ΒΟΛΙΒΙΑ 2 - ΔΙΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΙΑΣ

Front Picture: 

Μία βάρκα δωδεκάμετρη περίπου, στο σχήμα μεγάλης πιρόγας. Θραύσματα από εικόνες: Οι νεκροί κορμοί των δέντρων που ξεσέρνει το ποτάμι, ακυβέρνητες πολιτείες πουλιών που συνοδεύουν το ταξίδι μας με τις κραυγές ή το τραγούδι τους. Το πέπλο της ομίχλης και οι πρώτες ηλιαχτίδες που το διαπερνούν αποκαλύπτοντας το αδιαπέραστο πράσινο τοίχος της απέναντι όχθης. Άχρονη ζούγκλα, παντοκρατορική.

 

Από τις απομαγνητοφωνημένες σημειώσεις του ταξιδιού,  Αύγουστος-Σεπτέμβρης του 2010


Προηγείται:

ΒΟΛΙΒΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑ ΠΑΖ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΚΑΚΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 

Διασχίζοντας τις Άνδεις


ΙΣΑΒ. Ταξίδι σημαίνει ενίοτε κι ανατροπές.  Ιδού λοιπόν: Αντί για την προγραμματισμένη επίσκεψη στο Αλτιπλάνο που τελεί για την ώρα σε συνθήκες απεργιακού αποκλεισμού ξεκινήσαμε το πρωί από τη Λα Παζ για να διασχίσουμε την ανδική οροσειρά και να βουτήξουμε μερικές χιλιάδες μέτρα χαμηλότερα, στη λεκάνη της Αμαζονίας. Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν με το καλό επιστρέψουμε σε καμιά βδομάδα στη βολιβιάνικη πρωτεύουσα θα πρέπει να περάσουμε φτου κι από την αρχή όλη τη διαδικασία προσαρμογής στο υψόμετρο. Όχι ό,τι και πιο ορθολογικό δηλαδή, αλλά άμα δεν έχεις άλλη επιλογή…


Η διαδρομή για το Κορόικο είναι άκρως θεαματική. Πριν δε την κατασκευή του νέου δρόμου που τώρα διανύουμε, ήταν ακόμη θεαματικότερη. Μόνο που παλιότερα οι πιθανότητες ν’ αποτελέσουν τα άγρια ανδικά τοπία τις τελευταίες σου οπτικές παραστάσεις, με μοιραία κατάληξη στον πάτο των κατακόρυφων γκρεμών, ήταν κι αυτές δραματικά αυξημένες. Διακόσιες με τριακόσιες ζωές ετησίως κατάπινε επί δεκαετίες ως άλλος Μινώταυρος το διάσημο «Camino de la Muerte», ήτοι ο Δρόμος του Θανάτου, πολιτογραφημένος στην ταξιδιωτική Διεθνή ως ο επικινδυνότερος του κόσμου. Με τέτοιες θανατηφόρες επιδόσεις συμπυκνωμένες σε μια διαδρομή μόλις εξήντα πέντε χιλιομέτρων, δεν είναι ν’ απορεί κανείς για την απονομή του τίτλου.


Ο κατ’ ευφημισμό «δρόμος», που διανοίχτηκε κατά τη δεκαετία του ’30 από τα χεράκια Παραγουανών αιχμαλώτων πολέμου, δεν ήταν  ουσιαστικά παρά μια χωμάτινη λωρίδα τριών μέτρων πλάτους, διπλής κατεύθυνσης παρακαλώ, χαραγμένη στην άκρη του χάους και συχνά καλυμμένη από πυκνή ομίχλη. Κι όμως, για πάνω από εβδομήντα χρόνια αποτέλεσε τη βασική αρτηρία σύνδεσης της Λα Παζ με την αμαζονικές βόρειες επαρχίες της χώρας.

Τώρα πια, μετά τα εγκαίνια του καινούργιου δρόμου, Ο Δρόμος του Θανάτου έχει περίπου παροπλιστεί και χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως μέσο καύσης περισσεύματος αδρεναλίνης. Ήτοι διατίθεται για ποδηλατική κατάβαση συνοδεία πρακτορείων, με το αζημίωτο φυσικά. Κι αν το σχόλιο μου εμπεριέχει μια μικρή δόση κακίας, παραδέχομαι ότι αυτό οφείλεται στο τσίμπημα της ζήλειας που ένοιωσα σήμερα το πρωί βλέποντας διάφορα βανάκια φορτωμένα ποδήλατα και εκδρομείς να κατευθύνονται προς το σημείο εκκίνησης.

Πριν δέκα χρόνια, με γόνατα σε καλύτερη κατάσταση, μάλλον θα τ’ αποτολμούσα (λέμε τώρα!).  



Κορόικο


ΖΥΡ: Κυριακή, δεκαπέντε του μήνα, πρωί. Μιλάω από το Κορόικο. Υψομετρικά έχουμε πλέον κατέβει αρκετά σε σχέση με την Λα Παζ αφού βρισκόμαστε «μόνο» στα χίλια εφτακόσια μέτρα. Τι σου είναι λοιπόν τα διαφορετικά μήκη και πλάτη της Γης! Στην Ελλάδα, οποιοδήποτε χωριό πάνω από τα χίλια μέτρα θεωρείται ορεινό και το χειμώνα πήζει στο χιόνι, κι εδώ σε σχεδόν διπλάσιο υψόμετρο εκτείνεται μπροστά μου η απαρχή μιας ζουγκλοειδούς περιοχής. Κάπου στο βάθος υποθέτω ότι τρέχει ο ποταμός όπου θα πάμε εντός ολίγων ωρών να επιβιβαστούμε σε μία βάρκα στην οποία θα ζήσουμε για τρεις μέρες και νύχτες.



Η βόλτα στο Κορόικο χθες το απόγευμα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Δεν θα μπορούσα να περιγράψω το χωριό ως ωραίο, έχει όμως προσωπικότητα. Και μάλιστα, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτήν την προσωπικότητα την αντλεί από στοιχεία που μεμονωμένα θα τα χαρακτήριζα αναμφιβόλως άσχημα. Όπως τα διαβολικά φρύδια του Τζων Κασσαβέτης, ας πούμε, που αυτά ακριβώς αποτελούν το σήμα κατατεθέν της γοητείας του. Είναι βέβαια κι αυτά τα ανυπέρβλητα λατινοαμερικάνικα χρώματα που καταφέρνουν να χαρίζουν ύφος και στα πιο αδιάφορα κτίρια.


Τώρα είμαι στη βεράντα του καταλύματος. Αρκετά συμπαθητικό έως και πολύ. Άμα βάλεις δε ότι κοστίζει μόλις οκτώ ευρώ το δίκλινο….. Με περιβάλλει μια γοητευτική ομίχλη που θαμπώνει το μισό από το τοπίο. Γαλήνη και σιωπή.  Οι άλλοι έχουν μόλις ξυπνήσει και είναι ακόμα με την τσίμπλα στο μάτι. Κανείς μας, υποθέτω, δεν ξέρει, ή μάλλον είμαι βέβαιος πως δεν ξέρει, τι ακριβώς συνθήκες θα βιώσουμε στο πλωτό μέσο με το οποίο θα διατρέχουμε τον ποταμό τις επόμενες μέρες. Αν οι καταστάσεις είναι ανάλογες με αυτές που γνωρίσαμε άλλοτε στο Περού, τότε η εμπειρία θα είναι σίγουρα καλή. Αρκεί στη βάρκα να υπάρχει ένα μέρος να απλώνω το σαρκίο μου. Για να δούμε!



Το ίδιο βράδυ, κάπου στην Αμαζονία


ΙΣΑΒ.: ..Κυριακή, δεκαπέντε Αυγούστου, βράδυ. Απολογισμός ημέρας. Πρωινή αναχώρηση από το Κορόικο, απ’ όπου μας παρέλαβε ο Ιβάν. Όχι ο «Τρομερός» αλλά ο «Γελαστός». Το παρατσούκλι του δόθηκε από τον Σάτσο με το πρώτο κιόλας μπουένας ντίας και υιοθετήθηκε ακαριαία απ’ όλη την παρέα.


Μετά από μια τρελή πεντάωρη οδήγηση μέσα από τα βουνά φτάσαμε στο παραποτάμιο χωριό του Γκανάι απ’ όπου επιβιβαστήκαμε στην πιρόγα. Εκτός από τον Ιβάν, η ομάδα μας περιλαμβάνει την Κάρμεν,  γυναίκα του Ιβάν και μαγείρισσα για όλους μας, τον καπετάν Μιγκέλ που κάθεται στο μοτέρ και οδηγεί το πλεούμενο, τον Σαλβαδόρ που δίνει σήματα από την πλώρη και καθοδηγεί τον τιμονιέρη, και μία ακόμη κυρία αγνώστου ονόματος και αρμοδιότητας, μάλλον σύζυγος κάποιου εκ των δύο βαρκάρηδων.



Μετά από την κάθοδο του ποταμού για περίπου μιάμιση ώρα καταλύσαμε στις όχθες, σ’ ένα εξαιρετικά ωραίο σημείο όπου η κοίτη στενεύει και το ποτάμι έχει έντονο ρεύμα. Αφού πρώτα στήσαμε τα αντίσκηνα καμιά πενηνταριά μέτρα πέρα από την όχθη, στη συνέχεια αναχωρήσαμε για ένα ωραίο περπάτημα μέσα στην πυκνή βλάστηση, με κατάληξη κάτι υπέροχες βάθρες. Σε λιγότερο από ένα λεπτό η Καίτη είχε ήδη βουτήξει μέσα βγάζοντας κραυγούλες αγαλλίασης.

- Είναι μαγικά, τι περιμένετε για να μπείτε;


- Να δούμε πρώτα πώς θα σου συμπεριφερθούνε τα πιράνχας.


- Άντε βρε χαζέ.


Παρά τον ανέμελο τόνο της απάντησης, τώρα διακρίνεις στη φωνή της και κάποια δόση ανησυχίας.  Λες το αστειάκι του Σάτσο να μην είναι και τόσο αστείο;

 

 

Μέχρι που ο Ιβάν μας διαβεβαιώνει ότι τα συγκεκριμένα νερά είναι απολύτως ασφαλή, οπότε και ορμάμε όλοι να δροσιστούμε χωρίς δεύτερη κουβέντα.



Στην επιστροφή στο κατάλυμα, μας περιμένει ένα χορταστικό κοτόπουλο κοκκινιστό με ρύζι, έργο της Κάρμεν, και μια γερή φωτιά αναμμένη από τους δύο πιρογέρηδες. Τι καλύτερο να επιθυμήσεις απ’ αυτήν την πρώτη νύχτα στην Αμαζονία;



Εν πλω


ΖΥΡ:: Άχρονη ζούγκλα, παντοκρατορική. Μου είναι πλέον οικεία αυτή η ψευδαίσθηση αδιασάλευτης αιωνιότητας από την ανάλογη εμπειρία στην περουβιάνικη Αμαζονία πριν δέκα χρόνια.

Μία βάρκα δωδεκάμετρη περίπου, στο σχήμα μεγάλης πιρόγας. Ώρες ολόκληρες, διατρέχουμε τον ποταμό Μπένι χωρίς ίχνος κατοικιών ή χωριών γύρω μας, παρά μόνο κάπου κάπου ελάχιστες αχυροκαλύβες και παραπήγματα, πρόχειρες εγκαταστάσεις απελπισμένων τυχοδιωκτών που σκάβουν τις πλαγιές του ποταμού για να βγάλουν χρυσάφι. Σίγουρα, για να είναι τόσοι πολλοί όλο και κάποια ψήγματα θα βρίσκουνε τα οποία, προφανώς, τα εκμεταλλεύονται οι ενδιάμεσοι.


Ο Μπένι είναι γενικά πλατύς και ράθυμος, απλώνοντας την κοίτη του κατά βούληση στα χαμηλά μαλακά εδάφη. Όμως σε μερικά σημεία όπως τώρα, η κοίτη στενεύει απότομα περνώντας ανάμεσα σε θεαματικά κάθετα βράχια, οπότε και τα νερά αγριεύουν και γίνονται ορμητικά.

Ως συνήθως έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, τι έγινε χθες, προχθές ή πριν δυο μόλις ώρες. Τι σημασία έχει εξάλλου;

Θραύσματα από εικόνες:  


Το πέπλο της ομίχλης, πυκνό και υγρό πάνω από το ποτάμι το χάραμα.



Οι πρώτες ηλιαχτίδες που καταφέρνουν να το διαπεράσουν αποκαλύπτοντας φευγαλέα το αδιαπέραστο πράσινο τοίχος της απέναντι όχθης.



Το λύσιμο του καταυλισμού και η μεταφορά της οικοσκευής στην πιρόγα σ’ ένα βομβαρδισμένο τοπίο από βράχια και κροκάλες.



Οι νεκροί κορμοί των δέντρων που ξεσέρνει το ποτάμι, ακυβέρνητες πολιτείες πουλιών που ξαποσταίνουν  πάνω τους και συνοδεύουν το ταξίδι μας με τις κραυγές ή το τραγούδι τους.



Και κάθε τόσο κι από μια στάση, για μια πορεία στο δάσος της βροχής, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε κλαριά και φυλλώματα που ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβουν από κάτω ή από πίσω τους.


Οι υποτιθέμενοι εκάστοτε «στόχοι» είναι μονάχα αφορμές: Ένας κρυμμένος καταρράκτης για να βαφτιστούμε στα παγωμένα νερά του.

 

Η αναζήτηση κάποιων φαρμακευτικών φυτών.

 

Η γνωριμία με τα βρώσιμα προϊόντα του δάσους.

 

Η πραγματική όμως κινητήρια δύναμη όλων μας είναι απλά η επιθυμία μας να βυθιστούμε με κάθε ευκαιρία σ’ αυτήν την ανεπανάληπτη οργιαστική φύση και ν’ αφεθούμε στη μέθη της.


Είναι περισσότερο από φανερό ότι η παρέα διακατέχεται από συναισθήματα ευδαιμονισμού. Μέχρι κι ο Βαγγέλης δείχνει χαλαρός και μοιάζει να χαίρεται επιτέλους το ταξίδι. Ε-πι-τέ-λους! Τώρα μάλιστα που με άκουσε να τον σχολιάζω, παραδόξως δεν νευρίασε αλλά έχει σκάσει ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.  Κάτι σαν επιβεβαίωση της διάγνωσής μου δηλαδή.



Και τώρα στοπ γιατί ετοιμαζόμαστε για νέα στάση. Να ψαρέψουμε, λέει, πιράνχας, σε μια λιμνούλα σε κάποιο ξέφωτο, μισή ώρα περπάτημα από την όχθη. Άντε να δούμε τι θα καταφέρουμε.


Μαντίντι


ΙΣΑΒ. : Τίποτε δεν καταφέραμε. Πιράνχας ούτε για δείγμα. Μόνο ο Ζυρινάκος έβγαλε δυο μικρά «ντογκ φις» - έτσι τα αποκάλεσε ο Ιβάν.


Και για να μην παραπλανηθεί κανείς από τη λέξη προς λέξη μετάφραση,  σπεύδω να διευκρινίσω ότι τα εν λόγω ουδεμία σχέση έχουν μ’ αυτό που γνωρίζουμε εμείς ως «σκυλόψαρα»! Μιλάμε για δυο ψαράκια δέκα-δεκαπέντε πόντους το πολύ, κάτι σαν τις δικές μας πέρκες ας πούμε, που ο Κώστας αφού τα ξεαγκίστρωσε, τα ξαναπέταξε στη λίμνη.


Στο μεταξύ συνεχίσαμε την κάθοδο του ποταμού για τρεις περίπου ώρες και από χθες κατασκηνώνουμε πλέον στα όρια του Εθνικού Πάρκου Μαντίντι.

 

Πρόκειται για μια απόλυτα προστατευόμενη έκταση δεκαοχτώ χιλιάδων τετραγωνικών χιλιόμετρων – σαν να λέμε σχεδόν όσο η Πελοπόννησος! - «πρωτογενούς ζούγκλας». Δηλαδή μία περιοχή απολύτως παρθένα, η οποία δεν έχει ποτέ ξυλευτεί, ούτε τα ζώα της κυνηγηθεί.


ΖΥΡ.: Ποια ζώα; Πέρα από πουλιά, ούτε πίθηκο δεν έχουμε δει!


ΙΣΑΒ.: Κάθε πράγμα στον καιρό του. Λίγη υπομονή μέχρι να μεταβούμε σε περιοχές πιο αραιής βλάστηση. Στην πάμπα θα βαρεθείς να φωτογραφίζεις.


ΖΥΡ.: Η αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με τα συνήθη στερεότυπα, το πιο δύσκολο πράγμα στη ζούγκλα είναι να συναντήσεις ζώα.  Νοιώθεις την παρουσία τους, βλέπεις τα ίχνη τους, ακούς τις κραυγές τους, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να τα εντοπίσεις και πολύ περισσότερο να τα διακρίνεις ικανοποιητικά μέσα από την αδιαπέραστη βλάστηση. 

  

 Άντε όμως να συμφιλιωθείς με αυτήν την πραγματικότητα άμα έχεις μεγαλώσει με εικόνες του Ταρζάν στη ζούγκλα παρέα με όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου… Πάντως από φυτά εν είδη σκοινιών, απ’ όπου ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων κρεμιόταν για να πετάξει από δέντρο σε δέντρο, άλλο τίποτε!


ΙΣΑΒ:  Τα φυτά αυτά στην ουσία δεν είναι παρά στραγγαλιστές των ίδιων των δέντρων. Χθες ο Ιβάν μας εξηγούσε  τον κύκλο ζωής τους. Όλα, λέει, ξεκινούν από τα πουλιά! Τα παπαγαλάκια, για παράδειγμα, τρώνε διάφορους καρπούς, στη συνέχεια αφοδεύουν εν πτήσει πάνω από το δάσος, οι σπόροι πέφτουν στην κορυφή των δέντρων, αναπτύσσονται καταρριχόμενα, τυλίγονται γύρω από κορμούς και κλαδιά, φτάνουν στο έδαφος, πιάνουν νέες ρίζες εκεί, κι αμέσως μετά αρχίζουν να ξανανεβαίνουν, αγκαλιάζοντας τα δέντρα όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο θανάσιμα.


ΖΥΡ.: Με δυο λέξεις: Πράσινη διαπλοκή!



Η μέρα που η Καίτη κυλίστηκε στον βούρκο

 

ΙΣΑΒ:  Σήμερα η μέρα ξεκίνησε με μια εκπληκτική ομίχλη αλλά και μ’ ένα παρ’ ολίγο ατύχημα. Πίναμε ακόμα το πρωινό μας όταν ακούσαμε τη φωνή της Καίτης, που στο μεταξύ είχε κατέβει στην όχθη, να μας καλεί ενθουσιασμένη «ελάτε, ελάτε να δείτε τι ωραία που είναι!». Ε, εντάξει της λέμε, θα έρθουμε σε λίγο.

- Ελάτε, χάνετε!

- Είπαμε, ρε Καίτη, σε λίγο, να τελειώσουμε τον καφέ μας.

Μα σε δευτερόλεπτα, να σου πάλι «ελάτε, ελάτε», μόνο που αυτή τη φορά το κάλεσμα έχει  γίνει επιτακτικό. «Ελάτε γρήγορα σας λέω» . Τώρα πια  πρόκειται για κραυγή αγωνίας.


Τρέχουμε προς την όχθη, και τι να δούμε: Την Καίτη παγιδευμένη μέσα στη λάσπη,  βουλιαγμένη μέχρι τα γόνατα. Αδύνατο να κινηθεί. Κι αδύνατο από την πλευρά μας να την πλησιάσουμε πέρα από τα τρία μέτρα χωρίς κίνδυνο να βυθιστούμε κι εμείς στον ίδιο γκρίζο πολτό.

Ομολογώ ότι τα χρειάστηκα. Η κινούμενη λάσπη δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο στην Αμαζονία, ούτε τα ανάλογα εφιαλτικά περιστατικά με ανθρώπους που πιάστηκαν στο βούρκο, βυθιζόμενοι όλο και περισσότερο σε κάθε μάταιη απόπειρα να βγουν απ’ αυτόν, μέχρι που τους κατάπιε ολόκληρους. Τέλος πάντων, με τα πολλά, κι αφού ξαπλώσαμε στο έδαφος για να μοιράσουμε το βάρος μας, έρποντας και με ιμάντες καταφέραμε τελικά να τραβήξουμε τη φίλη μας από την βαλτώδη παγίδα της. Τέλος καλά, όλα καλά. Αλλά μέχρι να το δω να γίνεται …


Στο μεταξύ, λόγω της παρατεταμένης παραμονής τους στη λάσπη, οι γάμπες της είναι σε κακή κατάσταση, κόκκινες και κατατσιμπημένες από ποιος ξέρει τι ζωύφια.


Ο καπετάν Μιγκέλ που ξέρει απ’ αυτά είπε να μην ανησυχούμε κι ότι με τον καιρό θα περάσει. Τον εμπιστεύομαι, δεν λέω, αλλά μια ανησυχία όσο να’ ναι την έχω.

 


ΖΥΡ: Η μόνη πάντως που δεν δείχνει να ανησυχεί είναι η Καίτη. Απτόητη. Κοίτα την πώς γελάει!


ΚΑΙΤΗ: Καλύτερα στη λάσπη της Αμαζονίας, παρά στο τέλμα της  Αθήνας.


ΖΥΡ: Σωστή!



Ρουρεναμπάκε

 

ΙΣΑΒ: Τρεις δρόμοι παράλληλοι με το ποτάμι και εφτά-οκτώ κάθετοι. Σουλατσάρουμε στην πολίχνη της Ρουρεναμπάκε, ή οποία μάλιστα διαθέτει και υποκοριστικό: Ρούρε για τους φίλους.

Πριν λίγες ώρες αποχαιρετίσαμε την πιρόγα και την «ομάδα των πέντε» με πλείστα φιλιά και παρατεταμένες αγκαλιές. Οι δεσμοί που δημιουργούνται κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με τη συνεχή συνύπαρξη δίπλα-δίπλα σε εικοσιτετράωρη βάση είναι παράξενα ισχυροί.  Την ώρα του αποχωρισμού δύσκολα κρυβόταν η συγκίνηση όλων μας, μηδέ εξαιρουμένης της σιωπηρής κυρία αγνώστου ονόματος και αρμοδιότητας.

Αύριο θα μεταβούμε στους υγροβιότοπους της βολιβιάνικης Αμαζονίας, την αποκαλούμενη «πάμπα». Στο μεταξύ όμως, πρέπει να βρούμε κάποιο χάνι ν’ ακουμπήσουμε τα σακίδια, ν’ αποκαθάρουμε το σαρκίον μας  και να ξεχυθούμε στην πόλη προς άγρα φαρμακείου να προμηθευτούμε κάποια ειδική αλοιφή για τα πόδια της Καίτης.


ΖΥΡ.: Και να πιούμε και καμιά καϊπιρίνια σ’ ένα από τα μπαράκια που, ως συνήθως, ήδη εντόπισε ο Σάτσο!



Το καραβίσιο σαφάρι

 

ΖΥΡ.: Τελικά πρέπει να παραδεχτώ ότι η δικιά μου κρατάει τις υποσχέσεις της κατά γράμμα.


ΙΣΑΒ.: Επιτέλους το αναγνωρίζεις, έστω και με τριάντα πέντε χρόνια καθυστέρηση.

Κάλλιο αργά παρά ποτέ!


ΖΥΡ: Ας μην γενικεύουμε. Τις ταξιδιωτικές υποσχέσεις εννοούσα.

 

Τι έλεγα; Α, ναι: Φωτογράφιση αμαζονικής πανίδας μου είχε τάξει το λοιπόν η καλή μου, και η αλήθεια είναι ότι σήμερα μέσα σε λίγες μόλις ώρες έχω ήδη αποζημιωθεί.

 

Θα μπορούσα να το ονομάσω και «καραβίσιο σαφάρι». Έχουμε επιβιβαστεί σε μια πιρόγα, πολύ κοντύτερη και στενότερη απ’ αυτήν με την οποία κατεβήκαμε τον Μπένι, όπως και συντριπτικά στενότερος είναι ο ποταμός που διαπλέουμε τώρα.  Μα η μεγάλη διαφορά είναι στο θέαμα που προσφέρουν οι όχθες. Δεδομένης της συγκριτικά αραιής βλάστησης, η πληθώρα της άγριας πανίδας είναι το κάτι άλλο. Μιλάμε για ασύλληπτους αριθμούς! Λες και τα ζώα της ευρύτερης περιοχής που αδυνατούσαμε τόσες μέρες να εντοπίσουμε μέσα στην αδιαπέραστη ζούγκλα αποφάσισαν ξαφνικά να εμφανιστούνε όλα μαζί και κλείσανε επί τούτου ραντεβού εδώ. Για μισό λεπτό… Στοπ, στοοοπ!!



Κι άλλα καπιμπάρα. Έχω ήδη φωτογραφίσει ουκ ολίγα, αυτή τη φορά όμως μιλάμε για ολόκληρο σόι, με γονείς, παιδιά, παππούδες, θείους και κουμπάρους. Δεν γινόταν επ’ ουδενί ν’ αφήσω να μου ξεφύγει ένα τέτοιο οικογενειακό ενσταντανέ των μεγαλύτερων τρωκτικών του πλανήτη.


Που είχαμε μείνει; … Α, ναι… Με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα η στενή συνύπαρξη  των ειδών μεταξύ τους. Βέβαια, εδώ δεν είναι Αφρική και η ποικιλία της αμαζονικής πανίδας είναι σχετικά περιορισμένη.


Έτσι όμως κερδίζουν το ενδιαφέρον που τους αξίζει και ορισμένα πιο «ταπεινά» είδη που σε άλλες συνθήκες μπορεί – κακώς – να μην προσελκύανε την δέουσα προσοχή. Όπως για παράδειγμα οι νεροχελώνες.

Παρατηρώντας τες από κοντά διαπιστώνω τι εκπληκτικά χρώματα διαθέτουν. Οι περισσότερες είναι αραχτές πάνω σε νεκρούς κορμούς δέντρων, κατά μόνας, σε ζευγάρια ή και σε ευρύτερες ομάδες των πέντε-δέκα. Τα δε συμπλέγματα  που σχηματίζουν μεταξύ τους … θου κύριε φυλακή τω στόματί μου.  


ΣΑΤΣΟ: Κανονικές χελωνοπαρτούζες!


ΙΣΑΒ.: Θα’ θελες ε; Ο πιρογέρης πριν από λίγο μας είπε ότι απλά ξεκουράζονται.


ΒΑΓΓ.: Ναι, αλλά δεν διευκρίνισε τι προηγήθηκε και έχουν ανάγκη από ξεκούραση.


ΚΑΙΤΗ: Μπα, τι έγινε Βαγγελάκη μου; Κεφάκια; Κεφάκια;



ΖΥΡ.: Δεν φημίζομαι για τη μνήμη μου αλλά τέτοιον αριθμό από φολιδωτά τέρατα δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί σε κανένα σημείο του πλανήτη.

 

Βρίσκονται παντού. Μέσα στο νερό, στην επιφάνεια δίπλα μας, στις όχθες μαζεύοντας ήλιο, ξαπλωμένοι στη λάσπη ή με το στόμα ανοιχτό καραδοκώντας τη λεία τους.

 

Όσο για τα καπιμπάρα περιφέρονται σε απόσταση αναπνοής, απολύτως αδιάφορα για την απειλητική παρουσία τους.

Μα τι διάολο, δεν φοβούνται τα σαγόνια τους;

 

ΙΣΑΒ.: Θα όφειλαν πάντως. Εξ όσων γνωρίζω αποτελούν εκλεκτό μεζέ για τα καϊμάν.




ΖΥΡ.:  Το συγκλονιστικότερο  πάντως φωτογραφικό θέμα για μένα αυτή τη φορά είναι τα πουλιά. Απίστευτη ποικιλία. Κορμοράνοι, ερωδιοί, παραδείσια, αετοί και… και κάπου εδώ εξαντλούνται οι πουλολογικές μου γνώσεις και προτιμώ ν’ αφεθώ στην απόλαυση αυτής της ανεπανάληπτης χρωματικής και ηχητικής πανδαισίας.




Αναζητώντας ανακόντα


ΖΥΡ.: Δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν, αλλά σήμερα αντί για βαρκάδα ξεκινήσαμε από τον καταυλισμό με τα πόδια για να ψάξουμε, λέει, για ανακόντα. Πάνω από δυο ώρες τώρα βολτάρουμε σε μια βαλτώδη περιοχή αναζητώντας μετά μανίας το τερατοδέστερο φίδι του πλανήτη το οποίο κάθε λογικός άνθρωπος κοιτάει ν’ αποφύγει. Μήπως τελικά είμαστε για δέσιμο; 

Ο οδηγός μας επιμένει ότι παρά το μέγεθος του που φτάνει ακόμα και τα δέκα μέτρα, το περιβόητο αυτό ερπετό δεν είναι γενικά επικίνδυνο και πως στην έσχατη περίπτωση θα το αντιμετωπίσει με την μαγκούρα που κουβαλάει. Αυτό το τελευταίο περισσότερο με ανησύχησε παρά με ηρέμησε. Τι πάει να πει δηλαδή «έσχατη περίπτωση» και πότε προσδιορίζεται ως τέτοια;

Δεν θα χαρακτήριζα το τοπίο ωραίο όσο παράξενο. Τα πάντα σκεπάζονται από μια αχλή ζέστης που προσδίδει μια ελαφρώς ονειρική διάσταση. Από ανακόντα όμως ούτε ίχνος. 




Ίσως θέλοντας ν’ ανεβάσει την αδρεναλίνη μας με άλλο τρόπο, ο οδηγός μας περνάει από ένα σημείο όπου κείτεται μέσα στα χόρτα το πτώμα ενός καϊμάν χτυπημένου εμφανώς από ματσέτα.


Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το νεκρό (πλέον) τέρας είχε επιτεθεί πριν τρεις μήνες σε μια κοπέλα που, όπως εμείς σήμερα, αναζητούσε ανακόντα. Ήταν περίοδος βροχών τότε, ο βάλτος είχε σχεδόν μισό μέτρο βάθος και κανείς δεν διέκρινε τα δολοφονικά σαγόνια που παραμόνευαν εκεί κρυμμένα μέσα στη λάσπη. Οι χωρικοί που σπεύσανε σε βοήθεια είδαν κι έπαθαν μέχρι να ξεκάνουν τον καϊμάν και να ελευθερώσουν ότι είχε απομείνει από το πόδι της κοπέλας που είχε παγιδεύσει στις μασέλες του. Ανατριχίλα!

 

Κατά την επιστροφή για τον καταυλισμό δεν νομίζω κανείς από μας να ξεκόλλησε ούτε στιγμή το βλέμμα από τα χορτάρια γύρω μας.



Πίσω στη Ρούρε

 

ΙΣΑΒ.: Πίσω στη οικεία πλέον Ρούρε. Ως «παλιοί», δικαιούμαστε νομίζω να την αποκαλούμε με το υποκοριστικό της. 

 

Αύριο, αεροπλάνου θέλοντος και καιρού επιτρέποντος επιστρέφουμε στην Λα Παζ.

 

Η απεργία στο Αλτιπλάνο είχε αίσιο τέλος, τα μπλόκα στους δρόμους λύθηκαν και μπορούμε πλέον να το επισκεφτούμε.


Στο μεταξύ όμως λέμε ν’ αποχαιρετίσουμε την Αμαζονία υπό το βλέμμα του κομαντάντε μ’ ένα γενναίο δείπνο στο αγαπημένο μας εστιατόριο.


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...


Διαβάστε επίσης:

ΒΟΛΙΒΙΑ 1 - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑ ΠΑΖ ΣΤΗΝ ΤΙΤΙΚΑΚΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 3 - ΑΛΤΙΠΛΑΝΟ, ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 4 - ΣΑΛΑΡ ΝΤΕ ΟΥΓΙΟΥΝΙ, ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΒΟΛΙΒΙΑ 5 - ΣΤΟ ΑΛΤΙΠΛΑΝΟ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

Στο μέλλον θα ακολουθήσουν και άλλα άρθρα για τη Βολιβία:

Βολιβία 6 – Ποτοσί, μετά την απεργία 

Βολιβία 7 – Σούκρε, σε λευκό φόντο