ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ 2 - ΟΚΑΒΑΝΓΚΟ, Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΔΕΛΤΑ

Front Picture: 

Στην πιρόγα πρέπει να πάρεις εξαρχής μια στάση ισορροπίας μ' ελάχιστες πιθανότητες να την αλλάξεις μέχρι την επόμενη στάθμευση. Και να μην προκαλείς κανενός είδους θόρυβο. Τα ζώα τρομάζουν. Κι όταν λέμε ζώα σ' αυτές τις υγρές παγάνες έχουμε κατά νου τους κροκόδειλους, τους ιπποπόταμους και, δεν αποκλείεται, τους ρινόκερους. Τα αιλουροειδή και οι ελέφαντες συχνάζουν εκτός καναλιών. Εκεί που θα κατασκηνώσουμε, αν κατάλαβα καλά.

 

του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ 199 / 31.01.2004

 

 

Προηγείται

ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ 1 - ΚΑΛΑΧΑΡΙ, Η ΓΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΙΨΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 

Η Τζόις είναι Αφρικάνερ από προγόνους Ολλανδούς, πλην γέννημα θρέμμα της Μποτσουάνα. Εξηντάρα, ξανθιά, τροφαντή και αεικίνητη. Δεν της αντιστέκεται κανένα όχημα, αλλά κάθε που θα χρειαστεί να οδηγήσει σε ασφαλτόστρωμα βρίσκεται στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης. Έτσι τουλάχιστον λέει.

 

Λατρεύει τους αμμόδρομους του Δέλτα που είναι ο φόβος και ο τρόμος κάθε φυσιολογικού οδηγού, πλην όμως, δυστυχώς δε μπορώ να σας πάω, λέει, θα σας πάει ο Σαμ, δικός μου, καλός, ο καλύτερος. Εγώ πρέπει να οδηγήσω ένα γκρουπ από ξενέρωτους Ιταλιάνους που μου θέλουνε και σαφάρι! Ακούς εκεί τα κωλοσφούγγια του Μπερλουσκόνι! Θα φωτογραφηθούνε με τα θηράματα που θα κατεβάσω εγώ για να πα' να κάνουνε τον καμπόσο στα σαλόνια του Μιλάνου, φτου! Ώρες ώρες τη σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά, Τζόρμπα. Δε με λένε Τζόρμπα, Ζυρίνη με λένε. Το ίδιο κάνει, εγώ από την ημέρα που είδα στην τηλεόραση τον Τζόρμπα τους γουστάρω τους Έλληνες. Ας πρόσεχες, θέλω να της πω αλλά τ' αγγλικά μου δεν επαρκούν.

 

Μα, καλά, ρε Τζόις, εσύ πώς και δέχεσαι να σκοτώνεις άγρια ζώα; Άκου να σου πω, Τζόρμπα, μην παραμυθιάζεσαι από τις υπερβολές των οικολόγων του γλυκού νερού. Είναι κρατική πολιτική της Μποτσουάνα να επιτρέπει το κυνήγι. Αλλά υπό όρους. Εκτός του συναλλάγματος που αποφέρει στη χώρα, είναι κυρίως θέμα ισορροπίας της τροφικής αλυσίδας και επιβίωσης του αγροτικού πληθυσμού. Αν δεν συγκρατήσεις  σ' ένα όριο τους ανάλογους πληθυσμούς των ελεφάντων ή των λεόντων, επί παραδείγματι, δε θα μείνει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή του Δέλτα. Για ρώτα τους κατοίκους, φτωχοί αγρότες είναι, πόσες ανθρώπινες ζωές, πόσα κοπάδια, πόσες αγροτικές παραγωγές χάνονται αν δεν κρατήσουμε σε μια ισορροπία τους πληθυσμούς της άγριας πανίδας! Ομολογώ ότι μου λείπουν τα στοιχεία για να συνεχίσω την συζήτηση.

 

Οι Έλληνες πάνε παντού

Η φάρμα της, ή όπως θέλεις πέσ' την, είναι στις παρυφές της πόλης Μαούν, πάνω στην όχθη του... Οι Έλληνες πάνε παντού. Θύμισέ μου να σου πω σε λίγο τι σημαίνει αυτό... Πάνω στην όχθη ενός από τα αναρίθμητα υδάτινα παρακλάδια του Οκαβάνγκο που χάνονται στην άμμο της Καλαχάρι σαν αποτυχημένη απόπειρα συνουσίας των ορέων με τη θάλασσα. 

 

Οι Έλληνες, λοιπόν, πάνε παντού. Η Τζόις λέει πως αγαπάει τους Έλληνες αλλά εγώ υποψιάζομαι ότι δεν έχει γνωρίσει κανέναν άλλον πριν από μας. Αλλιώς, δεν ξέρω αν θα το 'λεγε. Πάμπλικ ριλέισον, βλέπεις! Κανέναν, δηλαδή, εκτός απ τον Βαγγέλη.

 

Μας πήγε χτες το βράδυ. Ανάμεσα σε λαμαρινοπαράγκες στις παρυφές της Μαούν, μέσα από αφώτιστους αμμόδρομους, με σκυλιά να αλυχτούν και βόδια να μουγκανίζουν ανήσυχα. Ένα κτίσμα αφώτιστο που απ έξω έμοιαζε με πορνείο της δεκάρας. Πάγωσα! Με σαράντα τοις εκατό έιτζ στη Μποτσουάνα πού μας πας κυρά μου; Αλλά όχι. Όταν μπήκαμε... μια ατμόσφαιρα συναρπαστική. Μια σκηνογραφία απίστευτη. Άσε τα φαγητά, δεν διαθέτω την απαιτούμενη εκφραστική ικανότητα να τα περιγράψω. Μια αφρικανική πανδαισία αισθήσεων, όπως θα 'λεγε κι ο Γουίλμπουρ Σμιθ. Σιγά το συγγραφέα δηλαδή αλλά, να, εδώ που είμαι τον θυμάμαι κάπου κάπου.  

 

Ο Έλληνας Λούκουλλος ήρθε στο τραπέζι μας (η Τζόις είχε κρατήσει το καλύτερο για μας). Βαγγέλης! Χαίρω πολύ, Κώστας, Ισαβέλλα, Μαρκ, Γιάννα, Ορέστης, Μαρία! Στην αρχή ήταν μαγκωμένος. Είχε να δει Έλληνες ποιος ξέρει από πότε. Επιφυλακτικός σαν καταζητούμενος. Λες;! Μετά ήρθε και ξανάρθε στο τραπέζι μας. Και στο τέλος δεν ξεκόλλαγε. Το κρασί δικό μου, λέει, κερνάω. Ένα υπέροχο κόκκινο κρασί! Κι επ ευκαιρία, η Τζόις έμαθε ότι ο Άντονι Κουήν δεν είναι Έλληνας. Πάντως ο Τεοντοράκις είναι, έτσι; Βεβαίως και είναι, και πολύ μάλιστα. Αν δεν ήταν κι αυτός, θ' άλλαζα πατρίδα. Ηρέμησε, κόψε κάτι! 

 


 

Ντουμ σπίρο μαθαίνω.

Χαράματα. Ψοφόκρυο. Σκαρφαλώνουμε στο θηριώδες φορτηγό του Σαμ. Ο Σαμ είναι μαύρος, γηγενής, αμίλητος και ευγενέστατος. Είναι ερωτευμένος με το φορτηγό μου, μας είπε συστήνοντάς τον η Τζόις. Το βράδυ προτιμά να κοιμάται στη θέση του οδηγού παρά στην ψάθα της καλύβας του δίπλα στην κυρά του που του 'χει κάνει έξι παιδιά. Λες και φταίει αυτή!

 

Ο Σαμ. Μαύρος με γκρίζα  μαλλιά. Τρέχει σαν παλαβός για να ξεμπερδεύει με την άσφαλτο κι εμείς έχουμε ξεπαγιάσει στην ανοιχτή καρότσα.

 

Επιτέλους μπαίνουμε στον αμμόδρομο με τις λακκούβες. Το "με τις λακκούβες" είναι πλεονασμός. Τώρα θα οδηγεί αργά, σκέφτομαι, θα βγει κι ο Ήλιος και, τέρμα το ψοφόκρυο. Ο μπαρμπα-Σαμ ωστόσο χωρίς να το ξέρει μου δίνει μαθήματα οδήγησης. Πρώτον εξακολουθεί να τρέχει σαν παλαβός, δεύτερον, πηγαίνει από περάσματα που εγώ δεν θα πλησίαζα ούτε με σφαίρες και, τρίτον, αποφεύγει εκείνα στα οποία εγώ κατά πάσα πιθανότητα θα κολλούσα. Μόνο που κάθε τόσο σταματά και μ' έναν κουβά ρίχνει νερό στη μηχανή του γέρικου φορτηγού για να την κρυώσει και να σηκώσει ένα σύννεφο ατμού. Ντουμ σπίρο μαθαίνω. Τώρα περνάμε από μια περιοχή σπαρμένη από τσακισμένους και ξεραμένους κορμούς. Γουότ ιζ δις; Δεν ξέρει άλλη γλώσσα απ τη δική του αλλά καταλαβαίνει. Έλεφαντ, έλεφαντ, μου απαντά. Κατάλαβα. Απ όπου περνά αυτό το ζώον δεν αφήνει τίποτα όρθιο.

 


 

Κι αφού τα στομάχια μας ανέβηκαν μέχρι το λαιμό από το γκάπα γκούπα φτάνουμε σ' ένα χωριό από λασποκαλύβες ονόματι Σορόμπε. Εδώ οι γυναίκες κάνουν όλες τις δουλειές. Από το μαγείρεμα και το σάρωμα έως το χτίσιμο και το σοβάντισμα των καλυβόσπιτων. Οι δε αρσενικοί, όλοι αν κατάλαβα καλά, είναι πιρογέρηδες ή ό,τι άλλο επιτήδευμα έχει να κάνει με τον ασύλληπτο αριθμό των ακροτελεύτιων υδάτινων αρτηριών που συνιστούν το Δέλτα του Οκαβάνγκο. 

 

Προτιμώ την οριζόντια στάση

Τρεις πιρόγες, τρεις πιρογέρηδες κι εμείς οι έξι με τις στοιχειώδεις αποσκευές και τα ώνια διατροφής για τέσσερις μέρες και τρεις νύχτες μέσα στο Δέλτα. Στην πιρόγα πρέπει να πάρεις εξαρχής μια στάση ισορροπίας με ελάχιστες πιθανότητες να την αλλάξεις μέχρι την επόμενη στάθμευση, αφού η κουπαστή του σμιλεμένου μονόξυλου είναι μόλις μερικά εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Σανό στον πάτο της για να μην υποφέρουν οι γλουτοί, που υποφέρουν έτσι κι αλλιώς, και ει δυνατόν να μην προκαλούμε θόρυβο. Ν' αποφεύγουμε ακόμα και τις συζητήσεις. Και τα φταρνίσματα. Τα ζώα τρομάζουν. Άρα τα άγρια ζώα είμαστε 'μεις, δικέ μου. Εμείς είμαστε οι εισβολείς.

 

Και τα ζώα όταν τρομάζουν δεν ξέρεις πώς θ' αντιδράσουν. Κι όταν λέμε ζώα σ' αυτές τις υγρές παγάνες έχουμε κατά νου τους κροκόδειλους, τους ιπποπόταμους και, δεν αποκλείεται, τους ρινόκερους. Τα αιλουροειδή και οι ελέφαντες συχνάζουν εκτός καναλιών. Εκεί που θα κατασκηνώσουμε, αν κατάλαβα καλά.

 

Το φάρδος των καναλιών, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής τους, είναι κάτι παραπάνω από το φάρδος της πιρόγας. Μπορώ ν' αγγίζω τους πάπυρους δεξιά κι αριστερά, αν θέλω, πλην ο Σεγκόμα δεν μου το συστήνει, αν και εφόσον δεν θέλω να καταλήξω μονόχειρ. Ποτέ δεν ξέρεις τι ελλοχεύει πίσω από τους πάπυρους.

 


 

Λόγω των εβδομήντα πέντε κιλών μου προτιμώ την οριζόντια στάση. Βάζω για μαξιλάρι το μικρό μου σακίδιο, βάζω την τσάντα της φωτογραφικής μηχανής ανάμεσα στα γόνατά μου και την ίδια τη μηχανή μονίμως, σχεδόν, στο μάτι μου. Αισιοδοξώ να πετύχω τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκόδειλου. Αρκεί αυτή η φωτογραφία να μην είναι και η τελευταία της ζωής μου. 

 

Η Γιάννα πίσω μου, στην ίδια πιρόγα, να θέλει ν' απλώσει τα πόδια της και να μη χωράει. Βάλτα πάνω μου, ρε παιδάκι μου, τι διάολο, ξένοι είμαστε;

 

Όπου φαρδαίνει το στενό κανάλι και γίνεται ποτάμι προσαράζουμε σε κάποια όχθη. Αν και εφ όσον διαθέτει κάποιο ξέφωτο, φυσικά. Για να ξεμουδιάσουμε. Μην απομακρύνεστε, λέει ο Σεγκόμα, μείνετε 'δώ κοντά, όλοι μαζεμένοι. Αλλά ποιος να με συμμαζέψει εμένα που θέλω ντε και καλά να φωτογραφίσω τους μπαμπουϊνους και τα πιθήκια που χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους στα κλαριά αυτού του υπεραιωνόβιου δέντρου; 

    

Και πού θα κοιμηθείτε, ρε παιδιά;

Ο Σεγκόμα, ο δικός μου πιρογέρης, είναι και αρχηγός των άλλων δύο, του Κετουμίλε και του Σερέτσε. Μόνο και μόνο γιατί ξέρει κάτι λίγα αγγλικούλια ενώ οι άλλοι δύο δεν ξέρουν ούτε το γκουντ μόρνινγκ. Κι εκτός απ τ' αγγλικούλια του έχει και μια κάποια τεχνική κατάρτιση ως "οδηγός - ιχνηλάτης". Μου 'δειξε μάλιστα και το σχετικό πτυχίο του. Ένα φθαρμένο χαρτονάκι που το κρύβει στοργικά μεσ' τη φανέλα του. Αφού έτσι κι αλλιώς τα ρούχα τους εδώ δεν έχουν τσέπες. Τι να τις κάνουν;


 

 

Αράξαμε τις πιρόγες σε μια όχθη που δε φαίνεται από πουθενά και περπατήσαμε καμιά τρακοσαριά μέτρα μέχρι το ξέφωτο. Εδώ θα κατασκηνώσουμε, λέει ο Σεγκόμα. Τι λε' ρε φίλε, μεσ' το στόμα των λεόντων; Αλλά δεν του το 'πα διότι αυτή η τρέλα ήταν επιλογή μας. Σέρνοντας μάλιστα μαζί μας κι ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, τη Μαρία. Μια μπουκιά για τη λέαινα της περιοχής, που κι αυτή, ενδεχομένως, έχει μικρά να θρέψει.

 

 


Τα ίχνη φωτιάς στο ξέφωτο δείχνουν πως εδώ είναι λίγο-πολύ σταθερό σημείο καταυλισμού. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά, δε λέω!

 

Τελειώνοντας με το στήσιμο του δικού μου αντίσκηνου διαπιστώνω πως οι τρεις πιρογέρηδες δεν διαθέτουν κάτι ανάλογο. Ούτε καν υπνόσακο. Και πού θα κοιμηθείτε, ρε λεβέντες; Στο έδαφος, μου λέει ο Σεγκόμα, είμαστε μαθημένοι. Κι εδώ που τα λέμε, σκέφτομαι, έτσι και μας την πέσει καμιά αγέλη σαρκοβόρων θα μας σώσουν τα αντίσκηνα; Όχι, βέβαια, αλλά, να, είναι μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Όλη μας η ζωή βασίζεται σε ψευδαισθήσεις στο κάτω κάτω.

 

Εμείς απλώσαμε στο έδαφος την ξηρά τροφή και τα φρούτα υπό το φως των λαμπτήρων μπαταρίας. Εκείνοι, λίγο πιο πέρα, έβαλαν ένα τσουκάλι πάνω στη φωτιά για να βγάλουν αργότερα έναν παχύρρευστο χυλό. Το βραδινό τους. Το τσουκάλι ήταν εδώ από πριν έρθουμε και θα μείνει εδώ για την επόμενη αποστολή. Μ' αρέσει να την χαρακτηρίζω "αποστολή". Δημιουργεί ατμόσφαιρα!

 

Είδα κι έπαθα να τους πείσω να δεχτούνε από μία βοδινή κονσέρβα και φρούτα. Τόσο που αναγκάστηκα να δοκιμάσω κι εγώ απ αυτό το σίχαμα που είχαν βράσει στο άπλυτο τσουκάλι. Και να πω: Μμμμ, έξελεντ!

 


Μια δύση πίσω από κάποιο μπαομπάμπ. Μαύρη σκιά σε κόκκινο φόντο. Μια απροσδιόριστη σκοτεινή απειλή. Ένα, σχεδόν ηδονικό, ψυχοπλάκωμα. Μόλις τώρα αρχίζει να δραστηριοποιείται η άγρια πανίδα. Η ώρα του κυνηγιού. Οι στριγκιές των μπαμπουίνων το προδίδουν. Η μουσική της νύχτας. Η συναυλία του υφέρποντος τρόμου. Πρέπει να με πάρει ο ύπνος το συντομότερο. Η αυτοεγκατάλειψη είναι η μόνη λύση. Και στο κάτω κάτω γιατί να κάνουν τον κόπο να σκίσουν τα αντίσκηνά μας όταν οι τρεις ιθαγενείς κοιμώνται κατάχαμα με μία μόνο κουβέρτα; Κάπου έχω διαβάσει πως τα σαρκοφάγα προτιμούν το μαύρο απ το λευκό κρέας και... (ευτυχώς, με πήρε ο ύπνος)

 

Στοπ!.. Κοκαλώνουμε.

Μα, καλά, λέω στον Σεγκόμα, κοιμηθήκαμε μέσα στον βιότοπό τους, πώς και δεν;... Φοβούνται τη φωτιά, μου εξηγεί, γι αυτό και τη διατηρούμε αναμμένη όλη τη νύχτα. Α, ρε μεγάλε Προμηθέα!

 

Μπροστά θα πηγαίνει ο Σεγκόμα, αμέσως μετά εγώ, για να 'χω το φωτογραφικό πλεονέκτημα, και τελευταίος ο Σερέτσε, για να καλύπτει τα νώτα μας. Ο ένας πίσω από τον άλλο εις φάλαγγα κατ' άνδρα, και κατά γυναικόπαιδα, στο μόλις διακριτό μονοπάτι. Ο Κετουμίλε έμεινε στον καταυλισμό για να προσέχει το έχειν μας. Δεν πρέπει επ ουδενί να βγαίνουμε από το μονοπάτι. Ούτε βήμα. Και να μην κάνουμε κανέναν θόρυβο. Ακόμα και οι συνεννοήσεις μας πρέπει να γίνονται χαμηλόφωνα. Ο Σεγκόμα είναι κατηγορηματικός επ αυτού. Το αν και πόσα ζώα θα συναντήσουμε είναι θέμα τύχης. Το αν θα γυρίσουμε όλοι στον καταυλισμό, και μάλιστα αρτιμελείς, είναι κι αυτό θέμα τύχης. Αυτό το τελευταίο δεν μας το 'πε. Μόνος μου το σκέφτηκα.

 

Αν κατά κακή μας τύχη, συνεχίζει να λέει, κάποιος ελέφαντας σηκώσει την προβοσκίδα του περισκόπιο προς το μέρος μας θα πρέπει να μείνουμε ακίνητοι. Σημαίνει ότι μας μυρίζει και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις προθέσεις μας. Αν αρχίσει να τρέχει προς το μέρος μας το χειρότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το βάλουμε στα πόδια. Αυτό θα τον ερεθίσει περισσότερο και, υπ όψιν, είναι πολύ πιο γρήγορος από μας. Το σωστό είναι να είμαστε όλοι μαζί, να φωνάζουμε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μας και να κουνάμε τα χέρια. Όχι ότι θα μας φοβηθεί αλλά θ' απορήσει και στο τέλος θ' αδιαφορήσει και θα μας δείξει τα λαγόνια του. Μα τι λέει το άτομο! Θα τρέχει το θηρίο καταπάνω μου και 'γω θα τραγουδώ τα Παιδιά της Σαμαρίνας χορεύοντας ραπ;

 

Ο Σεγκόμα ακολουθεί τις πατημασιές και τα ογκώδη απόβλητα του παχέος εντέρου κάποιου ελέφαντα. Σε λίγο γίνονται περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι το παχύδερμο συνάντησε το σόι του.

 

Μας δείχνει με το ραβδί του το ίχνος ενός μικρότερου πέλματος. Έχουν και νεογέννητο μαζί τους, ψιθυρίζει. Χρειάζεται προσοχή γιατί οι μάνες είναι ακόμα πιο επικίνδυνες. Μάνα είναι μόνο μία! μουρμουράω ελληνιστί. Γουάτ; Νάθινγκ, νάθινγκ, τζαστ τζόκινγκ, κουβέντα να γίνεται.

 

Στοπ!..  Δείχνει προς μια πυκνή συστάδα. "Έλεφαντ", μου ψιθυρίζει. Το ψιθυρίζω και 'γω στον πισινό μου, και ούτω καθεξής. Είδα κι έπαθα για να τον διακρίνω μεσ' απ τις φυλλωσιές. Και δεν είναι ένας. Ολόκληρο σόι είναι. Τους κοιτάζω μέσα από το σκόπευτρο του τηλεφακού. Ανάμεσά τους είναι κι ένα μικρούλικο ελεφαντάκι που θέλω να πάω κοντά να του χαϊδέψω το κούτελο. Το ίδιο και η μικρή Μαρία που είναι το μόνο άτομο από το κονβόι μας που δεν φοβάται τίποτε. Εκτός από τις κατσαρίδες και τα ζουζούνια. Αν επρόκειτο για κατσαρίδα δε χωρά αμφιβολία ότι θα είχε βάλει τις τσιρίδες. Το ζώον κατεβάζει την προβοσκίδα. Μας βαρέθηκε. Ο Σεγκόμα μας υποδεικνύει, με τις κινήσεις των χεριών του, να μαζευτούμε γύρω του και να κατευθυνθούμε αργά - αργά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ουφ! 

 


 

Μερικές κηλίδες νωπού αίματος

Ο Σεγκόμα μου δείχνει κάποιο ίχνος από πέλμα ζώου. Το βλέπεις; Τι να δω; δεν βλέπω τίποτα. Λέοπαρντ, μου λέει. Ο Σερέτσε συμφωνεί μαζί του κουνώντας το κεφάλι κάπως ανήσυχος. Λέοπαρντ! Γιες, λέοπαρντ! Και ξέρεις, τόσα χρόνια οδηγός, εκτός από τα ίχνη της δεν την έχω δει ποτέ. Διότι σχεδόν ποτέ δεν κυκλοφορεί μέρα. Λες να 'ναι 'δω γύρω; Φάε τη γλώσσα σου. Η μικρή Μαρία δεν πλησιάζει προς το ίχνος διότι εντόπισε μια αράχνη δίπλα στο άρβυλο του μπαμπά της, του Μαρκ.

 

Ο Σεγκόμα κι ο Σερέτσε απομακρύνονται μερικές δεκάδες μέτρα από τη φάλαγγα ψάχνοντας στη γη. Καμ χίαρ, καμ χίαρ, μας λένε σε λίγο. Και μας δείχνουν στο έδαφος τα ίχνη από τα πέλματα της λέοπαρντ. Και όχι μόνο: μερικές τούφες από καφετιές τρίχες και μεγάλες κηλίδες από νωπό αίμα. Οι τρίχες και το αίμα είναι από μπαμπουίνο, μας εξηγεί. Κάπου εδώ τον άρπαξε και τον έσουρε για να τον φάει με την ησυχία της. Μήπως είναι η ώρα να γυρίσουμε στον καταυλισμό, κύριε Σεγκόμα;

 


 

Κάθεται, στον Σεγκόμα αναφέρομαι, κάθεται πάνω σε μια δίμετρη τερμιτοφωλιά και μας εξηγεί τα της πανίδας του Δέλτα. Δεν τον προσέχω. Πρώτον γιατί δεν πολυκαταλαβαίνω τ' αγγλικά του και δεύτερον γιατί προτιμώ, παθιασμένα, να ψάχνω τον περιβάλλοντα χώρο μέσα απ τις δυνατές διόπτρες που αγόρασα στη Μόσχα. Και πάνω κει την βλέπω!

 

Τσιτάχ! αναφωνώ χαμηλόφωνα καθώς αφήνω τα κιάλια και σηκώνω τη φωτογραφική. Πούντη, πούντη; Κλικ κλικ, γαμώτο δε νετάρισα καλά. Λέοπαρντ! αναφωνεί ο Σεγκόμα. Ας είναι και λέοπαρντ, κλικ κλικ, θα την χάσω! θα χωθεί στη λόχμη, νετ γαμώτο! Λέοπαρντ, επιμένει εκστασιασμένος ο Σεγκόμα σα να είδε τον βελζεβούλη αυτοπροσώπως. Και η λεοπάρδαλη που την πέρασα για γατόπαρδο χάθηκε μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Από κείνη τη στιγμή και πέρα ο Σεγκόμα βίωνε μια κατάσταση δέους ανάμικτου με ευτυχία. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που είδε λεοπάρδαλη ζωντανή. Είδα λέοπαρντ, είδα λέοπαρντ, δεν θα με πιστεύουν, έλεγε και ξανάλεγε.

 

 


 

Ο κρατήρας της Αίτνας

Σε μία περίπου ώρα θα δύσει. Έχουμε ξεπατωθεί στο περπάτημα. Και μάλιστα νηστικοί απ το πρωί. Πάντως η μικρή Μαρία αντέχει. Όλοι αντέχουν αφού δεν αναπνέουν καυσαέριο.

 

Έχουμε στήσει καρτέρι στο σημείο όπου το λασπωμένο μονοπάτι καταλήγει στη λίμνη. Είναι η ώρα που θ' αρχίσουν να εμφανίζονται οι ιπποπόταμοι. Ο Ορέστης μου ζητά ένα φιλμ τετρακόσια άζα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια! Ευτυχώς, είχα πάνω μου αρκετά. Είμαστε όλοι με μια φωτογραφική στο μάτι. Ακόμα και η μικρή Μαρία. Απόλυτη ησυχία. Αυτά τα κτήνη δεν είναι καθόλου ακίνδυνα. Και παρ' όλο που είναι τόσο ογκώδη τρέχουν πολύ. Όταν ανοίγουν το στόμα τους θυμίζουν κρατήρα της Αίτνας.

 

Έχω ξεπεράσει τις δυόμισι χιλιάδες λέξεις και δεν ξέρω ακόμη πώς να τελειώσω την πρώτη μας μέρα στο Δέλτα του Οκαβάνγκο. Είναι μια συναρπαστική εμπειρία και ως τέτοια δεν συμβιβάζεται με τα στενά δημοσιογραφικά όρια.

 

Να ο πρώτος ιπποπόταμος! Κλικ κλικ κλικ... Και τώρα μπορώ να γράψω "τέλος". 

 


Για περισσότερες φωτογραφίες από την Μποτσουάνα

Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...

Διαβάστε επίσης:

ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ 1 - ΚΑΛΑΧΑΡΙ, Η ΓΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΙΨΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν