ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 2 - ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΠΕΡΙΤΟ ΜΟΡΕΝΟ, ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΙΩΝΕΙ ΠΟΤΕ

Front Picture: 

Πλησιάζει η μεγάλη στιγμή που θα έρθω σε σωματική επαφή με μια από τις μεγαλύτερες βεντέτες των νότιων απολήξεων της ανδικής ραχοκοκαλιάς. Που ως βεντέτα συγκεντρώνει συνήθως γύρω της και τον ανάλογο αριθμό φανατικών θαυμαστών. Πώς όμως να βιώσεις τον Περίτο Μορένο όταν μέσα στο ίδιο οπτικό πεδίο παρεμβάλλονται εκατοντάδες πανωφόρια, παντελόνια και καπέλα σε όλη τη χρωματική γκάμα της Ίριδας; Ε; Πώς;

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 368 / 05.05.2007

 


 

Προηγείται:

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 1 - ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν

 

Γη του Πυρός, από την πλευρά της Αργεντινής.

 

Αφήσαμε το πρωί την Ουσουάια και τώρα διατρέχουμε το νησί  από Νότο προς Βορρά για να περάσουμε στην ηπειρωτική Παταγονία με τελική επιδίωξη να «καρφώσουμε το σημαιάκι μας» στο ψυγμένο σώμα του περίφημου παγετώνα Περίτο Μορένο.


Εκτάσεις αχανείς, με χαμηλή βλάστηση. Είναι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στον όρο «νοτιοαμερικάνικη πάμπα». Φάρμες, γκαούτσος και γελαδοπρόβατα. Όλα θα ‘ταν τέλεια αν δεν είχα κι αυτό το συνάχι το οποίο με πάει… από το κακό στο χειρότερο..


Πάσο Σαν Σεμπάστιαν, πάνω στα σύνορα Αργεντινής-Χιλής. Ετοιμαζόμαστε για την πρώτη από μια σειρά συνοριακών διασχίσεων που μας περιμένουν τις επόμενες μέρες. Εδώ κουμάντο κάνει η γεωλογία. Τα χερσαία δρομολόγια στην Παταγονία είναι ένα συνεχές υποχρεωτικό ζιγκ ζάγκ μεταξύ των δυο χωρών που τη μοιράζονται.


Ο οδηγός του λεωφορείου με τον κατάλογο των επιβατών στο χέρι διεκπεραιώνει στους τελώνες τα δέοντα όσο εμείς ξεμουδιάζουμε στο μεθοριακό φαγάδικο. Ούνα κόπα βίνος τίντος, λέω στη σερβιτόρα και είμαι σίγουρος ότι το είπα λάθος. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία αφού το κορίτσι μου φέρνει σε λίγο μια κούπα κόκκινο κρασί, πράγμα που σημαίνει ότι κατάλαβε πολύ καλά. Λοιπόν, έτσι και είσαι λίγο θρασύς επιβιώνεις παντού.


Τώρα διατρέχουμε το χιλιάνικο τμήμα της Τιέρρα ντελ Φουέγκο. Στο πιο στενό σημείο του καναλιού, που φέρνει το όνομα του Μαγγελάνου, θ’ αφήσουμε τη Γη του Πυρός για να περάσουμε στην ηπειρωτική Παταγονία.


Το πούλμαν επιβιβάστηκε στο φέρυ. Θάλασσα μουντή, απειλητική και ρυτιδιασμένη από τον παγωμένο άνεμο. Ωστόσο ο ουρανός παίζει ακόμη με το γαλάζιο του και φιλοξενεί κάποια υπέροχα βαμβακένια σύννεφα που με προκαλούν να τα φωτογραφίσω. Σε τέτοιους πειρασμούς ενδίδω πάραυτα. Για να εκνευρίσω την Ισαβέλλα που με θεωρεί σπάταλο ως προς το φιλμ. Προσπαθώ να την πείσω ότι η μισή, αν όχι η μεγαλύτερη, ηδονή στη φωτογράφηση είναι η σκόπευση και το κλικ της αιωνιότητας. Το καλό αποτέλεσμα του κάθε κλικ σκοπό έχει να σε φορτίζει περισσότερο.


Ναι, παραδέχομαι ότι με συγκινεί το γεγονός ότι διασχίζω τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα. Είμαι στην κουβέρτα του οχηματαγωγού κι αναμετριέμαι με την παγωνιά και μ’ έναν αέρα που δοκιμάζει τις αντοχές μου. Αποβιβαζόμαστε.


Χιλιάνικη πάμπα. Τεράστιες αποστάσεις, άγριες, άφιλες και σχεδόν ακατοίκητες. Τα μόνα ανθρώπινα χνάρια είναι οι ατελεύτητοι φράχτες που οριοθετούν  τις φάρμες μεγάλης ιδιοκτησίας.

 

ΠΟΥΝΤΑ ΑΡΕΝΑΣ

 

Πούντα Αρένας! Πόλη για εκατόν πενήντα χιλιάδες κατοίκους. Τετραγωνισμένη σαν ανάγλυφη σκακιέρα.

Η μη εξαιρετέα Πλάθα ντε Άρμας που βγήκε από το ίδιο περίπου καλούπι από όπου προέκυψαν όλες οι Πλάθα ντε Άρμας της Νότιας Αμερικής. Και ως καρδιά και βιτρίνα της πόλης περικλείεται από τα λίγα πολυώροφα, πλην καλαίσθητα, δημόσια και εμπορικοοικονομικά κέντρα.

 

Κίνηση πεζών και τροχοφόρων αραιή. Σηματοδότηση άψογη. Οι κάλαθοι των αχρήστων βαλμένοι έτσι ώστε να μην μπορούν οι γάτες, προς μεγάλη τους δυστυχία, να στήσουν τσιμπούσι. Υπερπληθυσμός από γλυκειές συμμορίες αδέσποτων σκύλων, που εύκολα γίνονται φίλοι αφού κανείς εδώ δεν τους κακομεταχειρίζεται.

 

Να πω ότι είναι σα να πέρασαν αιώνες από τότε που η αθηναίικη ηχορύπανση μάς ακολουθούσε ακόμα και στις ώρες του ύπνου. Να πω πως εδώ τα πουλιά κελαηδούν ακόμη, πως υπάρχει το γέλιο των παιδιών και πως η δυσπιστία προς τον άγνωστο ταξιδευτή λες και δεν έχει πού ν’ απλώσει τη γκριζάδα της.


Το εστιατοριάκι μας λέγεται «Σαμπόρες». Σα να λέμε «γεύσεις», δηλαδή. Ερχόμαστε για δεύτερη φορά. Δεν είναι ωραίο το κρασί, ρε παιδιά; «Κουτελίτης!», μου απαντά στριφνά ο Σάτσο, που το έχει σε κακό να συμφωνήσει μαζί μου με την πρώτη. Ας είναι. Κουτελίτης ή όχι εγώ παραγγέλνω στον κάπελα άλλο ένα.


ΟΙ ΣΤΟΡΓΙΚΕΣ ΠΙΓΚΟΥΪΝΕΣ

 

Σε μια προβλήτα πάνω στο Εστρέτσο ντε Μαγκαλάνες. Μου προκαλεί δυσφορία η προοπτική να φωτογραφίζω μέσα απ αυτό το ταχύπλοο ζόντιακ. Και μάλιστα στριμόκωλα ανάμεσα σε τόσους συνεπιβάτες. Για να το ναυλώσουμε μόνοι μας, ούτε συζήτηση. Πανάκριβο. Άσε που καλά καλά δεν έχω εμπεδώσει το πού θα πάμε. Σ’ ένα νησί, λέει, ή βραχονησίδα, δεν κατάλαβα καλά. Ή, μάλλον, σ’ ένα σύμπλεγμα από νησίδες, Ίσλα Μαγκνταλένα, Ίσλα Ιζαμπέλ, Ίσλα Μάρτα, που συνιστούν, και καλά, Εθνικό πάρκο και, όπου, στο στόχαστρό μου θα βάλω πιγκουΐνους και διάφορα άλλα τέτοια ζώα. Κι ένα ψύχος!.. Τα νεύρα μου! Και να μου λείπει κι ένα στοιχειώδες στοκ από χαρτομάντιλα για το τρισκατάρατο συνάχι μου! Κι επιπλέον, οι δικοί μου, Ισαβέλλα και Σάτσο, να με φιλοφρονούν με χαρακτηρισμούς όπως γκρινιάρης, γρουσούζης, και δε συμμαζεύεται.. Τι να πεις!


Το φουσκωτό είναι σκεπασμένο κατά το ήμισι και τρέχει σαν παλαβό κόντρα στον άνεμο. Είμαστε όλοι φασκιωμένοι με σωσίβια και νιτσεράδες. Το Εστρέτσο ντε Μαγκαλάνες μάς αγριεύει με την φουσκονεριά και τον παγωμένο αέρα του. Σασπένς που ανεβάζει αδρεναλίνη. Τώρα ήρθα στα ίσα μου.


Στην  Ίσλα Μάρτα είναι αδύνατο ν’ αποβιβαστούμε.

 

Ο καπετάνιος όμως μ’ έχει πάρει με καλό μάτι και μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο κατανόησης μανουβράρει όσο μπορεί καλύτερα ώστε να μου παρέχει αξιοποιήσιμο κάντρο.

 

Αμέτρητοι γλάροι και αμέτρητες φώκιες. Μια μνημειώδης πανίδα. Ένα σκηνικό προϊστορικής οντολογικής Γένεσης. Φοράω τα ακουστικά και πιέζω το πλήκτρο, εδώ πρέπει να φτιάχνεσαι με Μπαχ, και φωτογραφίζω.

 



Στην Ίσλα Μαγκνταλένα μπορούμε, ευτυχώς, να αποβιβαστούμε για να πορευτούμε ανάμεσα στις αποικίες των πιγκουΐνων.

 

Στίφη πιγκουΐνων. Μόνο εδώ ζουν περί τους εκατόν είκοσι χιλιάδες.

 

Πρέπει όμως να βαδίζουμε αργά στη γειτονιά τους και να μην φωνασκούμε για να μην τους τρομάξουμε. Και κυρίως να μην τρομάξουμε τα μικρά πιγκουινάκια με το άχαρο καφετί πτίλωμα.

 

Τον χώρο τον μοιράζονται με τους γλάρους. Πλήρης αρμονία. Οι γλάροι όμως, σε αντίθεση με τους πιγκουίνους, μας ξεφωνίζουν επιθετικά όταν πλησιάζουμε τα νεογνά τους. Μάνα, είναι μόνο μία!

 



ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΕΣ


Λες και βαδίζουμε πάνω σ΄ έναν επί τοίχου κρεμάμενο χάρτη! Όταν οδεύουμε με κατεύθυνση το Βορρά λέμε «ανεβαίνουμε» κι όταν, αντιθέτως, τραβάμε κατά Νότο μεριά λέμε «κατεβαίνουμε»! Πώς κατεβαίνουμε, δηλαδή; Σιγά μην γλιστράμε κι όλας! Τέλος πάντων, «ανεβαίνουμε», «λοξώς αριστερά», από Πούντα Αρένας προς Πουέρτο Νατάλες. Με το μάτι (στον χάρτη) το υπολογίζω μεταξύ διακόσια έως διακόσια τριάντα χιλιόμετρα. Γύρω στις τέσσερις ώρες γκρόσο μόντο. Στο Πουέρτο Νατάλες θα σταθούμε για δυόμιση ώρες, ίσα να ποτίσουμε τα άλογα… σόρι, παρασύρθηκα, με πούλμαν ταξιδεύουμε.. Και στη συνέχεια, με άλλο όχημα, θα μπούμε στην Αργεντινή. Το συνοριακό φυλάκιο Πάσο Ντοροτέα απέχει μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από το Πουέρτο Νατάλες. Γειάσου Αργεντινή, ξανάρθαμε!  


Διατρέχουμε μια πρασινοκίτρινη αργεντίνικη πάμπα αφήνοντας πίσω μας χωριά και πολίχνες με εξωτικά τοπωνυμία όπως,  Σέρα Ντοροτέα, Σέρρο Καστίγιο, Κάντσα Καρρέρα… Ο Σάτσο μου λέει πως πήρε το μάτι του στρουθοκαμήλους, εγώ του λέω ότι έχει παραισθήσεις απ το πολύ φραπέδιασμα στο πούλμαν και ότι αυτό το άχαρο πουλί που είδε λέγεται ναντού και είναι μακρινός συγγενής της αφρικανικής στρουθοκαμήλου. Η δε Ισαβέλλα, ως ειδικότερη από εμάς περί τα πουλιά, μας θυμίζει και τα, επίσης συγγενικά, λεγόμενα εμού, τα οποία ευδοκιμούν στην Αυστραλία.


ΕΛ ΚΑΛΑΦΑΤΕ

 

Τα ροδάκια για τον σάκο μου, που αγόρασα στην Αθηνάς, στάθηκαν αφορμή για χλεύη από τους δυο συνταξιδιώτες μου. «Πώς κατάντησες», «γέρασες», «εσύ που…», «… γαϊδούρα στον ανήφορο»  και κάτι τέτοια. Τώρα τους βλέπω κάθιδρους και περιμένω σαδιστικά τη στιγμή που η Ισαβέλλα θα μου ζητήσει να μοντάρω στην αποσκευή της και τα εφεδρικά ροδάκια που πήρα για κείνην. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Για την ώρα πάντως δεν. Σκληρό καρύδι η δικιά μου!


Η πρώτη εντύπωση από το Ελ Καλαφάτε: Καρπενήσι συν Αράχωβα εις το τετράγωνο. Ένα μπλιαχ. Ένα κιτς τουριστικό εμπόρευμα. Δε λέω, η πολίχνη διατηρεί πολλά απ τα στοιχεία της πρωτογενούς ρουστίκ αισθητικής-της αλλά, με τόσο τουρισμό, με τόσα μαγαζιά και παραμάγαζα… Έλεος! Σταματήσαμε εδώ και είκοσι χρόνια  να πηγαίνουμε στα Πάπιγκα για να μην πονάμε από την προϊούσα παρακμή τους εξαιτίας του (γηγενούς κι αλλογενούς)  τουρισμού και τώρα βρεθήκαμε εδώ, στου διαόλου τη μάνα, που είναι ακόμη χειρότερα. Αισθάνομαι την ανάγκη να προτείνω μεταβολή.. Via dalla pazza folla!..  αλλά δεν το κάνω..  Τουλάχιστον όχι ακόμη.


Συνεδριάζουμε και ομοφωνούμε να μισθώσουμε έναν οδηγό με το όχημά του, να ανοίξουμε τον χάρτη και να του πούμε εδώ, εδώ και εδώ, σενιόρ, πόσο θα πάει το μαλλί;  Έτσι θα πάμε όπου θέλουμε. Οικονομικά θα μας έρθει περίπου μία η άλλη, θα παρακάμψουμε τον αγελαίο τουρισμό και θα φωτογραφίσω άμωμη Φύση με την ησυχία μου χωρίς παρδαλά ανοράκ και πέδιλα του σκι μέσα στο κάντρο μου.  Στο μεταξύ, εντοπίσαμε και το βλαχομπαρόκ κατάλυμα από ξύλο και τούβλο όπου θα ξεκουράσουμε το βράδυ τα κορμιά μας, το οποίο κατάλυμα, αν μη τι άλλο, είναι πεντακάθαρο. Να δεις που στο τέλος θα το συμπαθήσω  αυτό το Καλαφάτε.


Την επόμενη το πρωί αφήνουμε την Αράχωβα της Αργεντινής, έχοντας προηγουμένως χαϊδέψει έναν φουκαρά σκύλο του οποίου κάποια ρόδα αυτοκινήτου έχει διαλύσει το πόδι και μου ζητά λίγη στοργή κι αγάπη.

 

 

 

Δεν με αφήνει να φύγω, ο μπαγάσας. Τον πιάνει το παράπονο. Του υπόσχομαι ότι θα γυρίσω οπωσδήποτε για να τον ξαναχαϊδέψω αλλά.. Το βέβαιο είναι ότι θα με ξεχάσει πολύ πριν τον ξεχάσω εγώ. Σκυλίσια ζωή!


Μπαίνοντας στην περιοχή του  Εθνικού Πάρκου Λος Γκλασιάρες, εμβαδού έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εφτά τετραγωνικών χιλιομέτρων, ο φύλακας μάς δίνει κι από μια σακούλα για τα απορρίμματά μας.

 

Το εκτίμησα βαθύτατα και θα το αναφέρω σε κάποιο από τα κείμενά μου στο Γεωτρόπιο, μπας και έτσι συμβάλλω κατά τι στον εκπολιτισμό πάρα πολλών εκ των συνελλήνων μου.

 


 

Το Λος Γκλασιάρες, λοιπόν, αποτελεί τμήμα του «Νότιου Παταγονικού Πεδίου Πάγου», το οποίο πεδίο απλώνεται τόσο στην Αργεντινή όσο και στη Χιλή. Οι έγκυρες πληροφορίες μου μαρτυρούν πως στο εν λόγω πεδίο πάγου  βρίσκονται «παγιδευμένα» τα τρίτα σε μέγεθος αποθέματα γλυκού νερού του πλανήτη. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό. Παρ όλο τον πλούτο της, η ελληνική γλώσσα δεν μου δίνει έναν επαρκή χαρακτηρισμό για τον αισθησιακό καταιγισμό που δέχονται τα μάτια μου και δι αυτών τα μάτια της ψυχής μου.  Κοιλάδα καταπράσινη με πολύ χαμηλή χλωρίδα και σχεδόν καθόλου δέντρα. Μαγευτικοί, οξύκορφοι, ορεινοί όγκοι που, δεν ξέρω πόσους αιώνες, με περιμένουν για να τους φωτογραφίσω. 


ΠΕΡΙΤΟ ΜΟΡΕΝΟ

 

Πλησιάζει η μεγάλη στιγμή που θα έρθω σε σωματική επαφή με μια από τις μεγαλύτερες βεντέτες των νότιων απολήξεων της ανδικής ραχοκοκαλιάς. Που ως βεντέτα συγκεντρώνει συνήθως γύρω της και τον ανάλογο αριθμό φανατικών θαυμαστών. Γι αυτό και το σχέδιο επίσκεψης που καταστρώσαμε έχει λίγο πολύ τη λογική του αντάρτικου. Δηλαδή,  να κάνουμε την αντίστροφη πορεία από κείνη των τουριστικών ορδών  κι επί πλέον, ν΄ αποφύγουμε, κατά το δυνατόν, τις ώρες αιχμής.


Ο δημοκράτης που κατοικοεδρεύει εντός μου ενοχλείται από τις κορώνες του ελιτίστα συγκάτοικού του. Πρόκειται για μια οξεία αντίθεση, για μια παλιά, όσο και οι λάσπες, διαπάλη.

 

Ο πρώτος λέει πως τα ωραία πρέπει να ανήκουν σε όλους.

 

Ο δεύτερος αντιτείνει πως όταν την ομορφιά την απολαμβάνουν όλοι παύει, εξ αυτού, να είναι ομορφιά.

 

Δεν είναι σχιζοφρένεια, είναι η ίδια η ζωή έτσι.

 


 

 

Πώς είναι δυνατόν να βιώσεις τον Περίτο Μορένο όταν μέσα στο ίδιο οπτικό πεδίο παρεμβάλλονται εκατοντάδες πανωφόρια, παντελόνια και καπέλα σε όλη τη χρωματική γκάμα της Ίριδας;

 

Πώς είναι δυνατό να ακούσεις τον μεγαλειώδη υπόκωφο βρυχηθμό του, τη θυμωμένη ανάσα του, το θρόισμα της Φύσης που τον περιβάλλει, που τον φοβάται και τον προστατεύει συνάμα, όταν την ίδια στιγμή δέχεσαι τα ντεσιμπέλ από φωνές και φωνίτσες, θραύσματα γλωσσών απ΄ όλο τον πλανήτη;


Και πώς να αποπειραθώ να περιγράψω τον Περίτο Μορένο χωρίς να μειώσω αυτό που ένοιωσα καθώς χώθηκα από πολλές μεριές στην παγωμένη αγκαλιά του; Μοιάζει αδύνατο.

 

Ας περιοριστώ, επομένως, στη ακατάσχετη φωτογραφόρροιά μου και σε μερικά από τα στοιχεία της ταυτότητάς του.


Ο Περίτο που λες, έχει μήκος τριάντα χιλιομέτρων και καλύπτει μια επιφάνεια διακοσίων πενήντα τετραγωνικών, επίσης χιλιομέτρων. Το μέτωπό του εκτείνεται σε πέντε χιλιόμετρα, ενώ το μέσο ύψος του πάγου πάνω από την επιφάνεια της λίμνης Αρχεντίνο είναι εξήντα μέτρα και, στο παχύτερο σημείο του, το στρώμα του πάγου, φτάνει τα εφτακόσια μέτρα.  


Το μέτωπο του Περίτο Μορένο προχωράει γύρω στα δύο μέτρα την ημέρα, με αποτέλεσμα, τεράστια κομμάτια πάγου να κατακρημνίζονται συνεχώς μέσα στη λίμνη και να επιπλέουν στο νερό μέχρι να λειώσουν για να βρουν διέξοδο στις κοίτες των ποταμών.


Τον πλησιάζουμε κατά μέτωπο άλλοτε με πλωτό μέσο κι άλλοτε πεζή μέσα από μονοπάτια που μας φέρνουν φάτσα απέναντί του. Προσπαθώ να αιχμαλωτίσω τις κατακρημνίσεις των τεράστιων όγκων πάγου που συμβαίνουν μία κάθε λίγα λεπτά.  Ότι κι αν κάνω, ο φακός μου δεν θα μπορέσει ν΄ αποδώσει αυτό που συντελείται και, κυρίως, το δέος που προκαλεί απέναντι σ΄ αυτό που συντελείται.

 



Πολύ συχνά, το στενό κανάλι Ντε Λος Τέμπανος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Περίτο Μορένο και την αντίπερα όχθη, και που ενώνει τα δύο τμήματα της λίμνης Αρχεντίνο,  φράζει τελείως.

 

Χωρίς διέξοδο, το νερό από τη νότια πλευρά της λίμνης Μπράθο Ρίκο, αρχίζει να υψώνεται ασκώντας τρομακτικές πιέσεις πάνω στο φράγμα του πάγου, μέχρι που κάποια στιγμή το φράγμα σπάει μονοκοπανιά και προκαλεί μια γιγάντια όσο και θεαματική κατακρήμνιση.

 

Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα που κυμαίνονται από ένα έως δέκα χρόνια. Και καλό είναι να μη σε βρει να ψαρεύεις με τη βάρκα σου εκεί γύρω. Την έβαψες! Η τελευταία σεκάνς μιας τέτοιας Αποκαλύψεως συνετελέσθη στις δώδεκα Μαρτίου του Δύο Χιλιάδες Τέσσερα. Δεν έμαθα αν είχε θύματα.


Από τους σαράντα οκτώ παγετώνες που απαρτίζουν το Νότιο Παταγονικό Πεδίο Πάγου, μόνο σε τρεις εξ αυτών, συμπεριλαμβα-νομένου και του Περίτο Μορένο, δεν έχουν παρατηρηθεί τάσεις συρρίκνωσης. Και μάλιστα, ο δικός μας, ο Περίτο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του Ογδόντα έδειχνε μια κάποια μικρή αυξητική τάση. Αυτή όμως η τάση πάπαλα! Από τότε ο Περίτο χάνει περιττό όγκο ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μένει σταθερός στα κιλά του.

 

 


ΠΑΜΕ ΓΙ  ΑΛΛΑ.

 

Επιστροφή στη Χιλή, στο Πουέρτο Νατάλες. Περιφερόμαστε στους πολλούς, άδειους αυτή τη στιγμή, δρόμους του. Ο ουρανός έχει έναν θυμό έτοιμο να ξεσπάσει.

 

Ανάμεσα στη φωτογραφική μου και σε κείνον παρεμβάλλονται εκατοντάδες καλώδια που μεταφέρουν από κολώνα σε κολώνα το ηλεκτρικό ρεύμα. Όπως και στη νοτιοανατολική Ασία, Λάος, Καμπότζη, και Βιετνάμ, τα κουρασμένα καλώδια εδώ δεν τα κόβουν, δεν ξέρω γιατί. Απλώς προσθέτουν τα καινούργια με αποτέλεσμα το «πεντάγραμμο» να γίνεται πενηντάγραμμο. Ας είναι, τι με νοιάζει.

 

Ο τηλεφακός μου κάνει μια κίνηση βερτικάλ από τα καλώδια προς τον άδειο δρόμο. Στο βάθος, η φιγούρα ενός καλοφτιαγμένου κοριτσιού. Μια φιγούρα που κάτι μου θυμίζει.

 

Έχω την εντύπωση ότι και η φιγούρα με κοιτάζει με την ίδια εμμονή. Το κορίτσι πλησιάζει στην  αρχή αργά, διστακτικά και στην συνέχει τρέχοντας. Η Παναγιώτα! Ρε, Ζυρίνη!... Αγκαλιές φιλιά.



Η Παναγιώτα μας ήτανε. Το «Πανκορίτσι» που λέμε στην «Ανοιχτή Πόλη».

 

Λες και την είχαμε παραγγείλει τη συγκεκριμένη μέρα, τη συγκεκριμένη ώρα, το συγκεκριμένο λεπτό, στο συγκεκριμένο δρόμο, της συγκεκριμένης πόλης, της συγκεκριμένης χώρας. Φαίνεται πως ο νόμος των α-πιθανοτήτων μας εμπαίζει.

 

Η Παναγιώτα ταξιδεύει μόνη της. Αλλά όχι πια από αυτή τη στιγμή και πέρα. Γίναμε τέσσερις. Και ξανά προς τη λόξα τραβά!


Διαβάστε επίσης:  

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 1 - ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

ΧΙΛΗ - ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν 

 Για περισσότερες φωτογραφίες:  

Από την αργεντίνικη Παταγονία: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα... 

Από την χιλιάνικη Παταγονία: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...