ΠΑΞΟΙ - ΑΝΤΙΠΑΞΟΙ, ΙΟΝΙΟ ΔΙΔΥΜΟ

Front Picture: 

Εδώ, στην Άκρα Δύση της επικράτειας που λες, οι ελληνάρες μπορούν να κοιμούνται περίπου ήσυχοι: η γεωγραφία δεν ευνοεί τις καραβιές των απελπισμένων. Βολεύει βέβαια μια χαρά τους Ιταλούς λαθραλιείς των χωρικών μας υδάτων, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Στους δε Παξούς αποβιβάζονται συχνάκις Ιταλοί, Άγγλοι και Γερμανοί ιδιοκτήτες επαύλεων έκπαγλου αισθητικής μεν, πλην αμφιβόλου νομιμότητος. Αποβιβάζονται και Αλβανοί ανερχόμενοι μπίζνεσμαν με κάπως ασαφές, ομολογουμένως, επιχειρηματικό αντικείμενο, αλλά δε βαριέσαι. Τζίρος να γίνεται.

 

Του Κώστα Ζυρίνη,

Δημοσιεύτηκε στο «ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ» της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ», τεύχος αρ. 123 / 17.08,2002

 

ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ


Ξεκουράζω τα καταταλαιπωρημένα κάτω μέλη μου στο πέτρινο τοιχίο δίπλα σε δυο εξαντλημένα ποτήρια, εκ των οποίων το ένα περιείχε, μέχρι πριν από λίγο, παγωμένο φραπέ και το άλλο παγωμένο νερό. Κι ακόμη διψώ.

 

Πέρα, στο βάθος, ορθώνεται ο επόμενος στόχος μου, ένας θεόρατος κάθετος βράχος. Διακόσια; τριακόσια μέτρα πάνω από τη θαλάσσια επιφάνεια; ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει εξ άλλου; Εκείνο που μετρά είναι η αίσθηση αυτής της άγριας μεγαλοπρέπειας. Και ο μακρινός παφλασμός του κύματος που εισδύει στο πεντάγραμμο των τζιτζικιών: ανόργανος μινιμαλισμός της ανάσας της Φύσης.

 

Κι ενώ εγώ ευδαιμονίζομαι, εσύ μαζοχίζεσαι με το τηλεχειριστήριο από κανάλι σε κανάλι. Από τον έναν ασελγή της Αλήθειας, στον άλλο. Διότι, για να εξηγούμεθα, άλλο η αισθητική μυθοπλασία και άλλο η τρομολαγνική τηλεοπτική πραμάτεια. Ας πρόσεχες. Ας ερχόσουν εδώ, μαζί μου, στους ακαταπόνητους τέττιγες.

 

Α, ναι, το μπαλκόνι στον κόσμο της Φύσης, πάνω στο οποίο ευδαιμονίζομαι αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στην τοποθεσία Ερημίτης. Στην κρημνώδη δυτική ακτή των Παξών. Διαθέτει ένα πέτρινο περίπτερο αναψυκτήριο κι ένα πανέμορφο ξωκλήσι. Ερημίτης! Πού το βρήκα ε! Ήρθε κι έδεσε με την πραγματική μου φύση.

 

Εδώ, στην Άκρα Δύση της επικράτειας που λες, οι ελληνάρες μπορούν να κοιμούνται περίπου ήσυχοι: η γεωγραφία δεν ευνοεί τις καραβιές των απελπισμένων. Βολεύει βέβαια μια χαρά τους Ιταλούς λαθραλιείς των χωρικών μας υδάτων, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Στους δε Παξούς αποβιβάζονται συχνάκις Ιταλοί, Άγγλοι και Γερμανοί ιδιοκτήτες επαύλεων έκπαγλου αισθητικής μεν, πλην αμφιβόλου νομιμότητος. Αποβιβάζονται και Αλβανοί ανερχόμενοι μπίζνεσμαν με κάπως ασαφές, ομολογουμένως, επιχειρηματικό αντικείμενο, αλλά δε βαριέσαι. Τζίρος να γίνεται.


Έτσι λοιπόν, πατώ στο στέρεο έδαφος της κοσμοπολίτικης λοβιτούρας. Σίγουρο έδαφος.

 

Παρασύρθηκα. Είναι κι αυτή η ζέστη, βλέπεις, κι οι υπεραιωνόβιες ελιές, και τα τρελαμένα τζιτζίκια. Αλλά, δεν μασάω. Θα θέσω κάτω απ τ’ άρβυλό μου την άβυσσο και θα την κοιτάξω ευθέως. Θα μετεωρηθώ, όπως τότε στη Ζάκυνθο, θέτοντας σε δοκιμασία το όποιο και όσο αίσθημα ισορροπίας διαθέτω. Θα δαμάσω τον ίλιγγο. Μόνο που ο Ερημίτης δεν είναι το ιδανικό σημείο γι αυτό.

 

Ο Γιώργος απ τη Λάκκα μου είπε πως το μέρος που ψάχνω λέγεται Καστανίδα. Και υποψιάζομαι πως αυτή η Καστανίδα δεν είναι παρά ο βράχος απέναντί μου για τον οποίο σου μιλώ τόση ώρα. Περισσότερο από ένα χιλιόμετρο ευθεία. Και πώς θα πάω μέχρις εκεί; Οι τουριστικοί χάρτες που κυκλοφορούν στην πιάτσα είναι ανεπαρκείς για τέτοιες αξιώσεις. Θα εμπιστευτώ λοιπόν το ένστικτό μου και την αίσθηση προσανατολισμού που απέκτησα τα χρόνια που ήμουν πρόσκοπος.

 

Μέχρις ένα σημείο μ’ έφερε το νοικιασμένο αυτοκίνητο. Από κει και πέρα πήρα ένα καλυμμένο από αγκαθωτά σκίνα δυσδιάκριτο μονοπάτι. Το άρωμα του θυμαριού να σε μεθάει. Οι σαύρες στην καυτή πέτρα να σε κοιτούν περίεργα. Τα δέντρα να φυτρώνουν μέχρι και στο χείλος του γκρεμού. Τόσο που οι μισές από τις ρίζες τους να μετεωρίζονται στο χάος. Το οποίο αποκαλύφτηκε ξαφνικά και απροειδοποίητα μπροστά μου για να υποχρεώσει το αίμα μου σε αντίστροφη ροή.

 

Ευτυχώς που δεν είσαι δω. Θ’ άρχιζες τις προστατευτικές σου υποδείξεις και θα μου χάλαγες το όλο σκηνικό. Αλήθεια, αν πέσει ένα ανθρώπινο σώμα από δω... Άσε, δεν είναι από τις καλύτερες σκέψεις που πρέπει να κάνει κανείς σ΄ αυτές τις περιστάσεις. Αν πέσει, πάντως, από δω ένα ανθρώπινο σώμα δεν θα προλάβει να σκεφτεί ή να νοιώσει τίποτα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζονται καθόλου σκέψεις. Είμαι δω για να κλείσω μέσα μου ένα θέαμα κι ένα αίσθημα μοναδικά. Και να ξέρεις πως όλη, ή σχεδόν όλη, η δυτική ακτογραμμή των Παξών είναι έτσι.

 

Όπως και τότε στη Ζάκυνθο, κάθισα στο χείλος αφήνοντας τα καταταλαιπωρημένα κάτω μέλη μου να αιωρούνται στην πάμφωτη άβυσσο. Κι άπλωσα το χέρι μου με τη φωτογραφική, η οποία, όταν κοιτάζει μόνη της προς τα κάτω, δεν χαμπαριάζει από ιλίγγους και τέτοια. Αρκετά όμως σε ζάλισα με τη διαχείριση της αδρεναλίνης μου. Όπισθεν ολοταχώς.

 

Το τρίτο σημείο της αναμέτρησής μου με τη μεγαλοσύνη της Φύσης ήταν οι Άγιοι Απόστολοι. Στην ίδια ακτογραμμή φυσικά. Μόνο που εδώ εξέπνευσε το μέχρι τότε διακαές ενδιαφέρον μου της θέασης από τα πάνω προς τα κάτω. Μια αντίστοιχη φωτογραφική ματιά από τα κάτω προς πάνω θα ήταν στερημένη, φυσικά, από την κατανάλωση αδρεναλίνης πλην θα ήταν πλούσια από την αίσθηση του δέους. Μόνο που γι αυτό χρειάζεται ένα ιδιωτικό, δηλαδή πειθήνιο, ταχύπλοο μέσο.  

 

Και τώρα σ’ αφήνω γιατί έχω ραντεβού μ’ έναν συμπαθή καϊκτσή  στο λιμανάκι της Λάκκας. 

 

Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ...


- Δηλαδή να τα γράψω όλ’ αυτά που μου είπες, καπετάνιο;

- Και βέβαια να τα γράψεις, δουλειά σου δεν είναι;

- Δουλειά μου είναι, βέβαια, και πεποίθησή μου, αλλά μερικοί ισχυρίζονται πως μόνο την καλή πλευρά του τουρισμού πρέπει να προβάλουμε. Να μην γράφουμε, λέει, τα στραβά και τ’ ανάποδα διότι έτσι κάνουμε κακό στην οικονομία της πατρίδας.

- Πες τους να πάν’ να...

- Μην το λες καπετάνιο, δε γράφεται...

- Τότε πες τους ότι ο κακός τουρισμός που είναι ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι....

- Ούτε αυτό γράφεται, καπετάνιο...

- Εγώ θα στα λέω όπως μου ‘ρχονται στη γλώσσα μου και συ γράφ’ τα όπως θες, να πούμε, ‘ντάξει; Το λοιπόν, ο κακός τουρισμός κάνει κακό στον τόπο. Όχι να πουλάμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δηλαδή!

- Αυτό γράφεται.

- Να λες και τα καλά και τα στραβά. Σταράτα λόγια.

- Ελήφθη!

- Και ‘γω, που λες, αν ήθελα θα πούλαγα στους Ιταλιάνους τη γη μου πέρα στα Δαλιετάτικα για ν’ ανοίξω ρεστωράν στη Λάκκα. Αλλά δεν την πουλάω, κύριε, για να χτίσεις εσύ τη βίλα σου και ‘γω να κάνω λάντζα μέρα νύχτα! Είμαστε κατεχόμενοι από λεφτάδες Ιταλιάνους, Εγγλέζους και Γερμαναράδες, με προσέχεις;

- Και βέβαια σε προσέχω.

- Έχουν αγοράσει τα καλύτερα κομμάτια του νησιού κι έχουν χτίσει τις βιλάρες τους. Και παράνομα αν θες να ξέρεις. Τι πενήντα μέτρα μου λες απ το γιαλό! Εδώ μαντρώνουν και το γιαλό ακόμα.

- Και κανείς δεν τους τα κατεδαφίζει;

- Τι μου λες τώρα; Κρίμα που μου φαίνεσαι και ξύπνιος! Εδώ τα πιάνουν όλοι.

- Όχι μόνο εδώ.

- Ε, τότε τι μου λες κανείς δεν τους τα κατεδαφίζει; Αφού καταλαβαίνεις... Και ‘μεις οι ντόπιοι γίναμε όλοι γκαρσόνια και λαντζέρηδες. Τ’ αγόρια μας τρέχουν πίσω από τις ξεβράκωτες και τους κουνιστούς Εγγλέζους. Τα κορίτσια μας... άντε να μην το πω τώρα γιατί κι αυτό θα μου πεις ότι δεν γράφεται. Το λιμάνι της Λάκκας έχει δηλητηριαστεί από τα σκατά και τα σκουπίδια που αδειάζουν οι κοτεράδες και δεν τολμάει κανείς να τους τραβήξει τ’ αφτί. Οι ελιές μας ρημάζουν. Ποιος πάει να τις φροντίσει; Μόνο κάτι Αλβανοί αλλά κι αυτοί ξύπνησαν. Πήραν πράσινη κάρτα και τώρα σου ζητάν τα κέρατά τους τα τράγια για να μαζέψουν τις ελιές. Κι οι Παξινοί, δε συφέρει σου λέει, δεν αφήνουν πολλά οι ελιές, καλύτερα να πουλάω καρποστάλ, ή να κάνω την αυλή και το σπίτι μου ντίσκο.

- Ε, χρειάζονται και οι ντίσκο, ρε καπετάνιο!

- Όλα χρειάζονται ρε φωτογράφε αλλά, έτσι όπως γίναμε, όλη η Ελλάδα στηρίζεται στον τουρισμό. Κι αν τσατιστεί ο πλαντάρχης και σου βγάλει κάνα φιρμάνι μην πάτε κατά Ελλάδα μεριά διότι εκεί υπάρχουν τρομοκράτες, τι γίνεται; Μπραφ γίνεται. Διότι αν δεν έχουμε κάμποσα εργοστάσια δικά μας, ελληνικά, αν δεν έχουμε γεωργία, αν δεν έχουμε κτηνοτροφία θα ξαναγίνουμε Ψωροκώσταινα. Ξέρεις τι θα πει Ψωροκώσταινα;

- Ε, πώς δεν ξέρω, στην Ψωροκώσταινα γεννήθηκα.

 

Δρασκέλισα την κουπαστή του καϊκιού του και πάτησα στο σταθερό πλακόστρωτο του μόλου αφήνοντάς τον μόνο να μπαλώνει τα δίχτυα του και να μουρμουράει. Καλή η παρέα του, δε λέω, αλλά πολύ με ψυχοπλάκωσε. Κι εξ άλλου έχω κι άλλα να κάνω. Το βράδυ έτσι κι αλλιώς θα τον ανταμώσω στο ουζάδικο. Έχει, λέει, να μου πει πολλά ακόμα.

 

ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ, ΤΟΥ ΓΑΪΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΚΚΑΣ


Έχω ήδη διατρέξει όλο το νησί: Την ανατολική οδική αρτηρία που συνδέει τις πιο κατοικημένες περιοχές, τον Γάιο δηλαδή, το Λόγγο και τη Λάκκα, καθώς και την κεντρική αρτηρία που διασχίζει όλη την ορεινή ραχοκοκαλιά. Χώρια οι παρορμητικές εξορμήσεις μου στους δυτικούς γκρεμούς που σου προανέφερα.

 

Είναι όλο κατάφυτο. Από ελιές κυρίως. Πουθενά γυμνό τοπίο. Επτάνησος, τι περιμένεις; Θεωρώ πως η τουριστική κίνηση δεν έχει φτάσει ακόμη στην ετήσια κορύφωση της. Αυτό θα συμβεί τον επόμενο μήνα, τον Αύγουστο. Θα γίνεται το σώσε, όπως λέει κι ο καπετάνιος. Ευτυχώς που εγώ δεν θα ‘μαι δω για να το υποστώ.

 

Χτες το βράδυ έκανα μερικές ημερήσιες αλλά και νυκτερινές φωτογραφίσεις στον Γάιο. Δεν θα μπω στον πειρασμό των συγκρίσεων με άλλα νησιά. Το καθένα έχει τη δική του Ιστορία, τη δική του προσωπικότητα και τη δική του ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα. Και είναι λάθος να χρησιμοποιώ ως μέτρο του τέλειου τη Σίκινο, όπως πολύ σωστά μου είχες επισημάνει κάποτε.

 

Ο Γάιος, που λες, μπορεί να έχει γεμίσει μαγαζιά, παραμάγαζα, ταβέρνες, αναψυκτήρια, παμπ και κάθε λογής καταστήματα εξυπηρέτησης των παραθεριστών, πλην, οφείλω να πω, διατηρεί τη βασική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του. Κι αυτό ισχύει τόσο για το μόλο όπου και είναι παραταγμένα τα εναπομείναντα παλιά αρχοντικά όσο και για το εσωτερικό του.

 

Εκείνο που, υποθέτω πως, ανέδειξε τον Γάιο σε πρωτεύουσα των Παξών είναι η θέση του στο νησί. Εκτείνεται στο χείλος ενός περίπου ημικυκλικού μυχού, εντός του οποίου έρχεται και εφαρμόζει ερωτικά η προστατευτική νησίδα του Αγίου Νικολάου, καταπράσινη κι αυτή, δημιουργώντας μεταξύ τους ένα απάνεμο τοξωτό κανάλι.

 

Ιδωμένος από ψηλά ο Γάιος με τα ψαροκάικα, με τα ιστιοφόρα και τα πλοιάρια των τοπικών διαδρομών, με τη μυρωδιά της αλμύρας, της ανάμικτης με το θυμάρι, και χωρίς την ηχορύπανση των σκυλοπόπ να ασελγεί στο νευρικό σου σύστημα... Ιδωμένος, που λες, από ψηλά, ο Γάιος είναι το ονειρικό λιμανάκι που πόθησες διακαώς καθώς ήσουν μποτιλιαρισμένη στην αγανάκτηση των πυρακτωμένων ωρών της Αθήνας.

 

- Ινδός είσαι φίλε;

- Νο σερ, αϊ αμ Ίνγκλις, μου απαντά κάπως αμήχανα.

- Είσαι τόσο Ίνγκλις όσο Κινέζος είμαι ΄γω. Κοίτα, φίλε, προσωπικώς σε προτιμώ αυτό που φαίνεσαι, δεν είναι απαραίτητα προσόν να είσαι συμπατριώτης του Μπλαιρ και της Θάτσερ. Του Γκάντι, μάλιστα!

- Ο, κέι, σερ, ιφ γιου γουόντ, άι αμ φρομ Πακιστάν.

- Τώρα ξηγιέσαι καλά. Λοιπόν, γράφε: μία γαύρο τηγανητό, μία βλίτα, μισό κιλό... 



 

Πρέπει να πας δυο και τρεις φορές για να θυμάσαι μετά ποιος είναι ο Λόγγος και ποια η Λάκκα. Νομίζω πως έχουν την ίδια γλύκα. Την ίδια γαλήνη. Και, φυσικά, την ίδια αρχιτεκτονική. Όχι τίποτα το σπουδαίο  δηλαδή αλλά, να, μια σεμνότητα που δεν έχει ρυπανθεί από τα κραυγαλέα πάρτε κόσμε.

 

Σημάδι στη μνήμη μου για τον Λόγγο, για να τον διακρίνω από τη Λάκκα, είναι τα χορταριασμένα ερείπια του παλιού σαπωνοποιείου, του μεγαλύτερου των Βαλκανίων στην εποχή του. Η Λάκκα είναι κάπως μεγαλύτερη ως οικισμός και διαθέτει το προσόν ενός πιο απάνεμου λιμανιού. Σου λέω μόνο αυτό: Πίνεις τον καφέ σου, ή τρως το ψαράκι σου στο μόλο, πέντε μέτρα απ τη θάλασσα και είσαι ο καλύτερος του χωριού.

 

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ


Μια περίεργη ώθηση, κάτι σαν ένστικτο, με οδηγεί σχεδόν πάντα, όπου κι αν βρίσκομαι, στον κατάλληλο άνθρωπο. Εν προκειμένω τον λένε Γιώργο. Έχει ένα μαγαζάκι στο Λόγγο με είδη... ξέρεις αυτά τα διάφορα αναμνηστικά που, πάντως, στην περίπτωση του Γιώργου, είναι καλλιτεχνουργήματα. Μερακλής ο τύπος! Του το είπα και, αυτό ήταν, δέσαμε. Γέννημα θρέμμα Παξινός και, όπως κι ο καπετάνιος, δεν μασάει τα λόγια του. Αφού με τσέκαρε απ τα λεγόμενά μου, αποφάσισε:

 

- Θα σου βρω εγώ σκάφος και αύριο θα γυρίσουμε παρέα όλο το νησί.

- Καλά και το μαγαζί;

- Χέσ’ το, μωρέ, το μαγαζί, τι έγινε; δικό μου δεν είναι; ό,τι θέλω το κάνω. Μια ψυχή θα βγει που θα βγει!

- Μα...

- Άσ’ τα μα και τα μου, αύριο στις δέκα θα σε περιμένω εδώ.

- Ό,τι πεις, μεγάλε! 

 

Την επαύριον στις δέκα επιβιβαζόμαστε, ο Γιώργος, ο Σπύρος κι εγώ, στο ταχύπλοο του δεύτερου. Για το Γεώ, ρε γαμώτο!

 

Δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, που λες, προκειμένου να πληροφορηθεί η υπόλοιπη Ελλάς τι αξίζουν οι Παξοί και οι Αντίπαξοι. Πλησίασε το βράχο. Ακόμα πιο κοντά. Σβήσε τη μηχανή. Κλικ, κλικ. Λίγο πιο δεξιά. Τώρα λίγο πιο αριστερά. Κάνε λίγο όπισθεν. Μπες μέσα στη σπηλιά. Κλικ, κλικ... Μετά από λίγο δεν χρειαζόταν να του λέω τίποτα. Μόνο κάποιο νεύμα κάπου, κάπου. Τέλειος είσαι, Σπύρο, προσλαμβάνεσαι! Σχεδόν κοκκινίζει για την αναγνώριση της οξύνοιάς του.

 

Σ’ αυτήν εδώ τη θαλάσσια σπηλιά κρύφτηκε το υποβρύχιο Παπανικολής. Απ αυτόν τον βράχο, οι Γερμανοί, κατά τη συνθηκολόγηση, πέταγαν τους Ιταλούς αυτόμολους στη θάλασσα κι όπως καταλαβαίνεις ήταν αδύνατον να ξαναβγούν ζωντανοί. Σε μια πτυχή αυτού του γκρεμού υπάρχει ακόμη η μοναδική πηγή πόσιμου νερού στους Παξούς.

 

Σοβαρολογείς ρε Γιώργο; Άκου που σου λέω, θες να πάω να σου φέρω; Πώς; Κολυμπώντας, βέβαια! Κάτσε καλά, θ’ αντέξουμε μέχρι τους Αντίπαξους. Και πάνω κει δίνουν μια και πέφτουν και οι δυο στο νερό. Που το βάθος του νομίζεις ότι είναι όσο και οι από πάνω βράχοι.

- Άντε, ρε Κώστα, βούτα και συ!

- Αδύνατον, είμαι σε ώρα υπηρεσίας!

Τι να πεις!          

 


Αντίπαξοι. Όρμος Βουτούμι.

- Είναι από τις ωραιότερες παραλίες της Ελλάδας!


Δεν είναι, βέβαια. Έχω πολύ καλή γνώση και εικόνα για τις παραλίες και τις ακτές της ελληνικής επικράτειας, αλλά δεν το διαψεύδω για να μην γρατζουνίσω τον ευγενή τοπικισμό των φίλων μου.

- Πράγματι είναι πολύ ωραία παραλία!

- Και είναι ανάγκη να τρέχεις μεσημεριάτικα με τέτοια ζέστη πάνω στο χωριό; Δεν κάθεσαι ‘δω να κάνουμε το μπανάκι μας! Κοίτα κάτι βυζάκια που λιάζονται στην άμμο! Ό,τι πρέπει για οφθαλμόλουτρο!


Τώρα τι να του πω; πως μιλάει μ’ έναν που εδώ και τέσσερις δεκαετίες βιώνει τον γυμνοσοφισμό σαν τρόπο ζωής;

- Δεν γίνεται, ρε παιδιά, η δουλειά πάνω απ όλα!

- Μωρέ χέσ’ τη δουλειά, η ζωή είναι εδώ!

- Είναι κι αυτό μια άποψη. Ίσως και η πιο ορθή.

 


Μόνο που εγώ πήρα τον ανήφορο για το χωριό. Μαζί μου κι ο Γιώργος τελικά. Που δεν θέλησε να με παρατήσει χάρη κάποιων βυζακίων. Αυτά θα τα δει κι αύριο. Μ’ ακολούθησε. Ουφ, ζέστη, ακόμα να φτάσουμε;

 

Τι χωριό; πού το βλέπεις το χωριό; Υπάρχουν, φυσικά, κάποια παλιά ετοιμόρροπα και εγκαταλειμμένα σπίτια, υπάρχουν και κάποια νεόδμητα που δείχνουν κάποιο σεβασμό στην παράδοση, αλλά... Αλλά δεν συγκροτούν αυτό που συνήθως αποκαλούμε οικισμό. Είναι σκορπισμένα στην πυκνόφυτη κορυφή του ορεινού ανάγλυφου και καλά κρυμμένα μέσα στα δέντρα. Καμιά πλατεία, κανένα καφενείο, κανένα σχολείο.

 

Ο βασικός χωμάτινος δρόμος και οι παράπλευροι ατραποί είναι οροθετημένοι με υπέροχες ξερολιθιές στο ύψος του ανθρώπου. Το χειμώνα μένουν δυο τρεις κάτοικοι όλοι κι όλοι εδώ, λέει ο Γιώργος. Και να πεις ότι είναι ξερονήσι! Εδώ το πράσινο οργιάζει! Απορώ γιατί δεν μπορεί να κρατήσει τους κατοίκους του.

 

- Είναι κανείς εδώ!     

Ο κυρ Αλέξανδρος ξεπροβάλλει στην αυλίτσα του. Είναι ο μοναδικός, σχεδόν, μόνιμος κάτοικος των Αντίπαξων. Όλοι οι άλλοι Αντιπαξινοί έχουν σπίτια, ή μένουν σε συγγενείς τους, στους Παξούς, ή στην Αθήνα. Κι έρχονται, όσοι έρχονται, μόνο τα καλοκαίρια. Τα νεόκτιστα είναι κυρίως ξένων που όσο πάνε γίνονται και περισσότεροι.

 

- Περάστε μέσα, παιδιά, τι να σας προσφέρω;

- Μόνο λίγο νερό αν έχεις.

Εδώ που τα λέμε δεν έχει και τίποτ’ άλλο. Και το νερό του ακόμα, λίγο είναι. Νερό βρόχινο. Το μαζεύει σε μια στέρνα. Ζει εδώ ολομόναχος. Δεν είναι πολλά τα χρόνια που έφτασε μέχρις εδώ το ηλεκτρικό. Κι ως εκ τούτου διαθέτει και ψυγείο.

 

- Παντρεύτηκα, που λες, μια γυναίκα, μου πέθανε. Μετά πήρα μια άλλη, μου πέθανε κι αυτή. Αυτή η δεύτερη πριν πεθάνει φρόντιζε τα ζώα, κάτι προβατάκια πού ‘χαμε, ένα μουλάρι, λίγες κότες... Τώρα τα ζώα γυρνάνε μόνα τους ‘δώ και ‘κει. Τα ‘χω χάσει. Μόνος μου δεν τα βγάνω πέρα. Αλλά δεν έχω και πού να πάω. Άμα έχεις τη γυναίκα, όσο σκληρή και να ’ναι η ζωή, έχεις έναν άνθρωπο, μια παρηγοριά. Μπορεί να τσακώνεσαι, μπορεί να γκρινιάζεις αλλά το βράδυ είναι μια συντροφιά, να πούμε, μια αγκαλιά. Άμα έχεις τη γυναίκα!... 

 

Για περισσότερες φωτογραφίες: Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν