ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ 2 - ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΝΓΚΑ
Ζούσανε επί αιώνες σε αρμονία με τη Φύση, ψαρεύοντας κατά μήκος του Ζαμβέζη, και καλλιεργώντας τα εύφορα εδάφη στις όχθες του. Ώσπου ήρθε η «πρόοδος» να τους εκτοπίσει με το έτσι θέλω, μακριά από τον τροφοδότη ποταμό, για χάρη μιας ανάπτυξης που δεν τους περιέλαβε πουθενά. Σήμερα οι Τόνγκα ακροβατούν στο όριο μεταξύ επιβίωσης και λιμοκτονίας, χωρίς ωστόσο να παύουν να χαμογελούν. Και συνεχίζουν να ομορφαίνουν τα αναγεννημένα χωριά τους ζωγραφίζοντας τις φτωχικές καλύβες τους με την ίδια πάντα προγονική αισθητική.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιευτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 249 / 22.01.2005
Προηγείται:
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ 1 - ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΦΟΛΣ, Ο ΚΑΠΝΟΣ ΠΟΥ ΒΡΟΝΤΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Και μόνο στο άκουσμα της σχεδιαζόμενης διαδρομής μας, το πρόσωπο της Νοτιοαφρικανής συγκατασκηνώτριάς μας στο ακριτικό Κασάνε της Μποτσουάνα αλλάζει χρώμα ακαριαία, περνώντας από το καλοζωισμένο ροδαλό στο λιποθυμικά πελιδνό.
- Τι; Θα περάσετε τα σύνορα και θα συνεχίσετε στη Ζιμπάμπουε με τ’ αυτοκίνητο; Oh my God! Μα αυτό είναι σκέτη τρέλα! Δεν μάθατε τι έπαθαν εκεί οι καημένοι οι φάρμερς;
- Μα ναι, ασφαλώς και μάθαμε, τόσα σχετικά ρεπορτάζ δημοσιεύτηκαν άλλωστε στον ξένο τύπο.
- Και τότε πως είναι δυνατόν να σχεδιάζουμε να ταξιδέψουμε σ’ αυτή τη χώρα όπου οι τεμπέληδες καθυστερημένοι μαύροι σφάζουν τους εργατικούς καλλιεργημένους λευκούς από φθόνο και μόνο για την πνευματική και (άρα) οικονομική τους υπεροχή;
Έλα μου ντε! Σ’ αυτό το σημείο πιάνω τη γεμάτη νόημα ματιά που μου ρίχνει ο Ορέστης με τη σιωπηρή προτροπή να παραιτηθώ από κάθε παραπέρα συζήτηση. Έχει δίκιο. Δεν πρόκειται να βγει άκρη. Ας αλλάξουμε λοιπόν θέμα κι ας κουβεντιάσουμε καλύτερα για ιπποπόταμους. Τι καταπληκτικά ζώα αλήθεια! Μήπως η συνομιλήτριά μας γνωρίζει κάτι να μας πει για τις συνήθειές τους;
Η Τζόε ωστόσο, Αφρικάνερ κι αυτή, αλλά με καρδιά και μυαλό ανοιχτό σαν τους ορίζοντες της αχανούς σαβάνας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε έχει άλλη άποψη για τα αίτια των σποραδικών κρουσμάτων βίας που ταλανίζουν τη Ζιμπάμπουε τα τελευταία χρόνια: Οι ρίζες του αναβρασμού, μας λέει, είναι καθαρά κοινωνικές και όχι φυλετικές. Οι επιδρομές κατά των λευκών φάρμερς δεν έχουν καμία σχέση με τις χαμηλές τιμές της μελανίνης στο δέρμα τους, παρά μόνο με το χρονίζον κι ανεπίλυτο πρόβλημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος επί της γης, που εσχάτως επιδεινώθηκε με τους άτσαλους χειρισμούς της κυβέρνησης Μουγκάμπε πάνω στο ζήτημα. Kανένας στη Ζιμπάμπουε δεν αποτελεί στόχο στα καλά καθούμενα λόγω ανοιχτόχρωμης επιδερμίδας.
- Δηλαδή να μην ανησυχούμε ως προς την ασφάλεια;
- Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε αφρικανική χώρα. Άλλες είναι οι πρακτικές δυσκολίες για τις οποίες θα πρέπει να προετοιμαστείτε.
- Όπως;
NO OIL
Μια πλατειά ασφαλτοστρωμένη ευθεία διασχίζει το απόλυτο κενό της αφρικανικής σαβάνας. Εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό μεν, αλλά και παράδοξο δε. Γιατί πώς να πιστέψει κανείς ότι αυτά τα ατέρμονα χιλιόμετρα ασφάλτου στρώθηκαν σαν κόκκινο χαλί επί της υποδοχής μας, με μοναδική προοπτική να διευκολύνουν τη δική μας διέλευση, άντε κι αυτή των τριών όλων κι όλων οχημάτων με τα οποία διασταυρωθήκαμε τα τελευταία είκοσι πέντε λεπτά της ώρας; Στέκει; Δεν στέκει. Ειδικά εφόσον πρόκειται για την επονομαζόμενη Εθνική Α8, δηλαδή τον κεντρικό οδικό άξονα που ενώνει τον υπ’ αριθμό ένα τουριστικό μαγνήτη της Ζιμπάμπουε - τους Καταρράκτες Βικτόρια - με το Μπουλαγουάγιο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Σαν να λέμε δηλαδή πως ετούτη τη στιγμή διατρέχουμε ένα ζιμπαμπουανό αντίστοιχο της Αθηνών-Κορίνθου άδειο από οχήματα. Τι διάολο λοιπόν, κανείς δε μετακινείται σ’ αυτή τη χώρα των δεκατριών εκατομμυρίων κατοίκων;
Μα ναι, μετακινούνται, όχι όμως με τον αναμενόμενο μηχανοκίνητο τρόπο. Ορίστε, ίσια μπροστά μας, το πολλοστό ανθρώπινο κομβόι που συναντάμε να βαδίζει κατά μήκος του δρόμου, άλλοτε κατ’ ευθείαν πάνω στο οδόστρωμα κι άλλοτε χαράσσοντας πορεία ανάμεσα στα κοντά κίτρινα στάχυα στο πλάι της ασφάλτινης λωρίδας. Γυναίκες στην πλειονότητά τους οι ακούραστοι οδοιπόροι, πολύχρωμες ευθυτενείς λαμπάδες, μ’ έναν μπόγο ισορροπία στο κεφάλι, κι ένα μωρό κρεμασμένο στην πλάτη. Πόσο αμείλικτη πρέπει να είναι η ανάγκη που τις ώθησε σ’ αυτήν την πορεία, φορτωμένες σαν υποζύγια, μα διατηρώντας παρ’ όλα αυτά εκείνη τη μοναδική κυματιστή χάρη στο βάδισμα και το βλέμμα καρτερίας στα μάτια; Και προς τι εν τέλει η τόση καλοσυντηρημένη άσφαλτος, άμα υφίσταται μόνο για να πατιέται από ξυπόλυτες τραχιές πατούσες, ή ξεφτισμένες πλαστικές σαγιονάρες;
Βενζινάδικο! Βενζινάδικο εν λειτουργία μέσα στην ερημιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη κόβουμε ταχύτητα και στρίβουμε προς τις αντλίες, πλην όμως χαμένος κόπος αφού μας υποδέχεται και πάλι η γνωστή πλέον σε μας σημείωση, πρόχειρα γραμμένη με το χέρι πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτόνι: No oil. Βενζίνη τέρμα. Το μαγαζί παραμένει ανοιχτό μόνο ως βουλκανιζατέρ. Εντάξει, το εμπεδώσαμε. Μετά κι απ’ αυτήν, την τέταρτη κατά σειρά, άγονη απόπειρα για εύρεση καυσίμων, είναι σαφές ότι η Τζόε δεν υπερέβαλε τελικά στο παραμικρό: Η διογκούμενη οικονομική κρίση στη Ζιμπάμπουε, καθώς και η συνεπακόλουθη έλλειψη συναλλάγματος έχει όντως στεγνώσει παντελώς τη χώρα από καύσιμα. Άρα κι από κυκλοφορούντα οχήματα.
Κατόπιν αυτού, συγκαλείται σύσκεψη της παρέας εν απαρτία, μ’ ένα χυμό μάγκο στο χέρι, σ’ έναν από τους πολλούς επί τούτου διαμορφωμένους χώρους στάθμευσης παράπλευρα της Εθνικής, με τα χτιστά τραπεζάκια και τα καθίσματα στη σκιά κάποιου δέντρου. Με τους χάρτες απλωμένους πάνω στα καπό των δύο τζιπ, ο Κώστας κι ο Μαρκ υπολογίζουν ξανά και ξανά τα χιλιόμετρα της διαδρομής μας: Τετρακόσια από το Κασάνε μέχρι τη λίμνη Καρίμπα, συν καμιά διακοσαριά για εξερευνήσεις στα γύρω χωριά, μας κάνουν εξακόσια. Bάλε διακόσια δέκα για να επιστρέψουμε από την Μπίγκα στο σημείο όπου βρισκόμαστε τώρα, πρόσθεσε άλλα εκατόν εβδομήντα μέχρι τον επόμενο συνοριακό σταθμό στο Μπανταματένγκα. για προσωρινή επάνοδο στην Μποτσουάνα, όπου και η
μοναδική σίγουρη πηγή για ανεφοδιασμό σε καύσιμα, φτάνουμε συνολικά τα εννιακόσια ογδόντα. Μ’ ένα θεωρητικό όριο χιλίων χιλιομέτρων αυτονομίας που μας εξασφαλίζουν τα διπλά ρεζερβουάρ των τετρακίνητων καθαρόαιμων, το ρίσκο να κολλήσουμε επ’ αόριστο εντός Ζιμπάμπουε είναι μεγάλο.
Μα το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Ή μάλλον, των φρονίμων τα παιδιά πριν ξεμείνουν από βενζίνη, φροντίζουν …να κουβαλούν μαζί τους εφεδρική (να’ σαι καλά Τζόε για την προειδοποίηση!). Με την σχετική ασφάλεια που παρέχουν τα επιπλέον εικοσάλιτρα μπιντόνια αμόλυβδης που βρίσκονται αποθηκευμένα στην πίσω καρότσα εκάστου τζιπ, η παρέα ομοφωνεί: Συνεχίζουμε ακάθεκτοι κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Ορίστε και τα πρώτα μπαομπάμπ! Μοναχικά, μεγαλόπρεπα και γυμνά από φύλλα όπως είναι και το φυσικό στα μέσα Αυγούστου, καρδιά του χειμώνα για το νότιο ημισφαίριο. Από τότε που εγκαταλείψαμε την Εθνική και στρίψαμε βόρεια στην επαρχιακή οδό, δεν συναντάμε πλέον ούτε καν εκείνα τα ελάχιστα σποραδικά οχήματα που καταμετρούσαμε μέχρι πρότινος. Πορευόμαστε προς το άγνωστο απολύτως μόνοι, παραδομένοι στο μεθυστικό συναίσθημα που χαρίζει η γλυκιά αυταπάτη της ανακάλυψης ενός καινούργιου τόπου απάτητου από τους λευκούς ομόφυλούς μας. Απάτητου φαινομενικά εννοείται, και μόνο λόγω της δύσκολης πολιτικής συγκυρίας. Γιατί κατά τα άλλα, ο τελικός προορισμός μας, η λίμνη Καρίμπα, αποτελεί τεχνητό επίτευγμα, απόρροια του υδροηλεκτρικού φράγματος που έχτισε πάνω στο Ζαμβέζη στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα η τότε λευκή αποικιοκρατική κυβέρνηση της πάλαι ποτέ Νότιας Ροδεσίας.
Όσο για τις ντόπιες φυλές των Τόνγκα που ζούσαν από αιώνες ψαρεύοντας κατά μήκος του ποταμού, σιγά μην έλαβε κανείς υπόψη τις δικές τους ανάγκες κι επιθυμίες. Ανήμποροι να αντιδράσουν, οι αυτόχθονες είδαν απλά τα χωριά τους να εξαφανίζονται μιαν ωραία πρωία καταποντισμένα στον πάτο της λίμνης, και τους ίδιους να εξοστρακίζονται στα καλά του καθουμένου από τα πατρογονικά εδάφη, στο όνομα μιας ανάπτυξης που σε τίποτε δεν τους ακουμπούσε και πουθενά δεν τους περιλάμβανε.
Να όμως που (ευτυχώς) η ζωή επιμένει. Και ιδού λοιπόν οι νέες κοινότητες που ξεπήδησαν στο μεταξύ, μετά την καταναγκαστική μετοίκηση των γηγενών. Σπαρμένα κατά μήκος της διαδρομής προς την Μπίγκα, τα αναστημένα χώρια των Τόνγκα μας υποδέχονται πιστά στον παλιό εαυτό τους, προβάλλοντας την ίδια κι απαράλλαχτη προγονική αρχιτεκτονική τους στην υπηρεσία των πάγιων ζωτικών αναγκών των κατοίκων τους, μεταξύ των οποίων η αισθητική δείχνει να κατέχει τη δεσπόζουσα θέση που της αξίζει. Το διαβάζει κανείς στη σπουδή με την οποία οι Τόνγκα κοσμούν συστηματικά τις προσόψεις των λιτών λάσπινων σπιτιών τους χωρίς να φείδονται κόπων, έτσι που σχεδόν σε κάθε στροφή, μας περιμένει κι από μία νέα έκπληξη, κάποια πρωτότυπη διακοσμητική παραλλαγή που τραβάει την προσοχή μας και που αυτόματα υπαγορεύει την ανάγκη για μια ακόμη παράκαμψη και στάση.
- Το είδατε αυτό; Μια καλύβα με τοίχο–σκακιέρα εκεί στο βάθος, δίπλα από τη μεγάλη ακακία!
- Πού; Α, ναι. Καλά λες! Σαν δάπεδο αθηναϊκού σπιτιού της δεκαετίας του πενήντα.
- Ναι, αλλά το καλύτερο σας ξέφυγε.
- Ποιο;
- Εκείνο το χωριουδάκι αριστερά με τα σπίτια καλυμμένα όλο γεωμετρικά μοτίβα. Μη μου πείτε πως δεν σας θυμίζει ινδιάνικο καταυλισμό!
Πράγματι. Πρόκειται για έναν από τους ομορφότερους οικισμούς που έχουμε συναντήσει ως τώρα, με θαυμάσια ναϊφ σχέδια σε άσπρο, μαύρο, ώχρα και σκουριά, μέσα σ’ ένα φυσικό ντεκόρ που παραπέμπει περισσότερο σε άγρια Δύση παρά σε μαύρη Αφρική.
Κι εκεί που λες πως όπου να ‘ναι θα ξεπροβάλει πίσω από τα βράχια μια ομάδα ερυθρόδερμων με φτερά στο κεφάλι, βρίσκεσαι περικυκλωμένος από ένα χαρούμενο τσούρμο κατάμαυρα χαμογελαστά προσωπάκια.
Τα παιδιά της Ζιμπάμπουε. Το ένα πιο αξιαγάπητο απ’ τ’ άλλο.
Και το καθένα με τα κυρίαρχα στοιχεία του χαρακτήρα του να ξεπηδάνε αυθόρμητα δίνοντας το στίγμα τους από τα πρώτα κιόλας λεπτά της μεταξύ μας επαφής: Ο δημοσιοσχετίστας. Ο συνεσταλμένος. Η επιφυλακτική. Ο ηγέτης. Η κοινωνική. Η χαμηλοβλεπούσα. Ο χιουμορίστας. Η προστατευτική. Ενώ λίγα βήματα πιο πέρα, ένα νέο μπουκέτο συναθροίζεται γύρω μας: Ο μάγκας, η γόησσα, ο εξυπνάκιας, η μετρημένη, ο μπουνταλάς, η ψυχοπονιάρα, ο κουτσομπόλης, το πειραχτήρι, η… Ένα αεικίνητο σμήνος από κοντοκουρεμένα ή ξυρισμένα κεφαλάκια. Και μέσα σ’ αυτά, μερικά αμιγώς κοριτσίστικα χτενίσματα σαν μινιατούρες ορυζώνων, με δεκάδες χωρίστρες-αυλάκια να τρέχουν ανάμεσα στα τετραγωνισμένα σγουρά χωραφάκια των μαλλιών, και τα πλεγμένα κοτσιδάκια να ξεπηδούν ολόγυρα, ορθωμένα σαν κεραίες εξωγήινων.
Από τι ζούνε άραγε αυτά τα χωριά; Από το σχεδόν τίποτε είναι η πικρή απάντηση. Πριν το χτίσιμο του φράγματος, οι Τόγκα υπερκάλυπταν τις βασικές τους ανάγκες ψαρεύοντας στο Ζαμβέζη και καλλιεργώντας τα γόνιμα παραποτάμια εδάφη. Με το προχώρημα όμως των «αναπτυξιακών έργων», η παλιά λευκή κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε μόνο την ετσιθελική εκδίωξη των ιθαγενών από τα πάτρια αλλά τους επέβαλε και σε ποιες περιοχές όφειλαν να μετεγκατασταθούν (χωρίς αποζημίωση), φροντίζοντας κατά κανόνα να απέχουν όσο γίνεται περισσότερο από την νεοδημιουργηθείσα λίμνη - τριάντα με πενήντα χιλιόμετρα κατά κανόνα. Έ όχι και να καταλήξουν σε μαύρα χέρια τα αναμενόμενα αυξημένα κέρδη από την ιδιαίτερα πλούσια αλιεία της Καρίμπα!
Αποστερημένοι πλέον από τη βασικότερη πηγή βιοπορισμού τους - το αστείρευτο νερό του Ζαμβέζη - και χωρίς τεχνικά μέσα στη διάθεσή τους, οι Τόνγκα στράφηκαν αναγκαστικά στην καλλιέργεια των σαφώς πιο άγονων εδαφών που τους παραχωρήθηκαν, σχοινοβατώντας μονίμως από τότε στο όριο μεταξύ επιβίωσης και λιμού. Παρά τις αρχικές ελπίδες που γέννησαν η ανατροπή της ρατσιστικής κυβέρνησης του Ίαν Σμιθ και η ανάληψη της εξουσίας από τις δυνάμεις του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου το 1980, η συνέχεια δεν απέφερε δυστυχώς τους αναμενόμενους καρπούς. Τόσες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία, δεκάδες χιλιάδες Τόνγκα περιμένουν κι αυτοί μαζί με τα εκατομμύρια των απόκληρων ζιμπαμπουανών αγροτών την πολλάκις εξαγγελθείσα και μη γενόμενη αγροτική μεταρρύθμιση.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΝΓΚΑ
Come, come. Τα πιτσιρίκια μας τραβολογάνε όλους μαζί, άλλον από το μπράτσο, άλλον από το χέρι κι άλλον από το παντζάκι, ανάλογα την ηλικία τους και τις υψομετρικές τους δυνατότητες. Θέλουν να μας ξεναγήσουν. Να μας δείξουν το μικρόκοσμό τους. Να μας μπάσουν σε κάθε μια καλύβα. Να μας συστήσουν τους ενοίκους έναν-έναν, από τον ζαρωμένο παππού που κάθεται κατά γης οκλαδόν στο ημίφως μέχρι και την τελευταία αλανιάρα κότα ή κατσίκα. ελεύθερης βοσκής που περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι, χώνοντας πότε πότε το κεφάλι μέσα από τις ανοιχτές πόρτες.
Στην κεντρική χωμάτινη πλατεία με το απαραίτητο μπαομπάμπ πέντε-έξι άντρες έχουν αράξει στην ισχνή σκιά κάποιων αγκαθωτών θάμνων. Δυο τουμπελέκια αρκούν για να στηθεί η γιορτή προς τιμήν μας. Με τους πρώτους τυμπανισμούς σπεύδει να μαζευτεί όλο το χωριό, ή μάλλον, για την ακρίβεια, όσοι ελάχιστοι δεν έχουν ακόμα πυκνώσει από ώρα τις γραμμές της συνοδείας μας. Φωνές, παλαμάκια, μαύρα γυαλιστερά κορμιά που στροβιλίζονται στον αέρα, γήινα στιβαρά γοφάρια που κινούνται ρυθμικά εν-δυο, χτυπώντας δυνατά τα πόδια στο χώμα. Νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, άπαντες επί σκηνής. Κι εμείς μαζί. Ας κάνουμε κι αλλιώς! Τα «μα και μου» και τα «δεν ξέρω» που πήγαμε να ψελλίσουμε, πέσανε στο κενό έτσι κι αλλιώς. Κι από δίπλα το ποτό να ρέει άφθονο, ένα είδος μπύρας που ζυμώνεται στον ήλιο σε ανοιχτό βαρέλι και που πίνεται βουτώντας εκεί μέσα το ίδιο μοναδικό κύπελλο για όλους. Έχει νυχτώσει πια για τα καλά όταν καταφέρνουμε επιτέλους να ξεκολλήσουμε από την αυτοσχέδια γιορτή, αφήνοντας πίσω, εξυπακούεται, την οικονομική μας συμβολή στις ανάγκες της κοινότητας κι έχοντας μαζέψει άφθονο αριθμό διευθύνσεων για μελλοντική αλληλογραφία.
Για περισσότερες φωτογραφίες από τη Ζιμπάμπουε:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ 1 - ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΦΟΛΣ, Ο ΚΑΠΝΟΣ ΠΟΥ ΒΡΟΝΤΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ 3 - ΜΑΤΟΠΟΣ, Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν