ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 2 - ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΥΜΙΕΣ

Front Picture: 

Σταματάμε στην άκρη της κρεμαστής γέφυρας που αιωρείται περισσότερο από έναν αιώνα πάνω από τον ορμητικό και θορυβώδη Χαμπέρνα. Οι ξυλοδεσιές της έχουν ρημάξει μέσα στο χρόνο και πολλά από τα ξύλα χάσκουν πάνω από το αφρισμένο νερό. Κρέμεται από δύο βασικά χόρτινα σκοινιά, υπόπτου πλέον αντοχής. Φωτογραφίζω εκστασιασμένος αυτό το μνημείο επικινδυνότητας ενώ σκέφτομαι ότι αν θέλουμε να φτάσουμε στο καμπούνγκ των Παπούα δυστυχώς θα πρέπει να το διασχίσουμε. 

 

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο του «Πέρα από το Μπάλι» 


 


Προηγείται:

ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 1 - ΙΡΙΑΝ ΤΖΑΓΙΑ, Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 


Κεντρικό παζάρι της  Γουαμένα. Έξω απ’ αυτό, στην τεχνητή πόλη των δεκαεφτά χιλιάδων κατοίκων που φύτεψε με το έτσι θέλω η κυβέρνηση της Τζακάρτα κυριαρχούν οι Ινδονήσιοι εποικιστές. Εδώ μέσα όμως επικρατούν ακόμα οι «αναφομοίωτοι» Παπούα με την πραμάτεια τους.

Καταφτάνουν πεζοί από τα γύρω χωριά για να πουλήσουν γλυκοπατάτες, κρεμμύδια, αποξηραμένα φύλλα καπνού, πιπεριές και άλλα τινά, φυτικά κυρίως, άγνωστα τα περισσότερα σε μας.

 


 

Κάθονται οικογενειακώς γύρω από το εμπόρευμά τους. Μερικοί είναι ντυμένοι με παντελόνια και βρώμικες τρύπιες φανέλες. Άλλοι μόνο με τη γνωστή εθνική τσουτσουνοθήκη. Η οποία πρόσεξα ότι υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και σχέδια: Ίσια, στριφτή, κοντόχοντρη, και τσιγκελωτή! Μας κοιτάζουν δύσπιστα, μπορεί και φοβισμένα, και κάτι μουρμουράνε.

Παντού, σ’ όλα τα παζάρια του κόσμου όπου έχουμε βρεθεί, συνήθως μας την πέφτουν, τις περισσότερες φορές πιεστικά, για να ψωνίσουμε. Εδώ τίποτε. Μόνο μας κοιτούν, μουρμουρίζοντας και δείχνοντας με το δάχτυλο τις γλυκοπατάτες ή τις πιπεριές τους.


Ένα μνημείο επικινδυνότητας


Οδεύουμε προς κάποιο παπουάνικο οικισμό, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Γουαμένα, ο οποίος, κατά τον Ονίς, δεν έχει όνομα. Το τι εστί Ονίς, το έχουμε ήδη πει στην προηγούμενη ανταπόκριση, οπότε και δεν θα το επαναλάβουμε. Αρκετοί απ’ αυτούς τους μικρούς οικισμούς, λέει, δεν έχουν όνομα διότι είναι γεωγραφικώς ασταθείς. Οι Παπούα δεν είναι νομάδες. Η γεωγραφική σταθερότητα τους οικισμούς τους εξαρτάται αποκλειστικά από το αν η γονιμότητα της γης είναι επαρκής για την παραγωγής της «ερόμ», της γλυκοπατάτας δηλαδή, ή για τη βοσκή των χοίρων τους. Ή, ακόμη, κι από το αν υπάρχει προσφορά εργασίας, ή κάποιο παζάρι εκεί γύρω, για να πουλήσουν τη πραμάτειά τους.


Ο χωματόδρομος είναι στενός και επιπλέον γεμάτος λακκούβες με λασπόνερα. Φραπεδιαζόμαστε μέσα στο γερασμένο τζιπ που μαστιγώνεται από τα κλαριά και τις φυλλωσιές της ένθεν κακείθεν βλάστησης. Κινιόμαστε παράλληλα με τον ρου του Χαμπέρνα, του παραπόταμου του Μπάλιεμ. Σταματάμε στην άκρη της κρεμαστής γέφυρας που αιωρείται περισσότερο από έναν αιώνα πάνω από τον ορμητικό και θορυβώδη Χαμπέρνα. Το σανίδωμα του πατήματός της είναι τόσο στενό όσο για έναν Παπούα. Οι ξυλοδεσιές της έχουν ρημάξει μέσα στο χρόνο και πολλά από τα ξύλα χάσκουν πάνω από το αφρισμένο νερό. Κρέμεται από δύο βασικά χόρτινα σκοινιά, υπόπτου πλέον αντοχής, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούν την κουπαστή στήριξης για τον περατάρη. Φωτογραφίζω εκστασιασμένος αυτό το μνημείο επικινδυνότητας και σκέφτομαι ότι, δυστυχώς, πρέπει να το αντιμετωπίσω.


Περιμένω να περάσει πρώτα η απροσδιορίστου ηλικίας κυρία Παπούα που έρχεται από την απέναντι μεριά φορτωμένη μ’ ένα τσουβάλι στη ράχη. Γλυκοπατάτες, ίσως. Αυτό δεν μ’ ενθαρρύνει και τόσο διότι η εν λόγω Παπούα, εφ’ ενός είναι ακροβάτις από τα γεννοφάσκια της κι αφ’ ετέρου, ακόμα κι έτσι φορτωμένη, ζυγίζει λιγότερο από μένα.

Αιωρούμαι παριστάνοντας τον άνετο. Το θέμα είναι να κρατάς γερά και μονίμως τα σκοινιά της κουπαστής και να βλέπεις που πατάς. Στην άκρη του σανιδώματος εν προκειμένω. Όσο γίνεται πιο κοντά στη ξυλοδεσιά.

 


Στα μισά της διαδρομής μερικά σκοινιά είναι σπασμένα και οι σανίδες, όσες δεν χάσκουν προς το χάος, γέρνουν εφιαλτικά. Κι εκτός αυτών είναι και η μόνιμη αιώρηση όλης της γέφυρας μαζί με τη συνεπακόλουθη αστάθεια που προκαλεί κάτι σαν ίλιγγο.

‘Έπεται ο Ορέστης. Του κάνω τον έξυπνο μεγαλοφώνως κάνοντας τις παλάμες μου ντουντούκα. Υποδείξεις παντελώς άχρηστες διότι εκτελεί την άκρως ανθυγιεινή πασαρέλα με μεγαλύτερη άνεση από μένα. Φτάνει στην όχθη ό,που βρίσκομαι και τον περιτριγυρίζουν οι Παπουάνες έμπλεες ενός απροσχημάτιστου θαυμασμού γι αυτό το λευκόσαρκο κατασκεύασμα ενός άλλου θεού. «Μάι σαν», λέω με επιδεικτικό καμάρι σ’ αυτή από το βυζί της οποίας κρέμεται ένα νεογέννητο. Σιγά μην κατάλαβε! Γελάει πάντως. Γελούν και τα Παπουανάκια κάτω από τις ακατάσχετες μύξες τους και χτυπούν τα χεράκια τους από ενθουσιασμό. Περνούν κι η Ισαβέλλα και τελευταίος ο Ονίς.


Στο καμπούγκ


Το «καμπούνγκ» είναι, σε ελεύθερη απόδοση, το χωριό των Παπούα. Κάθε καμπούγκ συναπαρτίζεται από μικρούς οικισμούς που βρίσκονται σε κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο. Ο οικισμός είναι ένα περιφραγμένο συγκρότημα από χορτοκαλύβες και στεγάζει ένα παπουάνικο σόι.

Δρασκελίζουμε το έμπα του οικισμού που δεν είναι παρά μια ξύλινη πύλη από κορμούς δέντρων, ανυψωμένη τόσο όσο είναι αρκετό για να εμποδίζει τα γουρούνια να το σκάσουν. Όσοι κάτοικοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή εδώ μας περιτριγυρίζουν με κάποια απορία, δυσπιστία, ή και κάποιο φόβο ίσως. Το συγκρότημα σχηματίζει ένα Π από τρεις σειρές συνεχόμενων καλυβόσπιτων, ενώ η ανοιχτή του πλευρά προστατεύεται από έναν ψηλό φράχτη με την πύλη που μόλις δρασκελίσαμε.


Ο Ονίς εξηγεί στον ξεδοντιάρη γερό-Παπούα που είναι ίσως και ο πρεσβύτερος  του οικισμού, ότι δεν είμαστε τίποτε εισβολείς, ότι είμαστε καλοί λευκοί, κι ότι το μόνο που θέλουμε είναι να μάθουμε (με το αζημείωτο φυσικά) κατιτίς για τον τρόπο ζωής τους.


Ο παππούς, που δε θα μάθει ποτέ τι σημαίνει οδοντίατρος, ζητάει κατ’ αρχάς ένα τσιγάρο. Του ανοίγω το πακέτο κι εκείνος απλά το παίρνει όλο. Χαλάλι σου, παππού! Τώρα, ξέρω: όταν ένας Παπούα μου ζητάει ένα τσιγάρο, θα του δίνω ΕΝΑ τσιγάρο. Ιδιοχείρως.

Εδώ λέει, σ’ αυτή την καλυβοσειρά μένουν οι άντρες, όλοι μαζί. Μόνο άντρες. Απαγορεύεται δια ροπάλου να μένουν και να κοιμούνται άντρες και γυναίκες κάτω από την ίδια στέγη. Ακόμη και οι παντρεμένοι!


Όταν ο σύζυγος φτάσει στο δεν πάει άλλο θα κάνει την επίσκεψή του στην απέναντι καλυβοσειρά ό,που διαμένουν σωρηδόν τα γυναικόπαιδα μαζί με τα γουρούνια. Και αν είναι τυχερός, και η σύζυγος είναι στα ντουζένια της, τότε οι άλλες, μαζί με όλα τα κουτσούβελα (αλλά χωρίς τα γουρούνια), θα κάνουν ένα μικρό περίπατο για κα’να μισάωρο στα πέριξ χωράφια.

Μετά όμως από κάθε γέννα, κομμένο το βάτεμα για δύο έως πέντε χρόνια. Αυτή η αποχή, λέει ο παππούς στον Ονίς και ο Ονίς σε μας, είναι αναγκαία διότι η σύζυγος Παπούα πρέπει να θηλάσει κατ’ αποκλειστικότητα το παιδί. Και ίσως κα’να νεογέννητο πλην ορφανό γουρουνάκι (sic).


Η αποχή όμως αντισταθμίζεται, σε πείσμα των ιεραποστόλων, με την πολυγαμία. Τις γυναίκες τις αγοράζει ο γαμπρός από τον ιδιοκτήτη πατέρα τους έναντι τεσσάρων ή πέντε γουρουνιών, ανάλογα με την ηλικία του εμπορεύματος. Όσο πιο μικρή η υποψήφια νύφη, τόσο πιο ακριβή. Ένας Ντάνι δηλαδή με σαράντα γουρούνια μπορεί να αγοράσει από οχτώ έως δέκα γυναίκες.

Αυτό όμως δεν είναι κάτι σύνηθες διότι, πρώτον ποιος έχει τόσα πολλά γουρούνια και, δεύτερον, αν τα έχει και τα ξοδέψει όλα στις γυναίκες θα χρεοκοπήσει πολύ γρήγορα και δεν θα μπορεί να τις θρέψει. Αυτόματη αναπροσαρμογή οικογενειακής οικονομίας!


Έτσι, η κοινωνική θέση των αντρών μετριέται με τα κεφάλια γυναικών και γουρουνιών. Τώρα μου είναι κατανοητό γιατί οι Παπουάνες θηλάζουν και νεογέννητα γουρούνια αν χρειαστεί.


Θέλω να ρωτήσω τον Ονίς μερικά πράγματα σχετικά με το περικαύλιο. Ας πούμε, έτσι σφιχτό που το βλέπω, τι γίνεται αν ο φορέας του περιέλθει αίφνης σε κατάσταση ανυποχώρητης στύσης; Λογικά θα πρέπει, ή να διαρραγεί η τσουτσουνοθήκη, ή να πάθει ζημιά το πέος του. Μυστήρια πράγματα!

Μπαίνουμε στον αντρώνα» από ένα άνοιγμα ό,που χρειάστηκε να διπλωθούμε στα δύο για να τα καταφέρουμε. Μέσα, σκοτάδι πήχτρα. Κανένα είδους φωτιστικού. Το πάτωμα είναι στρωμένο με κάτι σαν σανό. Στο ισόγειο δεν στέκεις όρθιος. Ή σκυφτός, ή καθιστός. Στο κέντρο του υπάρχει μια εστία για φωτιά. Αν είναι δυνατόν!


Το πάνω πάτωμα είναι ο κοιτώνας και επικοινωνεί με το κάτω μέσω μιας τετράγωνης καταπακτής και μιας υποτυπώδους σκάλας. Ο Ονίς μας εξηγεί ότι οι χώροι αυτοί είναι τόσο στενοί γιατί μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί μια ανεκτή θερμοκρασία που προκύπτει από τα ανθρώπινα σώματα. Η ίδια λογική με τα σκυλόσπιτα σκέφτομαι. Όταν κάνει πολύ κρύο τότε, και μόνο τότε, λέει, ανάβουν τη φωτιά από κάτω για να ζεσταίνει αυτούς που κοιμούνται πάνω. Και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει πάντα κάποιος για να την προσέχει και να τη συντηρεί. Τα ίδια γίνονται και στον γυναικωνίτη, απέναντι. Μόνο που εκεί έχουν επιπλέον και τη σωματική θερμοκρασία των χοίρων. Βγαίνουμε. Καλό το σκηνικό, δεν λέω, αλλά …


Παππούς καπνιστός


«Μάμμυ, μάμμυ», λέει ο μαθουσάλας που μου έκανε τράκα το πακέτο τσιγάρα, και δείχνει με το δάχτυλο μια καλύβα στη σειρά που αποτελεί το πάνω μέρος του Π. «Μάμμυ, μάμμυ!» Τι διάολο, είναι δυνατό να θέλει να μας συστήσει τη μάνα του; Πόσο χρονών θα πρέπει να είναι η μάνα του δηλαδή; «Μάμμυ! Μάμμυ!» επαναλαμβάνει αυτός και μας οδηγεί προς την καλύβα απ’ όπου, την ίδια στιγμή, βγαίνει μια απροσδιορίστου ηλικίας Παπουάνα σέρνοντας πίσω της ένα κάθισμα πάνω στο οποίο βρίσκεται κάτι που μοιάζει με γλυπτό από μαύρο ξύλο αλλά και με καμένο κούτσουρο. «Μάμμυ, μάμμυ» επιμένει ο μαθούλας σαν κολλημένη βελόνα παλιού φωνογράφου. Της μάνας του το άγαλμα, συλλογιέμαι. Μάδερ στάτιου; τον ρωτάω. Νο, νο! Μάμμυ γκραντ φάδερ, με ενημερώνει ο γλωσσομαθής Ονίς. Η μαμά του παππού του, μονολογώ. Μα τι λες, ρε μπαμπα; «Μάμμυ» σημαίνει και μούμια, διευκρινίζει ο Ορέστης. Α, ναι;


Αυτό το φρικτό πράγμα που βλέπουμε λοιπόν είναι η μούμια ενός προ-προπάππου του μαθουσάλα, ηλικίας άνω των τριακοσίων χρόνων κατά την διαβεβαίωση του Ονίς. Η δε τεχνική της ταρίχευσης στους Παπούα, δεν γίνεται με την αφαίρεση των εντόσθιων και το παραγέμισμα του κουφαριού με διάφορα φάρμακα και βότανα, όπως γινόταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους, αλλά με το κάπνισμα! Δηλαδή η μούμια που βλέπουμε μπροστά μας είναι καπνιστή! Όπως λέμε καπνιστή ρέγκα.

Όταν ζητάω μέσω Ονίς την άδεια να φωτογραφίσω το εν λόγω αντικείμενο, οφκόρς μου απαντά, αλλά, τόσες ρουπί ανά άτομα για το κοίταγμα και τόσες για κάθε κλικ που θ’ ακουστεί. Τι να γίνει ρε παππού, δικιά σου είναι η μάμμυ, ό,τι θες την κάνεις!


Καθόμαστε με τον γερο-Παπούα σ’ ένα είδος αίθριου μπροστά στη δική του καλύβα που είναι και κάπως διακριτή σε σχέση με τις άλλες. Δυο-τρεις από τις γυναίκες του οικισμού που δεν είναι στο χωράφι μαζεύονται γύρω μας μαζί με καμιά δεκαριά κουτσούβελα που έρχονται και μας αγγίζουν κάθε τόσο για να πιεστούν ότι είμαστε πραγματικοί.

Ένα δυο απ’ αυτά μαθαίνουν, λέει, γράμματα. Έρχεται κάποιος δάσκαλος από την Γουαμένα και τους μαθαίνει να διαβάζουν και να γράφουν. Κάτι είναι κι αυτό. Οι γυναίκες και ο γέρος μας έχουν αλαφρώσει εντελώς από το περιττό βάρος των τσιγάρων μας. Και κυρίως ο γέρος. Καπνίζουν όλοι αρειμανίως το ’να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο λες και θα πεθάνουν την επόμενη μισή ώρα και δεν θα προλάβουν. Τα δε πιτσιρίκια μας αλάφρωσαν από τα μπικ. Παρ’ όλα αυτά, κάθε τόσο, γυναίκες και παιδιά απλώνουν τη παλάμη: Ρουπί, ρουπί…


Εδώ και κάμποση ώρα παρατηρώ το χέρι μιας από τις Παπουάνες του. οικισμού. Της λείπουν δυόμιση δάχτυλα. Εργατικό ατύχημα υποθέτω. Λάθος! Πένθος, εξηγεί ο Ονίς. Ένα από τα έθιμα των Παπούα – Ντάνι επιβάλει στις γυναίκες να κόβουν κι από μια φάλαγγα του δαχτύλου τους σε κάθε θάνατο πολύ κοντινού συγγενούς. Συζύγου, παιδιού, ή γονιού. Γι αυτό, λέει, θα δείτε πολλές γυναίκες ακρωτηριασμένες.

Όπως θα μάθουμε αργότερα, τα τελευταία χρόνια τείνει ευτυχώς να υιοθετηθεί μια πιο λάιτ εκδοχή που συνίσταται στην επάλειψη της πενθούσας με λάσπη από την κορυφή ως τα νύχια για σαράντα μέρες τουλάχιστον. Πάλι καλά!



Φεύγουμε από τον οικισμό και με οδηγό τον γερο-Παπούα κατευθυνόμαστε προς το κοντινότερο χωράφι. Μαζί μας έρχονται και τα πιτσιρίκια. Σε λίγο αποχαιρετάμε όλη την παρέα και παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού. Όχι τίποτ’ άλλο, μεσολαβεί κι αυτή η κρεμαστή γέφυρα που μου φέρνει προκαταβολικά σύγκρυο.


Για περισσότερες φωτογραφίες από Δυτική Παπούα:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα... 

 

Διαβάστε επίσης:

ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 1 - ΙΡΙΑΝ ΤΖΑΓΙΑ, Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΔΥΤΙΚΗ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ 3 - ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν