ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 1 - ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟ
Αν υπάρχει «εσχατιά» του κόσμου αυτή βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Παταγονίας, στη Γη του Πυρός, και έχει όνομα: Ουσουάια. Γη σκληρή και άφιλη για τον «λευκό κονκισταδόρ». Μάνα Γη βιότοπος για τον πιγκουΐνο, τη φώκια και τον κορμοράνο. Ο Μαγγελάνος, το 1520 και ο Δαρβίνος, το 1834, ξεκλείδωσαν τα μυστικά της. Άνοιξαν τις πύλες της. Οι λευκοί Ευρωπαίοι, αργότερα, θα ξεπαστρέψουν τους γηγενείς Παταγόνες και θα την μετατρέψουν σε κάτεργο. Για τους δικούς τους κολασμένους.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος 362/24.03.2007
La Casa de Alba
Σαντιάγκο. Χιλή. Είμαι οριζοντιωμένος στο δρύινο κρεβάτι της πανσιόν. Δωμάτιο ψηλοτάβανο με γύψινα μοτίβα. Αρχιτεκτονική κολονιάλε. Βαριές ξεθωριασμένες κουρτίνες και κουρασμένα έπιπλα. Δεκαεπτά ώρες πτήση από την Αθήνα, με κάποια σουλάτσα ενδιαμέσως στη Μαδρίτη, ίσα για έναν εσπρέσο στρέτο στην Πλάθα Μαγιόρ. Σε λίγα εικοσιτετράωρα θα πετάμε για το νοτιότερο κατοικημένο σημείο του πλανήτη. Παγόβουνα, πιγκουΐνοι, φώκιες και συμπαρομαρτούντα. Γη του Πυρός. Παταγονία. Ένας θρύλος, ένας πόθος και η αίσθηση του ταξιδεύειν. Η αίσθηση της ασυνέχειας της μιας στιγμής σε σχέση με την προηγούμενη και την επόμενή της. Μετέωροι ανάμεσα στο λίγο πριν και στο αμέσως μετά. Η ρήξη με την ψυχοφθόρα αθηναϊκή καθημερινότητα. Αξίζει!
Γη του Πυρός. Αργεντινή. Βρισκόμαστε, η Ισαβέλλα, ο Σάτσο και ο πληκτρολογών, στο αεροδρόμιο της Ουσουάια και καθυστερούμε περιμένοντας το τοσοδά μεταλλικό καθαριστήρι της καπνοσύριγγάς μου. Το οποίο καθαριστήρι ταξίδεψε «πρώτη θέση πιλοτήριο» μόνο του, ως συνήθως, αφού έχει το ελάττωμα να εγείρει υποψίες ότι, και καλά, θα μπορούσε να οπλίσει το χέρι ενός επίδοξου αεροπειρατή. Το δικό μου χέρι, εν προκειμένω. Σενάρια για παράφρονες και για κρετίνους. Πολύ όμορφο αεροδρόμιο, πάντως! Δομικός σκελετός από βαρβάτο σιδηροδοκό με εμφανή περικόχλια της μιας ίντσας, σε συνδυασμό με γυαλί οχτώ χιλιοστών και τραχύ ξύλο.
Δεν μας έφεραν εδώ οι σειρήνες του τουρισμού. Αυτές επιδρούν αποτρεπτικά πάνω μας. Εδώ μας έφεραν: ο Δαρβίνος, ο Μαγγελάνος και η χαμένη φυλή των Παταγόνων. Ίσως και το παραϊστορικό αποτύπωμα του θρυλικού ληστή Μπατς Κάσιντι. Ίσως και κάποιοι απόηχοι από τους θρύλους της εποχής των κονκισταδόρες. Αλλά, τι σημασία έχει;
Ο αγοραίος μάς τρέχει λες και ξελαφρώσαμε το χρηματοκιβώτιο κάποιας μπάνκας κι έχουμε τον σερίφη ξοπίσω μας. Μόλις που προφταίνω να δω κάποιες μισοχιονισμένες βουνοκορφές δεξιά μας και βορείως. Τοπίο παγερό και κάπως άφιλο σαν πρώτη εντύπωση. Μια λίμνη που δεν ξέρω αν είναι λίμνη ή το κανάλι Μπήνγκλ του χάρτη μου και… ιδού τα πρώτα λιτά εντός σχεδίου ξυλόσπιτα της Ουσουάια. Δεν τα λυπούνται τα χρώματα, μπράβο τους! Ελπίζω να μείνουμε σε κάνα τέτοιο.
Θα μείνουμε σ’ ένα τέτοιο. Τιτλοφορείται «La casa de Alba».
Η σενιόρα Άλμπα, η παντρόνα του σπιτιού, τροφαντή, γελαστή και χαρούμενη, μας περιμένει με χαμόγελα, ρεβεράντζες, καφέδες, τσάγια, αφεψήματα και με την εμφαντική, όσο και εκκωφαντική, υπόμνηση ότι το κάπνισμα μέσα στους τοίχους τής δικής της επικράτειας αποτελεί κάζους μπέλι. Δεν μας…!
Βεβαίως, το ήξερα από πριν και δεν με παίρνει να διαμαρτυρηθώ. Το δωματιάκι μας, πάντως, είναι γλυκό, τρυφερό, καθαρό κι αγαπησιάρικο. Κάπως στενό βέβαια αλλά δεν πρόκειται να γεράσουμε εδώ μέσα.
Μπαίνοντας στης Άλμπας μου φάνηκε πως ο Ήλιος έδυε αλλά τώρα βλέπω πως άλλαξε γνώμη. Δεν άλλαξε γνώμη. Απλώς, βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του νότιου ημισφαίριου και η πραγματική νύχτα θα πρέπει να διαρκεί γύρω στις πέντε ώρες όλες κι όλες. Κι εκτός αυτού ο καιρός, για τις δικές μας συνήθειες, είναι αλλοπρόσαλλος. Μπορεί μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο να σου παίξει και τις τέσσερις εποχές. Λες και είναι ο Βιβάλντι. Ότι θυμάμαι χαίρομαι.
Tierra del Fuego
Εις το ψητό. Η ’Ισλα Γγκράντε Τιέρρα ντελ Φουέγκο, η νήσος Γη του Πυρός εν πάση περιπτώσει, η οποία βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Παταγονίας, έχει εμβαδόν εξήντα πέντε χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όσο περίπου και η μισή ηπειρωτική Ελλάς. Ανήκει κατά τα δύο τρίτα στη Χιλή. Το άλλο τρίτο ανήκει στην Αργεντινή. Η απολύτως ευθεία κάθετη συνοριακή γραμμή που την κόβει στη μέση, μαρτυρά ότι αυτό το μεταξύ των δύο χωρών σύνορο είναι η κατάληξη άγριων τσαμπουκάδων στο παρελθόν, με πολλά σπαρμένα πτώματα ένθεν κακείθεν, και με ωθεί στον ζοφερό συλλογισμό πως ίσως η ανθρωπότητα να καταφέρει να αυτοχειριαστεί ολοκληρωτικά πριν καταργήσει την έννοια της κρατικής επικράτειας και, άρα, των συνοριακών διενέξεων. Δυστυχώς δεν θα υπάρχω μέχρι τότε για να λέω χαιρέκακα «Σας τα ‘λεγα εγώ!»
Η Γη του Πυρός δεν ήταν ανέκαθεν νησί και πρωτοκατοικήθηκε πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, πριν αποκολληθεί από την ηπειρωτική Παταγονία. Συνεπώς δεν υπήρχε από πάντα ο πορθμός που φέρει το όνομα του Μαγγελάνου. Αλλά και όλη η νοτιοδυτική ακτογραμμή της Νότιας Αμερικής δεν ήταν τόσο κατσαρωμένη από νήσους, νησάκια, όρμους, ορμίσκους και κανάλια σε τέτοιο απίστευτα λαβυρινθώδες πλέγμα, ώστε να είναι δύσκολο να καταλάβεις πότε βρίσκεσαι σε νησί, πότε σε κανάλι, πότε σε λίμνη και πότε σε ηπειρωτικό έδαφος. Δεν ήταν σκιτζής ο καπετάν Μαγγελάνος που έχασε το μπούσουλά του εδώ το 1520. Ο καθένας στη θέση του το ίδιο θα πάθαινε.
Τότε, μιλάμε για το 1520, συνυπήρχαν εδώ τέσσερις φυλές ιθαγενών Παταγόνων: οι Όνα, οι Χάουζ, οι Αλακαλούφ και οι Γιαμάνα, οι οποίοι αγνοούσαν την ολέθρια πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, δεν είναι δα και οι μοναδικοί κάτοικοι στον κόσμο έτσι όπως αυτοί τον νόμιζαν και ότι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, ασπρουλιάρηδες με κιτρινωπά μαλλιά, πέρα από τη θάλασσα, κατά κει απ όπου βγαίνει ο ήλιος κάθε πρωί, οι οποίοι παίζουν συνεχώς τον πόλεμο μεταξύ τους για το ποιος θ’ αρπάξει τη γη του αλλουνού, όχι μόνο γιατί την έχει ανάγκη αλλά, έτσι, για την ηδονή της εξουσίας.
Οι Όνα και οι Χάουζ ζούσαν κυρίως από το κυνήγι ενώ οι Αλακαλούφ και οι Γιαμάνα ήταν φοβεροί ψαράδες. Όλοι αυτοί οι άγριοι Παταγόνες, που δεν ήξεραν ότι λέγονται Παταγόνες και κάθε άλλο παρά άγριοι ήσαν, συνυπήρχαν ειρηνικά. Το πολύ πολύ να τσακώνονταν για καμιά καλοφτιαγμένη Παταγόνισα. Νυν και αεί, σερσέ λα φαμ! που λέμε και εις την απλή ελληνική!
Ο Τζέμμυ
Ο Κάρολος Δαρβίνος πέρασε απ αυτά τα μέρη το 1834 ως επιβάτης του πλοίου «Μπηνγκλ», απ όπου και πήρε τ’ όνομά του το κανάλι το οποίο βρέχει την Ουσουάια. Καπετάνιος του Μπηνγκλ ήταν ο τότε εικοσιεφτάχρονος Άγγλος, και φανατίλας χριστιανός, ο οποίος άκουγε στο όνομα Φιτζ Ρόυ.
Με τον Δαρβίνο συνταξίδευαν και τρεις ιθαγενείς Γιαμάνα, τους οποίους είχε μαζέψει ο Φιτζ Ρόυ σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι του για να τους «εκπολιτίσει» στα κολλέγια του Λονδίνου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ήδη εκπολιτισμένους και εκχριστιανισμένους Γιαμάνα ήταν κι ένας δεκαοχτάχρονος τον οποίο οι Άγγλοι ονομάτισαν ντε και καλά Τζέμμυ Μπάττον.
Ο Τζέμμυ, που λες, υπέστη την απαραίτητη πλύση εγκεφάλου σε αγγλικό μοναστήρι, έμαθε την αγγλική γλώσσα άπταιστα, φορούσε λευκά γάντια, ήξερε να υποκλίνεται, ίσως και να λικνίζεται ως Άγγλος ευγενής, συναντήθηκε και με τη βασίλισσα για να ικανοποιήσει την περιέργειά της και γύριζε τώρα στα πάτρια ντυμένος στην πέννα, με καλούς τρόπους, με σταυροκοπήματα ως όφειλε αλλά και με τουπέ ξερόλα.
Ο Δαρβίνος τον είχε από κοντά για να μπορέσει να μελετήσει αυτή τη συμφορά της Φύσης που ονομάστηκε ειρωνικά «εξέλιξη της ανθρωπότητας». Ήθελε να δει αν οι «άγριοι» Παταγόνες θα ζήλευαν το χάλι του Τζέμμυ και θά ‘μπαιναν στην ουρά για να εκπολιτιστούν κι αυτοί. Εν ολίγοις αναζητούσε τον «χαμένο κρίκο» της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλά, δεν. Χρόνια και χρόνια αργότερα, μελέτες ανθρωπολόγων και γλωσσολόγων θα φανερώσουν πως η γλώσσα των αρχαίων Παταγόνων την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ο Δαρβίνος χαρακτήρισε ως «θόρυβο από γαργάρα», περιείχε πάνω από 30.000 λέξεις.
Αφού, λοιπόν, ο Τζέμμυ, ξανάσμιξε με τους παιδικούς φίλους του, με τους οποίους κάποτε έπαιζε φτου ξελευτερία, κρυφτό και κυνηγητό, κι αφού ξαναβρήκε την παλιά του γκομενίτσα η οποία είχε στο μεταξύ κρεμάσει βυζάκι, ξυπνάει ο άγριος που φώλιαζε μέσα του και… «Α, όλα κι όλα, κύριε Κάρολε και κύριε Φιτζ Ρόυ-μου, εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για ν’ ασφυκτιώ μέσα σε νάρθηκες από κασμίρ και να τρώω με πιρούνι σα φλώρος!».
Οπότε, που λες, πετάει τα γάντια και τον νάρθηκα από κασμίρ, αλείφεται με λίπος φώκιας όπως όλοι οι καθωσπρέπει συμπατριώτες του, κλείνει ένα ραντεβού για το βράδυ με την καλή του και ξαμολιέται με τους παιδιόθεν φιλάρες για τρέλες. Ο δε Κάρολος βουτάει την πέννα στο μελάνι, και στο βρετανικό φλέγμα του, και γράφει: «… Η τέλεια ισότητα που υπάρχει μεταξύ των μελών των φυλών της Γης του Πυρός θα καθυστερήσει για πολύ χρόνο ακόμα την ανάπτυξή τους…» Μάλιστα!
Κοντολογίς, ο Δαρβίνος ψυχανεμίστηκε αυτό που αργότερα θα διατυπώσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι Μαρξ και Ένγκελς. Ότι δηλαδή, τόσο στη Φύση όσο και στην κοινωνία των ανθρώπων, το πέρασμα από την μια ποιότητα σε μιαν άλλη, ανώτερη, προϋποθέτει τη σύγκρουση και τη λύση των οξυμμένων ανταγωνιστικών αντιθέσεων που εμπεριέχει αύτη, αναδεικνύοντας έτσι μια νέα ισορροπία, ένα νέο σύστημα ποιοτικώς ανώτερο. Κι επομένως, λέμε τώρα, το πέρασμα από την πρωτόγονη αταξική κοινωνία στην πρωτόγονη ταξική προϋποθέτει τη σώρευση πλούτου και εξουσίας στα χέρια του ενός ή των ολίγων σε βάρος των πολλών, μέχρι που οι άλλοι, οι πολλοί, η πλέμπα, θα τα πάρουν στο κρανίο και θα πούνε στους έχοντες, μάγκες, ως εδώ και μη παρέκει!
Ωστόσο, οι Παταγόνες, που έτσι και τους χάριζες ένα κομμάτι ύφασμα, θα το έκοβαν σε μικρά μικρά κομματάκια προκειμένου να το μοιράσουν ισότιμα μεταξύ τους, θα παραμείνουν πρωτόγονα αταξικοί για πολλά χρόνια ακόμη, μέχρι να τους ξεπαστρέψουν εντελώς οι ασπρουλιάρηδες με τα κίτρινα μαλλιά απ την Ανατολή.
Δεν έμαθα πως ακριβώς τέλειωσε η ζωή του Τζέμμυ, του παλίννοστου Παταγόνα, έμαθα όμως πως, κάτι χρόνια αργότερα, ηγήθηκε μιας σφαγής λευκών μισσιονάριων που ήθελαν ντε και καλά ν’ αλλάξουν τις περί κοσμογονίας πεποιθήσεις των ιθαγενών και να τους καθίσουν στο σβέρκο. Όπερ και εγένετο. Οι λευκοί τους έκατσαν στο σβέρκο μέχρι να ξεπαστρέψουν και τον τελευταίο Παταγόνα. Ορίστε μας!.. Ήθελαν, λέει, να είναι ελεύθεροι! Ποιοι; Οι άγριοι, οι άθεοι, που αγνοούσαν ακόμη και το φύλλο συκής!
Και στης Μαρίας την ποδιά
Εμπρός της Γης οι τρελαμένοι, λοιπόν, οριζοντίως και καθέτως στο σταυρόλεξο που λέγεται Ουσουάια. Πολύχρωμο, καλαίσθητο και παγωμένο. Αρκετά φαγάδικα και ποτάδικα πολύ καλού γούστου. Ελάχιστα τα κτήρια άνω των δύο ορόφων. Η κυρίως πόλη, πεντ’ έξι παράλληλοι και καμιά δεκαπενταριά κάθετοι δρόμοι να αλληλοτέμνονται σχηματίζοντας ίσα μεταξύ τους ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα απλωμένα κατά μήκος της ακτής. Θα μείνω πάντως με την απορία. Πες την γρίφο. Παντού στον κόσμο η αρίθμηση των σπιτιών είναι, ένα, τρία, πέντε… κι απέναντι, δύο, τέσσερα, έξι… και πάει λέγοντας. Εδώ το κάθε σπίτι έχει έναν αριθμό προφανώς άσχετο με κείνον του διπλανού του. Ας πούμε έξη, εικοσιεφτά, πενηντατρία... Μέχρις ότου φύγουμε απ’ εδώ δεν θα μάθω το γιατί. Ίσως και να μην χωνεύουν τους ταχυδρόμους. Λέω, ίσως.
Λιμάνι με αρκετή κίνηση. Ορμητήριο για παρενόχληση της άγριας πανίδας. Της φώκιας, του κορμοράνου και του πιγκουΐνου. Είναι «μαστ», λέει, όχι μόνο να δούμε αλλά και ν’ απαθανατίσουμε, αλλιώς γιατί ήρθαμε εδώ; Τι θα δώσω στο Γεώ; Τέλος πάντων, αφού είναι μαστ!... Κι από την άλλη, σκέφτομαι ότι με τελέ, με κραδασμό μηχανής του πλοίου και σπρωξίδι από διαγκωνιζόμενος συνεπιβάτες, σκατά φωτογραφίες θα τραβήξω.
Και όχι μόνο. Το αφτί μου έπιασε συχνότητες, και μάλιστα στριγκιές, από ελληνική λαλιά. Ε, όχι! Κι εδώ; Στην άκρη της Γης; Φτου, γαμώτο!… Πρέπει να ειδοποιήσω έγκαιρα τον Σάτσο και την Ισαβέλλα να μην ανοίξουν το στόμα τους μέχρι να επιστρέψουμε. Δεν έχω διάθεση για διαπιστευτήρια. Είμαι εδώ για αποτοξίνωση. Όπου κι αν πάω αυτή, η συγκεκριμένη, Ελλάδα με πληγώνει. Αλλά… Όλα πήγαν καλά. Οι άνθρωποι μας προέκυψαν μια χαρά. Απλώς, εγώ είμαι ο συνήθης στριμμένος μισάνθρωπος της παρέας.
Έκπληξη: Ούτε πιγκουΐνοι, ούτε οι κορμοράνοι, ούτε, πολύ περισσότερο, οι φώκιες τρομάζουν από την ανθρώπινη παρουσία. Απλά, σε κοιτάζουν για λίγο και μετά κρα κρα συνεχίζουν το κουτσομπολιό, τα παιχνίδια ή τους καυγάδες τους.
Άχαρα πουλιά οι πιγκουΐνοι αλλά συμπαθητικά. Αγαπησιάρικα. Το βάδισμά τους έχει πολύ πλάκα. Μπόρεσα να τα πλησιάσω αρκετά. Μέσα στη φωτογραφική συγκομιδή πρέπει να ‘χω και έναν τουλάχιστον «βασιλικό» πιγκουΐνο. Είναι πιο ο νταβραντωμένος από τους άλλους επιβήτορες. Οι φώκιες βρωμάνε απαίσια και οι αρσενικοί πλακώνονται μεταξύ τους για τα ωραία μάτια της θηλυκιάς που βρίσκεται σε οίστρο. Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια, που λέει και το δημώδες άσμα.
Ναι, υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη θάλασσα της Ανταρκτικής και στη γλυκιά Μεσόγειο. Εδώ, στα ύδατα των Παταγόνων, όλα δείχνουν σα να υποκρύπτουν μια απειλή. Είναι αυτό το σκούρο γκρίζο, το ψυχρό και άφιλο που μαζί με την αγριάδα της θάλασσας σε ψαρώνει. Στον πλου της επιστροφής πήγε η ψυχή μας στην κωλότσεπη. Και για να ξορκίσω τα μανιασμένα νερά έπιασα να εκτελώ, στην κυριολεξία, μεγαλοφώνως το Άξιον Εστί, των Ελύτη, Θεοδωράκη.
Με μιαν αρχαία μπιούικ
Δεν έμαθα πότε μας άφησε χρόνους ο τελευταίος αυθεντικός Παταγόνας αλλά έμαθα πως η Ουσουάια, ως αποικία λευκών, ξεκίνησε την σταδιοδρομία της το 1884.
Στην αρχή ήταν λίγο-πολύ καταφύγιο καταραμένων, ανεπιθύμητων και καταζητούμενων. Του σκοινιού και του παλουκιού.
Το 1896 οι Αργεντινοί σωφρονιστές έφεραν εδώ τους βαρυποινίτες τους για να χτίσουν με τα ίδια τους τα χέρια, και με τη συνδρομή του κνούτου, βεβαίως, μια από τις πιο απάνθρωπες φυλακές που γνώρισε αυτός ο ταλαίπωρος πλανήτης. Η φυλακή αυτή έκλεισε οριστικά το 1947 αλλά οι σημερινοί κάτοικοι της Ουσουάια κρατούν τη μνήμη της ζωντανή. Αυτή τη στιγμή, πολλά από τα γκράφιτι που φιλοτεχνούν τους τοίχους της έχουν για θέμα τους αυτά τα κάτεργα. Ο λαός δεν ξεχνά φτιάχνει γκράφιτι ξανά.
«Αυτό το φυτό λέγεται Τούμπρα, σενιόρ», διατείνεται ο Χουάν. Ο Χουάν μας περιφέρει με την αρχαία μπιούικ του στην ενδοχώρα της Τιέρρα ντελ Φουέγκο.
Γκαούτσος και ασέλωτα άλογα να βόσκουν νωθρά, ξύλινοι φράχτες, κρυστάλλινα νερά και ξασπρισμένοι σκελετοί νεκρών δέντρων. Ο Χουάν μας εξηγεί το κάθε τι αόκνως και ευχαρίστως, χωρίς να έχει καταπιεί τη συνήθη κασέτα του ρουτινιασμένου ξεναγού της Επιδαύρου και της Ακρόπολης. Ο Χουάν το γουστάρει αυτό που κάνει. Συμμετέχει. Ταξιδεύει. Κάθε φορά είναι γι’ αυτόν η πρώτη, λέει.
«Η Τούμπρα…» Μας εξηγεί για ένα φυτό πολύ πυκνό, το οποίο υψώνεται κατά δύο έως τρία χιλιοστά το χρόνο. Βαδίζουμε πάνω του και βουλιάζει ελάχιστα, ανάλογα με το βάρος του καθενός μας. Μοιάζει με έδαφος και καλύπτει μεγάλες εκτάσεις. Σε μερικές περιοχές, μάλιστα, έχει φτάσει σε πάχος ενός μέτρου. «Κι αυτά τα δέντρα λέγονται άρμπολ μπαντέρα, σενιόρ»… Υποψιάζομαι ότι αυτός ο όρος σημαίνει «σημαιόδενδρο» και είναι πολύ πιθανό αν κρίνω από το σχήμα τους.
Κατευθυνόμαστε πεζή προς το Ράντσο Χάμπερτον που έχει συνδέσει την ύπαρξή του με τα τελευταία εκατό χρόνια της Ουσουάια. Στοπ, λέω, για να απαθανατίσω την μικροχλωρίδα της παταγονικής γης. Και κάποια λιμνάζοντα νερά με τους κατοπτρισμούς των γερασμένων δέντρων. Παντού η ανέγγιχτη Φύση είναι μεθυστική αλλά πρέπει να την θέλεις πολύ για να σου δοθεί.
Υπέροχη βλάστηση... Ανάμεσα σε βουνά, μεταξύ των οποίων και μερικά χιονισμένα. Αφήσαμε τη γέρικη μπιούικ γιατί αλλιώς θα διαλυόταν σ’ αυτόν τον χωματόδρομο. Άλογα, φάρμες, φράχτες, γεφύρια από κορμούς δέντρων, χείμαρροι, αντικατοπτρισμοί και πολωμένα σύννεφα, όπου και μια αλεπού… μια πόζα καθώς διασχίζει το μονοπάτι…Κι ένας μοναχικός μοτοσικλετιστής! Ίζι ράιντερ!.. Μας χαιρετά κι αυτός αφήνοντας πίσω του τη σκόνη.
Για περισσότερες φωτογραφίες:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης σχετικά με την Παταγονία:
ΧΙΛΗ - ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν