ΚΕΝΥΑ 3 - ΤΟΥΡΚΑΝΑ, ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΜΟ ΕΡΕΚΤΟΥΣ
Τοπίο επίπεδο, ηφαιστειακό, κιτρινοπράσινο από τα σκίνα, τους θάμνους και τις ακακίες. Λες και έκανα ένα τόξο στο διάγραμμα του χωροχρόνου για να’ ρθω εδώ στο λυκαυγές της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στον πλανήτη. Διατρέχουμε την περιοχή όπου έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα ίχνη του χόμο ερέκτους. Κάπου εδώ ξεπήδησε το είδος μας από τον λεγόμενο αυστραλοπίθηκο που περπάταγε στα τέσσερα χειροπόδαρά του.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ.325/08.07.2006
Προηγούνται:
ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ο χάρτης μου μαρτυρά πως βρισκόμαστε στην περιοχή τομής του δεύτερου άνωθεν του Ισημερινού παράλληλου με τον τριακοστό όγδοο μεσημβρινό. Και συγκεκριμένα στο Εθνικό Πάρκο Μάρσαμπιτ όπου και διανυκτερεύσαμε. Πρόκειται για ένα επίπεδο με πυκνή βλάστηση.
Η μέρα ξεκίνησε ηλιόχαρη, αλλά μ’ έχει βραχυκυκλώσει ένα ύπουλο άγχος. Νοιώθω σαν να είμαστε κάπως ευάλωτοι. Όμως εδώ αν δεν εγκαταλειφθείς στην παρήγορη απροσδιοριστία των πιθανοτήτων, το άγχος θα σε ροκανίσει.
Ο Γκισίρα αυτή τη στιγμή ανάβει τα ξύλα για να ετοιμάσει το πρωινό μας. Η σημερινή διαδρομή προβλέπεται ζόρικη. Καμιά τρακοσαριά, και βάλε, χιλιόμετρα, μέσα από την έρημο Τσάλμπι για να καταλύσουμε στις όχθες της λίμνης Τουρκάνα. Η Τσάλμπι φημίζεται ως αφιλόξενη και αρκετά επικίνδυνη. Ο Ντάνιελ, ο οδηγός μας, κι ο Γκισίρα, ο μάγειρας, όταν τους ρωτάμε το γιατί, τα μασάνε. Άρες μάρες κουκουνάρες. Βγάλανε πάντως από την μπαγκαζιέρα του θηριώδους τέσσερα επί τέσσερα δυο αυτόματα όπλα και τα έβαλαν κάτω από τα καθίσματά τους. Ο Βορράς της Κένυας μόνο κατ’ επίφαση ελέγχεται από την κεντρική κυβέρνηση, εξ ου και τα σποραδικά γιουρούσια διαφόρων φυλών, ντόπιων αλλά και από τη γειτονική Σομαλία. Η ιδιότητα του ανεξάρτητου ταξιδιώτη μάλλον δεν αποτελεί το καλύτερο διαπιστευτήριο για την περιοχή. Αλλά ας μην φτιάχνω σενάρια τρόμου και χαλάσω τη διάθεσή μου από τώρα.
Χθες τη νύχτα, όπως και τις περισσότερες εδώ στο Βορρά, κοιμηθήκαμε περιβαλλόμενοι από μπαμπουινοοικογένειες. Έξαλλες. Φωνάζανε, γαυγίζανε, στριγκλίζανε έξω από τα αντίσκηνά μας. Χαμός. Οι στριγκιές τους είναι κάτι μεταξύ αγριόσκυλων και κι ελεφάντων.
Και τώρα που το καλοσκέφτομαι … κάπως έτσι θα στρίγκλιζαν πριν από δυόμισι εκατομμύρια χρόνια οι πρόγονοί μας, οι χόμο ερέκτους, σ’ αυτήν ακριβώς την περιοχή.
Παρ’ όλα αυτά κοιμηθήκαμε. Ο γέγονε γέγονε. Με τον καιρό εθίζεσαι.
Πρέπει να ράψω δυο-τρία ξηλώματα απ’ τα ρούχα μου, πρέπει ν’ αποκαταστήσω το φορητό πολύθηκο με τα χρειώδη μου, πρέπει να ελέγξω και να ξανατακτοποιήσω τα φιλμ και πρέπει να αφαιρέσω ένα δάκτυλο σκόνη που έχει επικαθήσει στο σακίδιό μου.
Και δεν θα ξαναμπερδέψω τις μπαταρίες, γιατί θα μου φανούνε λίγες και θα αγχωθώ πάλι. Η ώρα είναι εφτά και δεκαπέντε το πρωί. Μόνο αυτό μπορώ να πω με βεβαιότητα. Όλα τ’ άλλα όπως κάτσουν.
Φορτώνουμε. Τα φορτώματα, ξεφορτώματα και όλες οι δουλειές γίνονται συμμετοχικά από όλους. Σαν αλυσίδα παραγωγής. Όσο περνούν οι μέρες, τόσο περισσότερο δένουμε σαν ομάδα.
Τσάλμπι
Μια θεαματική σαβάνα!... Τραχιά, απειλητική, συγκλονιστική. Μια άγαρμπη πίστα. Σωροί κοτρόνια από μαύρη λάβα. Καμήλες, ζέμπρες και στρουθοκάμηλοι. Όρνια με φαλακρά κρανία χωμένα στα εντόσθια κάποιου νεκρού θηλαστικού. Κι ο Ντάνιελ να τρέχει μ’ έναν τρόπο που λες όπου να’ναι το τζιπ θα διαλυθεί στα εξ ων …
Τοπίο επίπεδο, κιτρινοπράσινο από τα σκίνα, τους θάμνους και τις ακακίες. Τις υπέροχες ακακίες! Άλλες ξερές, άλλες αμυδρά πράσινες, να συνιστούν αυτό που λέμε αφρικανικό τοπίο. Έτσι όμως και ξεμείνουμε από καύσιμα, ασ΄τα να πάνε...Μάλλον απίθανο να επιβιώσουμε.
Είναι συναρπαστικό το συναίσθημα ότι διατρέχουμε την περιοχή όπου έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα ίχνη του χόμο ερέκτους. Κάπου εδώ ξεπήδησε το είδος μας απ’ τον λεγόμενο αυστραλοπίθηκο που περπάταγε στα τέσσερα χειροπόδαρά του.
Λες και έκανα ένα τόξο στο διάγραμμα του χωροχρόνου για να’ ρθω εδώ στο λυκαυγές της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στον πλανήτη. Αν αυτή τη στιγμή με ρωτήσεις πώς είναι η Αθήνα, πώς είναι το σπίτι μου, πώς ζω εκεί, κάποια εικόνα, κάτι, αποκλείεται να θυμηθώ. Οι αισθήσεις μου του χώρου και του χρόνου λες και έχουν αποδομηθεί συθέμελα.
Ωστόσο εξακολουθώ να διατρέχω το χώμα μιας αποσαθρωμένης λάβας, πάνω στο οποίο σηκώθηκε στα δυο του ποδάρια ο ερέκτους. Γιατί όμως χρειάστηκε να σταθεί στα δυο του ποδάρια; Ποια ανάγκη τον ώθησε; Ως καρποσυλλέκτης σκαρφάλωνε και με τα τέσσερα. Και καλύτερα μάλιστα. Ποιες συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του; Πρέπει να ξεσκονίσω πάλι τον Δαρβίνο και τον Ένγκελς.
Μπαίνουμε στο απέραντο υπόλευκο της Τσάλμπι. Σαν βρόμικο σκληρό ορυκτό αλάτι. Τραχιά πεισματάρα αλυκή, με κάποια δειλή χλωρίδα που εναλλάσσεται με το σκασμένο χώμα της απόσκοσμης σαβάνας. Και κάπου στο βάθος η μόνιμη οφθαλμαπάτη μιας επιφάνειας νερού που συνέχεια ξεμακραίνει.Αυτό το σκάσιμο στο χώμα δεν νομίζω ότι θα βρει το λήμμα του στην ελληνική. Περιφραστικά; Τι να πεις; Φωτογραφικά, ίσως.
Κάποτε φτάνουμε στο χωριό Καλάτσα. Στην άκρη του πουθενά. Αν υπάρχει τέτοια άκρη.Και πώς να υπάρχει, αφού δεν υπάρχει ούτε το «πουθενά» παρά μόνο ως σύμβαση της ανθρώπινης νοητικής δυνατότητας; Η αδυναμίας.
Η «αρχιτεκτονική της ρακοσυλλογής». Δεν το έχω ξαναδεί παρά μόνο εδώ: καλύβες φτιαγμένες από σκουπίδια. Ο,τι κορεσμένο στέρεο προϊόν μπορεί να βρεθεί σε προσιτή ακτίνα υπέχει θέση δομικού υλικού. Είναι ηλίου φαεινότερο πως κάθε άλλο παρά εδραίοι πληθυσμοί ζουν εδώ.
Καταλύουμε λίγο έξω απ’ το χωριό, σ’ ένα είδους καταυλισμού για τύπους σαν κι εμάς. Μετά το στήσιμο των τσαντιριών τρώμε για μεσημέρι. Ο Γκισίρα μαγείρεψε… Τι μαγείρεψε;
Τρώμε τα ίδια σκατά όλες αυτές τις μέρες. Μεσημέρι-βράδυ. Μια σαλάτα με φασόλια, μαρούλια, μαργαρίνη, ένα κομμάτι τυρί… τέτοια πράγματα. Ευτυχώς έχω ένα γερό απόθεμα κόκκινου κρασιού. Κι ο Σάτσο, επίσης. Έκανα ένα ωραίο ντους, με κουβά, από πηγαδίσιο νερό, ευεργετικό, ανακουφιστικό. Και μπουγάδιασα. Έραψα το λουρί του σακιδίου και δυο κουμπιά του παντελονιού μου. Το μουγκρητό! Μπα, λιοντάρι θα’ναι! Δεν είναι βρυχηθμός χορτοφάγου αυτό. Αλλά, πάλι, εδώ στην έρημο;
Νύχτα. Με τη φωτιά μας, τα πτυσσόμενα σκαμνάκια μας, το φαγητό μας, τα έτσι και τα αλλιώς μας, τραγουδάμε, με την Ισαβελλίτσα και τον Σάτσο. Άξιον Εστί μέσα στην απόλυτη ερημιά. Οι Ισραηλινοί, τα αδέλφια Γιαρίβ και Οχάντ, το ψιλοξέρουνε και υποτονθορύζουν. Τα Γαλλάκια, η Ορελί και ο Ολιβιέ, το βιώνουν κουλαρισμένοι και εκστατικοί.
Διακεκαυμένη ζώνη
Οχτώ και δέκα πρωινή. Έχουμε κολλήσει στην άμμο. Έχουμε πήξει στη σκόνη γιατί το τζιπ μπάζει από παντού. Ο Ντάνιελ με τον Γκισίρα μελετούν κάποιον τρόπο για να ξεκολλήσουμε…
Εντάξει, σπρώξαμε κι εμείς, τα καταφέραμε. Σήμερα είναι η μέρα του αντιμαλαριακού χαπιού, του λαριάμ, και δεν πρέπει να πιω ούτε γουλιά από το κόκκινο κρασί μου. Ούτε ουίσκι, φυσικά. Η Ισαβέλλα καραδοκεί και ποιος την ακούει μετά! Ίσως κάνα-δυο γουλίτσες, στα κρυφά; Τι θα πάθω δηλαδή;…
Επίσης, σήμερα είναι η μέρα της μεγάλης σκόνης. Άνεμος, σκόνη και το βουητό της μηχανής του αυτοκινήτου. Ούτε καν έχω ελέγξει αν αυτά που μουρμουράω τόση ώρα καταγράφονται στο μαγνητοφωνάκι μου ή πνίγονται στον θόρυβο του τζιπ. Εντάξει, ξεκίνησε… Τώρα ο Ντανιέλ ξαναβγάζει το λεβιέ από το τέσσερα επί τέσσερα για οικονομία στα καύσιμα, πλην όμως πηγαίνει στα τυφλά λόγω σκόνης.
Διάολε! Όσες φορές και να’ χει περάσει από δω είναι απορίας άξιο το πώς μπορεί να βρίσκει τον προσανατολισμό του. Να βρίσκει περάσματα και ατραπούς στη μέση του πουθενά. Και σπάνια συναντάς ροδιές από άλλα τζιπ. Τέλος πάντων, αυτή η ικανότητα των ανθρώπων της σαβάνας … Αν είχαμε μείνει στο στάδιο του τετράποδου θα είμαστε καλύτεροι, ισχυρίζεται η Ισαβέλλα. Λιγότεροι πόλεμοι, λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση. Κι ελεύθερο σεξ, πετάγεται ο Σάτσο, που το μισό του μυαλό είναι μονίμως στην Ορελί.
Τι βιτσιόζοι μαζοχιστές που είμαστε! Αφήνουμε το ωραίο μας καυσαέριο κι ερχόμαστε σ’ αυτή την κωλόσκονη! Τουλάχιστον με καυσαέριο πεθαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο. Εδώ πεθαίνεις στην έρημο, σε τρώνε τα όρνια και μένουν τα κόκαλά σου για να ξεραθούν στον ήλιο. Και να γίνουν ενώτια για τους ξεχειλωμένους λοβούς των αφρικανικών αυτιών. Άρα, καλύτερα: ανακύκλωση!
Διακεκαυμένη ζώνη. Ο Ντάνιελ επιμένει ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε για κανένα λόγο εδώ και τρέχει σαν παλαβός. Φοβάται τους γηγενείς πληθυσμούς. Τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να του χαλάσει εδώ το αυτοκίνητο.
Είμαστε κοντά στα σύνορα με την Αιθιοπία, λέει, και οι ντόπιες φυλές οπλοφορούν για να υπερασπιστούν τα κοπάδια τους από τους ζωοκλέφτες που διασχίζουν τα σύνορα. Και δεν μπορούν να ξέρουν αν αυτός που περνάει μ’ ένα τζιπ είναι κλέφτης ή είναι … ή τι προθέσεις έχει τέλος πάντων.
Δεν το αποφύγαμε, ξανακολλήσαμε στην άμμο. Βγαίνουμε όλοι έξω και ε, οοοπ! Μία, δύο, τρεις, το ξεκολλήσαμε. Και αργότερα πάλι, ε οοοπ! Τώρα συνεχίζουμε να οδεύουμε σαν παλαβοί μέσα στην έρημο. Όλοι στο χρώμα της άμμου. Μέχρι και τα πνευμόνια έχουν γεμίζει σκόνη.
Σταθήκαμε για ανεφοδιασμό καυσίμου σ’ ένα μέρος που σύμφωνα με το χάρτη μου, λέγεται Νορθ Χορ. Άδραξα την ευκαιρία να κάνω μπόλικη λαθραία φωτογράφηση χωρίς να δίνω στόχο. Η Ισαβέλλα και ο Σάτσο απασχολούσαν για αντιπερισπασμό τον ντόπιο πληθυσμό κι εγώ, κλικ κλικ μέσα από το τζιπ.
Αυτή τη φορά μένουμε από το δεξιό τροχό της μπαγκαζιέρας. Έσπασαν κάποια μπουλόνια. Να δω τι άλλα θα μας σπάσουν. Και είμαστε … Κανείς δεν ξέρει πού. Ευτυχώς που ο Ντάνιελ έχει μια ρεζέρβα έστω και ολίγον μπαχατέλα. Τώρα στο οπτικό μου πεδίο βρίσκεται ένας μικρούλης. Μας παρατηρεί με πολλή περιέργεια εδώ και αρκετή ώρα. Με τρεις καραμέλες κι ένα στυλό ξεψάρωσε και κατάφερα να τον φωτογραφήσω. Σε χρόνο μηδέν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός μαθεύτηκε στον καταυλισμό του και πλάκωσε όλη η πιτσιρικαρία. Πώς μαθεύτηκε τόσο γρήγορα; Πού είναι κρυμμένες οι καλύβες τους σ’ αυτόν τον κρανίου τόπο; Θα μπορούσε άραγε να φανταστεί ο περιπτεράς της πλατείας Μερκούρη, στα Άνω Πετράλωνα, πού θα κατέληγαν οι τόσες καραμέλες και τα στυλό που ψωνίζω πριν από κάθε ταξίδι; Ιδού μερικά από τα αμλετικά ερωτήματα που με ταλανίζουν!
Ο Γκισίρα με πληροφορεί πως οι μικρούληδες ανήκουν στην φυλή Τουρκάνα, η οποία έδωσε το όνομά της στη λίμνη, και είναι η πολυπληθέστερη από τις γύρω φυλές. Φτάσαμε!
Στη λίμνη
Ο καταυλισμός εδράζεται πενήντα μέτρα από την όχθη και αποτελείται από καμιά πενηνταριά κωδωνόσχημες καλαμοκαλύβες. Αποχωρητήρια, λουτήρες, στέγαστρα, όλα από καλάμι και ψάθα. Τρε ρομαντίκ! Η Τουρκάνα απλώνεται μπροστά μας αχανής σαν θάλασσα. «Θάλασσα από Νεφρίτη» για την ακρίβεια, όπως είναι, δικαίως, η ποιητική ονομασία της. Μια υδάτινη παλέτα που καλύπτει όλες τις γαλαζοπράσινες αποχρώσεις μέχρι το αιγαιοπελαγίτικο βαθύ μπλε, σε αρμονική αντίστιξη με τον περιβάλλοντα χώρο.
Η Ισαβέλλα εκστατική επισημαίνει το απόκοσμο του τοπίου. Μια αυτοσχέδια πινακίδα μας προειδοποιεί να μην κάνουμε καμιά βλακεία και βουτήξουμε, γιατί μας περιμένουν τα σαγόνια των κροκοδείλων. Ωστόσο, ο κατά τα άλλα τρυφηλός Ολιβιέ δηλώνει ότι θα κολυμπήσει. Η Ορελί λέει κάτι σαν α, πα πα, δεν θα τον αφήσω να μπει μόνος του, θα μπω κι εγώ. Στο σημείο αυτό ανησυχώ μήπως ο Σάτσο θελήσει να το παίξει ήρως για τα ωραία μάτια της Ορελί και επιχειρήσει να μπει κι αυτός. Πρέπει να τον εμποδίσω. Αλλά τι είμαι, κηδεμόνας του; Μην τρελαθούμε κι όλας! Μεγάλο παιδί είναι. Ρε που μπλέξαμε!
Μιλάμε για πολύ μεγάλη λίμνη. Είναι η μεγαλύτερη λίμνη ερήμου πάνω στη Γη. Εξήμισι χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μήκος και περί τα τριάντα, κατά μέσο όρο, πλάτος. Το δε νερό της δύσκολα πίνεται διότι, λόγω της τεράστιας εξάτμισης από τη ζέστη, είναι εν πολλοίς αλκαλικό.
Έτερο χάρισμά της είναι ότι φιλοξενεί την πολυπληθέστερη πάνω στη Γη μεμονωμένη αποικία κροκοδείλων. Των λεγόμενων «κροκοδείλων του Νείλου». Μερικοί εκ των οποίων αγγίζουν μεγέθη ρεκόρ. Γύρω στα δώδεκα χιλιάδες κομμάτια υπολογίζονται από τους ειδικούς αυτά τα τέρατα που περιπολούν μέσα στην Τουρκάνα. Λέγονται «του Νείλου» διότι εικάζεται ότι πριν από περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια η λίμνη τροφοδοτούσε τον Νείλο, ή ήταν μια από τις πηγές του, τέλος πάντων, ώσπου σιγά σιγά αποκόπηκε. Έτσι ξέμεινε με τους κροκό στο νερό. Αλλά και σήμερα ακόμη η Τουρκάνα εξακολουθεί να συρρικνώνεται από την εξάτμιση, παρ’ όλο που τροφοδοτείται σταθερά, κυρίως από τον ποταμό Όμο της Αιθιοπίας.
Οι πρώτοι μη Αφρικανοί που «ανακάλυψαν» τη λίμνη ήταν δυο Αυστριακοί εξερευνητές: ο Τεκέλι και ο Βον Χόνελ. Αυτοί οι δύο σπουδαίοι αβεντουριέροι έφτασαν μέχρις εδώ το Χίλια οκτακόσια ογδόντα οκτώ, δίνοντας βάση σε κάτι μύθους που μιλούσαν για «μια θάλασσα μέσα στην έρημο». Κι αφού την ανακάλυψαν, άρχισαν οι εγωισμοί ως προς την ονοματοδοσία της.
Να την πούμε «Τεκέλι» που είναι ένα όνομα με μια άλφα μουσικότητα, λέει ο φέρων το σχετικό επώνυμο.
Τι λε, ρε! Και γιατί να μην τη βαφτίσουμε «Βον Χόνελ» που ξεχειλίζει από ποίηση, του τη βγαίνει ο άλλος.
Παραλίγο να πλακωθούν, μέχρις ότου επενέβη ένας παρευρισκόμενος μπόμπιρας της φυλής Τουρκάνα και τους λέει, και γιατί ρε κόπανοι δεν της δίνετε το όνομα του αρχιδούκα σπόνσορά σας; Από μικρό κι από τρελό… λέει ο ένας χτυπώντας τον άλλο φιλικά στην πλάτη.
Και το όνομα αυτής: «Ρούντολφ». Κάπως έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των σπονσόρων που εκμεταλλεύονται μέχρι και τις μέρες μας την πνευματική δουλειά των άλλων για να προβάλλονται οι ίδιοι, αλλά … νομίζω ότι παρασύρθηκα και μπήκα αρκετά βαθιά στην περιοχή της παραμυθολογίας…
Όπως και να’χει, γύρω στα Χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε, όταν ο κενυάτικος εθνικισμός ήταν στα πάνω του, η λίμνη μετενομάστηκε από Ρούντολφ σε Τουρκάνα. Δίκαια πράγματα και, κυρίως, αντιαποικιοκρατικά.
Ο Ήλιος δύει ακριβώς απέναντι μου … ο μισός βρίσκεται ήδη πίσω από το βουνό της αντίπερα όχθης… Ουτοπία είναι το φωσάκι που διακρίνει ο ναυαγός στο βάθος του ορίζοντα. Το φωσάκι… η ψαθοκαλύβα.. Σκοτάδι. Έξω αλυχτά ο άνεμος… Στοπ για σήμερα.
Χόμο χάμπιλις
Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μάθω ποτέ τι ήταν αυτό που ώθησε τον πρώτον της οικογένειας Λίκι να έρθει να σκάψει εδώ, σ’ αυτήν την περιοχή της Γης, ώστε ν’ αλλάξει δραματικά τη γνώση μας για τον κόσμο.
Πριν από τις ανασκαφές των Λίκι, η πιο διαδεδομένη ανθρωπολογική θεωρία υποστήριζε ότι υπήρξαν αρχικά δυο είδη πρωτανθρώπων: οι «γεροδεμένοι» (robuste) ανθρωπίδες και οι «λεπτεπίλεπτοι» (gracile). Και πως οι σημερινοί άνθρωποι κατάγονται από τους τελευταίους.
Όμως οι ανακαλύψεις της οικογένειας Λίκι έφεραν στο φως κι ένα τρίτος είδος: τους «επιδέξιους» (homo habilis), ηλικίας δυόμισι εκατομμυρίων ετών.
Αυτοί οι χόμο χάμπιλις είχαν κρανιακή χωρητικότητα διπλάσια από κείνη των αυστραλοπιθήκων, χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία και θεωρούνται πρόγονοι του «όρθιου ανθρώπου», του χόμο ερέκτους δηλαδή.
Στην Τουρκάνα το 1985 ξεθάφτηκε, επίσης από τους Λίκι, και το λεγόμενο «αγόρι της Τουρκάνα» (Turkana boy). Πρόκειται για έναν σχεδόν πλήρη σκελετό Homo Erectus 1,6 εκατομμυρίου ετών. Τελικά αναρωτιέμαι αν οι Αδάμ και Εύα ήσαν robuste, gracile, habilis, erectus ή sapiens; Σημειωθήτω ότι στην κατηγορία «sapiens» είθισται να συγκαταλέγεται και ο Μπους και πολλοί άλλοι ακόμη του ίδιου φυράματος. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά!
Στα πέριξ
Μια εξερευνητική περαντζάδα στα γύρω χωριά. Τι χωριά δηλαδή, ένα κεφαλοχώρι όλο κι όλο και κάποιοι ψαθοοικισμοί σε ακτίνα πεντακοσίων μέτρων απ’ αυτό.
Ένας κεντρικός χωματόδρομος με κάποια κτίσματα δεξιά κι αριστερά του. Μικρομάγαζα τα περισσότερα.
Η φωτογράφηση εξόχως δύσκολη, διότι πρέπει να ανταποκρίνεσαι στα μάνεϊ, μάνεϊ και στις απλωμένες παλάμες των παιδιών. Οι δε ποσότητες των κερμάτων μας, των καραμελών, των στυλό και των παιχνιδακίων, είναι πεπερασμένες.
Οι Ελμόλο
Επιβιβαζόμαστε σ’ ένα βενζινοκίνητο πλωτό μέσο με προορισμό μια από τις χερσονήσους της Τουρκάνα. Κοντά τρεις ώρες διαδρομή με προορισμό έναν οικισμό τόσο δα, όπου εδρεύει η πιο ολιγάριθμη φυλή της χώρας: οι Ελμόλο. Δεν ξεπερνούν τα διακόσια άτομα και η σχέση τους με το νόμισμα είναι περίπου ανύπαρκτη. Πού να ξοδέψουν; Από πού ν’ αγοράσουν, τι; Είναι μια μικροκοινωνία εντελώς ξεκομμένη από την υπόλοιπη Κένυα.
Η οικονομία της στηρίζεται σε μια υποτυπώδη ανταλλαγή προϊόντων. Ανταλλάσσουν τα ψάρια τους με αγαθά που εμπορεύονται γυρολόγοι καμηλιέρηδες.
Δεν μας δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Κάνουν τις δουλειές τους σχεδόν σαν να μην υπάρχουμε. Και συγκεκριμένα δουλεύουν συλλογικά για την ανέγερση μια χορτοκαλύβας. Δεν ενοχλούνται από την φωτογράφηση. Στην κοσμάρα τους.
Ακούω πίσω μου ένα στραπατσαρισμένο «μπουοντζιόρνο». Γυρίζω και βλέπω έναν τυπά με πλατύγυρο και κουρελιάρα φανέλα, η οποία θα πρέπει να κατασκευάστηκε προ αμνημονεύτων χρόνων κάπου στην Ευρώπη. Μπουοντζιόρνο, του αντιγυρίζω.
Έχει ένα τσαχπίνικο βλέμμα που τον καθιστά διαφορετικό από τους συντοπίτες του.
Κόμε βα; Πιάνουμε κουβέντα. Έχει πολλά χρόνια να μιλήσει ιταλικά. Από τότε που δούλευε σε γκαζάδικο και τριγύρναγε τους ωκεανούς. Για να επιστρέψει τελικά εδώ. Στην Τουρκάνα, στο χωριό και τη φυλή του.
Μου εξηγεί το γιατί βαρέθηκε να ζει ανάμεσα σε πολιτισμένους, χρωματίζοντας το «πολιτισμένους» με διακριτή ειρωνεία. Η κουβέντα μας καταλήγει στις έρευνες των Λίκι. Έχει τις ενστάσεις του. Αφού ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο, μου λέει, πώς και σήμερα δεν υπάρχουν ανθρωποειδή σε μεσοστάδια βιολογικής εξέλιξης. Με τάπωσε. Ακόμη σκέφτομαι τι απάντηση θα έπρεπε να του δώσω.
Το βράδυ μαζεύτηκαν στον καταυλισμό μας γηγενείς από τα γύρω χωριά για ένα «πάρτι» προς τιμή μας. Ξεφαντώσαμε. Χοροπηδήσαμε απαξάπαντες. Ήταν κι ο φίλος μου ο Ελμόλο με την κουρελιάρα φανέλα του εκεί.
Για περισσότερες φωτογραφίες από το ταξίδι στην Τουρκάνα:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΚΕΝΥΑ 1 - ΜΑΣΑΙ ΜΑΡΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΕΝΥΑ 2 - ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΠΟΥΡΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Στο μέλλον θ’ ακολουθήσει κι άλλο άρθρο για την Κένυα:
ΚΕΝΥΑ 4 – ΛΑΜΟΥ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΟΥΑΧΙΛΙ