ΝΕΠΑΛ 3 - ΜΠΑΚΤΑΠΟΥΡ, ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ
Για οποιονδήποτε νεοφερμένο δυτικό μια βόλτα μόνος ανάμεσα σ’ ανθρώπους που η ζωή τους αποτιμάται λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα μοιάζει με χαρακίρι. Θέλει χρόνο και πολλές περιπλανήσεις σε χώρες σαν το Νεπάλ μέχρι ν’ αρχίσεις να χωνεύεις πως όταν ένα χέρι απλώνεται είναι μονάχα για να παρακαλέσει, ποτέ για ν’ αρπάξει. Και πως η πανταχού παρούσα φτώχεια δεν απειλεί το πορτοφόλι σου, παρά μόνο τη εφησυχασμένη σου συνείδηση και τις βολικές “αλήθειες” σου.
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ 73/01.09.2001
Προηγούνται:
ΝΕΠΑΛ 1 - ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΚΟΣΜΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΕΠΑΛ 2 - ΠΑΣΟΥΠΑΤΙΝΑΘ, ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Υπό το φως των κηρίων
Χαιρέτισε μ’ ένα “ναμάστε” και ακούμπησε το κερί στο τραπέζι, στηριγμένο μέσα σ’ ένα ποτήρι. Ρομαντική η κίνηση για έναν χώρο μάλλον αδιάφορο όπως είναι αυτό το ταπεινό φαγάδικο όπου έχουμε καθήσει για ανάκτηση δυνάμεων μετά από μια ακόμη χορταστική ημέρα ταξιδιωτικού ξεποδαριάσματος.
Η λέξη electricy που προφέρει το νεαρό αγόρι, συνοδευόμενη από την χαρακτηριστική οριζόντια κίνηση του χεριού που στη διεθνή νοηματική γλώσσα δεν μπορεί παρά να σημαίνει “τέρμα”, με βγάζει από την πλάνη μου. Πρακτικά είναι τα αίτια που υπαγορεύουν τη χορήγηση κεριού από το κατάστημα, και όχι λόγοι δημιουργίας ατμόσφαιρας. Προφανώς επίκειται μια ακόμη από τις προγραμματισμένες διακοπές ρεύματος της Νεπαλέζικης ΔΕΗ, απ’ αυτές που εκ περιτροπής επιβάλονται σε όλη την κοιλάδα της Κατμαντού, για την εξοικονόμηση ενέργειας.
Μας έχουν τύχει κι άλλες φορές στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, σε μέρες και ώρες που ποικίλουν από πόλη σε πόλη, και από συνοικία σε συνοικία, ακολουθώντας απ’ ό,τι μάθαμε κάποιο κυλιόμενο εβδομαδιαίο πρόγραμμα που οι κάτοικοι φαίνεται να γνωρίζουν καλά.
Η επιβεβαίωση έρχεται τρία λεπτά μετά, ενώ ο καχεκτικός φωτισμός της αίθουσας ψυχοραγεί για μερικά δευτερόλεπτα πριν παραδόσει οριστικά τη σκυτάλη στις φλογίτσες των κεριών. H πόλη της Μπακταπούρ βυθίζεται στο σκοτάδι, επιστρέφοντας και από φωτιστική άποψη στο νεπαλέζικο μεσαίωνα όπου ανήκει. Τότε που, στην ακμή της δόξας της, απέκτησε τα ωραιότερα από τα κτίρια και τους ναούς της.
Εν αρχεί, ην ο μύθος
H ιστορία της Μπακταπούρ ξεκινάει όπως οφείλει ν’ αρχίζει η διαδρομή κάθε καθωσπρέπει πόλης της μακρινής Ανατολής, δηλαδή μ’ ένα μύθο.
Μια φορά κι ένα καιρό λοιπόν ήταν ένας Νεπαλέζος βασιλιάς που είχε τρεις γιούς, αλλά μόνο ένα βασίλειο. Τι θα κληροδοτήσω στα παιδιά μου σκέφτηκε ο στοργικός πατέρας όταν έρθει η ώρα μου και ο Σίβα με καλέσει κοντά του; Καυγάδες και έριδες για το πάπλωμα, να τι θ’ αφήσω πίσω μου.
Φανταζόταν τα τρία καμάρια του να σφάζονται μεταξύ τους για το θρόνο πριν καλά καλά καταλαγιάσουν οι φλόγες από τη νεκρική του πυρά και ο καλός βασιλιάς είχε χάσει τον ύπνο του.
Οπότε, κουβαρντάς καθώς ήταν, πήρε την απόφασή του.
Όπως άλλοι γονείς θυσιάζονται, εργαζόμενοι σκληρά για να φτιάξουν, ει δυνατόν, από ένα σπίτι σε κάθε παιδί τους, έτσι κι αυτός για χάρη των δικών του θα δούλευε μέχρι τελικής πτώσεως.
Και καθώς η δουλειά ενός βασιλιά είναι να διατάζει, από την επόμενη μέρα κι όλας, πρώτη του έγνοια μετά το βασιλικό λουτρό και το πρωινό του, ήταν να προστάξει τους υπηκόους του να χτίσουν τρεις πόλεις, μία για τον κάθε κανακάρη του.
Να’χουν και οι τρεις τους από κάτι να διαφεντεύουν, ώστε αργότερα να τον θυμούνται με ευγνωμοσύνη, και να κάνουν και καμιά προσφορά στη μνήμη του.
Έτσι γεννήθηκαν λέει, οι τρεις μεγάλες πόλεις της κοιλάδας της Κατμαντού, οι επονομαζόμενες βασιλικές, δηλαδή η ίδια η Κατμαντού (παλιά Καντιπούρ), η Πατάν και η κατά τη γνώμη μου ωραιότερη όλων, η Μπακταπούρ (πρώην Μπαγκνταόν) που απολαμβάνουμε τώρα σε συνθήκες ρομαντικής συσκότισης..
Ζωή ένα δολάριο
Έχουμε αφήσει πίσω μας το Μάρκο Πόλο Ρέστοραντ και περπατάμε στα σοκάκια σε μια προσπάθεια να χωνέψουμε το βραδινό νταλ που μας έπεσε κάπως βαρύ. Οι δρόμοι φωτίζονται μόνο από τις σποραδικές λάμπες θυέλλης κάποιων μικρομάγαζων που επιμένουν να πουλάνε την πραμάτεια τους ακόμα κι αυτήν την προχωρημένη ώρα.
Η μικρή μανάβισσα από την οποία το πρωί αγοράσαμε μπανάνες είναι ακόμα εκεί, πιστή στο πόστο της. Μας χαιρετάει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο προτείνοντάς μας -τι άλλο;- τα φρούτα της. Λίγο πιο πέρα μια ηλικιωμένη γυναίκα απλώνει χαρτόνια κι εφημερίδες να πλαγιάσει στο έδαφος, με προσκέφαλο τα σκαλοπάτια κάποιου ναού. Έχει αποθέσει κατηφέδες στα πόδια του Γκανές, του θεού της τύχης με το κεφάλι ελέφαντα, κι ανάβει ευλαβικά δύο αρωματικά ξυλάκια στο βωμό του.
Στο άνοιγμα της μικρής πλατείας κοντά στη συνοικία των κεραμιστών, ένας ρίκσα γουάλα κοιμάται ήδη, αγκαλιά με το ποδηλατοταξί του, διπλωμένος σαν σίγμα στο πίσω κάθισμα. Τα πόδια του που περισσεύουν, σαν σπιρτόξυλα λεπτά, ισορροπούν πάνω στη μπροστινή σέλα του οδηγού. Τι όνειρα άραγε να βλέπει ένας άνθρωπος που μετά από δώδεκα ή δεκαπέντε ώρες εξαντλητικού μεροκάματου υποχρεούται
να κοιμάται πάνω στο εργαλείο της δουλειάς του, μέσο μεταφοράς και σπίτι μαζί, σε μία στάση που θυμίζει περισσότερο βασανιστήριο παρά ύπνο;
Δύο αρουραίοι σε μέγεθος μικρής γάτας αναζητούν κάτι βρώσιμο ανάμεσα στους σωρούς των σκουπιδιών. Μάταια όμως. Της δικής τους επιδρομής προηγήθηκαν όλοι εκείνοι που τώρα κουρνιάζουν στις εσοχές των δρόμων, σε εξώπορτες και αυλές ετοιμόροπων κτιρίων, παρέα με αγάλματα θεών και πολυόροφες παγόδες.
Για οποιονδήποτε νεοφερμένο δυτικό τουρίστα θα’ μοιαζε αδιανόητη μια τέτοια βόλτα στα σκοτεινά, μόνος ανάμεσα σ’ ανθρώπους που η ζωή τους αποτιμάται λιγότερο κι από ένα δολάριο την ημέρα. Κάτι σαν μια ωμή πρόκληση στη μοίρα, με θανάσιμες απειλές να καραδοκούν κάθε στιγμή και δεκάδες σκιές έτοιμες θαρρείς να σου ριχτούν από κάθε γωνία, υποψήφιοι ληστές, βιαστές και δολοφόνοι.
Αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι η αξία της φωτογραφικής μηχανής που κρατάς στο χέρι αντιστοιχεί με το ετήσιο εισόδημα μιας δεκαμελούς νεπαλέζικης οικογένειας για να προχωρήσεις αβίαστα στην αμέσως επόμενη λογική σκέψη: έτσι και κυκλοφορήσω μόνος, πάει τέλειωσε, με σφάξανε στο άψε σβήσε.
Ακλόνητος συλλογισμός για ένα μυαλό διαμορφωμένο στα δεδομένα των πολιτισμένων (;) χωρών αυτού του πλανήτη, όπου το χρήμα είναι η υπέρτατη αξία και κάθε μέσο θεμιτό για να τ’ αποκτήσεις.
Αλήθεια, ποιος δυτικοθρεμένος με σώας τας φρένας θ’ αποτολμούσε ποτέ νυχτερινό σουλάτσο, ας πούμε στο Μπρούκλιν ή σε κάποια υποβαθμισμένη συνοικία του Λονδίνου;
Θέλει χρόνο και αρκετά ταξίδια σε χώρες σαν το Νεπάλ μέχρι ν’ αρχίσεις σιγά σιγά να χωνεύεις το φαινομενικά παράδοξο: Ότι αυτά τα αποστεωμένα χέρια που σ’ αγγίζουν και σε τραβάνε από το μανίκι σε κάθε σου βήμα, απλώνονται επίμονα για να παρακαλέσουν και να επαιτήσουν, αλλά ποτέ για ν’ αρπάξουν. Ότι τα υποσιτισμένα πρόσωπα που σε καταβροχθίζουν με τα μάτια δεν επιχειρούν ν’ αποσπάσουν τίποτ’ άλλο πέρα από την προσοχή σου. Και πως η απερίγραπτη φτώχεια που σε περιβάλει σχεδόν από παντού δεν απειλεί τελικά το πορτοφόλι σου, παρά μόνο τη εφησυχασμένη συνείδησή σου και τις βολικές “αλήθειες” σου.
Οι Μάλλα
Ήταν κάπου στα 1200, σύμφωνα με το μύθο πάντα, όταν ο βασιλιάς Αριντέβα πληροφορήθηκε την έλευση στον κόσμο του πρώτου του γιου, ενώ βρισκόταν εκεί όπου συνηθίζουν να περνούν το χρόνο τους οι περισσότεροι φιλόδοξοι ηγεμόνες, δηλαδή σε πολεμική εκστρατεία.
Μέσα στο κλίμα των ημερών και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ονόμασε το νεοαποκτηθέντα διάδοχο “μάλλα” δηλαδή “μαχητή”.
Αυτό ήταν! Ένα βρέφος λίγων ωρών έμελλε να δώσει τ’ όνομά του σ’ολόκληρη τη μετέπειτα ένδοξη δυναστεία που σφράγισε την ιστορία του Νεπάλ για περισσότερο από πεντακόσια χρόνια.
Ινδουϊστές οι ηγεμόνες Μάλλα, αυτοανακηρύχτηκαν ούτε λίγο ούτε πολύ σε ενσαρκώσεις του θεού Βίσνου. Οποία σεμνότης! Θεϊκή ιδιότητα που πάντως δεν επαληθευτήκε, αν πάρει κανείς υπόψη του το σαφώς αρνητικό ξεκίνημα της βασιλείας τους.
Κάτι ο καταστροφικός σεισμός που ισοπέδωσε την κοιλάδα στέλνοντας χιλιάδες ανθρώπους αδιάβαστους στην επόμενη μετενσάρκωση, κάτι οι διάφοροι εισβολείς από τα βορειοανατολικά της χώρας που φρόντισαν να κάνουν το βίο αβίωτο στη νέα δυναστεία, τα πρώτα χρόνια κύλησαν δίσεκτα. Άσε πια ο κατακερματισμός του Νεπάλ σε δεκάδες μικρά βασίλεια και φέουδα, σαράντα έξι τον αριθμό, το καθένα με το δικό του μπαϊράκι και με μεταξύ τους ανταγωνισμούς συχνά αβυσσαλέους.
Αυτή όμως η ανακυκλούμενη αντιπαλότητα, που μέχρι πρότινος απέφερε μόνο κατανάλωση ενέργειας χωρίς αντίκρισμα, κάτω από την ηγεμονία του βασιλικού οίκου των Μάλλα αρχίζει σιγά σιγά ν’ αποκτάει και μιαν άλλη, δημιουργική όψη.
Μαζί με τις κατά καιρούς αψιμαχίες, ξεσπάει παράλληλα κι ένας πρωτοφανής οικοδομικός και καλλιτεχνικός οργασμός, που εν πολλοίς οφείλεται σε λόγους επίδειξης των διαφόρων τοπικών ηγεμόνων, σε μια προσπάθεια η πόλη του καθενός απ’ αυτούς να ξεπεράσει σε κάλλος και ισχύ τις πόλεις των υπολοίπων. Έτσι οι κόντρες μετατρέπονται σε προωθητική δύναμη και τελικά σε καταλύτη μιας χωρίς προηγούμενο έκρηξης των τεχνών. Οι νάοι, τα γλυπτά και τα παλάτια αρχίζουν να ξεφυτρώνουν παντού σαν τα μανιτάρια, και ο πήχης της ομορφιάς συνεχώς ανεβαίνει σε ψηλότερες κορυφές.
Γερμένα σπίτια
Το αποτέλεσμα αυτής της καλλιτεχνικής άνθισης είναι η ομορφιά που αντικρίζουμε σήμερα σε κάθε μας βήμα στην αρχαία Μπαγκνταόν, που έχει κρατήσει στο ακέραιο τη μεσαιωνική της όψη, και στις παραμικρές λεπτομέρειες. Από το λιθόστρωτο των δρόμων όπου η κυκλοφορία σύγχρονων τροχοφόρων είναι περίπου μηδενική, μέχρι τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα στολίδια, σε υπέρθυρα, μπαλκόνια και παράθυρα των καταρρέοντων κτισμάτων της που εξακολουθούν ωστόσο να στέκουν όρθια, σε πείσμα της Λογικής και των νόμων της Φυσικής.
Όπου κι αν κοιτάξεις, σε ζώνουν πληγωμένα σπίτια με χαίνουσες ρωγμές στις εξωτερικές όψεις και με κλίση συχνά τόσο ιλιγγιώδη που λες, δεν μπορεί, αν σταθώ εδώ και δείξω λίγη υπομονή, θα τα φωτογραφίσω να σωριάζονται.
Το πρωί, μέσα απ’ αυτά τα γερασμένα οικοδομήματα αξεπέραστης αρχιτεκτονικής ομορφιάς αλλά και νομοτελειακής επικινδυνότητας, δεκάδες παιδάκια μας χαιρέταγαν ανεμίζοντας χαρούμενα τα χεράκια τους από τα γερμένα μπαλκόνια.
Στο φως της μέρας, η παρουσία τους σ’αυτά τα επικείμενα χαλάσματα έμοιαζε ν’ αποτελεί μέρος κάποιου επιπόλαιου και επισφαλούς παιχνιδιού, αντίστοιχου μ’ εκείνο στο οποίο επιδίδονται όλα τα παιδιά του κόσμου σε ανεγειρόμενες οικοδομές ή εγκαταλειμένα παλιά κτίσματα.
Ωστόσο, οι φλόγες των κεριών που τρεμοπαίζουν τη νύχτα στα παράθυρα των ίδιων αυτών ερειπίων, αποτελούν αδιάψευστο σημάδι ότι κατοικούνται όλα και ότι είναι χιλιάδες οι ατρόμητοι απελπισμένοι που στεγάζουν τη φτώχεια τους σε μόνιμη βάση μέσα σ’ αυτά τα τελειωμένα ντουβάρια. Κι ας τρέμει η Γη κάθε τόσο, λες και πάσχει από πάρκινσον, ενόσω η ινδική υποήπειρος χώνεται όλο και πιο βαθειά στην αγγαλιά της Ασίας, προκαλώντας παραπέρα ανύψωση των Ιμαλαίων.
Ένας τέτοιος σεισμός κόντεψε να ισοπεδώσει και την Μπακταπούρ το 1934. Εκτός από τους νεκρούς κατοίκους της, η πόλη μέτρησε τότε και την απώλεια πολλών από τους ναούς της που γέμιζαν σχεδόν ασφυκτικά την πλατεία Ντούρμπαρ Σκούερ και την έκαναν να μοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη της βασιλικής πόλης Πατάν δεκαπέντε χιλιόμετρα δυτικότερα.
Η ξεχωριστή όμως μεγαλοπρέπεια της κεντρικής πλατείας της Μπακταπούρ έγκειται ακριβώς σ’ αυτήν την αθέλητη αραίωση που επιτρέπει στα εναπομείναντα μνημεία να αναπνέουν καλύτερα και στο γοητευμένο βλέμμα μας να τα χαϊδεύει απ’ όλες τις γωνίες.
Αλλαγή φρουράς
Το πρώτο σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της νεπαλέζικης ενοποίησης ήταν έργο του Τζαγιασίτι Μάλλα, που με απανωτές κατακτήσεις στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα κατάφερε να θέσει ολόκληρη την κοιλάδα της Κατμαντού κάτω από την ηγεμονία του. Για να φτάσει το Νεπάλ εκατό χρόνια αργότερα, επί Γιάκσα Μάλλα, ν’ απλώνεται νότια μέχρι τον Γάγγη, βόρεια μέχρι το Θιβέτ, ανατολικά μέχρι το Σικκίμ και δυτικά μέχρι το Κάλι Γκαντάκι, καλύπτοντας έτσι μια επιφάνεια σχεδόν διπλάσια απ’ αυτή που καταγράφεται σήμερα ως νεπαλέζικη επικράτεια στον παγκόσμιο άτλαντα. Ακμή και παρακμή. Του καιρού γυρίσματα.
Μετά τον Γιάκσα Μάλλα ανοίγει νέος γύρος καυγάδων μεταξύ των διαφόρων μελών της δυναστείας Μάλλα, που θα οδηγήσουν τη χώρα πίσω στην πολυδιάσπαση.
Σχεδόν τριακόσια χρόνια κόντρες και διαιρέσεις θ’ ανοίξουν τελικά το δρόμο στη νέα δυναστεία των Σαχ, με πρωταγωνιστή τον Πρίθβι Ναραγιάν Σαχ που το 1768, καταχτάει τη μια μετά την άλλη τις πόλεις της κοιλάδας της Κατμαντού και ενώνει το Νεπάλ κάτω από την εξουσία του.
Σ’ αυτήν την αλλαγή φρουράς στο θρόνο του Νεπάλ, η Μπακταπούρ είναι η μόνη από τις μεγάλες πόλεις της κοιλάδας που δεν έπαθε το παραμικρό. Λόγω μάλιστα των καλών σχέσεων που διατηρούσε ο τότε βασιλιάς της Ράντζιτ Μάλλα με τον ανερχόμενο ηγεμόνα Πρίθβι Ναραγιάν Σαχ, η μετάβαση της εξουσίας όχι μόνο έγινε αναίμακτα αλλά επετράπει στην πόλη να παράσχει άσυλο στους έκπτωτους εστεμμένους της Κατμαντού και της Πατάν.
Η μπουγάδα των αγαλμάτων
Στη νοτιοανατολική άκρη της Ντούρμπαρ Σκουέρ διαγράφεται η σκοτεινή σιλουέττα του ναού της Σίντι Λάκσμι καθώς φωτίζεται αχνά από μια χλωμή φέτα φεγγαριού, ίδια ισλαμική ημισέληνος που παίζει κρυφτούλι με τα σύννεφα. Μέσα από το ναό ακούγεται μια χαμηλόφωνη ψαλμωδία σαν μουρμουρητό.
Ένας μπαρμπέρης ξυρίζει κάποιον αργοπορημένο πελάτη του χωρίς άλλη πηγή φωτός από το γαλακτερό νυχτερινό ουρανό. Η λάμα του καθρεφτίζει κάθε τόσο το φευγαλέο φως του φεγγαριού στέλνοντας δέσμες από ασήμι που αναβοσβήνουν σαν μικρές αστραπές πάνω στα ζωόμορφα αγάλματα που φρουρούν την πρόσβαση στην παγόδα της θεάς.
Το πρωί φωτογραφίζαμε τα ίδια αυτά αγάλματα με τους μπόμπιρες σκαρφαλωμένους πάνω τους να τραμπαλίζονται σαν να επρόκειτο για τα ξύλινα αλογάκια αλλοτινών παιδικών χρόνων.
Λιγα σκαλοπάτια πιο πάνω στέγνωναν οι φρεσκοπλυμένες μπουγάδες που οι γυναίκες είχαν απλώσει με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου πάνω στ’ αρχαία γλυπτά, στεφανώνοντας με κάλτσες και φανελάκια τα κεφάλια των θεών. Η Ιστορία εδώ μοιάζει να προχωράει ενσωματωμένη στην καθημερινότητα της πόλης και κομμάτι της ζωής της, χωρίς να χρήζει κάποιας ιδιαίτερης προσοχής, κι ακόμα λιγότερο προστασίας.
Οι κάτοικοι με την ίδια απλότητα που προσεύχονται στους ναούς, κατουράνε με κάθε άνεση λίγο αργότερα μπροστά στην είσοδό του, κι ο καθένας μπορεί να πάρει έναν υπνάκο μέσα στον θεωρούμενο ως ιερό χώρο χωρίς μια τέτοια συμπεριφορά να προκαλέσει την κατακραυγή κανενός ως μεμπτή και ιερόσυλη.
Αποθέωση αυτής της πρακτικής, το καφενείο Νιαταπόλα που στεγάζεται στον πρώτο όροφο ενός αρχαίου ναού, με άθικτα τα παλιά ερωτικά γλυπτά θρησκευτικής υφής, και όπου σερβίρεται τσάι με θέα πάνω στη μεγάλη πενταόροφη παγόδα της πλατείας Ταουμάντι Τολ, η ψηλότερη όλης της κοιλάδας. Η στέγη του μνημείου δεσπόζει και τώρα μέσα στη νύχτα της Μπακταπούρ παρά την απόσταση που μας χωρίζει. Ο νυχτόβιος μπαρμπέρης της Ντούρμπαρ Σκουέρ συνεχίζει ατάραχος τη δουλειά του πάνω στην αριστερή παρειά του πελάτη του με τις ίδιες πάντα γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις του ξυραφιού του. Ένα μαύρο γουρούνι διασχίζει μεγαλόπρεπα το πλακόστρωτο της πλατείας με κατεύθυνση τον ξενώνα μας. Το παίρνουμε στο κατόπι ενώ σβήνει σιγά σιγά από τ’ αυτιά μας η ψαλμωδία από το ναό της Λάκσμι.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Νεπάλ:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΝΕΠΑΛ 1 - ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΚΟΣΜΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΕΠΑΛ 2 - ΠΑΣΟΥΠΑΤΙΝΑΘ, ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΕΠΑΛ 4 - ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν