ΣΙΦΝΟΣ, ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Ανυπέρβλητο Αιγαίο! Το εννοώ με την όση συγκριτική δυνατότητα έχω αποκτήσει περιφερόμενος ανά την Υδρόγειο. Ανυπέρβλητο Αιγαίο ακόμη και σήμερα, παρ’ όλα όσα έχει υποστεί από τους ανθρωπογενείς ρύπους. Κι εγώ με τους ύμνους μου στέλνω (άθελά μου;) πελάτες. Συμβάλλω κι εγώ μαζί με τους άλλους τελάληδες στην εμπορευματοποίησή του. Διατυμπανίζω την αξεπέραστη γοητεία του.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 270 / 18.06.2005
Και; Τι απέγινε η Μύκονος, ας πούμε; Μια μεσήλικη εταίρα με το ‘να λίφτινγκ πάνω στ’ άλλο για να ξεχαρμιανιάζει ο σνομπισμός, η μεγαλομανία και η παρακμή.
Κι αναρωτιέμαι αν και κατά πόσο το φυσικό περιβάλλον γεννά και αναπτύσσει, ή έστω επηρεάζει, την εξέλιξη των πολιτισμών. Και αν ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολιτισμούς και στο φυσικό περιβάλλον είναι διακριτή η διαλεκτική συνάφεια. Κι αν… Αλλά, ποια η ευθέως ανάλογη συνάφεια, ας πούμε, της Αθήνας του Περικλή με τη σημερινή Athens; Πικροί, αναστοχασμοί.
Κι όμως, ξανά και ξανά επανέρχομαι στο Αιγαίο για να χαθώ στις πέτρες και στα βαθυγάλαζα νερά του. Αυταπατώμενος. Η ηδονή της οδύνης; Να παίζω με τον ευρυγώνιο για να μη με πληγώνουν οι λεπτομέρειες του περιτυλίγματος. Να γυρεύω με τον τηλεφακό πεισματικά και μοιρολατρικά κάτι απ την παλιά ομορφιά. Ένα παλιό παράθυρο, ας πούμε, ένα κιούπι, ένα υπόλοιπο παλιού καλντεριμιού. Έναν αγρότη χωρίς κινητό. Έναν γάιδαρο, μια κατσίκα, μια ξερολιθιά, ένα κορίτσι να μαζεύει λουλούδια του Απρίλη…
ΕΑΡ
…. Χαλάρωσε, θα μου πεις. Είσαι στη Σίφνο, στις Καμάρες, ψηλά, στης Στέλλας τη λοκάντα. Μπροστά σου το λιμάνι-μυχός κι απέναντί σου, ακόμη πιο ψηλά, ο Άγιος Συμεών, λευκή κηλίδα σαν περιστέρι με διπλωμένα φτερά. Θα πάμε. Έστω και πεζή. Έστω κι αν κάνουμε ώρες μέχρι να φτάσουμε.
Μα… η Απολλωνία; ο Αρτεμώνας; η Χρυσοπηγή; Και κει θα πάμε, αλλά λέω ν’ αρχίσουμε απ αυτόν τον περιστεριώνα των αναχωρητών.
Η Στέλλα, αυτοεξόριστη κι αυτή από το απάνθρωπο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ, ξέρει τι ψάχνουμε και πού θα το βρούμε. Ξεδιπλώνω το χάρτη μου μπροστά της. Λοιπόν…
Καλώς ή κακώς ο Μέφιστο, το δίτροχο άτι μου, μας πήγε μέχρι πάνω, στον Άγιο Συμεών, κι έτσι δεν χρειάστηκε να υποδυθούμε τους αυτομαστιγωνόμενους προσκυνητές.
Ο βαθυγάλαζος μυχός από κάτω μας, προστατευόμενος των δυο ορεινών όγκων, τετρακόσια μέτρα μπόι έκαστος.
Η ευρυγώνια οπτική αμβλύνει τ’ ανεπιθύμητα. Οι ψίθυροι της μάνας Φύσης αποφορτίζουν την ένταση.
Είναι κανείς εδώ; Δεν είναι κανείς εδώ. Κάτι μου λέει πως ερημίτες μοναχοί δεν υπάρχουν πια. Κάποιος παπάς, ίσως, θ’ ανεβαίνει κατά καιρούς με το λαντρόβερ του, και κάνας εργάτης μαζί του, για ν’ ασβεστώνει. Πώς αλλιώς εξηγείται η καθαρότητα, η λάμψη και η ανυπέρβλητη απλότητα της αρχιτεκτονικής του;
Ο Άγιος Συμεών δεν είναι εμπόρευμα, λοιπόν. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Χαλάρωσε, λοιπόν, κι απόλαυσε το πάλλευκο σύννεφο, τη σαύρα στο πεζούλι που σε κοιτάζει δύσπιστα, τον Προφητηλία, αγριοπερίστερο κι αυτός στη γείτονα κορυφή. Θα πάμε και κει.
Σκληρή δοκιμασία για τον Μέφιστο ο ασυντήρητος χωματόδρομος. Αντέχει όμως. Σκυλί, σου λέω! Κι όχι μόνο αντέχει αλλά και προτιμά. Κι ας μην είναι εντούρο. Τσοπεράκι της πλάκας είναι, πλην σκληροτράχηλος. Τα πάμε καλά οι δυο μας. Οι τρεις μας, αφού και η Ισαβέλλα εποχείται πίσω μου. Πού θα με πας; τον ρωτώ.
Αφού πιάσουμε την άσφαλτο στο χωριό Τρουλλάκι, θα τραβήξουμε για Χερρόνησο, στο βορειότερο σημείο του νησιού, μου απαντά. Ότι πεις, Μέφιστο!
Η αχαλίνωτη πλέον αγανάκτησή μου για την εμπορευματοποίηση των πάντων αρχίζει να υπονομεύεται. Συμβάλει και η μελωδία του «Κογιανισκάτσι» που περνάει εντός μου μες απ τ’ ακουστικά και με απογειώνει. Αργά ή γρήγορα θα πάρουν τη θέση του ο παφλασμός στα βότσαλα και οι ωδές των τζιτζικιών. Και το άρωμα της Φύσης. Είναι αλήθεια πως είναι ακόμη νωρίς για τις μαζικές επελάσεις των επιδρομέων του Αυγούστου. Είμαστε ακόμη στις μέρες του Πάσχα. Και χωρίς να με συνδέει απολύτως τίποτα με τη μεταφυσική των θεϊστών, με μεθούν οι ύψιστοι βυζαντινοί ψαλμοί. Αν φυσικά έχω την τύχη να μην πέσω σε παράφωνους ψάλτες. Ω, γλυκύ μου Έαρ! Έαρ!... Ως και οι θεϊστές επικαλούνται τη μαία Άνοιξη.
ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΚΤΙΣΤΗ
Το τραχύ μονοπάτι για τον Άγιο Γεώργιο ξεκινά πάνω απ τον όρμο-λιμάνι της Χερρονήσου. Μια μάντρα από ξερολιθιά κι ένα έμπα από άτσαλα καρφωμένες τάβλες υποδηλώνει ότι ο Μέφιστο θα μας περιμένει εδώ. Τόσο το καλύτερο για όλους. Να κάψουμε λίπη. Όχι πως μας περισσεύουν δηλαδή αλλά… να σφίξουμε μυς, να φορτιστούμε άχραντο οξυγόνο. Για τα ωραία πρέπει να κοπιάζεις. Γίνονται ακόμα πιο ωραία.
Κοτρόνια, σαύρες και κάποια αλανιάρα κατσίκα το σκηνικό. Γύρω, το απόλυτο μπλε με κάποια λευκά σημάδια από άτολμα κύματα. Σκηνικό για ποιητές σαν τον Ελύτη. Τον νοιώθεις παντού. Και νοιώθεις τιμή που έζησες στα ίδια χώματα και στα ίδια νερά με κείνον. Άξιος Εστί…
Ο Άγιος Γεώργιος! Να υποκλίνεσαι στην αρχιτεκτονική δεινότητα του ταπεινού κτίστη. Άναψα το τσιμπούκι μου στη ρίζα της μάντρας. Εδώ μπορείς ακόμη να Μην πληρώνεις τη σκιά, την ευωδιά του θυμαριού και το γλυκύ μουρμουρητό του Αιγαίου. Εδώ μπορείς (ακόμη) να μην ρυπαίνεσαι από τους εφιαλτικούς ήχους των ελικοπτέρων της καταστολής.
Χερρόνησος. Στα μύχια του βορειότερου υδάτινου μυχού. Ως οικισμός, περίπου νεόδμητος και περίπου αδιάφορος. Τα νερά όμως, κρύσταλλο! Βλέπω από ψηλά τον βυθό μαζί με τις σκιές των καϊκιών του. Βλέπω τις μικρές λευκές πεταλούδες στο χορό της Άνοιξης, μ’ ακούς;
ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΙΦΝΟΥ
Πριν από εικοσιτόσα χρόνια, τότε που ‘χαμε πρωτοέρθει με την Ισαβέλλα, η Απολλωνία και ο Αρτεμώνας αποτελούσαν δυο ξεχωριστά χωριά. Το ένα αντίκρυ στο άλλο. Η μνήμη μου αποκαθαρμένη κι εξασθενημένη από το χρόνο τα διατήρησε ως γλυκά ανομολόγητα μυστικά που κανείς και ποτέ δεν θα μάθαινε. Μυστικά αφελών εραστών που αγνοούν τη δύναμη του χρόνου και των συνεπειών του.
Αιγαίοι, Κρήτες, Κάρες και Φοίνικες. Ίωνες, Έλληνες, Ρωμαίοι και Βυζαντινοί. Τούρκοι και… Νεοέλληνες. Εικοσιεφτά αιώνες ακμή και παρακμή. Και πάλι. Σήμερα η Απολλωνία κι ο Αρτεμώνας έχουν σχεδόν ενωθεί οικιστικά αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που διατηρούσα στη μνήμη μου. Κι επί πλέον ο διχασμός του φωτογράφου: τι να αναδείξω; Το ωραίο; Το κιτς; Το νεόπλουτο; Όλα μαζί; Κι από πού θα προκύψει η πραγματικότητα; Τι είναι το κύριο; Τι είναι το δευτερεύον; Κι όπως πάντα, καταλήγω σε ότι ενστικτωδώς με διεγείρει εντονότερα. Είτε ωραίο είναι αυτό είτε όχι.
Η κεντρική οδική αρτηρία που περνάει ανάμεσα στους δυο οικισμούς αποτελεί τη βούλα της εξέλιξης. Δίτροχα, νταλίκες, μουράτα οχήματα, καφετέριες, νταβαντούρι. Όχι τίποτε το τραγικό αλλά, να, εκδορές που δεν θα επουλωθούν, ηλεκτρονικοί ήχοι που θα κάνουν τα πουλιά να σιγήσουν. Είναι γιατί προτιμώ την ολοζώντανη «νεκρή» φύση.
Καμιά φορά δίνω κωδικά ονόματα στα νησιά, ονόματα που εκπορεύονται από κάποιες καλές στιγμές. Μας έφερε το καταΐφι, την καρυδόπιτα και τα παγωμένα νερά. Πώς σε λένε; Νίκη! Η Νίκη της Σίφνου, λοιπόν! Γελάκι. Εισαγωγικά στις άκρες των χειλιών και τσαχπινιά στο βλέμμα. Το χειμώνα πανεπιστήμιο στην Αθήνα, το καλοκαίρι σερβιτόρα στη Σίφνο. Πες μας για τη ζωή σου τα καλοκαίρια στη Σίφνο, Νίκη… Δεν ήταν τόσο για τη ζωή της όσο για τη ζωή του νησιού. Είναι γεννημένη εδώ και ξέρει.
Βασική παραγωγή, φυσικά, ο τουρισμός. Όλα στο βωμό της βαριάς βιομηχανίας τουρισμού: πυλώνας της οικονομίας που με μια οδηγία κάποιου πλανητάρχη μπορεί να σωριαστεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Οι ξερολιθιές ρήμαξαν. Η κτηνοτροφία σχεδόν μηδενική. Η γεωργία επίσης. Οι μύλοι δεν γυρίζουν πια.
Απολλωνία και Αρτεμώνας! Ο ήλιος μου δίνει τα χρώματα και τις σκιές του για να κάνω παιχνίδι με παλέτα το προσοφθάλμιο της φωτογραφικής. Ομολογώ πως περισσότερο με κερδίζουν τα κλιμακωτά καλντερίμια που καταστρατηγούν τις ευθείες, αφού χαράχτηκαν πάνω σε αρχαία μονοπάτια για πεζούς και υποζύγια. Η αισθητική ελευθεριότητα του λαϊκού τέκτονα που αμφισβητεί την τυπική στερεομετρία των δομημάτων. Θόλοι, στοές και τοξωτά υπέρθυρα που μαρτυρούν διϊστορικές πολιτισμικές διαδρομές. Εδώ κι εκεί θραύσματα απ το πέρασμα Ρωμαίων, Βυζαντινών, Ενετών και Σαρακηνών. Μνήμες με αποενοχοποιημένο πλέον ιστορικό βάρος.
Μα πάνω απ όλα οι εκκλησιές! Όχι εκείνες οι μεγάλες μητροπολιτικές νεότερης κοπής, όχι οι φιγουράτες που μου θέλουν μεγάφωνα και ηλεκτρονικά καμπαναριά. Οι άλλες, οι παλιές, οι απόμερες, οι απλές, οι λιτές, που λούζονται στον ήλιο και τον επανεκπέμπουν με απλότητα και αλήθεια. Τα εκκλησάκια και τα ξωκλήσια με πέτρα αληθινή κι όχι κομμένη φέτα στην κορδέλα του λατομείου. Αυτά τα ανθρώπινα τεχνουργήματα από χέρια απλών κτιστάδων. Αυτά τα μεθυσμένα στον ασβέστη πιθάρια στις εσοχές του καλντεριμιών, τα φυτεμένα με μπουκαμβίλιες και ίασμους. Αυτά θέλω να είναι τα θέματά μου. Αυτά είναι η Νίκη της Σίφνου.
ΚΑΣΤΡΟ
Άγρυπνη βίγλα στους αιώνες των ποικιλώνυμων κουρσάρων το Κάστρο. Το κομμάτι του νησιού που άντεξε περισσότερο στη λαίλαπα της λεγόμενης προόδου. Γι’ αυτό και το ωραιότερο απ τα στολίδια του. Ούτε καν οι κουρσάροι της τουριστικής εκμετάλλευσης δεν κατάφεραν να το αλλοιώσουν. Για την ώρα.
Αρχαίο Κάστρο και Κάστρο-χωριό αξεχώριστα. Στενά δρομάκια και θολωτές στοές που επιστρέφουν τον ήχο των βημάτων μας. Μαρμάρινα ανάγλυφα εδώ κι εκεί, υπογραφές άλλων εποχών.
Ζωντανό μουσείο και περίπατος γαλήνης. Και περισυλλογής. Το βάρος της Ιστορίας.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Ταξίδι στο χώρο και ταξίδι στο χρόνο είναι έννοιες συνυφασμένες. Να ‘ρχεσαι, ας πούμε, μετά από δυόμιση δεκαετίες στη Χρυσοπηγή όπου κάποτε πέρασες από ένα κεφάλαιο της ζωής σου σ’ ένα άλλο. Τότε ήταν η άκρη του κόσμου αλλά όχι και του πολιτισμού αφού σ’ ένα απ αυτά τα κελιά, σ’ ένα άλλο παρελθόν, έγραφε ο ποιητής Προβελέγγιος. Τώρα μας φέρνει η άσφαλτος κι ο ακάματος Μέφιστο.
Τώρα στην περιοχή της Χρυσοπηγής ευδοκιμούν κτίσματα, όχι πάντα αισθητικώς αντάξια του περιβάλλοντος. Όμως η μικρή βράχινη χερσόνησος με την εκκλησιά στην άκρη είναι απαράλλακτη όπως τότε.
Απαράλλαχτη, φυσικά, και η φυσική εγκάρσια τομή του βράχου που την καθιστούσε νήσο αντί για χερσόνησο.
Ακόμη κι οι πεταλίδες μας φάνηκαν σα να ‘ταν οι ίδιες του τότε. Ολοκληρώσαμε το προσκύνημα στο παρελθόν.
Η διπλανή παραλία αγνώριστη. Αλωμένη και αναλώσιμη. Τραπεζάκια έξω, συμπαθητικά, δε λέω, στη σειρά. Ούζο με μεζέ χταπόδι, λέμε στον σερβιτόρο, και νερό της βρύσης. Της βρύσης; απορεί. Ναι, της βρύσης, και μάλιστα κρύο, δεν συνηθίζω να πληρώνω το νερό στη χώρα μου. Δεν έχουμε νερό της βρύσης, κύριε! Να βρείτε. Πώς πλένετε τα πιάτα; με εμφιαλωμένο; Ή δεν τα πλένετε καθόλου;
Το χοιρόμορφο αφεντικό-του έτρεξε πάραυτα. Ξέρετε, το παιδί είναι Αλβανός και δεν…
Τι δεν; κανείς δεν πίνει φυσικό νερό σ’ αυτή τη χώρα;…
Πονηρός ο αφέντης, δεν μού ‘δωσε την ικανοποίηση να τον νικήσω μετά από σύγκρουση.
Θα φροντίσω, κύριε…
Κι έσπευσε δουλοπρεπώς να φροντίσει καθότι είναι νομικά και ηθικά αίολος. Και δεν ξέρει αν και ποιες άκρες μπορεί και να ‘χω για ν’ αναδείξω το μέγεθος της επιχειρηματικής αυθαιρεσίας του, να πουλάει ακόμα και το κυματάκι που ξεθυμαίνει στην αμμουδιά. Κάτι σαν κι αυτόν κυνήγησαν τους περιστασιακούς σκηνίτες, τους γυμνοσοφιστές και τους εν γένει ανυποχώρητους εραστές της αμόλυντης Φύσης. Και τώρα σου πουλάνε και το νερό που θα πιεις. Έ, όχι!
Ο Πλατύ Γιαλός… κάτι σαν Λούτσα στην παρακμή της. Θου κύριε, ας μην γίνω χειρότερος…
Το δε Βαθύ μοιάζει με ατομική ιδιοκτησία του ενός. Ένα υπερσυγκρότημα με αλυσίδα από πισίνες εκατό μέτρα απ το κύμα. Ως και ελικοδρόμιο πήρε το μάτι μου.
Στην άλλη άκρη όμως του όρμου αντέχει ο παλιός οικισμός με όλα τα σιφνέικα δομικά κοσμήματα. Πόσο θ’ αντέξει;
ΑΛΗΘΩΣ
Και ξανά στην Απολλωνία. Στον πιο διάσημο δρόμο της, αφού κάποιος ενθάδε μπαρμπέρης είχε την τιμή να φιλοτεχνήσει την πάλαι ποτέ πρωθυπουργική κόμη του Σημίτη.
Δεσμεύουμε ένα τραπεζάκι έξω για να κάνω φωτοπαίγνιο με τ’ αναστάσιμα βεγγαλικά και βαρελότα.
Ομολογώ πως παιδιόθεν με μάγευαν και ουδέποτε το ξεπέρασα. Υπήρξα μάστορας στην κατασκευή τους, άσχετα αν κάποιο απ αυτά είχε εκραγεί στο χέρι μου. Μικρό το κακό.
Μαγειρίτσα, σαλάτα και κόκκινο κρασί και στήνω τη μηχανή στο πλατύ στόμιο του μπουκαλιού που θα κάνει χρέη τρίποδου.
Τα βεγγαλικά κάνουν τη νύχτα μέρα.
Οι πιστοί παρελαύνουν μπροστά μας με την αναμμένη λαμπάδα στο ‘να χέρι και το κινητό στο άλλο.
Χρηστός Ανέστης, Λιτσάκι μου!
Τι πού, καλέ, στη Σίφνο είμαστε!
Το λογαριασμό παρακαλώ!
Πενηνταδύο ευρώ, κύριε!
Αληθός ο κύριος. Σκέψου να παραγγέλναμε και κυρίως πιάτο…
Για περισσότερες φωτογραφίες: Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν