ΚΑΜΠΟΤΖΗ 5 - ΑΜΦΙΒΙΑ ΧΩΡΑ
Άνθρωποι που ζούνε καλλιεργώντας και ψαρεύοντας εναλλάξ μέσα στα ίδια τα ρυζοχώραφά τους. Πασσαλόπηκτες ξυλοκαλύβες που λες και πατάνε στις μύτες των ποδιών τους για να μην βραχούνε. Τροπική ραθυμία στη Σιχανουκβίλ, εκεί όπου άλλοτε άνθισε το μεγαλύτερο κέντρο διακίνησης όπλων κάθε εθνικότητας και προέλευσης. Σίγουρα η Καμπότζη έχει πολλά να επιδείξει πέρα από το Ανγκόρ.
Κείμενο: Ισαβέλλα Μπερτράν
Φωτό: Κώστας Ζυρίνης
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 207 / 27.03.2004
Προηγούνται:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 4 - ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΚΡΕΝΓΚ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Η προκλητική μυρουδιά από φρεσκοψημμένες γαρίδες που μου γαργαλάει τα ρουθούνια ανταγωνίζεται το σιωπηρό κάλεσμα της θάλασσας που ασκείται πιο υπαινικτικά, μέσω της απαλής θωπείας των πατούσων μου από το κύμα. Βουτιά στα πρασινογάλανα νερά και επιστροφή στην οριζόντια στάση σε ρόλο ηλιοσυλλέκτη, ή καθιστικό όργιο με θαλασσινά στο παρακείμενο πασσαλόπηκτο φαγάδικο; Ιδού το μείζον υπαρξιακό ζήτημα που καλούμαι να επιλύσω μ’ ένα μυαλό κουρκούτι από τη ζέστη που πυρπολεί γεναριάτικα τη Σιχανουκβίλ στη Νότια Καμπότζη. Και για να προλάβω τυχόν κακεντρεχή σχόλια περί ροπής προς τη χλιδή, σπεύδω να διευκρινίσω πως το γαστριμαργικό ξεσάλωμα στο οποίο εν τέλει προσχωρήσαμε οικογενειακά μετά από συζήτηση, ψηφοφορία και λοιπές δημοκρατικές διαδικασίες στοίχισε ακριβώς τρία δολάρια Αμερικής το κεφάλι. Ενώ το κόστος διανυκτέρευσης κατ’ άτομο σε ξύλινο μπαγκαλόου με θέα τον Κόλπο της Ταϊλάνδης φτάνει δε φτάνει τα πέντε.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως με εξαίρεση μικρές παρενθέσεις ευδαιμονίας όπως αυτή εδώ στις παραλίες της Σιχανουκβίλ, εγώ τουλάχιστον αδυνατώ ν’ αντιμετωπίσω την Καμπότζη υπό το πρίσμα των διακοπών και της χαλάρωσης. Πολύ βαριά η σκιά της πρόσφατης Ιστορίας. Πολύ ορατή η φτώχεια που αφήνει χώρο στις προαναφερθείσες τιμές. Και πολύ πιεστικά τα συνεπακόλουθα συνειδησιακά αδιέξοδα απέναντι σε μια τόσο ακραία ανισοκατανομή του παγκόσμιου πλούτου που καθιστά ακόμα κι έναν μέτρια αμοιβόμενο δυτικό εργαζόμενο ως υπολογίσιμο οικονομικό μέγεθος σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Τα παραπάνω όμως ψυχολογικά κρατήματα σίγουρα δεν αποτέλεσαν ποτέ και πουθενά στοιχεία ικανά να ανακόψουν την ορμή του διεθνούς κεφαλαίου, το αντίθετο μάλιστα. Γι αυτό και με τα πρώτα σημάδια διαφαινόμενης πολιτικής σταθεροποίησης στην Καμπότζη, άρχισαν και πάλι να σκάνε μύτη οι διάφοροι ξένοι (εννοείται) επενδυτές, με αναπτυξιακές (;) προτάσεις για τις ακτές – και όχι μόνο. Και μην πάει ο νους σας αποκλειστικά στους υπεραντλαντικούς συνήθεις υπόπτους, ή στους δυτικοευρωπαίους εταίρους. Ορεξάτους επιχειρηματίες με περίσσευμα σχεδίων και – προπαντός – χρημάτων, διαθέτει και η γειτονιά, με πρώτους και καλύτερους τους Ταϊλανδούς και τους Μαλαίσιους μπίζνεσμαν. Παλιά ιστορία εξάλλου οι προσπάθειες (και) των εν λόγω στην επέκταση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων στην Καμπότζη. Αν και όχι πάντα επιτυχείς, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως στη συνέχεια.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΠΕΝΤΕ ΑΣΤΕΡΩΝ
Έχουμε σκαρφαλώσει την κατάφυτη πλαγιά που οδηγεί στην κεντρική πύλη του Independence Hotel. Στεκόμαστε εν μέσω τροπικής βλάστησης μπροστά στο επενδυτικό όραμα κάποιου Μαλαίσιου λεφτά, με αναμφισβήτητες επιχειρηματικές ανησυχίες πλην όμως παντελή έλλειψη πολιτικής διορατικότητας. Γιατί το ν’ αποφασίζεις να ανοίξεις πολυτελές ξενοδοχείο στη Σιχανουκβίλ το 1964, εν μέσω κλιμακούμενης εμπλοκής των Αμερικάνων στον πόλεμο του Βιετνάμ, σημαίνει – το λιγότερο – κακή εκτίμηση της κατάστασης. Αποτέλεσμα; Στα ταραγμένα εκείνα χρόνια, το φιλόδοξο οικοδόμημα δεν κατάφερε ποτέ - όπως ήταν και φυσικό - να προσελκύσει την υψηλή πελατεία του. Μετά δε την κατάληψη της εξουσίας από τους Κόκκινους Χμερ το 1975 έβαλε αναγκαστικά κακήν κακώς λουκέτο για να παραδοθεί μοιραία στην ερήμωση και τη φθορά του χρόνου.
Να μην πάτε εκεί, αποφάνθηκε το προηγούμενο βράδυ η ιδιοκτήτρια της πανσιόν μας. Προσθέτοντας συνωμοτικά: Είναι στοιχειωμένο. Τώρα μάλιστα! Ένας λόγος παραπάνω να το επισκεφτούμε.
Στη ρίζα του λόφου, η άμμος της παραλίας χρυσίζει, λουσμένη στις απογευματινές ηλιακές ακτίνες. Εδώ πάνω όμως, καθώς ο άχαρος οικοδομικός όγκος παρεμβάλλεται σαν παραπέτασμα ανάμεσα σε μας και τον ήλιο, μας τυλίγει ήδη ένα κάπως πρόωρο και απειλητικό λυκόφως. Ή μήπως είναι ιδέα μου;
“Anybody here?” Η φωνή μου αιωρείται χωρίς απόκριση στο χώρο που κάποτε πρέπει να υπήρξε το λόμπυ του ξενοδοχείου. Απόλυτη νέκρα Κάπου σ’ αυτό το σημείο αρχίζουν να προβάλλονται στην οθόνη του μυαλού μου σκηνές από τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια προς τον ημιώροφο με την παράξενη αίσθηση πως όπου να’ ναι θα βρεθώ φάτσα με φάτσα με τον Τζακ Νίκολσον και το σαρδόνιο χαμόγελό του.
Tα σκονισμένα υπολείμματα από έναν σπασμένο πολυέλαιο. Οι παλιές εγκαταστάσεις κάποιου μπαρ. Και … και το πτώμα ενός άντρα ριγμένο ανάσκελα στο έδαφος, σκεπασμένο με μια εφημερίδα. Δεν καταφέρνω να συγκρατήσω την κραυγή μου. Το πτώμα σκιρτάει. Πάλι καλά. Δεν πρόκειται περί νεκρού αλλά απλά περί κοιμούμενου. Λίγο πιο πέρα ανοίγεται μια τεράστια αίθουσα χορού. Κάποιος έχει ανάψει μια φωτίτσα σε μιαν άκρη και κάτι ψήνει. Μας ρωτάει σε δυσνόητα αγγλικά αν επιθυμούμε να πιάσουμε δωμάτιο. Υπάρχουν, λέει, ακόμα μερικά ελεύθερα στους πάνω ορόφους. Η χρέωση είναι μικρή, μισό δολάριο τη βραδιά. Να λοιπόν που ο χώρος όχι μόνο δεν είναι στοιχειωμένος αλλά τελεί αυτοδιαχειριζόμενος από καταληψίες. Η εκδίκηση των αστέγων!
ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΟΣΜΕ
Οι απόπειρες ανάπτυξης της καμποτζιανής ακτής είναι παλιά ιστορία, όσο περίπου και η αποικιοκρατία.
Πρώτοι οι Γάλλοι αντιλήφθησαν τη σημασία ν’ αποκτήσει η χώρα κάποιο λιμάνι όταν, μετά το 1954, έχασαν τον έλεγχο πάνω στο γειτονικό Βιετνάμ, και μαζί μ’ αυτό κάθε δυνατότητα ελλιμενισμού μεγάλων εμπορικών καραβιών στο Δέλτα του Μεκόνγκ. Οπότε και ξεκίνησαν στην Καμπότζη εργασίες εκβάθυνσης στην τοποθεσία Κομπόνγκ Σομ (μετέπειτα Σιχανουκβίλ), μέχρι ο πυθμένας της θάλασσας να κατέβει στα έξι μέτρα.
Χαράς ευαγγέλια για τους Αμερικάνους που όταν μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκαν με τη σειρά τους χωμένοι μέχρι το λαιμό στον δικό τους πόλεμο με το Βιετνάμ είδαν το νεότευκτο λιμάνι της Καμπότζης ως μια χρυσή εναλλακτική πύλη εισόδου των πολεμοφοδίων τους στην περιοχή. Ορθολογική σκέψη αναμφιβόλως, τόσο όμως ορθολογική που στην ίδια ακριβώς είχαν οδηγηθεί πρώτοι οι Βιετκόνγκ, οι οποίοι ήδη διακινούσαν από χρόνια ένα σημαντικό μέρος του οπλισμού τους μέσω Σιχανουκβίλ.
Τι κάνεις άμα είσαι ο Σιχανούκ και θες να κρατήσεις το νεοσύστατο κράτος σου έξω από το σφαγείο και –πάνω απ’ όλα - τον εαυτό σου στην εξουσία; Μα προφανώς τον σχοινοβάτη. Και καθώς δεν διαθέτεις δα και καμιά ισχύ για ν’ αποκρούσεις εντελώς τις αμερικάνικες αξιώσεις για «διευκολύνσεις» προβαίνεις κάθε τόσο σε μερικές παραχωρήσεις, ίσα για να κρατάς τις αναγκαίες ισορροπίες.
Κάπως έτσι λοιπόν, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και για περίπου πέντε-έξι χρόνια η Σιχανουκβίλ μετατράπηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παράνομης διακίνησης όπλων κάθε εθνικότητας και προέλευσης. Περάστε κόσμε. Από αμερικάνικα Μ1 και θανατηφόρα φυτοφάρμακα για τον ανεφοδιασμό των ράμπο που πυρπολούσαν το ρύζι, μέχρι σοβιετικά Καλασνίκωφ και κινέζικα ΜΑΚ-90 για τους αδάμαστους που αγόγγυστα τους παραμόνευαν «κρυμμένοι στο ποτάμι ανασαίνοντας με καλάμι».
Βυθισμένη σήμερα στην αίσθηση τροπικής νωθρότητας που αποπνέει η Σιχανουκβίλ φτάνω ν’ αναρωτιέμαι αν, πού και πώς έλαβαν πραγματικά χώρα όλα αυτά.
Και σιγά το σπουδαίο λιμάνι δηλαδή. Τρεις μέρες που σουλατσάρουμε πάνω κάτω στα περίχωρα, δεν έχω δει εμπορικό καράβι να ζυγώνει ή να αποπλέει, πέρα από ένα μεσαίου μεγέθους φορτηγό πλοίο που δείχνει να βρίσκεται μόνιμα αραγμένο εδώ, στο ίδιο πάντα σημείο.
Από ψαροκαλύβες όμως, χαμός. Οι περισσότερες σφιχταγκαλιασμένες η μία με την άλλη κατά μήκος της ακτής και υπερυψωμένες πάνω στα ξύλινα ποδάρια τους σαν να πατάνε με τις μύτες πάνω στο νερό για να μη βραχούνε.
Χώρια εκείνες οι υπέροχες μοναχικές ξυλοκατασκευές που αναδύονται μέσα από τη θάλασσα, σε απόσταση πολλών δεκάδων μέτρων από την παραλία, με μακριές ξύλινες εξέδρες να τις ενώνουν σαν ομφάλιος λώρος με τη στεριά.
Και με τις βάρκες και τις ψαρότρατες αράδα, δεμένες μπροστά ή και κάτω από τα σπίτια, ανάμεσα στις πιλοτές. Με τους άντρες να τις μαστορεύουν ασταμάτητα, ένα καρφωματάκι από δώ, λίγη πίσσα από κει, μια πινελιά χρώμα πιο πέρα, ν’ αντέξει το σκαρί, να φτουρήσει, γιατί απ’ αυτό εξαρτάται η επιβίωση όλης της οικογένειας. Κι όταν λέμε οικογένεια, μιλάμε για πέντε-έξι κουτσούβελα ανά ξύλινη καλύβα, και πάλι λίγα λέω. Σαν να έβαλαν στοίχημα όλοι οι Καμποτζιανοί μαζί ν’ αναπληρώσουν μέσα σε λίγα χρόνια τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω της μια γενιά πολέμων και εμφύλιων σπαραγμών.
ΑΜΦΙΒΙΑ ΧΩΡΑ
Αμφίβια χώρα. Αυτές οι δυο λέξεις ηχούνε μέσα μου σαν ρεφραίν καθώς βροντοχτυπιόμαστε στωικά στο χωματόδρομο που οδηγεί από τη Σιχανουκβίλ προς το Καμπότ και το Κεπ. Χωματόδρομος μόνο κατά το ήμισυ του χρόνου, αφού την περίοδο των μουσώνων μετατρέπεται αυτομάτως σε μια απροσπέλαστη λασπωμένη λωρίδα μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ενώ τα αγροτόσπιτα που τώρα καθρεπτίζονται σε λιμνούλες από νούφαρα, τις μέρες των καταρρακτωδών βροχών θυμίζουν περισσότερο βάρκες που αρμενίζουν χωρίς προορισμό μέσα σ’ έναν απέραντο βάλτο.
Αμφίβια χώρα. Με ασαφή και μετατοπιζόμενα τα όρια ανάμεσα στο χερσαίο και το υδάτινο στοιχείο, εναλλασσόμενα αδιάκοπα μεταξύ τους ανάλογα την εποχή. Και με ανθρώπους που ζούνε μεταπηδώντας συνεχώς από το ένα στοιχείο στο άλλο με απόλυτη άνεση και φυσικότητα.
Βάρκες πάνε κι έρχονται ανάμεσα στα ρυζοχώραφα, σύρριζα με τα λάσπινα αναχώματα. Πώς να χαρακτηρίσεις αλήθεια αυτές τις υδάτινες διαδρομές; Εκτροπή παραπόταμων; Εποχικά ρυάκια; Κανάλια άρδευσης;
Ένας αγρότης ρίχνει δίχτυα μέσα στον ορυζώνα του, να αλιεύσει ψάρια που κολυμπάνε ανάμεσα στις φύτρες του ρυζιού. Χωράφι ή λίμνη; ιδού το ερώτημα. Τόπος δισυπόστατος η απάντηση, υδάτινο χωράφι που σε λίγες βδομάδες, όταν έρθει η εποχή του θερισμού θα μεταμορφωθεί σε αποστραγγισμένη λίμνη.
Αμφίβια χώρα. Μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη της νότιας ενδοχώρας που ακούει στ’ όνομα Τακέο. Από δω ξεκινάει το λεγόμενο εποχικό «κανάλι 15» που ενώνει το Τακέο με το Ανγκόρ Μπορέι. Το οποίο Ανγκόρ Μπορέι τρεις μήνες το χρόνο τουλάχιστον μετατρέπεται σε νησί και προσεγγίζεται μόνο με βάρκα. Μ’ ένα νοικιασμένο «σαμπάν» που ελίσσεται επιδέξια μέσα στο δαίδαλο των υδάτινων διακλαδώσεων πλησιάζουμε προς την (επίσης εποχική) νησίδα του Πνομ Ντα όπου και ο ομώνυμος προαγκοριανός ναός.
Ένα τετράγωνο πυργοειδές κτίσμα από κόκκινο λατερίτη. Μια κοπελίτσα στέκει μπροστά στη θεόρατη πύλη λες και φυλάει την είσοδο. Μερικά διασκορπισμένα αγκωνάρια ξεχωρίζουν μέσα από την οργιώδη βλάστηση σαν πέτρινα λουλούδια, φυτρωμένα εδώ κι εκεί. Τα χέρια που τα σμίλεψαν έπαψαν να υπάρχουν εδώ και δεκατρείς αιώνες. Από την εποχή του Τσενλά. Τότε που η Καμπότζη δεν ήταν ακόμα παρά ένα συνονθύλευμα από μικρά ανταγωνιστικά βασίλεια που εκατό περίπου χρόνια αργότερα θα γεννούσαν τον μεγάλο πολιτισμό των Χμερ κάτω από την ηγεμονία της Ανγκόρ.
Όπου κι αν στρέψεις τα μάτια από την κορυφή του Πνομ Ντα, το βλέμμα ναυαγεί και χάνεται στην απέραντη πλημμυρισμένη πεδιάδα.
Το ίδιο το βασίλειο του Τσενλά εξάλλου διακρινότανε σε «χερσαίο Τσενλά» (πιο βόρεια από δω) και «υδάτινο Τσενλά».
Αμφίβιο βασίλειο κι αυτό. Όπως η χώρα που απλώνεται από κάτω μας.
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 1 - ΠΝΟΜ ΠΕΝ, ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 2 - ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΟΜ ΠΕΝΧ ΣΤΗΝ ΑΝΓΚΟΡ, ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 3 - ΑΝΓΚΟΡ, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 4 - ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΚΡΕΝΓΚ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 5 - ΑΜΦΙΒΙΑ ΧΩΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 6 - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 7 - ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΩΝ ΧΜΕΡ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΚΑΜΠΟΤΖΗ 8 – Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν