ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 4 - ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΚΟΥΑ

Front Picture: 

Μια σκακιέρα είναι η Αντίγκουα, να τι είναι! Επτά επί επτά, και ίσα μεταξύ τους, οικοδομικά τετράγωνα. Αλλά και μια ανεπανάληπτη παλέτα χρωμάτων για τους πράσινους, μπλε και κόκκινους τοίχους της. Μια συμφωνική μουσική ανάσας των παιδιών που κοιμούνται ακόμη, κι ενός κάρου που ξεκινάει για το πρώτο του αγώι.

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 105 /  13.04.2002



Προηγούνται: 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 2 - ΑΤΙΤΛΑΝ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ... | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 3 - ΓΚΑΡΙΦΟΥΝΑ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΓΚΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν


Σου το ’λεγα εγώ πως ο Τόμας θα μας ακολουθήσει και στην Αντίγκουα. Η Αντίγκουα, λέει, ήτανε μέσα στα σχέδιά του και, μιας και συμπίπτουν με τα δικά μας, γιατί να μην έρθει κι αυτός μαζί; Έλα ντε!

 

Σκέφτηκα να του ζητήσω να μου εκθέσει έναν καλό λόγο που να καθιστά την πρότασή του ελκυστική αλλά δεν το έκανα. Αυτή η ευγένεια είναι που θα με καταστρέψει στο τέλος. Άσε το άλλο μου ολίσθημα: απάντησα καταφατικά και απερίσκεπτα στην ερώτησή του αν παίζω σκάκι. Τι το ‘θελα; Πώς να φανταστώ ότι αυτό το ερειπωμένο σακίδιο που κουβαλάει στη ράχη του σαν ξεχαρβαλωμένο γαϊδουροσάμαρο περιέχει κι ένα σκάκι. Και, προκειμένου να επανορθώσω την βλακεία μου, του απάντησα πως, στα ταξίδια, όσο έχει φως προτιμώ να φωτογραφίζω. Κι επιπλέον, ειδικά στην Αντίγκουα, προτίθεμαι να κάνω πολλές νυκτερινές φωτογραφίσεις.

 

Τώρα θα μου πεις, και τι σε πειράζει, βρε στριμμένε, να παίξεις και μια παρτίδα σκάκι με τον άνθρωπο; Θα σου απαντήσω έμπλεος ειλικρινείας: πρώτον, δεν θέλω να ηττηθώ ποτέ από Γερμανό διότι τα ψυχικά τραύματα που άφησε η Κατοχή στη γενιά μου είναι ανεπούλωτα και, δεύτερον, αν συνεχίσω να είμαι ενδοτικός απέναντί του στο τέλος θα μας ζητήσει να τον υιοθετήσουμε. Έχει ήδη αρχίσει να λέει πως το όνειρο της ζωής του ανέκαθεν ήταν να φωτογραφήσει την τρίτη, μετρώντας από αριστερά προς τα δεξιά, κολώνα της πρόσοψης, του Παρθενώνα. Και, εν πάση περιπτώσει, θα ήθελα να ήξερα από ποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή άρχεται αυτό το «ανέκαθεν». Από τη στιγμή που γνωριστήκαμε στη λίμνη Ατιτλάν, μήπως;

 

ΣΣΤ... Η ΑΝΤΙΓΚΟΥΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ!

[... ένα, δύο, τρία (φύσημα), γράφει;... Βεβαίως και γράφει. Τόσα λεφτά ξόδεψα για να το αποκτήσω και να μη γράφει;

 

Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Δεν άναψα το φως. Σκοτάδι πίσσα έξω. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών για να μην γίνω αντιληπτός κι έχω κλειστεί στην τουαλέτα της πανσιόν «Δόνα Ανχελίνα» όπου και έχουμε καταλύσει. Ούτε μπάνιο μπορώ να κάνω ούτε να τραβήξω καζανάκι. Μιλώ σ’ αυτό το μαραφέτι όσο μπορώ πιο σιγά. Η Ισαβέλλα ξυπνάει και με τα πηδήματα των ψύλλων γύρω της. Ο Ορέστης δεν ξυπνάει ούτε με τους κανονιοβολισμούς της εικοστής πέμπτης Μαρτίου. Το εμφιαλωμένο νερό μάς τέλειωσε και δεν σκεφτήκαμε ν’ αγοράσαμε άλλο. Ε, βέβαια, τέτοια ώρα που φτάσαμε! Θα βάλω στο κατσαρόλι μου νερό της βρύσης, θα ρίξω μέσα το φοβερό μικροπούρ για να εξοντώσω τα πιθανά μικρόβια με τα οποία ο οργανισμός μου είναι ασύμβατος και μ’ αυτό το νερό θα φτιάξω το φραπεδάκι μου. Κι ας μην είναι παγωμένο. Η μέρα μου είναι αδύνατον να ξεκινήσει καλά αν δεν πιω καφέ, το ξέρεις. Έστω και νερομπούλι. Εδώ όμως αναφύεται ένα άλλο πρόβλημα: όλα τα χρειώδη συμπράγκαλα βρίσκονται ακόμη στα σακίδια. Τέτοια ώρα που φτάσαμε ποιος είχε όρεξη να τα ξεκοιλιάσει; Στοπ] ...

 


[Παρών! Έφερα το σακίδιο μέσα στην τουαλέτα και το ξεκοίλιασα αθόρυβα σαν εξπέρ του ριφιφί. Τώρα απολαμβάνω έναν φραπέ της συμφοράς και συνεχίζω την υποτιθέμενη ανταπόκρισή μου καθισμένος στο κλειστό καπάκι της λεκάνης. Με το συμπάθιο δηλαδή. Στοπ. (ρούφηγμα καφέ)]...


 


[Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Η Αντίγκουα, που τότε δεν ονομάστηκε εξαρχής Αντίγκουα, ιδρύθηκε το Χίλια Πεντακόσια Σαράντα Τρία από τους Ισπανούς Κονκισταδόρες ως έδρα της ισπανικής αποικιακής κυβέρνησης του βασιλείου της Γουατεμάλας. Τω καιρώ εκείνο...

 

Άκου τώρα φάση: το βασίλειο της Γουατεμάλας περιελάμβανε τα εδάφη που σήμερα αντιστοιχούν στην περιοχή των Τσιάπας, τη σημερινή Γουατεμάλα, το Μπελίζε, το Ελ Σαλβαδόρ, την Ονδούρα, τη Νικαράγουα και την Κοσταρίκα! Μιλάμε για ένα μίνι ιμπέριουμ δηλαδή. Οι Σπανιόλοι κονκισταδόρες, με τη φωτιά, το τσεκούρι και το σταυρό στο χέρι, έκατσαν για τα καλά στο σβέρκο των γηγενών Μάγια. Και μη μου πεις πως πολιτικολογώ πάλι όπως έκανα τότε στην Ατιτλάν. Εδώ πρόκειται για Ιστορία. Πώς να τα κάνω γαργάρα δηλαδή κάτι τέτοια; Συνεχίζω: Η πόλη αρχικά ονομάστηκε «Η Πολύ Πιστή και Πολύ Ευγενής Πόλη του Αγίου Ιωάννου των Ιπποτών της Γουατεμάλας»! Καλά! απ την πολλή την έπαρση ήταν τρελαμένα τα άτομα! Παμ’ παρακάτω:... Ακούω κάτι θορύβους από το διπλανό δωμάτιο όπου έχει καταλύσει ο Τόμας. Αν έχει ξυπνήσει την έβαψα. Τώρα θ’ αρχίσει να παραμιλάει και να γελάει μόνος του. Ως συνήθως. Τι έλεγα; Ξέχασα! Στοπ. (ρούφηγμα καφέ)]...



[Παρών! Συνεχίζω. Το Χίλια Εφτακόσια Εβδομήντα Τρία η πόλη με το μακρύτερο όνομα που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου ήταν κιόλας η σημαντικότερη  της Κεντρικής Αμερικής. Η οποία Αμερική, κακώς, κατά τη γνώμη μου, ονομάστηκε Αμερική αφού κατοικούνταν ήδη από πολυάριθμες φυλές και γηγενείς πληθυσμούς με υψηλό πολιτισμό αλλά...

 

Είκοσι, περίπου, χιλιάδες χρόνια κατοικείται αυτή η ήπειρος κύριε, με αποκορύφωμα πολιτισμούς σαν των Μάγια, των Ίνκα, των Αζτέκων, πώς πας εσύ και την καπελώνεις με το έτσι θέλω; Τέλος πάντων, ό γέγονε γέγονε. Πού είχα μείνει; Εκτός από τα δύο βασικά κέντρα εξουσίας, τον Καθεδρικό ναό και το Κυβερνείο, η Ήτα Πι Πι Κάπα Πι Έψιλον Πι Ταυ Άλφα Γιώτα Ταυ Γιώτα Ταυ Γάμα, τα αρχικά δηλαδή του επηρμένου ονόματος της γνωστής μας σήμερα ως Αντίγκουα, διέθετε, εν κατακλείδι, τριάντα εκκλησίες, όχι παίζουμε! δεκαοχτώ μοναστήρια χαραμοφάηδων, δεκαπέντε ερημητήρια αγανακτισμένων, δέκα παρεκκλήσια εμπόρων ελπίδας και... Τώρα αρχίζουν τα καλά, άκου: το Πανεπιστήμιο του Σαν Κάρλος, πέντε νοσοκομεία, ένα ορφανοτροφείο, δημόσιες κρήνες, αποχέτευση, καλά ε! πάρκα για τις γκουβερνάντες και τα πρεζάκια της εποχής, μπιλιάρδα, μπαράκια, κουλοχέρηδες, προποτζίδικα  και φρουτάκια. Νομίζω πως ποιητική αδεία παρασύρθηκα λιγάκι. Τέλος πάντων. Θα το ευνουχίσω κατά την φάση της απομαγνητοφώνησης. Αντίγκουα σημαίνει «παλιά» και είναι το πρώτο συνθετικό του «παλιά πρωτεύουσα». Όταν, που λες, η Αντίγκουα έφτασε στην ακμή της μετρούσε εξήντα χιλιάδες κατοίκους και ήταν η τρίτη σε μέγεθος πόλη του λεγόμενου Νέου Κόσμου μετά το Μέχικο Σίτυ και τη Λίμα. Σου άρεσε το Μέχικο με χι; Δεν έχει ένα κάπως πιο λατινοαμερικάνικο άρωμα; (ρούφηγμα καφέ). Στάσου ν’ αλλάξω κασέτα.]

 

 


[Παρών και πάλι. Όταν έχτιζαν, που λες, την Αντίγκουα δεν υπήρχε η ομάδα Βαν για να τους πει, ε, όχι ρε παιδιά, εδώ που τη χτίζετε εμείς προβλέπουμε πως σε διακόσια τριάντα χρόνια, έξι μέρες και τρεις ώρες θα γίνει το ελαναδείς. Θα γίνει ένας τόσο μεγάλος σεισμός που θα την κάνει μπάζα και παλιοσίδερα! Στάχτη και μπούλμπερη που λέει κι ο λαός! (Ρούφηγμα καφέ). Πάνω στο καλύτερο μού τέλειωσε κι ο καφές. Δεν πειράζει, καταπότι ήταν στο κάτω κάτω].

 

[Τι σου ’λεγα; Α, ναι, περί την ύποπτη σχέση του Βαν με τον Εγκέλαδο και των δύο αυτών με το τότε στολίδι του Νέου Κόσμου. Η πεδιάδα της Αντίγκουα, που λες, περιβάλλεται, ακόμη και σήμερα, από τρεις υπέροχους κωνικούς ορεινούς όγκους: την Άγκουα, το Φουέγκο και το Ακατενάνγκο, στα σωθικά των οποίων βράζει επί μονίμου βάσεως μια καταστροφική ηφαιστειακή λάβα. Στις είκοσι εννιά Ιουλίου του Χίλια Εφτακόσια Εβδομήντα Τρία, η λάβα του Ακατενάνγκο δεν άντεξε άλλο την καταπίεση. Εκτινάχτηκε προς τον ουρανό και στη συνέχεια, υπακούοντας στο νόμο της βαρύτητας, κατρακύλησε προς τον κόσμο των ανθρώπων και τά ΄κανε όλα λαμπόγυαλο, όπως σου ‘πα και προηγουμένως... Όντως, ο Τόμας ξύπνησε. Τον ακούω να γελάει. Μόνος του, φυσικά. Δεν τέλειωσα όμως. Έχω κι άλλα να σου πω. Αφού ανάψω το τσιμπούκι μου πρώτα. Στοπ]

 

[Πού είχα μείνει;... Η Έδρα του βασιλείου, τρία χρόνια αργότερα είπε άντε γεια στους τρεις ηφαιστειακούς κώνους και, το ‘Εβδομήντα Έξι, μεταφέρθηκε καμιά εικοσιπενταριά χιλιόμετρα προς τ’ ανατολικά της, στην εξεπιτούτου ιδρυθείσα πόλη που ακούει στο όνομα Γουατεμάλα Σίτυ. Ούτε πήγαμε κι ούτε είναι στις προθέσεις μας να πάμε σ’ αυτή την εξ όσων γνωρίζω δυτικότροπη πόλη που το δεύτερο συνθετικό της είναι «Σίτυ». Άκου «Σίτυ»! Κι εξ άλλου όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε γι αυτή τη Γουατεμάλα Σίτυ είναι αποθαρρυντικές. Έδρα του βασιλείου, λοιπόν, σήμαινε, κατά πρώτον, έδρα της Εκκλησίας και, κατά δεύτερον, έδρα της κυβέρνησης. Μαζί με τις ανωτέρω Αρχές μετακόμισε και όλο το κοινωνικοοικονομικό ανφάν γκατέ κι έμειναν πίσω, στο ερειπωμένο σκηνικό, οι μη έχοντες πού την κεφαλήν κλίναι. Οι επιζήσαντες φουκαράδες με λίγα λόγια. Έκαναν, λοιπόν, κατάληψη σ’ ό,τι έστεκε ακόμη όρθιο, χωρίς, ευτυχώς, να εξαιρέσουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, καθάρισαν το τοπίο από τα μπάζα και σιγά σιγά άρχισαν να ανοικοδομούν την πόλη τους. Που τώρα, χωρίς το σκυλολόι των αριστοκρατών, ήταν πιο δική τους από πριν. Στη συνείδηση της μάζας αυτής των αναξιοπαθούντων είχε ωστόσο περάσει, μέσα από τους αιώνες, και μια άλφα αισθητική περί τα οικοδομήματα. Δεν είχαν, φυσικά, τη δυνατότητα ν’ αναπαράγουν τις πολυτελείς ροκοκό αηδίες των λεφτάδων και, άρα, ό,τι έφτιαξαν ήταν λιτό και πανέμορφο. Κι επειδή ένα τέτοιο σεισμικό πάθημα δε  μπορούσε παρά να γίνει και μετασεισμικό μάθημα, τέρμα τα ψηλά κτήρια, αμίνγκος. Όλα ισόγεια στο εξής]




[Όπου να ‘ναι θα χαράξει και ο Γερμανός που απειλεί να με συντρίψει στο σκάκι θα κάνει αισθητή την οχληρή παρουσία του, γι αυτό και πρέπει, αν προλάβω, να σου πω και τα παρακάτω.... Από τον Δέκατο Ένατο αιώνα και πέρα η Αντίγκουα άρχισε ν’ αναστηλώνεται πιο υπεύθυνα και πιο οργανωμένα. Το Χίλια Εννιακόσια Σαράντα Τέσσερα η τότε κυβέρνηση της Γουατεμάλας την ανακήρυξε Εθνικό Μνημείο και το Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Εννιά χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο μέρος της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Έτσι, για να ξέρεις πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή!... Η Ισαβέλλα όμως ξύπνησε και διεκδικεί τον παρόντα θρόνο μου. Γι αυτό και πρέπει να σταματήσω τη μαγνητοφ... (Σιγή)]  

          

ΕΞΩ ΑΠ’ΤΗΣ ΔΟΝΑΣ ΑΝΧΕΛΙΝΑΣ 

«Τι είδα βγαίνοντας από τη Δόνα Ανχελίνα». Δεν μοιάζει σαν τίτλος κατάλληλος για αργή ταινία ή για μυθιστόρημα-ποταμό σε λατινοαμερικάνικο φόντο; Βγαίνοντας από τη Δόνα Ανχελίνα, λοιπόν, είδα έναν πλακόστρωτο δρόμο. Έναν δρόμο εντελώς άδειο από ανθρώπους και οχήματα. Απολύτως ευθύ. Να χάνεται στο βεληνεκές της ματιάς μου.

 

Είδα όλα τα οικοδομικά τετράγωνα να είναι ισόγεια. Είδα τους πράσινους, κίτρινους, μπλε, κόκκινους τοίχους, να πολλαπλασιάζουν στην παλέτα τους όλες τις ζωντανές αποχρώσεις που σου ανοίγουν την ψυχή σαν τριαντάφυλλο την Άνοιξη. Είδα έναν σκύλο που δεν κινδύνευε από κανέναν. Είδα ένα ζωγραφισμένο λεωφορείο να κάνει την πρώτη του διαδρομή της ημέρας.

 

Δεν είδα το γκρίζο του οπλισμένου σκυροδέματος. Δεν ένοιωσα την ψύχρα του προφίλ αλουμινίου. Δεν είδα εκείνα τα στενόχωρα μπαλκόνια, τις προεκτάσεις της απόγνωσης. Δεν είδα τις λίγες ξεχασμένες γλάστρες να εκλιπαρούν για δυο σταγόνες. Δεν είδα τα άχαρα μπεζ κάγκελα από τετράγωνους στραντζαριστούς σωλήνες, φορείς της αισθητικής του τίποτα.


 

Είδα όμως θύρες από συμπαγές ξύλο με σφυρήλατα γυφτόκαρφα και κρικέλλες. Είδα κιγκλιδώματα να βεβαιώνουν ότι και το σίδερο, το σφυρήλατο σίδερο, είναι μια από τις πρώτες ύλες για μεγάλα έργα τέχνης. Δεν είδα τη βρώμικη παλέτα των μη κορεσμένων απορριμμάτων της άφρονης υπερκατανάλωσης. Δεν ένοιωσα την οσμή που αποπνέει ο μαζάνθρωπος πολίτης-πελάτης. Δεν με ράπισε η μπόχα του στρες και του άγχους που αποπνέει το χνώτο του. Είδα όμως ένα σύννεφο, καυτή πνοή, να βγαίνει από τον κώνο του Ακατενάνγκο. Είδα την αρμονία μορφών και χρωμάτων. Ένοιωσα τη συμφωνική μουσική της ανάσας των παιδιών που κοιμούνται ακόμη κι ενός κάρου που ξεκινούσε για το πρώτο αγώι. Είδα την Αντίγκουα, την γουατεμαλτέκα αδερφή της περουβιάνας Αρεκίπα και του Κούσκο. Και να σου πω κάτι; δεν αισιοδοξώ ότι θα κατορθώσω ν’ αναδείξω την αίσθηση αυτής της πόλης μέσω του πληκτρολογίου μου. Μέσα από τη φωτογραφική μου μηχανή, ίσως. Θα προσπαθήσω, πάντως. 


 

Οι πρώτοι κάτοικοι που αντικρίσαμε, Μάγια στην πλειονότητά τους, αποτελούσαν μια μακριά ουρά που ξεκίναγε από την είσοδο μιας τράπεζας και κατέληγε στη γωνία του τετραγώνου. Μπάνκο ντι Σάντο... κάτι. Στην είσοδο, δυο ένοπλοι φρουροί με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Μέσα άλλοι δυο, επίσης ετοιμοπόλεμοι. Τέλος του μήνα, μας είπε αργότερα ο σερβιτόρος, και είναι η περίοδος που πληρώνονται οι συντάξεις. Καθώς και η περίοδος των πολλών ληστειών. Πολλά τα υποκαταστήματα των τραπεζών για μια πόλη των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Και όλα φρουρούνται με οπλισμένους μέχρι τα δόντια. Οι ληστείες τραπεζών στη Λατινική Αμερική έχουν μακρά παράδοση. Σαν το αμόλημα του χαρταετού την Καθαρά Δευτέρα. Θα ‘πρεπε να ντρέπομαι που το σκέφτηκα αλλά, μιας και το σκέφτηκα, θα στο πω: Πολύ θα το ΄θελα να λάχαινε μια τέτοια ληστεία εδώ, τώρα, μπροστά στο φακό μου. Επαγγελματική διαστροφή, θα μου πεις. Το ξέρω.


 


Πάρκε Σεντράλ. Κάθε τυπικώς λατινοαμερικάνικη πόλη που σέβεται τον εαυτό της ως τοιαύτη, διαθέτει και μία τετράγωνη κεντρική πλατεία η οποία συνήθως λέγεται Πάρκε Σεντράλ. Όπου και τα κυριότερα διοικητικά κτήρια. Κάθε άλλη πλατεία λέγεται απλώς «πλάθα».


 


Το βασίλειό μου για ένα γενναίο πρωινό. Για καφέ δεν το συζητώ γιατί, παρ’ όλο που βρίσκομαι σε καφεπαραγωγό χώρα, αυτό που σου σερβίρουν είναι συνήθως μια σκέτη αηδία. Να γιατί κουβαλάω τον δικό μου από την πατρίδα. Το εξασκημένο μάτι του Ορέστη έχει ήδη εντοπίσει τον στόχο του και κατευθυνόμαστε αταλάντευτα κατακεί. Για να μπούμε όμως σ’ αυτό το πρωινάδικο που είναι και βραδυνάδικο και καφεμπαράδικο και απ’ όλα, πρέπει να διασχίσουμε το ατμοσφαιρικό παλαιοβιβλιοπωλείο της πρόσοψης. Και για να μπούμε στο παλαιοβιβλιοπωλείο της πρόσοψης πρέπει να κάνουμε σλάλομ ανάμεσα σε μερικούς οριζοντιωμένους στο πεζοδρόμιο. Άστεγοι, δηλώνει η Ισαβέλλα. Μαστουρωμένοι, ρε μάνα, αποφαίνεται ο Ορέστης. Ο Τόμας, περιέργως, δεν είπε τίποτα. Κι εγώ έφερα το προσοφθάλμιο της φωτογραφικής στο ύψος του ματιού μου. 


 


Και μετά απ αυτό το δεύτερο σοκ, βρισκόμαστε και οι τέσσερις στην εσωτερική αυλή ενός εκπάγλου ομορφιάς πρωινάδικου. Κάποτε ήταν το αίθριο ενός αποικιακού αρχοντικού,  τώρα, μετά την ανοικοδόμηση, στέκει στα θεμέλιά του μόνο το ισόγειο, μας λέει ο συμπαθής μεστίζο σερβιτόρος, και συνεχίζει: υπήρχε για αιώνες ένας μύθος γι αυτό το «παλάσιο» ο οποίος μύθος τελικά αποδείχτηκε πραγματικότητα. Τα πρωινά, με τη νύστα ακόμη στο μάτι και το στερητικό σύνδρομο για τον δεύτερο καφέ, δεν έχω καμιά διάθεση για μύθους, αλλά ο σερβιτόρος είναι τόσο συμπαθής που υπομένω.

 

Όταν το χίλια πεντακόσια κάτι γύρισε απροειδοποίητα ο Ισπανός αφέντης του παλάσιο από κάποιον πόλεμο ενάντια σε ιθαγενείς αντιρρησίες συνειδήσεως, βρήκε τη δόνα του στο κρεβάτι μ’ έναν ιθαγενή υπηρέτη, και ξέρετε τι έκανε; Κρέμασε τη γυναίκα του ανάποδα, πετιέμαι χαιρέκακα εγώ. Όχι, έχτισε ζωντανό τον υπηρέτη του μέσα στον τοίχο. Α, το κάθαρμα! μουρμουρίζω.

 

Και ξέρετε πώς μαθεύτηκε; Τον μαρτύρησε η αθλία μοιχαλίς, ξαναπετιέμαι. Λάθος, τον βρήκαμε ‘μεις πριν από είκοσι χρόνια όταν αναστηλώναμε το κτήριο. Βρήκαμε τον σκελετό του, δηλαδή, μέσα σ’ έναν χοντρό τοίχο. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τόμας δεν έβαλε τα γέλια.

 

Κατόπιν τούτου, ο Ορέστης παραγγέλνει για πρωινό όσα τρώει η Ισαβέλλα σε τρεις μέρες ή εγώ σε μία. Άσε το παιδί, είναι πάνω στην ανάπτυξη, μου λέει! Γιατί, είπα εγώ ότι δεν είναι; Ο δε Τόμας θα σκέφτεται ότι εμείς οι Έλληνες εκδικούμαστε την πείνα στην οποία μας καταδίκασε κάποτε το Τρίτο Ράιχ.

 

 


...  ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΖΑΤΡΙΚΙΟ ...

Πάρκε Σεντράλ. Καντράρω την Κατεντράλε ντε Σαντιάγκο η οποία ισοπεδώθηκε από την έκρηξη του Ακατενάνγο και αναστηλώθηκε στις αρχές του Δέκατου Ένατου. Μέσα σ’ αυτή την Κατεντράλε, μου λέει από δίπλα η πάντα καλά ενημερωμένη Ισαβέλλα, βρίσκονται και τα κόκαλα του Μπερνάλ Ντιάζ. Και ποιος ήταν ο κύριος που μου τον αναφέρεις σα να οφείλω να τον γνωρίζω παιδιόθεν; Οφείλεις να τον γνωρίζεις διότι είναι ο μεγάλος ιστορικός της Ισπανικής Κατάκτησης! Εντάξει, ζητώ ταπεινά συγγνώμη για την εγκληματική άγνοιά μου και σου ζητώ να μ’ ενημερώσεις σε λίγο διότι τώρα το σύννεφο ετοιμάζεται να μου κρύψει τον ήλιο. Το σύννεφο δεν μου ‘κρυψε τον ήλιο πλην όμως, μπροστά μου ακριβώς, ήρθε και στάθηκε μια μόνιππη καρότσα με πολλά λιλιά και με μια νύφη που έλαμπε από την ευτυχία διότι σε λίγες ώρες θα απαλλασσόταν από την ενοχλητική παρθενία της. Κι εγώ την φωτογράφισα λες και θα ‘χανα το τεφαρίκι.

 


Πάρκε Σεντράλ και πάλι. Τώρα βάζω στον ευρυγώνιό μου το Παλάσιο ντε λος Καπιτάνες. Από το Χίλια Πεντακόσια Σαράντα Τρία που χτίστηκε, μέχρι τον μεγάλο σεισμό, λειτούργησε ως Κυβερνείο όλης της Κεντρικής Αμερικής. Από ‘δω εκπορευόταν η πολιτική της καθυπόταξης των αγρίων ιθαγενών Μάγια ή της φυσικής εξόντωσης όσων εξ αυτών ήσαν ανεπίδεκτοι χριστιανοκεντρικού εκπολιτισμού. Η άμαξα όμως προκειμένου να μου σπάσει τα νεύρα, και όχι μόνο, ξαναμπαίνει μέσα στο κάντρο μου και η νύφη επιμένει να μου χαμογελά. Αν το μάθει ο σε λίγο άντρας σου, κυρά μου... Αλλά είμαι εγώ εκείνος που σε λίγο θα μάθω πως έτσι είναι το έθιμο. Να περιφέρονται οι νύφες λίγο πριν το αιματηρό γεγονός, που όλο και πιο σπάνια είναι αιματηρό, για ν’ αποχαιρετούν τον κόσμο του μπαμπά και της μαμάς και να μπαίνουν στον κόσμο του αφέντη συζύγου. Το «αφέντη» στις μέρες μας είναι μάλλον ρητορικό.

 

 

Πάρκε Σεντράλ, επιμένω. Βεβαιώνομαι πως η καρότσα με το άλογο, το οποίο αγενώς και χωρίς ίχνος συστολής αφήνει παντού το περιεχόμενο του παχέως εντέρου του, έχει απομακρυνθεί. Τόσο ώστε, και να θέλει ο αραμπατζής, δεν θα προφτάσει να μου μασκάρει το κάντρο. Απαθανατίζω, λοιπόν, με την άνεσή μου το υπέροχο Παλάσιο ντελ Αγιουνταμιέντο. Κι αν φλέγεσαι από την λαχτάρα να μάθεις τι ρόλο έχει παίξει  το εν λόγω παλάσιο θα στη σβήσω. Είναι το, από το Χίλια Εφτακόσια Σαράντα Τρία, Δημαρχείο της πόλης.

 

Πανεπιστήμιο του Σαν Κάρλος, που τώρα λειτουργεί ως μουσείο, ένα τετράγωνο ανατολικά του Πάρκε Σεντράλ. Αυτό σημαίνει ότι γλίτωσα από το άλογο, την καρότσα και τη νύφη.  Δεν γλίτωσα βεβαίως και από τον Τόμας ο οποίος, παρατηρώντας το χάρτη της πόλης, διαπίστωσε πως έχει το σχήμα της σκακιέρας. Μη μου πεις!

 

 

Εδώ που τα λέμε δεν έχει κι άδικο. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι, ενώ το σκάκι διαθέτει οκτώ επί οκτώ ίσον εξήντα τέσσερα τετράγωνα, η Αντίγκουα διαθέτει, ως προς την αρχική της χάραξη, επτά επί επτά ίσον σαράντα εννιά οικοδομικά τετράγωνα, απολύτως ίσα μεταξύ τους. Και δεν αποκλείεται μεσ’ στις προθέσεις της πολεοδομίας να είναι και η μελλοντική απόλυτη ταύτισή της με το κλασσικό ζατρίκιο.

 

Έτσι είναι όλες οι αποικιακές πόλεις που σχεδιάστηκαν από τους Ισπανούς τον δέκατο έκτο αιώνα, μας πληροφορεί η Ισαβέλλα. Έτσι είναι και το Κούσκο, και η Αρεκίπα στο Περού, αν θυμάσαι. Οι δρόμοι είναι προσανατο-λισμένοι προς τα τέσσερα σημεία του Ορίζοντα. Αυτοί που κατευθύνονται προς το Βορρά ή το Νότο λέγονται αβενίντας. Λεωφόροι, δηλαδή. Αβενίντα ένα, Αβενίντα δύο, και ούτω καθεξής. Και οι άλλοι, που ξεθυμαίνουν προς την Ανατολή ή προς τη Δύση, λέγονται Κάλιες. Οδοί επί το ελληνικότερον. Κάλιε ένα, Κάλιε δύο και δε συμμαζεύεται. Τώρα μού έβαλες μια ιδέα, Ισαβέλλα: Να στείλω τον Τόμας στην άλλη άκρη της πόλης και να παίξουμε ζωντανό σκάκι. Όποιος βρει τον άλλο πρώτος κάνει ρουά ματ. Έτσι, θα πάμε να κρυφτούμε κάπου και θα γλιτώσουμε για πολλές ώρες. Μα τι σου ‘χει κάνει ο άνθρωπος; Μια χαρά είναι, δε λέω, αλλά, να, δεν βάζει γλώσσα μέσα.   

 

ΜΙΚΡΑ ΠΕΡΙΚΟΧΛΙΑ


Όλες, μα όλες οι αβενίντας και οι κάλιες της Αντίγκουα είναι πλακοστρωμένες. Τα αυτοκίνητά της, τα περισσότερα εξ αυτών επαγγελματικής ή δημόσιας χρήσης, είναι ελάχιστα.  Νοιώθεις ότι ανασαίνεις σε μια πόλη πεζών. Ή, το πολύ, εποχούμενων σε δίτροχα.

 

Οι κάτοικοί της, και ιδιαίτερα οι μεστίζος για να ‘μαι δίκαιος, είναι ευχάριστοι, εξυπηρετικοί και αγαπησιάρηδες. Σου χαμογελούν και σου αντιγυρίζουν το μπουένος ντίας γενναιόδωρα. Τα δε μαγαζιά και τα μπαροφαγάδικά της μένουν ανοιχτά μέχρι πολύ αργά τη νύχτα.

 

[Ένα, δύο, τρία (φύσημα)... Είμαι στον ολάνθιστο κηπάκο της Δόνα Ανχελίνα. Σε μια από τις σπανιότατες στιγμές που βρίσκομαι μόνος με το μαγνητοφωνάκι μου.

 

Πρέπει να σου καταθέσω την καθαρά προσωπική μου ματιά, πες την υποκειμενική αν προτιμάς, για ένα σωρό πράγματα. Για τις πολύ ζωντανές νύχτες της Αντίγκουα. Για τη γαλήνη της που τη θεωρείς ως υπεύθυνη για την κάποια... εξαΰλωσή σου. Τη δική μου εν προκειμένω. Πρέπει να σου μιλήσω για το παζάρι. Για τα παζάρια μάλλον. Διότι υπάρχουν τρία μεγάλα και μερικά μικρότερα. Έχουν φανταστικά πράγματα. Η μικρή βιοτεχνία, η οικοτεχνία, αλλά και η γεωργική παραγωγή μαζί με την κτηνοτροφία που απασχολούν τους Μάγια κυρίως, είναι η οικονομική βάση της Αντίγκουα. Οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις είναι στα χέρια των μεστίζος. Τα φαγάδικα και τα καφέ μπαρ είναι κυρίως σε χέρια αλλοδαπών που ήρθαν σαν ταξιδιώτες και δεν ξανάφυγαν. Πουλμανόβιους φωνακλάδες τουρίστες των ολίγων ωρών δεν θα συναντήσεις εδώ. Καθόλου. Ευτυχώς. Οι ξένοι δεν μπορώ να πω πως είναι σπάνιοι αλλά είναι κυρίως ταξιδευτές. Ή απ αυτούς που όταν ερωτευτούν μια χώρα δεν ξεκολλάνε εύκολα. Απ αυτούς που όταν τελειώσουν τα λεφτά τους ξανάρχονται και του χρόνου. Η νύχτα είναι πολύ ζωντανή στην Αντίγκουα. Κι αν έπρεπε να αυτοεξοριστώ για το υπόλοιπο της ζωής μου, νομίζω πως θα διάλεγα την Αντίγκουα. Δεν θα αυτοεξοριστώ όμως. Δεν θέλω να κουραστώ να ταξιδεύω. Κι αν είναι κάτι που με κουράζει στα ταξίδια είναι τα εν Αθήναις διαλείμματά τους. Πρέπει να σου μιλήσω... Είναι πολλά αυτά για τα οποία θα ‘θελα να σου μιλήσω  αλλά ο χώρος στο Γεωτρόπιο μου θέτει κάτι όρια ίσα ίσα για να σκιτσάρω τα οδοιπορικά μου. Αισθάνομαι σαν να μην έχω πει τίποτα. Ίσως και να ‘ναι έτσι... Ποιος και με ποια μεζούρα θα το μετρήσει αυτό; Την επόμενη ανταπόκρισή μου να την περιμένεις για το επόμενο Σάββατο. Θα είναι από το Τικάλ. Από την επαρχία Πετέν. Που θεωρείται η καρδιά του αρχαίου πολιτισμού των Μάγια. Κάτι πυραμίδες να σου φύγει το καφάσι! Με το συμπάθειο. Στοπ]

 

[Ένας γεράκος που κάνει το θυρωρό, τον ποτιστή των γλαστρών και τον αχθοφόρο ελαφρών αποσκευών με αμοιβή ό,τι αφήσεις στην ανοιχτή παλάμη του, με βλέπει να παραμιλάω με το μαραφέτι κοντά στο στόμα μου. Μπορεί και ν’ αναρωτιέται για το αν είμαι σαλεμένος. Κι εγώ για το ίδιο αναρωτιέμαι πολύ συχνά. Όλη αυτή την ώρα ξέρεις τι κάνει; Βιδώνει μικρά περικόχλια στις άκρες ακτίνων για ζάντες μοτοποδηλάτων. Εκατοντάδες μικρά περικόχλια. Φασόν για το σπίτι. Μπουένος ντίας σενιόρ!... Στοπ]

 

[Τον πλησίασα και του έβαλα ν’ ακούσει το δικό μου αλλά και το δικό του «μπουένος ντίας». Γούρλωσε κάτι μάτια, να! Και μετά έπιασε να γελά σαν μικρό παιδί. Σε πειράζει πολύ αν η ταξιδιωτική ματιά μου είναι τόσο υποκειμενική;... Βλέπω όμως την υπόλοιπη γλυκιά συμμορία μου να κατεβαίνει τη σκάλα για τη σημερινή μας εξόρμηση στα χρώματα της Αντίγκουα. Όχι χωρίς τον Τόμας, βεβαίως. Τον οποίο Τόμας θα έχω μαζί μου και στις πυραμίδες των Μάγια. Απ όπου και θα σου στείλω το επόμενο ραπόρτο μου. Δεν ξεμπλέκεις εύκολα μαζί μου. Άντε, γεια!


Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...


Διαβάστε επίσης για τη Γουατεμάλα: 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 1 - ΚΕΤΖΑΛΤΕΝΑΝΓΚΟ, ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 2 - ΑΤΙΤΛΑΝ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ... | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 3 - ΓΚΑΡΙΦΟΥΝΑ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΓΚΕ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 5 - ΤΙΚΑΛ, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 6 - ΚΑΣΤΙΛΙΟ ΣΑΝ ΦΕΛΙΠΕ, ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΙΒΙΚΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν