; τον ρωτώ επωφελούμενος της ποσότητος ζύθου που έχει καταναλώσει.
Οι ξένοι, απαντάει, είναι ανεπιθύμητοι στους Τουαρέγκ. Ειδικά αυτοί που χώνουν τη μύτη τους σε υποθέσεις όπως αυτή..... Έχω βρει πάντως κάτι άκρες εδώ και...
Και δεν είχε σκοπό να μου πει περισσότερα. Εξ άλλου αυτός έχει βρει τις άκρες του εδώ, εγώ τι έχω βρει; τίποτα δεν έχω βρει. Μας πρότεινε να φάμε όλοι μαζί το βράδυ στο Πουλέ ντ’ Ορ.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ
Απ όλη την πιτσιρικαρία που μας πήρε στο κατόπι βγαίνοντας απ το Κολόμπ έχουνε μείνει τρεις. Οι πιο πείσμονες. Τους εξήγησα υπομονετικά και επανειλημμένα πως δεν χρειαζόμαστε γκάιντ διότι ξέρουμε (δήθεν) την Τιμπουκτού σαν τις τσέπες μας. Δεν πειράζει μεσιέ, εμείς δεν θέλουμε αρζάν, θέλουμε πράκτις στις ξένες γλώσσες. Εντάξει παιδιά, αλλά θα κρατάτε μακριά μας τα στίφη των συνομήλικών σας. Μπιεν συρ, μεσιέ, μπιεν συρ!
Οι Τρεις λιλιπούτειοι Σωματοφύλακες, ο Μοχάμεντ, ο Χαλίλ κι ο Μαχμούντ, έγιναν η σκιά μας. Και κυρίως ο Μαχμούντ, ο μικρότερος, ο οποίος ακόμη κι όταν εμείς αποσυρόμαστε στο Κολόμπ, αυτός περιφέρεται σε μια ακτίνα πενήντα μέτρων από την είσοδό του, σε κατάσταση επιφυλακής, μη τυχόν και πάμε κάπου χωρίς αυτόν. Αναρωτιόμαστε πότε κοιμάται. Είναι ο μικρότερος από τους τρεις, πανέξυπνος και πανέμορφος. Όλο γελάει. Γελούν και τα μάτια του. Ο Χαλίλ είναι λίγο ασκημούλης αλλά κι αυτός αξιαγάπητος, όπως κι ο αισθητά μεγαλύτερός τους, ο δεκατετράχρονος Μοχάμεντ.
Η Τιμπουκτού με τα χρόνια «βυθίζεται» στο ίδιο της το έδαφός και για το γεγονός αυτό ευθύνεται, φυσικά, η άμμος που φέρνουν οι σιμούν απ τη Σαχάρα. Η άμμος αυτή επικάθεται και υψώνει την επιφάνεια των δρόμων της. Των δρόμων οι οποίοι αλλού είναι τεράστιοι σε πλάτος κι αλλού μακρόστενα σοκάκια ίσα που να χωράς. Τα κτίσματά της είναι όλα, ή σχεδόν όλα, ισόγεια και στο ίδιο χρώμα. Σπίτια από πλίθρα, τα περισσότερα, αλλά και από πέτρα όσα απ αυτά θα χαρακτηρίζαμε αρχοντικά. Και πολλά ερείπια. Από τα οποία δεν είναι λίγα αυτά που ανακαινίζονται ή και ξαναχτίζονται με την ίδια πάντα αισθητική και τα ίδια υλικά. Τα υλικά της ερήμου.
Η Τιμπουκτού είναι σήμερα μια πόλη των δεκαπέντε χιλιάδων κατοίκων και, συγκριτικά με το Μόπτι, δείχνει πεντακάθαρη. Εδώ νοιώθω μια αύρα πολιτισμού που όμοιά της δεν ένοιωσα σε καμιά άλλη περιοχή του Μαλί. Όσο περπατώ μέσα της, τόσο την αφομοιώνω και με αφομοιώνει.
Με τους απίθανους τρεις μικρούς σωματοφύλακες τρυπώνουμε στις περιφερειακές συνοικίες με τα δαιδαλώδη σοκάκια. Μας πάνε και στο σπίτι που έζησε ο Ρενέ Καγιέ αλλά και σ’ έναν ακάλυπτο χώρο που θέλει να θεωρείται ως μουσείο της γριάς Μπουκτού. Να το πηγάδι της, να και η σκηνή της! Να και τα γραφεία της Αιρ Μαλί που μοιάζουν περισσότερο με ψιλικατζίδικο των Άνω Πετραλώνων της δεκαετίας του πενήντα.
Κάνουμε παρατεταμένες συζητήσεις μαζί τους για ίσα δικαιώματα, για κοινωνική δικαιοσύνη και για σπουδές... Ο Μοχάμεντ θέλει να γίνει καθηγητής μαθηματικών, ο Χαλίλ καθηγητής Ιστορίας και ο δικός μου, ο Μαχμούντ, θέλει να γίνει ζουρναλίστ φρανσαί!
Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια μέχρι να καταλάβουμε πως μ’ αυτό δεν εννοούσε Γάλλος δημοσιογράφος. Ερμηνεύοντας με τον δικό του τρόπο τα μηνύματα του σκονισμένου τηλεοπτικού δέκτη που συγκεντρώνει τα πλήθη κάθε βράδυ στη μεγάλη πλατεία, το ζουρναλίστ φρανσαί υποδηλώνει στο μυαλουδάκι του Μαχμούντ την ποιοτικά ανώτατη βαθμίδα στην κλίμακα της δημοσιογραφίας. Κι άντε τώρα να του εξηγήσεις ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι …
Από τους αμμόλοφους που οριοθετούν το βόρειο τμήμα του αστικού συγκροτήματος και πέρα αρχίζει η Σαχάρα. Σ’ αυτούς τους αμμόλοφους καταλήγουν και καταλύουν τα καραβάνια με τις αλατόπλακες. Κάθε καραβάνι αριθμεί από εξήντα μέχρι και τριακόσιες καμήλες και κάθε καμήλα είναι φορτωμένη με τέσσερις έως και έξι πλάκες ορυκτού άλατος.
Η ίδια περιοχή είναι σπαρμένη καλύβες κατασκευασμένες από ευτελή υλικά, και κυρίως από το παγκοσμιοποιημένο διαφανές πλαστικό. Είναι ο καταυλισμός των Μπέλα δηλώνει, όχι και τόσο υπερηφάνως, ο Μοχάμεντ. Κι εμείς Μπέλα είμαστε, συμπληρώνει, κάπως ταπεινά, ο Χαλίλ. Ο δικός μου ο Μαχμούντ δεν είπε τίποτα. Έσφιξε τα δοντάκια του και κοίταξε προς τα κει που η έρημος συναντά τον ουρανό. Όταν θα γίνει ζουρναλίστ φρανσαί, τότε τα λέμε!
Περπατούμε μεσ’ τα σκοτάδια. Η Τιμπουκτού δεν θέλει να την φωτίζουν κι αυτό την κάνει πιο απόκοσμη κι ακόμα πιο μυστηριακή. Ένα χλωμό φως και μια αιωρούμενη πινακίδα με ξεθωριασμένα γράμματα μας ειδοποιεί πως στεκόμαστε μπροστά στο «Πουλέ ντ’ Ορ». Μπαίνουμε.
Ένα ψαθοσκεπές παράπηγμα: μια τσίκνα από άγνωστα φαγητά, τρεις σειρές από χοντροκομμένα ξύλινα τραπέζια με αποφάγια και μισοάδεια αλουμινένια κύπελλα. Τα μισολειωμένα χοντρά κεριά και μια λάμπα πετρελαίου κάνουν τις βαριές σκιές μας στον τοίχο να δονούνται. Καμιά δεκαριά συνδαιτυμόνες είναι παραδομένοι στο σκηνικό του οποίου εξ άλλου και οι ίδιοι αποτελούν μέρος. Κι ανάμεσά τους ο Τζέραλντ που μας δείχνει ένα ανοιγμένο μπουκάλι γαλλικό κρασί και μας κλείνει το μάτι. Πιείτε, Έλληνες, η ζωή είναι μικρή. Α-λα-σαντέ! Η Σίντι ίσως και να ‘θελε να τον μαλώσει γιατί πίνει σα νεροφίδα αλλά τον αγαπάει πάρα πολύ για να του στερήσει αυτές τις μικροηδονές.
Το Κοριουμέ είναι ένας ταπεινός οικισμός στην όχθη του Νίγηρα, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από την Τιμπουκτού. Εδώ αράζουν οι πινάς για να μεταφέρουν ανθρώπους, εμπορεύματα ή και τα δυο μαζί. Κι από ‘δώ πρέπει να εξασφαλίσουμε τον μεγάλο πλου της επιστροφής μας στο Νότο.
Μαζί μας ήρθε κι ο Μαχμούντ χωρίς τους φιλαράκους του. Δεν μπορεί να το χωνέψει πως όλα τα ταξίδια έχουν ένα τέλος.
Η ζέστη είναι αποπνιχτική. Δεν μπορούμε να σταθούμε παρά μόνο σε μια μικρή ξύλινη παράγκα που στεγάζει το μοναδικό, ίσως, μαγέρικο του οικισμού. Μπαίνουμε υποχρεωτικά σκυφτοί και στριμωχνόμαστε στον στενό ξύλινο πάγκο του μοναδικού τραπεζιού. Ο τύπος του μαγαζιού βαφτίζει τα χρησιμοποιημένα πιατοπότηρά του σ’ έναν κουβά με το ίδιο πάντα θολό νερό κι εν τάξει, έτοιμα για την επόμενη χρήση. Πίνουμε μόνο κάποιο καυτό τσάι, προσπαθώντας ν’ αγνοήσουμε την ύπαρξη και τη χρήση του κουβά. Ο Μαχμούντ καταβροχθίζει δυο πιάτα με κάτι που μοιάζει με μακαρόνια, και με πολλά μερσί μεσιέ.
- Τι θέλεις να σου στείλουμε από την Ελλάδα;
Το μόνο που θέλει είναι ένα ιταλικό λεξικό για να μάθει τη γλώσσα. Και χαϊδεύει συνέχεια το «Κάμελ τρόφυ» μαϊμού που περιβάλει τον καρπό του αριστερού μου χεριού. Ανυστερόβουλα, είμαι βέβαιος. Ταλαντεύομαι. Αυτή η μαϊμού δεν μ’ έχει προδώσει εδώ και τρία διηπειρωτικά ταξίδια. Νομίζω όμως πως ήρθε η ώρα να την αποχωριστώ για να συνεχίσει τη ζωή της εδώ, στην Τιμπουκτού. Όταν την ακουμπάω στο χεράκι του Μαμούντ, το βλέμμα του προδίδει ειλικρινή απορία.
- Δικό σου φιλαράκο, για να θυμάσαι τους «αμί γκρεκ».
Τέτοια λάμψη χαράς δύσκολα ξεχνιέται.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Μαλί:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΜΑΛΙ 1 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΑΜΑΚΟ ΣΤΟ ΜΟΠΤΙ, ΖΩΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 2 - ΝΤΟΓΚΟΝ, Η ΦΥΛΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 3 - ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 4 - ΠΛΟΥΣ ΕΠΙ ΝΙΓΗΡΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΜΑΛΙ 5 - ΝΤΖΕΝΕ, ΟΝΕΙΡΑ ΠΛΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΠΗΛΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν