ΛΑΟΣ 2 - ΛΟΥΑΝΓΚ ΠΡΑΜΠΑΝΓΚ, ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ.
Θα μπορούσες να το περάσεις για ζουζούνισμα μελισσών σ’ ένα λιβάδι σπαρμένο ανοιξιάτικα λουλούδια. Για το παιχνίδισμα του ανέμου μέσα στα φύλλα του τροπικού δάσους. Ή ακόμα για τη ρυθμική ανάσα μιας θάλασσας που φουσκώνει στ’ ανοιχτά και στέλνει τα κύματά της να ξεθυμάνουν αργά πάνω στην άμμο. Μα όχι. Είναι το ξεκίνημα της συλλογικής πρωινής προσευχής των βουδιστών μοναχών σ’ ένα από τα τριάντα δύο μοναστήρια της Λουάνγκ Πραμπάνγκ.
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Γενάρης του 2003
Προηγείται: ΛΑΟΣ 1 - ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ, ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΥΡΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ένα αχνό γαλακτερό φως έχει μόλις αρχίσει να ξανοίγει ανεπαίσθητα το απόλυτο μαύρο της νύχτας πάνω από τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ όταν φτάνει στ’ αυτιά μου ο μακρόσυρτος ψίθυρος από τις πρώτες ψαλμωδίες της ημέρας. Από τη βεράντα του μικρού οικογενειακού πανδοχείου, ξαπλωμένη στην αιώρα και με τα μάτια κλειστά, περισσότερο τις μαντεύω παρά τις ακούω.
Θα μπορούσε να είναι το ζουζούνισμα από ένα σμάρι μελισσών σ’ ένα λιβάδι σπαρμένο ανοιξιάτικα λουλούδια. Ή το παιχνίδισμα του ανέμου μέσα στα φύλλα του τροπικού δάσους.
Ή ακόμα η ρυθμική ανάσα μιας θάλασσας που φουσκώνει στ’ ανοιχτά και στέλνει τα κύματά της να ξεθυμάνουν αργά πάνω στην άμμο. Ναι, αυτό θυμίζει κυρίως: τον γαλήνιο παφλασμό του πελάγους που εκπνέει. Κι ας μη βρέχεται το Λάος από πουθενά, αμιγώς στεγανό καθώς είναι μέσα στα αποκλειστικώς χερσαία σύνορά του.
Το ίδιο γλυκό ωκεάνιο νανούρισμα εκπέμπει ωστόσο αυτός ο ακαθόριστος μπάσος βόμβος από φωνές απόλυτα συγχρονισμένες, χυμένες όλες μαζί σ’ ένα μονόχορδο υπνωτικό ρεσιτατίβο. Είναι το ξεκίνημα της συλλογικής πρωινής προσευχής των βουδιστών μοναχών στο γειτονικό βατ.
Η ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟ
Η λέξη «βατ» δεν γνωρίζει ακριβή αντιστοιχία στα ελληνικά, όπως και σε καμιά άλλη γλώσσα εξάλλου, πλην εκείνων που ομιλούνται στις βουδιστικές χώρες. Μεταφράζεται συνήθως ως «ναός» ή «μοναστήρι» χωρίς όμως καμιά απ’ αυτές τις δύο έννοιες να αποδίδει πλήρως το εύρος και τη σημασία του βατ στη ζωή των βουδιστικών πληθυσμών. Γιατί το βατ είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό θρησκευτικό κέντρο. Είναι η ίδια η καρδιά του χωριού ή της γειτονιάς μιας πόλης, ο τόπος συνάντησης των κατοίκων, σχολείο και θεραπευτήριο μαζί, όλα αυτά στη συσκευασία του ενός.
Σε μία ώρα περίπου, μετά την ολοκλήρωση της πρωινής προσευχής, εκατοντάδες μοναχοί και δόκιμοι, ενδεδυμένοι όλοι με την ίδια πορτοκαλί περιβολή και με τη γαβάθα της ελεημοσύνης στο χέρι, θα εγκαταλείψουν τα τριάντα δύο εν λειτουργία βατ της Λουάνγκ Πραμπάνγκ, και θα πλημμυρίσουν τους δρόμους της ιστορικής πόλης των δεκαέξι χιλιάδων κατοίκων, στην καθιερωμένη πρωινή περιπολία προς εξασφάλιση του επιούσιου. Κανένας ωστόσο από τους ηλιόχρωμους ρασοφόρους δεν θ’ απλώσει την παλάμη του, κι ακόμα λιγότερο θ’ ανοίξει το στόμα του για να ζητιανέψει. Θα αρκεστεί, σύμφωνα με το έθιμο, να παραλάβει σιωπηρά ό,τι θελήσουν να συνεισφέρουν οι περαστικοί από μόνοι τους και με την καλή τους την καρδιά. Ρύζι επί το πλείστον, τσάι, λαχανικά ή φρούτα και, αραιά και που, κάποιο χρηματικό μικροποσό. Προσφορές που οι ευσεβείς πολίτες θ’ ακουμπήσουν ευλαβικά μέσα στις γαβάθες εκείνων που έδωσαν όρκο πενίας κι από τότε ζουν αποκλειστικά στηριζόμενοι στη συνδρομή των πιστών.
Γύρω στις εφτά το πρωί, οι μοναχοί θα επιστρέψουν στα βατ μαζί με την όποια συγκομιδή τους. Απ’ αυτή θα ετοιμαστεί το πρωινό της μοναστικής κοινότητας, ενώ ένα μέρος θα φυλαχτεί για το δεύτερο και τελευταίο γεύμα της ημέρας που θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει ολοκληρωθεί πριν τις δώδεκα το μεσημέρι.
Πολλοί μάλιστα μοναχοί αρκούνται σε ένα και μοναδικό ημερήσιο γεύμα. Ο Ναμ Πα είναι απ’ αυτούς. Μου εξηγούσε τις προάλλες τους λόγους του, με αφορμή την άρνησή του να δεχτεί έστω και ένα από τα μπισκότα που του πρόσφερα όταν γνωριστήκαμε στο προαύλιο του Βατ Ξιεν Θονγκ.
Ένας βουδιστής δεν τρώει για ευχαρίστηση, μου απάντησε τότε χαμογελαστά. Η τροφή είναι απλώς μια ανάγκη του οργανισμού. Και ως τέτοια, ένα πιάτο την ημέρα αρκεί για να την καλύψει. Η ικανοποίηση του σώματος πέρα από το απολύτως αναγκαίο για τη συντήρησή του επιφέρει πνευματική νωθρότητα και στέκει εμπόδιο στη σωστή συγκέντρωση και τον διαλογισμό.
Ιδού λοιπόν η λέξη-κλειδί: διαλογισμός. Το άλφα και το ωμέγα στη ζωή ενός βουδιστή μοναχού. Ο Ναμ Πα, όπως και οι υπόλοιποι ομόθρησκοί του που απαρτίζουν το εξήντα τοις εκατό περίπου του συνολικού λαοτιανού πληθυσμού, ακολουθούν τη σχολή Τεραβάδα του Βουδισμού. Η συγκεκριμένη σχολή αποκαλείται και «Νότια», λόγω του δρόμου που ακολούθησε γεωγραφικά στην εξάπλωσή της, ξεκινώντας από την Ινδία, την κοιτίδα του Βουδισμού, και μεταπηδώντας στη Σρι Λάνκα κι από κει στη νοτιοανατολική Ασία (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Λάος). Αντίθετα, η σχολή Μαχαγιάνα, η αποκαλούμενη και «Βόρεια», με κοινή βεβαίως αφετηρία την Ινδία, ταξίδεψε προς το Νεπάλ, το Θιβέτ, την Κίνα, την Κορέα και τη Μογγολία για να φτάσει τελικά μέχρι την Ιαπωνία.
ΠΕΡΙ ΕΞΑΛΕΙΨΕΩΣ ΤΗΣ DUKKHA …
Σήμερα έχουμε συμφωνήσει με τον Ναμ Πα να συναντηθούμε και πάλι στο προαύλιο του βατ για μια εισαγωγική κουβέντα περί βουδισμού. Με πλάτη μας το σιμ, τον κυρίως ναό με τη χρυσοσκάλιστη πρόσοψη και τις πολύρηχτες στέγες, ατενίζουμε μπροστά μας τον αργοκίνητο κιτρινωπό ρου του λασπωμένου Μεκόνγκ.
Σύμφωνα με τις διδαχές του Βούδα, τρεις είναι οι βασικές αρχές που διέπουν τη ζωή, ξεκινάει την εισήγησή του ο Ναμ Πα. Η dukkha, δηλαδή ο πόνος ή το ανικανοποίητο, η anicca, ήτοι το εφήμερο όλων των πραγμάτων, και η anatta, ή αλλιώς η μη υπόσταση της υλικής πραγματικότητας και το μη χειροπιαστό της ψυχής.
Η anicca, συνεχίζει, μας αποκαλύπτει πως καμία εμπειρία, καμία ψυχική κατάσταση, κανένα αντικείμενο δεν διαρκεί για πάντα. Η εμμονή μας παρόλα αυτά να προσκολλούμαστε στη συνεχώς μεταβαλλόμενη και φθαρτή ύλη, σε περαστικές εμπειρίες,ψυχικές καταστάσεις και συναισθήματα, είναι η αιτία που γεννάει τηνdukkha. Μόνο λοιπόν αν κάποιος καταφέρει να συνειδητοποιήσει τηνanatta, με άλλα λόγια την κενότητα της ύπαρξης, τότε και μόνο τότε μπορεί να απαλλαγεί από τηνdukkha και να οδηγηθεί βήμα προς βήμα μέχρι τη φώτιση και την απόλυτη γαλήνη, τη γνωστή και ως nirvana.
Δεν ταξίδεψα μέχρι το Λάος για να διαφωνήσω επί θρησκευτικοφιλοσοφικών ζητημάτων μ’ αυτό τον γλυκύτατο εικοσιπεντάχρονο βουδιστή μοναχό. Όχι τουλάχιστον πριν καταφέρω να προσεγγίσω κάπως πιο ολοκληρωμένα τη δική του κοσμοαντίληψη.
Εδώ ήρθα κατ’ αρχήν για να μάθω. Να μάθω από πρώτο χέρι κάτι παραπάνω γι αυτή τη θρησκεία που πιότερο κι από θρησκεία αποτελεί πάνω απ’ όλα φιλοσοφική θεωρία, ηθικό κώδικα και στάση ζωής των μυημένων. Και που ίσως γι αυτό να μην είναι χρεωμένη, όπως σχεδόν όλες οι άλλες μεταφυσικές δοξασίες, με φανατισμό, μισαλλοδοξία, διωγμούς «απίστων», σταυροφορίες, ιερούς πολέμους και άλλα τινά, πάντα στο όνομα του ενός και μοναδικού θεού εννοείται.
Έτσι λοιπόν αφήνω στην άκρη τα περί «μη υπόστασης της υλικής πραγματικότητας» που αποτελούν ευθεία επίθεση στην αριστοτέλεια λογική μου και προτιμώ να προχωρήσω την κουβέντα πάρα πέρα.
Και ποιος είναι ο δρόμος, Ναμ Πα, που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να φτάσει στη νιρβάνα; Εδώ γελάει. Ε, δεν είναι απλό, προϋποθέτει τεράστια και μακροχρόνια προσπάθεια για να τα καταφέρεις. Και πολλές μετεμψυχώσεις, προσθέτει. Μόνο που εσείς εκεί στη Δύση είστε πάντα τόσο βιαστικοί! (Ως προς αυτό καλέ μου φίλε, πως να μη σου δώσω δίκιο;)
Ο Βούδας, συνεχίζει, μας δίδαξε τη μέθοδο για ν’ απαλλαγούμε σταδιακά από την tanha, την επιθυμία της κατοχής, και μ’ αυτό τον τρόπο να σβήσουμε μια για πάντα την dukkha. Η μέθοδος αυτή συνοψίζεται στα Οκτώ Σημεία που είναι τα εξής: Σωστή (ή καλή, ή δίκαιη, ή ολοκληρωμένη) αντίληψη, σωστή σκέψη, σωστός λόγος, σωστή πράξη, σωστή συμπεριφορά, σωστή προσπάθεια, σωστή προσοχή και σωστή αυτοσυγκέντρωση. Αυτά δε τα οκτώ σημεία ομαδοποιούνται σε τρεις «στυλοβάτες» (μανία κι’ αυτή, με την κωδικοποίηση σε αριθμούς!): της ηθικής ή «sila» (σημεία τρία έως πέντε), της συγκέντρωσης ή «samadhi» (σημεία έξι ως οκτώ) και της σοφίας ή «pañña» (σημεία ένα και δύο).
… ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΡΜΑ
Εντάξει Ναμ Πα, μέχρις εδώ για σήμερα. Δώσε μου λίγο χρόνο να αφομοιώσω όσα είπαμε, κι αύριο ίσως επανέλθω με άλλες ερωτήσεις. Είναι κι ένα σωρό άγνωστες λέξεις που πρέπει να θυμάμαι! Πάντα με το χαμόγελο, προθυμοποιείται να μου τις γράψει σ’ ένα χαρτί, δηλώνοντας επιπροσθέτως πως θα βρίσκεται στη διάθεσή μου για όποια άλλη πληροφορία θελήσω. Και με την ευκαιρία μου συστήνει και μερικά ακόμα από τα καλογεράκια που μας έχουν κυκλώσει παρακολουθώντας τη συζήτησή μας.
Ο Φαλαπόνγκ είναι δεκατριών χρόνων. Στο μοναστήρι ήρθε πριν από δύο εβδομάδες, ακολουθώντας τη λαοτιανή βουδιστική παράδοση που ενθαρρύνει όλα τα αγόρια κάτω των είκοσι ετών να φορέσουν το ράσο για μια σύντομη έστω περίοδο της ζωής τους. Κατά προτίμηση μετά το τέλος της σχολικής ζωής, και πριν το ξεκίνημα του επαγγελματικού ή έγγαμου βίου.
Παραδοσιακά η θητεία αυτή είναι τρίμηνη, με αιχμή την περίοδο της «watsa», δηλαδή της βουδιστικής «σαρακοστής» που ξεκινάει τον Ιούλιο και συμπίπτει με την εποχή των βροχών στη νοτιοανατολική Ασία.
Αλλά ακόμα και ένα απλό πέρασμα δύο-τριών βδομάδων από κάποιο βατ θεωρείται έτσι κι αλλιώς πως επιφέρει μία λίαν ευεργετική επίδραση στην βελτίωση του κάρμα, δηλαδή του πεπρωμένου, που προκύπτει ανάλογα με τις καλές και κακές πράξεις του καθενός στις προηγούμενες ζωές του. Με λίγα λόγια, θητεία στο μοναστήρι ίσον αύξηση της ελπίδας για μια καλύτερη μετεμψύχωση. Χώρια που αποτελεί μεγάλη τιμή και πράξη ευλάβειας με θετικό αντίκτυπο για όλη την οικογένεια όταν κάποιος γιος ενδυθεί την πορτοκαλί περιβολή και παραλάβει τη μεταλλική γαβάθα της πενίας.
Ο φεγγαροπρόσωπος Τσανγκ είναι ακόμα πιο μικρούλης. Ούτε καν εννιά χρονών. Κι όμως ζει στο μοναστήρι εδώ και δύο χρόνια. Για μια οικογένεια ευσεβή αλλά κυρίως φτωχή όπως η δικιά του, το βατ προσφέρει την καλύτερη δυνατή ευκαιρία για να μορφώσει τα βλαστάρια της, συνδυάζοντας παράλληλα δωρεάν στέγη, φαγητό και ένδυση. Στο Λάος όπου μόλις το εξήντα τοις εκατό των κατοίκων γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, η παροχή εκπαίδευσης από τα βουδιστικά μοναστήρια είναι ακόμα συνήθης πρακτική. Ιδιαίτερα στα μικρά ή απομακρυσμένα χωριά όπου συχνά συμβαίνει να αποτελούν τη μοναδική επιλογή των κατοίκων, καθώς τα κανονικά λαϊκά σχολεία δεν έχουν φτάσει ακόμα εκεί.
Στην παρέα μας συμμετέχει κι ο Πουβόνγκ ο κολλητός του Ναμ Πα. Μαζί μπήκαν στο μοναστήρι πριν από τρία χρόνια αλλά, σε αντίθεση με το φίλο του, ο Πουβόνγκ δεν αποφάσισε ακόμα να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Παραμένει για την ώρα «samanera» (δόκιμος). Που σημαίνει ότι οφείλει να τηρεί «μόνο» δέκα από τους συνολικά διακόσιους είκοσι επτά κανόνες της μοναστικής ζωής.
Ήτοι τα γενικού χαρακτήρα προστάγματα όπως ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις (εντάξει, αυτά έτσι κι αλλιώς ισχύουν για όλους), τις εντολές περί εγκράτειας (εδώ αρχίζουν τα δύσκολα) στο σεξ, το ποτό, το χορό και τη μουσική, συν τις ειδικές οδηγίες αναφορικά με την ενδυμασία, τον ύπνο στρωματσάδα και όχι σε κρεβάτι, τη μη αποδοχή χρημάτων για προσωπική χρήση και την αποτροπή λήψης φαγητού μετά το μεσημέρι.
ΕΙΚΟΣΙ ΒΑΤ ΤΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΟ
Μετά από σχεδόν μια βδομάδα σούρτα φέρτα στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ και τα περίχωρα, έχουμε πλέον γνωριστεί με τους περισσότερους ρασοφόρους του Βατ Ξιενγκ Θονγκ.
Το αρχαιότερο και ωραιότερο ίσως βατ της πόλης απέχει μόλις εκατό μέτρα από το κατάλυμά μας, έτσι που κάθε υποχρεωτικό πέρασμά μας από εκεί κατά τις πολλαπλές ημερήσιες εξόδους μας μετατρέπεται συνήθως σε παρατεταμένη στάση για συζήτηση.
Το Ξιεν Θονγκ χτίστηκε το 1560 από τον βασιλιά Σετθαθιράτ και είναι ένα από τα δύο μοναδικά βατ της Λουάνγκ Πραμπάγκ που υπέστησαν σχετικά λίγες ζημιές το 1887 κατά την επιδρομή της αποκαλούμενης «Μαύρης Σημαίας», μιας συγκυριακής ληστρικής συνένωσης Ταϊλανδών, Κινέζων και Γάλλων μισθοφόρων με κοινό τόπο – τι άλλο; - τις λεηλασίες.
Παρά την ιδιαίτερη σκληρότητα του επικεφαλής των λεφουσιών Ντέο Βαν Τρι, αποδείχτηκε ωστόσο πως ακόμα κι ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να διαθέτει τις ευαίσθητες χορδές του.
Έχοντας περάσει παλιότερα ένα μέρος της μαθητικής του ζωής στο Ξιεν Θονγκ, τον έπιασε λέει ο πόνος στη θέα του παλιού του σχολείου οπότε κι αποφάσισε να το σεβαστεί.
Μ’ ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο, είναι αλήθεια:
Εγκατέστησε εκεί το γενικό στρατηγείου του, οπότε έστω κι έτσι το συγκεκριμένο βατ γλίτωσε από τις καταστροφές - ακόμα και από την ολοκληρωτική ισοπέδωση - που υπέστησαν τα περισσότερα άλλα ιερά μνημεία.
Από τα εξήντα έξι βατ που υπήρχαν στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ πριν από την περίοδο της γαλλικής αποικιοκρατίας, αναστηλώθηκαν και στέκουν όρθια τα τριάντα δύο. Στην κεντρική αρτηρία της πόλης, την Τανόν Σισαβανγκβόνγκ, και στα γύρω στενά, μέσα σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου μπορείς να επισκεφτείς καμιά εικοσαριά ναούς. Όρεξη να’ χεις μόνο. Το καθένα με την αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα και όλα επανδρωμένα με την ίδια πορτοκαλί στρατιά έτοιμη να σε καλοδεχτεί ή – στη χειρότερη περίπτωση – ν’ ανεχτεί την παρουσία σου στο χώρο.
Στο Βατ Ξιέν Μουάν βρίσκουμε τη μοναστική κοινότητα σε φάση χειρονακτικού εργασιακού οργασμού. Καμιά δεκαριά νεαροί με τη γνωστή περιβολή, οπλισμένοι με φτυάρια, μυστριά και καροτσάκι επιδίδονται σε εργασίες αναστήλωσης των ξενώνων.
Λίγο πιο πέρα, στο Βατ Τσουμ Κονγκ είναι η ώρα της μπουγάδας σε σκάφες και λεκάνες. Τα κρεμασμένα ράσα που στεγνώνουν στα σκοινιά θυμίζουν μέτωπο πυρκαϊάς με ανεστραμμένες προς τη γη τις πύρινες γλώσσες.
Εκτός από το κυρίαρχο χρώμα της φωτιάς, πότε πότε βλέπεις και ράσα σε δύο ακόμη αποχρώσεις, μια πιο ανοιχτή προς το κίτρινο και μία πιο σκούρα προς το βυσσινί. Ο κάθε τρόφιμος δικαιούται να φοράει μέχρι τρεις στρώσεις υφασμάτων που αποτελούν τη μοναδική του περιουσία, μαζί με τη γαβάθα ελεημοσύνης, ένα ξυράφι, ένα φλιτζάνι, ένα φίλτρο προστασίας του νερού από τα έντομα και μία ομπρέλα για ήλιο και βροχή. Αυτό δε το τελευταίο αξεσουάρ γνωρίζει την τιμητική του στους δρόμους όπου βολτάρουν οι καλόγεροι στις ελεύθερες ώρες τους, μόνοι τους, δυο-δυο, ή σε πολυάριθμες παρέες, ακόμα και σε διάταξη φάλαγγας κατ’ άντρα, ο ένας πίσω από τον άλλο, με τις ομοιόμορφες μαύρες ομπρέλες να προστατεύουν τα ομοιόμορφα ξυρισμένα κρανία.
ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Λασπόδρομοι, ξυπόλυτα παιδάκια και γουρουνάκια ελεύθερης βοσκής.
Χρυσοκόκκινοι ναοί, άρωμα από σάνδαλο και κότες αλανιάρες που τσιμπολογούν σκουλήκια στα χωμάτινα προαύλια.
Το μικρό μπακαλοκαφε-ψιλικατζίδικο που επιβιώνει σερβίροντας τσάι, ανάμεσα σε σακιά με ρύζι, φακελάκια με σαπούνι σκόνη και κουτάκια αναψυκτικών.
Οι σκαλωτοί ορυζώνες, τα μποστάνια και τα υπαίθρια μαγειρεία κατά μήκος του ποταμού.
Τα τραπεζάκια έξω των «καλών» φαγάδικων κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου.
Τα χαρούμενα κορναρίσματα των ζωγραφιστών τουκ τουκ.
Οι ψαλμωδίες της βραδινής προσευχής των έξι και τριάντα.
Οι οικογένειες που δειπνούν μέσα στα σπίτια τους, καθισμένοι οκλαδόν στο πάτωμα και με τις πόρτες ορθάνοιχτες στο δρόμο.
Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό ο σουρεαλισμός του ιντερνετ καφέ που ξεφύτρωσε ανάμεσα σ’ ένα τσαγκάρικο κι ένα μαραγκούδικο. Δεν αντέχω στον πειρασμό, θα μπω.
Για να διαβείς το κατώφλι του διαδικτυωμένου καταστήματος πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου.
Σα να μπαίνεις σε ναό.
Μέσα στην αίθουσα είναι παρατεταγμένες έξι οθόνες, εκ των οποίων οι πέντε κατειλημμένες.
Στις τρεις αριστερά, ισάριθμοι αλλοδαποί ταξιδιώτες έχουν ανοίξει τα ιμέιλ τους και πληκτρολογούν πυρετωδώς.
Στη δεξιά σειρά, υπάρχει μια θέση κενή που με περιμένει. Μια θέση ανάμεσα σε δύο νεαρούς με ξυρισμένο κρανίο, και το σώμα τυλιγμένο στο γνωστό ηλιόχρωμο ράσο.
Θα στείλω μήνυμα στους φίλους στην Αθήνα, καθισμένη παρέα με δύο βουδιστές μοναχούς. Τους ίδιους που πριν λίγο φωτογραφίζαμε να προσεύχονται στο Βατ Σαέν και που τώρα, με την ίδια προσήλωση, ο ένας τους συμμετέχει σε κάποιο τσατ ρουμ, ενώ ο άλλος έχει κατεβάσει τις ειδήσεις του γιαχού. Κι αυτά σε μια πόλη με λειψές αποχετεύσεις, όπου η άσφαλτος έφτασε πριν λίγα μόλις χρόνια κι όπου το ρεύμα εξακολουθεί να κόβεται κατά κανόνα δύο ώρες την ημέρα. Ω παγκοσμιοποίηση, τι να πρωτοπεί κανείς για σένα!
Για περισσότερες φωτογραφίες από το Λάος:
Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης:
ΛΑΟΣ 1 - ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ, ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΥΡΙΟ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΛΑΟΣ 3 - ΧΡΥΣΟΚΟΚΚΙΝΗ ΒΙΕΝΤΙΑΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν