ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ!

Front Picture: 

Λόφος Στράνη. Η προτομή του Διονυσίου Σολωμού. Και η προτροπή του στους τότε Έλληνες σκαλισμένη στο μάρμαρο. Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!... Απ αυτό εδώ ακριβώς το σημείο, που λες, έβλεπε ο ποιητής το Μεσολόγγι να φλέγεται και τη νέα Ελλάδα να γεννιέται. Και κανείς δεν βρέθηκε να του ψιθυρίσει στ αφτί πως αυτή η Ελευθερία  στο μέλλον μπορεί και να εξαργυρωθεί με καταναλωτικά σκουπίδια και θρασύτατη κερδοσκοπία. Μπας και προσθέσει κάνα στίχο παραπάνω, δηλαδή.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 119 / 20.07.2002

ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ


Χίλια Εννιακόσια Εξήντα Τέσσερα και ήμουν ντυμένος στο χακί. Στραβάδι. Βουλευτικές εκλογές. Κι εμείς, ένοπλη παρουσία σε κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό. Ίσως στη Γύρη, ίσως και όχι. Για ν’ αποτραπούν τυχόν έκτροπα μεταξύ αντιφρονούντων ψηφοφόρων, λέει. Τρίχες! Για να τρομοκρατηθούν οι αντιδεξιοί γενικώς και οι αριστεροί ειδικώς.

 

Ούτε εκατό μέτρα δεν έπρεπε ν’ απομακρυνόμαστε από το εκλογικό κέντρο. Γι αυτό και κάθε τόσο στεκόμουν στα ενενήντα εννιά. Κοιτάζοντας ανατολικά προς την πόλη της Ζακύνθου, προς το σπίτι της τότε καλής μου. Συχνοουρία, απαντώ στο γιατί του λοχία. Τι να του πεις; Η καψούρα δεν αγιάζει τη στρατιωτική απειθαρχία.


Μετά ήταν και ‘κείνο το βραδινό κουβεντολόι για τις συνθήκες στο στράτευμα. Τι είπα; απλώς πως οι φακές που μας μαγειρεύουν στην Τρίπολη δεν είναι πάντα καλά καθαρισμένες. Είκοσι μέρες φυλακή μου ‘ριξε ο διοικητής στην Τρίπολη διότι, λέει, υπονόμευσα το κύρος του Εθνικού Στρατού. Ας πρόσεχα! Απ τα κόκαλα βγαλμένη.


Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα τέσσερα. Αύγουστος. Διασχίζω μια επίπεδη γη κατά κει που με οδηγεί το κάλεσμα της θάλασσας. Σαν κάλεσμα της Αφροδίτης. Άρωμα θηλυκής αλμύρας. Ανάμεσα σε μποστάνια, αμπελώνες, κυπαρίσσια, ελιές και τρομαγμένες σαύρες. Ελάχιστα τα κτίσματα, φυτρωμένα σαν μέρος της Φύσης κι αυτά. Κοάσματα βατράχων με ισοκράτη τον θρήνο των τζιτζικιών. Και, ιδού, αποκαλύφτηκε απέραντη κι ωραία μπροστά μου. Και γαλάζια. Και διάφανη. Και παρθένα. Και…



Η θάλασσα του Λαγανά. Διότι περί αυτής πρόκειται. Μέθυσα απ τα θέλγητρα και μπήκα μέσα της. Σαν ο πρώτος εραστής. Και σαν ο μόνος. Σαν… Τι αθώος!


ΚΑΡΕΤΤΑ - ΚΑΡΕΤΤΑ


Δύο Χιλιάδες Δύο και είμαι πάλι εδώ. Σ’ ένα μέρος που με διαβεβαίωσαν πως είναι ο Λαγανάς. Μα... δεν είναι δυνατόν! Κι όμως.

 

Πρόκειται για μετάλλαξη του αρχαίου έρωτά μου. Κι εγώ, αμήχανος και ξένος. Νοσταλγός και παράταιρος. Μόνος και παρείσακτος.

 

Όλα είναι αλλιώς. Όλα είναι το αντίθετό τους. Διασχίζω μια πυρακτωμένη άσφαλτο κατά κει που άλλοτε... Σαν από κάποιο τραγικό κάλεσμα βοήθειας. Διασχίζω... Ανάμεσα σε αναρίθμητα ξενοδοχειακά συγκροτήματα επιδεικτικής κακογουστιάς. Ανάμεσα σε γραφεία ενοικιάσεως δικύκλων και τετράκυκλων. Ανάμεσα σε μπουτίκ μόδας, ανάμεσα σε νεροτσουλήθρες, ρεστωράν, σουβλακερί, ουζερί, πατισερί, πατείς με πατώ σε, σου λέω. Άνθρωποι και οχήματα αδιαπέραστοι. Τσίκνα ψητού, ιδρώτα και αντηλιακού. Μπόχα κερδοσκοπίας.

 

Ίσως, μια τρύπα του όζοντος, ειδικά από πάνω σου, να σε έσωζε Λαγανά. Ίσως, όμως και να ‘ναι πια πολύ αργά. Αλλά, δεν είναι μόνο για σένα που νοιάζομαι. Είναι και για κείνη. Ίσως, μάλιστα, μόνο για κείνη. Καρέττα-καρέττα τη λένε.


Και για όποιον δεν το ξέρει ακόμη, ας το μάθει: Όλος ο θηλυκός πληθυσμός της θαλάσσιας χελώνας καρέττα-καρέττα έρχεται κάθε χρόνο, από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο, για να γεννήσει τ’ αυγά του εδώ ακριβώς, στις αμμουδιές του Λαγανά. Αιώνες επί αιώνων. Πολύ πριν ο τόπος κατοικηθεί από τα δίποδα άγρια θηρία. Τόσο που αν για κάποιο λόγο η καρέττα-καρέττα στερηθεί αυτό το μοναδικό χελωνο-μαιευτήριό της θα εξαφανιστεί και ως είδος.


Βγαίνει μόνο τις νύχτες από τη θάλασσα, λένε οι ειδικοί. Σκάβει έναν λάκκο στην άμμο, αποθέτει τα εκατόν είκοσι περίπου αυγά της, τα σκεπάζει και μετά επιστρέφει στο υγρό ζωτικό της χώρο. Τα χελωνάκια επωάζονται μέσα στη ζεστή άμμο και μετά από πενήντα πέντε περίπου ημέρες ενώνουν τις προσπάθειές τους για να ξεθαφτούν. Και τρέχουν προς τη θάλασσα. Κι εγώ αναρωτιέμαι τώρα αν η χελώνα γεννούσε πάντα νύχτα ή αφότου άρχισε η υποχρεωτική συγκατοίκησή της με τον άνθρωπο στην ίδια παραλία.


Μια φήμη που επί μακρόν πολιόρκησε τη συνείδησή μου μέχρι να εδραιωθεί και να γίνει πεποίθηση είναι και τούτη: Η ιδιόκτητη γη του Λαγανά στο μεγαλύτερο, τουλάχιστον, μέρος της δεν ήταν από το νόμο οικοδομήσιμη. Ήταν προορισμένη μόνο για γεωργική εκμετάλλευση. Λιπάνθηκε όμως από χρήμα και γονιμοποίησε κτίσματα, παράνομα φυσικά, που πήραν την τελική μορφή των πολυτελών ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, καταστημάτων, και βιλών για τους έχοντες.

 

Ε, και τι έγινε, θα μου πεις, γι αυτό το λόγο δεν βγήκε απ τα κόκαλα η Ελευθερία;

 

Ε, όχι θα σου απαντήσω, δεν βγήκε γι αυτό το λόγο από τα κόκαλα, διότι η δική σου ελευθερία να αυθαιρετείς μέσα στα όρια της πατρίδας που είναι και δική μου συνιστά την καταπάτηση της δικής μου ελευθερίας. Καθώς επίσης και της καρέττα-καρέττα.


Ε, και τώρα τι να κάνουμε; θα επιμείνεις, ό,τι έγινε έγινε, να τα γκρεμίσουν των καημένων; Ναι, θα σου απαντήσω εν οργή, και μόνο γιατί τόλμησες να τους χαρακτηρίσεις καημένους. Ναι. Μπουλντόζα. Ναι. Να ισοπεδωθούν. Ναι. Να ξαναγίνουν γη που γονιμοποιείται, ανθεί και καρπίζει. Ναι. Και θα σου κόψω και την καλημέρα τέτοιος δωσίλογος που είσαι! Οργίστηκα πάλι!


ΕΜΟΥ


Ο Δίας, όπως εξ άλλου και ο Θεός των Χριστιανών στην Καπέλα Σιξτίνα, πρέπει, αν θυμάμαι καλά, να είχαν βλέμμα βλοσυρό. Κι ο Αβραάμ επίσης. Για να τους τρέμουν οι πιστοί. Τούτος όμως εδώ, ο απέναντί μου εβδομηντάρης Αγγλοελβετός με τα πάλλευκα φουντωτά μαλλιά και γένια, που δεν είναι θεός, έχει ένα βλέμμα ευθύ και καλοσυνάτο. Θαλασσινό και γαλήνιο. Κάθε άλλο παρά θεϊκό. Του το λέω και το χαμηλώνει ντροπαλά. Όπως θα έπρεπε να κάνουν κι οι θεοί. Ως τοιούτοι.


Έχει μια φάρμα στην ορεινή ενδοχώρα του Λαγανά όπου δεν έχει φτάσει ακόμα η λαίλαπα του οπλισμένου σκυροδέματος. 

Ήρθα να μου δείξεις τις στρουθοκάμηλους που εκτρέφεις. Δεν είναι στρουθοκάμηλοι, μου απαντά, είναι εμού. Οι στρουθοκάμηλοι ζουν στην Αφρική. Τα εμού ζουν στην Αυστραλία πάνω από ογδόντα εκατομμύρια χρόνια. Πάμε να στα δείξω.


Είναι μονογαμικά. Γεννούν τριάντα με πενήντα νεογνά το χρόνο και ζουν πάνω από είκοσι χρόνια αν δεν θυσιαστούν στο βωμό της ανθρώπινης διατροφής και ένδυσης. Και πιάνει να μου εκθειάζει τα πλεονεκτήματά τους έναντι των άλλων κρεάτων. Χαμηλότεροι δείκτες σε χοληστερίνη, λίπος και θερμίδες. Ψηλότεροι σε πρωτεΐνες και σίδηρο. Ανθεκτικό και εύκαμπτο δέρμα.


Κατάλαβα, δεν συμφέρει να είσαι εμού, του λέω. Ούτε όρνιθα συμφέρει να είσαι, μου λέει γελώντας, διότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του παμφάγος, δεν εξελίχτηκε όπως εξελίχτηκε τρώγοντας μόνο ραδίκια. Πάσο! αλλά τώρα θέλω να μου πεις για την καρέττα-καρέττα.


Τι να σου πω; η καρέττα-καρέττα έγινε άθελά της η γενεσιουργός αιτία και συγχρόνως η κινητήρια δύναμη ενός χρηματιστηρίου αξιών το οποίο απειλεί να την  εξαφανίσει αργά ή γρήγορα.


Συνεχίσαμε την ξενάγηση στη φάρμα του για να τον αποχαιρετίσω με το συναίσθημα ότι η συμφωνία του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον δεν είναι απλώς εφικτή, είναι αναγκαία. 


ΓΚΡΕΜΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΜΕΝΑ ΟΙ ΤΟΠΟΙ ΜΟΥ


Ν’ αφήνεις το τέσσερα επί τέσσερα στο δενπαειάλλο του βασανιστικά διακλαδιζόμενου χωματόδρομου. Να συνεχίζεις καταμεσήμερο, κατακαλόκαιρο, και με τον ήλιο κάθετο πάνω απ το κεφάλι σου. Αναρριχόμενος και καταρριχόμενος το κακοτράχαλο μονοπάτι. Να μην μπορείς ν’ αντισταθείς στην έλξη του απέναντι πελάγου μέχρι να πατήσει το άρβυλό σου στο χείλος του γκρεμού. Στην κυριολεξία χείλος του γκρεμού. Να ‘σαι μόνος για να μη σε ταλανίζουν τα δεν και τα μη των αγαπημένων σου. Εσύ και μια διάφανη πρασινογάλαζη, σμαραγδένια θάλασσα τρεις εκατοντάδες μέτρα κάτω από τα πόδια σου. Κάθιδρος από τη ζέστη ή από το φόβο του ύψους. Κάθιδρος από το μείγμα ζέστης, φόβου κι εκμηδενιστικής γοητείας. Άϋλος σχεδόν. Παραδομένος.

 

Και να φέρνεις κοντά σου με τον τηλεφακό τις ακρούλες και τα μυστικά της θάλασσας που γλείφει αενάως το πέλμα του βράχου.

 

Και αγριολούλουδα φυτρωμένα εκεί που ποτέ δε θα φτάσει ανθρώπου χέρι.

 

Να κάθεσαι στο βράχο χωρίς σκιάδι, πουρναριού έστω. Ν’ ανάβεις το τσιμπούκι σου και να κοιτάς το μια σταλιά ιστιοφόρο από κάτω σου. Να σκέφτεσαι μελαγχολικά πως η όποια περιγραφή φτωχαίνει αυτό που βιώνεις. Διότι σημασία έχει να το βιώνεις και όχι να το περιγράφεις. Να το βιώνεις ηδονικά μόνος. Σαν αναχωρητής. Ή σαν μισάνθρωπος. Αν και εφόσον ως άνθρωπος λογίζεται κι ο κερδοσκόπος διακορευτής της φυσικής παρθενίας. Ν’ ανοίγεις το χάρτη σου για να βρεις τ’ όνομα αυτής της άκρης του κόσμου. Και να σταματάς στο όνομα Κερί... ακρωτήρι Κερί. Και μετά να το μαρτυράς στους άλλους με τα γραφτά και τις φωτοαπεικονίσεις σου. Διότι, γι αυτό σ’ έστειλαν εδώ.

Όρμος Λιμνιώνα, Όρμος Κατέβασμα, Όρμος Σχίζα, Όρμος Στενίτης, Όρμος Βρώμη, Όρμος Αγίου Γεωργίου στα Γκρεμνά...


Και βάλε. Έτσι είναι όλη, πέρα για πέρα, η δυτική ακτή της Ζακύνθου. Ένας απέραντος βράχος κομμένος κάθετα. Μια συνάντηση πέτρας και θάλασσας. Μια συνάντηση πλουμιστή με νησίδες, θαλασσινές σπηλιές και όρμους. Κάθετους. Μια συνάντηση που μόνον οι γλάροι με τα κρα κρα τους γνωρίζουν το πώς να την υμνήσουν. Και οι καταραμένοι ποιητές. Κι αν νομίζεις ότι μπορείς να την προσεγγίσεις από στεριάς πλανάσαι πλάνην οικτράν. Διότι η μάνα Φύση εδώ έχει θωρακιστεί αρκετά καλά.


Μόνο μερικά από τα μπάσταρδά της αποφασίζουν να φτάσουν και να σταθούν σ’ αυτά τ’ ακρόχειλα της αβύσσου. Για να δουν. Και ν’ απαθανατίσουν ενίοτε. Κι αν απορείς για το κοσμητικό μπάσταρδα σου θυμίζω πως απ όλα τα παιδιά της Φύσης μόνον ο Άνθρωπος, ο μητροκτόνος Άνθρωπος, υπονομεύει την αρμονία της.


«Έχει θωρακιστεί αρκετά καλά». Προς το παρόν τουλάχιστον. Διότι, σ’ ένα εφιαλτικό μέλλον διεστραμμένης φαντασίας, όχι πολύ μακρινό, αυτό το τοπίο μπορεί να βιαστεί από τελεφερίκ, αιωρούμενες ντίσκο και ξενοδοχειακά καταλύματα από γυαλί και ατσάλι.

 

Μπορείς από τώρα να διακρίνεις ορισμένα συμπτώματα. Και συγκεκριμένα στο χείλος του Γκρεμού του Όρμου Αγίου Γεωργίου. Όπου τα αθώα λυόμενα αναψυκτήρια θα γίνουν... ξέρεις τι. Όπου τα πούλμαν φτάνουν ήδη μέχρις εκεί που δεν χρειάζεται να περπατήσεις άλλο. Όπου μια σιδερένια εξέδρα σου επιτρέπει να δεις το «Ναυάγιο» από πάνω. Γιατί όχι; θα μου πεις. Για σκέψου λίγο.



Είχα βάλει με τον εαυτό μου ένα στοίχημα: να φωτογραφίσω το Ναυάγιο απ την πιο δύσκολη δυνατή γωνία, συνυπολογίζοντας ότι δεν διαθέτω ταλέντο αναρριχητή. Κι ούτε πρόκειται. Η προσπάθειά μου έφτασε στα όρια πέρα από τα οποία κανένα σωστικό συνεργείο δεν θα μπορούσε να περισυλλέξει τα διαμελισμένα μέλη μου. Και τα θρύψαλα της φωτογραφικής μηχανής μου.



Σπηλιά Δαμιανού, Κοιλιωμένο, Άγιος Λέων, Ρόξα, Λιμνιώνας, Πλάκα, Καμπί, Έξω Χώρα, Μαριές, Στενίτης, Αναφωνήτρια, Βολίμες, Κορίθι... σε ζάλισα; Ορεινά χωριά και τοποθεσίες για τα οποία δεν πρόκειται να γράψω ύμνους. Φαίνεται πως οι σεισμοί, οι οποίοι πριν από μερικές δεκαετίες ισοπέδωσαν τη Ζάκυνθο, ισοπέδωσαν και το πηγαίο αρχιτεκτονικό ταλέντο των κατοίκων της.



Δεν λέω, κάτι έχει μείνει. Κάποιες πέτρινες πανέμορφες εκκλησιές, ας πούμε, κάποια απέριττα σπιτάκια με αυλές, κάποια παλιομοδίτικα καφενεία, δεν λέω. Αλλά εκείνο που με σημάδεψε είναι ο ιδιαίτερος επτανησιακός πολιτισμός στη συμπεριφορά των κατοίκων που γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στα ορεινά χωριά. Ή, έτσι μου φάνηκε. Είναι ένας πολιτισμός με πολύ βαθιές ρίζες. Το νοιώθει κανείς.



ΜΟΝΑΧΟΥΣ - ΜΟΝΑΧΟΥΣ


Μισή ωρίτσα και πολύ μας είναι. Διότι, πώς να το κάνουμε; είναι κι άλλοι που περιμένουν να δουν το ανεπανάληπτο γεωλογικό φαινόμενο των γαλάζιων σπηλιών. Κι ο στολίσκος από βάρκες του πρώην ψαρά που τα ‘κονόμησε ξαφνικά κι απρόβλεπτα δεν ανταποκρίνεται στην τόση ζήτηση. Για την ώρα. Διότι όπου νά ‘ναι θ’ αγοράσει και κάνα δυο ακόμα σκαριά. Καινούργια.


Αντιλαμβάνομαι ότι θεωρημένο από την εφορία απόκομμα του ναύλου δίνει μόνο σε μας τους ημεδαπούς. Στους αλλοδαπούς δεν δίνει τίποτα.


- Μού ‘χουν πει πως σ’ αυτά τα νερά εμφανίζονται και κάτι παράξενες φώκιες, του λέω παίζοντας το ρόλο του κρετίνου για να μην τον ψυλλιάσω, μήπως τις έχει πάρει το μάτι σου;

- Ποιανού, εμένανε; μια ζωή ψαράς είμαι, εγώ έχω μεγαλώσει μ’ αυτά τα θηρία που μας καταστρέφουν τα δίχτυα! μονάχες-μονάχες τις λένε.

- Τι λες!

- Βεβαίως, άτιμα ζώα! Και τώρα που κάνω αυτή τη δουλειά, να σας πηγαίνω στις σπηλιές, πάλι μπελάς είναι. Δεν πρέπει λέει να τις τρομάζουμε. Βλέπεις αυτή τη σπηλιά; ε, αυτή η σπηλιά, να πούμε, έχει τρακόσα μέτρα βάθος, μέσα κει πάνε και γεννάνε.


- Και συ πού το ξέρεις, ρε καπετάνιο;

- Τι πού το ξέρω; αφού σου λέω έχω μπει τόσες φορές, να πούμε.

- Μη μου πεις! και τι κάνεις εκεί μέσα, δε φοβάσαι;

Χαμογελά πονηρά. Αφού σού ‘πα, μας καταστρέφουν τα δίχτυα, να πα’ να γεννήσουν αλλού, να πούμε, όχι εδώ που βγάζουμε το ψωμάκι μας! δεν πιστεύω νά ‘σαι δημοσιογράφος, ε;

- Ποιος, εγώ; 

 

Καρέττα-καρέττα, μονάχους-μονάχους, φονιάδες-φονιάδες!



ΕΝΑΣ ΑΝΑΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΣΚΥΛΟΣ


Καταστάρι, Σκουλικάδο, Μαχαιράδο, Σαρακινάδο, Βανάτο, Γαϊτάνι... Τα καμπίσια χωριά είναι η άλλη Ζάκυνθος. Η σχεδόν καταπράσινη, για την ώρα. Με φυτρωμένα σα μανιτάρια και πολλά νεόδμητα αρχοντικά, ή άλλως βίλες. Μερικές από τις οποίες είναι εξαιρετικής αισθητικής, πλην συνθέτουν ένα αλλοπρόσαλλο, και άρα χωρίς ταυτότητα, σύνολο.

 

Ο κάθε ταλαντούχος αρχιτέκτων έχει προφανώς δώσει ρέστα. Ενώ οι ατάλαντες πολεοδομικές υπηρεσίες δεν έχουν, προφανώς, το κατάλληλο βιολογικό όργανο για να κατανοήσουν ότι ο αρχιτεκτονικός αχταρμάς δεν γεννά πολεοδομική αισθητική. Κι επίσης προφανώς, οχυρώνονται πίσω από το ψευδοδημοκρατικό επιχείρημα της ελεύθερης πρωτοβουλίας. Των ποιων; Αυτή η χώρα είναι και δική σου και δική μου. Άντε τώρα να καταλάβουν ότι το θεμέλιο της αισθητικής του συνόλου είναι η αρμονία των μερών του. Ψιλά γράμματα.



Το ενετικό κάστρο στη Μπόχαλη ήταν μια έκπληξη. Το αισθάνθηκα σαν τυχαία ανακάλυψη μόνο και μόνο γιατί δεν είχα ακούσει παρά ελάχιστα για την ύπαρξή του. Ένα κανίς στην είσοδο με κοιτάζει κάπως περίεργα. Θα ήταν κάποτε λευκό αλλά τώρα το χρώμα του παίζει ανάμεσα στο μπεζ και στο γκρίζο. Από τη βρώμα της αλήτικης ζωής του, προφανώς. Δεν δυσκολεύομαι να του χαϊδέψω το αναμαλλιάρικο κεφάλι για να δέσω μια, έστω πρόσκαιρη, φιλία μαζί του.


Οι φυλακές, η εκκλησία τάδε, η εκκλησία δείνα... Ο αναμαλλιάρης σκυλάκος τρέχει μπροστά μου στο χορταριασμένο μονοπάτι και κάθε τόσο στέκεται και με κοιτά. Η ενετική πυριτιδαποθήκη, το διοικητήριο... Μου γαβγίζει, δεν ξέρω γιατί. Όχι, ξέρω, γαβγίζει γιατί παρεξέκλινα κατά τη γνώμη του και θέλει να με επαναφέρει στο μονοπάτι. Εκτελεί καθήκοντα ξεναγού. Του χαϊδεύω το κεφάλι για να του πω ευχαριστώ και κείνος ξανατρέχει μπροστά πανευτυχής.


Ερείπια οικισμού, δεξαμενή νερού... Έχει ξεθεωθεί, έχει λαχανιάσει, έχει κορακιάσει από τη δίψα αλλά επιμένει να με ξεναγήσει μέχρι το τέλος. Κι όλα αυτά για ένα χάδι στο βρώμικο κεφάλι του. Γεια σου φίλε!...


ΓΑΪΔΟΥΡΟΤΑΒΕΡΝΑΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ


Το «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου» είναι ένας φορέας τον οποίο συγκροτούν οι «αντιπρόσωποι» της ζακυνθινής κοινωνίας, της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, των Περιβαλλοντικών Οργανώσεων και το Υπεχωδέ. Κρατώ ανά χείρας το κατατοπιστικό φυλλάδιο των δραστηριοτήτων του. Παρουσιάζει, ενημερώνει, εξηγεί, συμβουλεύει, παροτρύνει.

 

Έχει κι έναν χάρτη προστασίας της περιοχής του Λαγανά, χρωματιστό μπακλαβά σκέτο: Περιφερειακή ζώνη, περιοχή προστασίας τοπίου, ζώνη απόλυτης προστασίας, περιοχή προστασίας της Φύσης, παραλία ωοτοκίας, οικισμός, θαλάσσια περιοχή άλφα, θαλάσσια περιοχή βήτα, θαλάσσια περιοχή γάμα, θαλάσσια περιοχή πάρκου... Κατάλαβες τίποτα;



Εγώ μόλις τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω. Όσο περισσότερες είναι οι ψηφίδες των ζωνών και των περιοχών, τόσο περισσότερο βρωμάει το πράγμα.


Πρόσεξε τούτο: η ζώνη απόλυτης προστασίας, η περιοχή προστασίας της Φύσης και η παραλία ωοτοκίας, αποτελούν εξοργιστικά μικρές κουκκίδες σε σχέση με τις περιοχές οικισμού και περιφερειακής ζώνης όπου γίνεται το ελαναδείς από «ανθρώπινες δραστηριότητες».


Κι αν δεν το χώνεψες ακόμα καλά στο δίνω ακόμα πιο μασημένο: «Δεν επιτρέπεται», λέει, «η τοποθέτηση των ομπρελών εκτός λωρίδας τριών έως πέντε μέτρων από τη θάλασσα» και «το σκάψιμο στην παραλία σε απόσταση μεγαλύτερη των 5 μέτρων από το νερό...»


Μήπως αναρωτιέσαι ακόμα για το ποιος και πόσος είναι ο βιότοπος της καρέττα-καρέττα; Εγώ δεν αναρωτιέμαι, διότι, απλούστατα, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος.


Όσο για τους στόχους του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου θα στους ξαναπώ με δικά τους λόγια: Είναι «ο συγκερασμός της προστασίας και διατήρησης της φύσης με την παράλληλη ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων» Και με δικά μου: η προκλητικά ξεδιάντροπη διευθέτηση ανάμεσα στα οικονομικά συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών, που σε τελευταία ανάλυση οφείλουν τα μάλα στο ζώο που εξοντώνουν βαθμιαία, και στην άτολμη γκρίνια των κρατικοδίαιτων «πράσινων».

 

Το ξέρω πως τώρα θα μου την πέσουν όλοι μαζί αλλά, έτσι κι αλλιώς...



Ξέχασα να σου πω πως βρίσκομαι στη «Γαϊδουροταβέρνα» της Γιούλιας, στη Μπόχαλη. Νύχτα. Η φωτισμένη Ζάκυνθος απλώνεται κάτω από τα πόδια μας. Η Γιούλια έχει καλό κρασί, καταπληκτικά μεζεκλίκια, αρκετά κιλά και ανεξάντλητο χιούμορ. Ό,τι πρέπει για να τελειώνεις τη μέρα σου με καλά συναισθήματα.



Για περισσότερες φωτογραφίες της Ζακύνθου:Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν