ΚΑΡΠΑΘΟΣ, ΣΑΝ ΜΕΛΩΔΙΑ

Front Picture: 

 

Τώρα πια ξέρω τι ήταν αυτό που μ’ έφερε στην Κάρπαθο: Η φαντασίωση για δύο ανεμόμυλους που θ’ ανατείλουν, έτσι μπροστά μου, από μιαν άλλη εποχή. Μια αποκάλυψη περίπου ερωτική. Ενίοτε η πραγματικότητα ξεπερνάει την ελπίδα…

 

Του Κώστα Ζυρίνη

Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 15 / 22.07.2000

 


 

 

ΤΑ ΠΡΙΤΣΙΝΙΑ

Έχω στυλώσει τα πόδια μπροστά σε μια τόση δα σκαλίτσα που θα με μπάσει στην, σχετικώς λιλιπούτεια, άτρακτο δίνοντας από ευγένεια, και όχι μόνο, προτεραιότητα στον προτελευταίο επιβάτη, έναν αλλοδαπό στερημένο από τη χρήση των κάτω άκρων-του που τον ανεβάζουν τέσσερις του προσωπικού αφού, μαζί με όλα τα εγκόσμια που θέλει να προλάβει σ' αυτή την επίγεια, και μοναδική εξ άλλου, ζωή είναι και η γνωριμία του με την Κάρπαθο. Χαρά στο κουράγιο σου, δικέ μου!


Το δε κέλυφος της ατράκτου είναι από φύλλα λαμαρίνας, πάχους χιλιοστών πέντε υποθέτω, δεμένα μεταξύ τους με πλατυκέφαλα πριτσίνια, σφυρήλατα ασφαλώς, απόσταση το ένα από το άλλο εκατοστά οκτώ. Έλικες δύο, που σε μια επόμενη χρήση θα μπορούσαν να το παίξουν και ανεμιστήρες ενός μεγάλου εργοταξιακού τολ για να δροσίζουν το βιομηχανικό προλεταριάτο ώστε να παράγει περισσότερα από τα κατ' ουσίαν άχρηστα "αγαθά". Τα οποία και θα αγοράσει αργότερα, το ίδιο το προλεταριάτο, υπό την επήρεια των αγνών διαφημιστικών σποτς.

 

Θα μπορούσε να είναι ένα θωρακισμένο όχημα εδάφους εδάφους που όμως δεν είναι, για το μόνο λόγο ότι σχεδιάστηκε ώστε να είναι αέρος αέρος. Αυτή η μικρή διαφορά είναι που μ' έχει ρίξει σ' αυτή τη βαθειά φιλοσοφίζουσα περισυλλογή.

 

Διότι, όπως και να το κάνουμε, άλλο είναι το να βροντοχτυπιέσαι μέσα σ' ένα τζιπ σε κάποιο χωματόδρομο, στις κορφές της Οίτης επί παραδείγματι, κι άλλο μέσα σ' ένα ντορνιέ μία χιλιάδα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ή της όποιας ορεινής πτύχωσης με, ενδεχομένως, κενά αέρος λόγω θυελλωδών ανέμων.

 

Και εν πάση περιπτώσει, δίποδο ον είμαι, και δη χερσαίο καθώς η φυσική εξέλιξη αποφάσισε οριστικά και αμετάκλητα χωρίς να με ρωτήσει, και ουδείς μπορεί να αξιώσει εκ μέρους μου να νοιώθω τι ωραία τι καλά σε μια εναέρια κατάσταση πόρρω απέχουσα από κείνη εφ ήν εκ της Φύσεως ετάχθην.


Μπαίνω εικοστός και τελευταίος στην πριτσινωμένη άτρακτο αφού είναι τουλάχιστον γελοίο να επικαλεστώ ότι κάτι ξέχασα στο ξενοδοχείο και πρέπει να γυρίσω στην πόλη της Ρόδου. Κι εξ άλλου, για μια αξιοπρέπεια ζούμε, όπως λέει και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Μπαίνω το λοιπόν κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Αρκεί να μην κατεβάσει (ανορθόδοξα) και μένα.


Ο με ειδικές ανάγκες συμπαθής αλλοδαπός κάθεται ακριβώς μπροστά μου, κολλημένος στην πόρτα, γεγονός που καθιστά εντελώς εξωπραγματική κάθε πιθανότητα να τη σκαπουλάρω στην περίπτωση που... Μισή ωρίτσα είναι θα περάσει. Και ευκαιρία είναι να διαβάσω κάτι παραπάνω περί την Κάρπαθο ώστε κι αυτή η μισή ωρίτσα να συσταλεί.


Και να σκεφτείς ότι έχω κάνει κάτι, ουκ ολίγες, δεκαοχτάωρες πτήσεις κατά την άλλη μεριά του πλανήτη κι ακόμα ν' αποκτήσω την αυτοπεποίθηση ενός γλάρου. Πριτσίνια!


Η Κάρπαθος, λοιπόν, είναι το δεύτερο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων με έκταση τριακοσίων ενός τετραγωνικών και μήκος ακτών εκατόν εξήντα απλών χιλιομέτρων. (Πετάμε ακόμα πάνω από τη Ρόδο και κουνιόμαστε σαν σε λούνα παρκ).

 

Έχει δε πληθυσμό πέντε χιλιάδες περίπου κατοίκους, κι αν γύριζαν από την Αμερική στη γενέτειρά τους και όλοι οι Καρπάθιοι μετανάστες που στέλνουν εμβάσματα δεν θα υπήρχε περίπτωση να χωρέσουν ούτε όρθιοι. (Τώρα πετάμε πάνω από τη θάλασσα και ως προς τις αναταράξεις είμαστε πολύ κουλ. Τι χρειάζονται τα κενά αέρος;)

 

Το Σαράντα Τέσσερα η Κάρπαθος ήταν η πρώτη εκ των Δωδεκανήσων που έδιωξε τους κοκκορόφτερους του Μουσολίνι για να πει ορίστε, περάστε, στους ανιδιοτελείς εθνοσωτήρες μας αδελφούς Άγγλους. Αυτά μέχρι το Σαράντα Οκτώ που ενσωματώθηκε με τη Μητέρα Ελλάς. Και ξανά προς τη Δόξα.

 

Απίστευτο: με τόσο αέρα και προσγειωθήκαμε άψογα! Πατάω σε στέρεο έδαφος!


ΠΕΡΙ ΑΝΕΜΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ


Στην Κάρπαθο με φέρνει το γοητευτικό της όνομα και οι δύο ανεμόμυλοι με πάνινα πτερύγια που είδα κάποτε σ' ένα πόστερ του Εότ. Δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκονται αυτοί οι ανεμόμυλοι αλλά, όπου κι αν βρίσκονται θα τους εντοπίσω, πού θα μου πάνε. Κάθε ταξίδι θέλει έναν κεντρικό στόχο για ν' αποκτά ενδιαφέρον. Ο στόχος αυτός μπορεί να είναι η άλωση μιας Τροίας, η Ιθάκη ή η φωτογράφιση ενός ανεμόμυλου.


Το νοικιασμένο τζιπ με περιμένει στο χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου με τα κλειδιά επάνω. Φαίνεται γερό. Αγνοώ τον κυρίως δρόμο που οδηγεί στα Πηγάδια, το κύριο λιμάνι και πρωτεύουσα της Καρπάθου, και παίρνω τον βορειοδυτικό χωματόδρομο που θα με βγάλει μετά από δέκα χιλιόμετρα στροφιλίκι στην Αρκάσα, την πάλαι ποτέ Αρκεσία. Ό,που και το ξενοδοχείο μου. Το τοπίο που διατρέχω είναι χαμηλό οροπεδινό. Ξεραϊλα, ήλιος, καυτή πέτρα κι ένα σύννεφο σκόνης που προκαλώ σκοπίμως πίσω μου στο άδειο τοπίο για να βιώσω Κάρπαθο. Το λιλιπούτειο αεροπλανάκι με τα πριτσίνια έχει χαθεί σ'ένα μακρυνό παρελθόν. Η ζωή είναι αλλού. Εδώ, δηλαδή.


Θυμάμαι πως στο κάτω μέρος του ενός εκ των δύο ανεμόμυλων της φωτογραφίας εικονίζεται μια γιαγιά με την παραδοσιακή της φορεσιά που, παρά τα χρόνια που τη βαραίνουν, σπρώχνει το ένα από τα ξύλινα ακτινώματα για να βοηθήσει τον αδύναμο αέρα στην εκκίνηση, τουλάχιστον, του μύλου. Μια γιαγιά μόνη με τον ανεμόμυλό της. Τι θέμα!


 

Για την ώρα όμως έχω μπροστά μου, πάνω στη στροφή, τρεις ανεμόμυλους σύγχρονης τεχνολογίας. Αιολική ενέργεια. Ήπια επωφέλεια. Πολύ μ' αρέσουν κάτι τέτοια. Και μετά τη στροφή, η Αρκάσα, άλλοτε ίσως ψαροχώρι που με την πρώτη ματιά κι εκ του μακρόθεν γίνεται σαφές πως μετατράπηκε προσφάτως και ταχέως σε σύγχρονο τουριστικό θέρετρο, οτέλ, ρουμς του λετ, γκρηκ τάβερν, σουβλακί, γκριλντ φις και όλα τα τραντίσιοναλ συμπαρομαρτούντα. Με αρχικό κεφάλαιο τις οικονομίες των εμιγκρέδων της στο Αμέρικα, το δίχως άλλο.


ΑΡΚΑΣΑ


Φαίνεται πως ο δείκτης της ανεργίας στο Βόλο ανεβαίνει, όπως και σ' όλα τα αστικά κέντρα εξ άλλου ενώ, από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, μαζί με το ευάριθμο πολυεθνικό δυναμικό των οικονομικών μεταναστατών, απορροφάται από την αναπτυσσόμενη τουριστική "βιομηχανία": από οικοδόμοι παλικάρια έως μαιτρ ντ οτέλ. Με το να' χεις πτυχίο χημικού, για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις θέση σερβιτόρου στην Κάρπαθο. Ή και στη Δονούσα ακόμη.

 

Η ρεσεψιονίστα του Αρκάσα Οτέλ, επί παραδείγματι, είναι εισαγόμενη Βολιώτισσα. Κι αν δε με απατά η μνήμη μου τώρα που γράφω, διαθέτει και κάποιο πτυχίο, φιλολογίας, φιλοσοφίας, ή κάτι ανάλογο. Είναι πάντως ιδεώδης για κάθε πληροφορία που αφορά στην Κάρπαθο. Ίσως και να ξέρει πού βρίσκονται οι ανεμόμυλοι.


"Αρκάσα Οτέλ". Δεν μπορώ να πω πως τ' όνομά του χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία αλλά μπορώ να ισχυριστώ ανεπιφύλακτα ότι ως σύγχρονο ξενοδοχειακό κατάλυμα είναι ευάερο, ευήλιο, πεντακάθαρο και, τηρουμένων των αναλογιών, καλόγουστο. Πλην του μικροσκοπικού διακοσμητικού ανεμόμυλου στην είσοδό του που αιωρείται επικινδύνως ανάμεσα στο κιτς και στο ωραίο. Είναι θέμα καλής ή κακής διάθεσης του αποδέκτη. Και η δική μου διάθεση αυτή τη στιγμή είναι αρίστη αφού έχω ένα πεντακάθαρο δωμάτιο κι ένα αίθριο που δίνει προς τη θάλασσα, τέλειο γι απογευματινό καφέ.

 

Η παραλία μπροστά μου χωρίζεται στα δυο από μια άγρια βραχώδη χερσόνησο που, κατά τας γραφάς, στην κορφή της σώζονται ακόμη κάποια ελάχιστα ερείπια από την ακρόπολη της αρχαίας Αρκεσίας ενώ στους πρόποδές της διακρίνονται κάποια ίχνη από τα ψηφιδωτά μιας εκκλησίας του τέταρτου αιώνα. Θα τα επισκεφτώ εν καιρώ.



ΦΩΤΟΘΗΡΙΑ


Μπαίνω στην ασφαλτοστρωμένη αρτηρία που οδηγεί στα Πηγάδια. Με το δεδομένο ότι έχω υψηλούς φωτοθηρικούς στόχους, το χωριό Μενετές που συναντώ στο μεσοδιάστημα δεν μπορεί να μ' αιχμαλωτίσει. Δεν πατώ φρένο, δεν τραβώ χειρόφρενο, δεν οπλίζω τη φωτογραφική και δεν κατεβαίνω. Ναι μεν κάποια ωραία σπιτάκια μιας άλλης εποχής στο λευκό του ασβέστη, ναι μεν κάποιες αυλές πνιγμένες στο αναρριχητικό, και φως, και χρώμα και, εντάξει, αλλά, ουτ' ένας ανεμόμυλος, ρε παιδάκι μου, κι ούτε μια γιαγιά που προσπαθεί να τον κινήσει. Φαίνεται ότι ζητάω πολλά. Αλλά η ζωή διδάσκει πως αν δεν ζητάς πολλά δεν έχεις ούτε λίγα.


Κατηφορίζω προς τα Πηγάδια. Τα διασχίζω αναζητώντας κάποιον καλό λόγο για να σταματήσω. Δεν βρίσκω κανέναν. Κι ούτε πρόκειται να τον επινοήσω κάνοντας φωτογραφικές ματσαράγκες προκειμένου να' χω καλά και σώνει θέμα για το Γεώ γυρίζοντας στην Αθήνα.

 

Σπίτια σύγχρονα, αδιάφορα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αισθητική αρετή, χωρίς χαραχτήρα, χωρίς ύφος. Χωρίς. Άσε που η στάθμευση απαγορεύεται παντού.

 

Δεν ξέρω ποιοι και γιατί ύμνησαν αυτό το μέρος. Ίσως κάποτε να ήταν αλλιώς. Κάποτε. Κάποτε όλα ήταν αλλιώς. Εύκολο κέρδος και πολιτισμός δεν μπορούν να συνυπάρξουν για πολύ. Πού κολλάει τώρα αυτό;

 

Σταματώ μόνο αφού απομακρυνθώ δύο τουλάχιστον χιλιόμετρα και κατοπτεύω την πόλη από μακριά. Υπόσχομαι ότι όταν ξαναπεράσω από δω θα σταθώ στο λιμάνι, στην προκυμαία. Τα λιμάνια, όπως και οι σταθμοί των σιδηροδρόμων έχουν πάντα αυτό το κατιτίς που απέχει πολύ από την ψύχρα του ετοιματζίδικου και του δήθεν.


Δεν ξέρω αν το ανέφερα προηγουμένως: Μού'χει καρφωθεί η ιδέα ότι αυτό που γυρεύω λέγεται Όλυμπος. Ίσως και να ευθύνεται η Βολιώτισσα ρεσεψιονίστα γι αυτή μου την όψιμη έμμονη ιδέα.

 

Ό,τι έχω ακούσει μέχρι τώρα περί την Όλυμπο αφορά σε ορισμένα κοινά γνωρίσματα του χαρακτήρα των κατοίκων της. Οι Ολυμπίτες δεν λένε είμαι από την Κάρπαθο. Είμαι από την Όλυμπο, λένε. Άλλοι (ντόπιοι) τους θεωρούν απότομους, εχθρικούς και τοπικιστές κι άλλοι (εισαγόμενοι) κλειστούς, απρόσιτους και υπερήφανους. Τ' ανακατεύω όλα μαζί, τα στύβω και μου προκύπτει πως οι Ολυμπίτες νοιώθουν απλώς ανάδελφοι. Ποιος ξέρει γιατί. Είμαι βέβαιος πως ο στόχος μου λέγεται Όλυμπος.


Γκαζώνω, προσπερνώ την παραλία του Δεσποτικού, χωρίς να μετανοιώνω γι αυτό, στρίβω βορειοδυτικά κι ανηφορίζω το όρος Λάστος. Απέρι. Ίσως εδώ αντί τελείας θα ‘πρεπε να βάλω θαυμαστικό. Θαυμαστικό όχι τόσο θαυμασμού όσο εντυπωσιασμού. Το Απέρι υπήρξε πρωτεύουσα της Καρπάθου μέχρι το χίλια οχτακόσια ενενήντα δύο και, κατά τη γνώμη μου, καλά θα έκανε να ήταν ακόμη.

 

Δεν φαίνεται, λένε, από τη θάλασσα κι αυτό το προστάτεψε από τους πειρατές. Στενά, ανηφορικά, πεντακάθαρα κι ενίοτε κλιμακωτά δρομάκια. Διώροφα, έως και τριώροφα αρχοντόσπιτα μιας παράξενης συγκριτικής αρχιτεκτονικής με στοιχεία που έλκουν την αισθητική τους στην εποχή της ενετοκρατίας, στοιχεία νεοκλασικίζοντα και στοιχεία μεσοπολέμου. Ένα ύφος μοναδικό.



Λίγο μετά το Απέρι μια ταλαίπωρη πινακίδα με πληροφορεί πως ο χωματόδρομος που βλέπω μπροστά μου και πάει κατά Βορρά, διατρέχει την κεντρική κορυφογραμμή της οροσειράς και καταλήγει στην Όλυμπο. Οποία συγκίνησις!

 

Έφτιαξα μόνος μου εκ του μη όντος έναν μύθο για να έχω το κρυφό αντικείμενο του πόθου μου και τώρα; να μπω ή να μη μπω σ' αυτόν τον υπέροχο χωματόδρομο; Ιδού η αμλετική απορία!

 

Τριανταπέντε χιλιόμετρα στα πιο ψηλά σημεία της σπονδυλικής στήλης της Καρπάθου. Και με τις ρόδες να πατάν γερά στη γη. Όχι όπως το ντορνιέ.

 

Δεν πρέπει όμως να πέφτει κανείς με τα μούτρα σα λιγούρης. Κάθε ερωτική προσέγγιση θέλει το χρόνο της. Οι αρπαχτές δείχνουν, αν μη τι άλλο, έλλειψη αυτοσεβασμού. Άσε που δεν το φχαριστιέσαι.

 


ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ


Κατέληξα στο Φοινίκι, δυο τρία χιλιόμετρα βόρεια από την Αρκάσα.

 

Ένα λιμανάκι με αρκετές ψαρόβαρκες και λίγα σπίτια. Σχεδόν ανέγγιχτο από τη λαίλαπα της τουριστικής "εκβιομηχάνισης".

 

Εδώ αν είχε κουρείο θα το έλεγαν ακόμη κουρείο και όχι σαλόν ντε κουαφύρ.

 

Δυο τρεις ψαροταβέρνες η μία καλύτερη από την άλλη. Μπήκα σε κείνη που δεν μου είπαν "πληζ καμ ιν". Ούτε καν "περάστε". Γόπες ψητές, ντολμαδάκια της γιαγιάς, φασολάκια σαλάτα και κρασί.

 

Μπορεί και να μην ήταν υπέροχο το κρασί αλλά, τι σημασία έχει, ήταν όλα τ' άλλα.

 

Και η ίδια η "γιαγιά", η μάνα της ταβερνιάρισσας, που έκατσε στο τραπέζι μου για να μάθω απ αυτήν ένα σωρό πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, ότι από δω ξεκίνησε μια βάρκα με Φοινικιώτες για να μεταδώσει στα πέριξ νησιά το σύνθημα της Αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής.

 

Πόσα ξέρει αυτή η γιαγιά!


ΤΟΠΙΟ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ


Είμαι και πάλι μπροστά στην ταλαίπωρη πινακίδα που μου δείχνει κατά πού πέφτει η Όλυμπος. Χιλιόμετρα τριανταπέντε. Έχω όλη τη μέρα μπροστά μου. Ο χωματόδρομος υπόσχεται ότι είναι σχετικά ομαλός και χωρίς κίνηση. Ευτυχώς, γιατί μέσα στις προθέσεις μου είναι να σηκώσω πολλή σκόνη. Να την βλέπουν οι ταξιδιώτες από μακριά, από τα καράβια, και ν' αναρωτιούνται. Τοπίο στη Σκόνη. Όπως λέμε Τσάϊ στη Σαχάρα. Ή, Κάποτε στη Δύση. Παρασύρθηκα πάλι.


Ακόμα κι αν δεν υπάρχει η Όλυμπος, αυτά τα χιλιόμετρα στην κορυφογραμμή αξίζουν για να ξανάρθω. Και μετά, πάλι να ξανάρθω. Και ξανά. Ο καθείς με τις εμμονές του.


 

Φρενάρω απότομα και κατεβαίνω από το τζιπ. Το θέαμα που αντικρίζω από το ύψος των τετρακοσίων περίπου μέτρων, απ όπου και σκύβω για να το δω, είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Κατά τον αξιόπιστο χάρτη μου βρίσκομαι πάνω από την παραλία της Απέλα. Διάφανα πρασινογάλαζα νερά και μια αμμουδιά, τι να σου πω! Και καμιά άσφαλτος που να μπορεί να κατεβάσει πούλμαν με στίφη ιερόσυλων. Μόνο έναν καρόδρομο διακρίνω. Ότι πρέπει για τζιπ με αδελφούς μύστες περί το φυσικό κάλλος.

 

Τι κάθονται και παραμυθιάζονται με Παραδείσους; Καμιά φαντασία δεν μπορεί να ξεπεράσει τον Παράδεισο που αντικρίζω αυτή τη στιγμή με τα ίδια μου τα μάτια. Άσε που οι γήινοι άγγελοι δεν φέρουν αυτά τα γελοία φτερά στην πλάτη. Και, το σημαντικότερο: διαθέτουν φύλο. Αρσενικό, θηλυκό. Είμαι βέβαιος πως οι εμπνευστές του Παράδεισου και της Κόλασης ήταν αναφροδισιακά άτομα, έμπλεα μίσους και φθόνου για τους ερωτικά ευτυχισμένους θνητούς.

 

Τώρα όμως προέχει η Όλυμπος. Στον Παράδεισο που απλώνεται από κάτω μου θα κατέβω αύριο.


ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΟ


Η Όλυμπος ξεπροβάλλει ξαφνικά στο βάθος, σκαρφαλωμένη σ' έναν από τους τελευταίους βόρειους ορεινούς όγκους του νησιού, χυμένη σαν άσπρη λάβα στα πρανή του δικού της βουνού. Είναι όντως, και γεωλογικά, το πιο απομονωμένο χωριό της Καρπάθου.

 

Πριν διεισδύσω μέσα της πρέπει να πιω κάτι. Να ξεϊδρώσω. Μπαίνω στο πρώτο μαγαζί που συναντώ. Άλλοτε ήταν μόνο σπίτι. Τώρα είναι και μαγέρικο, και καφενείο και αναψυκτήριο και όλα. Τα τραπέζια του είναι αραδιασμένα στην ταράτσα. Η θέα από δω είναι το κάτι άλλο. Έναν καφέ θέλω μόνο, έτσι για να σταθώ λίγο, να ξεϊδρώσω. Καθίστε όσο θέλετε, πώς τον πίνετε; Ναι και όχι.


Ο Νίκος μου φέρνει το ναι και όχι και κάθεται κι αυτός. Γεννήθηκε πριν από εικοσιδύο χρόνια στην Αμερική κι ήρθε δω σχεδόν μωρό.

 

Είναι αλήθεια αυτό που διάβασα, Νίκο, ότι και καλά στην Όλυμπο ισχύει ακόμη η μητριαρχία;

 

Δηλαδή;

 

Να, ότι είναι γυναικοκρατούμενη, ότι κάνουν κουμάντο οι γυναίκες.

 

Ο Νίκος γελάει. Ε, όχι ακριβώς έτσι, λέει, αλλά να, οι γυναίκες εδώ σε μας δουλεύουν στα χωράφια, οργώνουν, τσαπίζουν, θερίζουν, ζυμώνουν το ψωμί, το ψήνουν, όλα, όπως και οι άντρες, δηλαδή, ε, αφού κάνουν τόσα να μην κάνουν κι αυτές κουμάντο; ίση δουλειά, ίσο κουμάντο, έτσι δεν είναι το σωστό; Έτσι είναι το σωστό, Νίκο, αλλά μόνο στην Όλυμπο νομίζω ότι εφαρμόζεται.

 

Kαι δεν μου λες, αυτά που λένε περί κληρονομιάς; Να σου πω, παλιά γινόταν αυτό που είπες, μόνο οι μάνες κάνανε κουμάντο, τώρα όμως ισότητα. Απλώς, η πρωτοκόρη κληρονομεί την περιουσία της μάνας κι ο πρωτογιός του πατέρα.


Κερνάει το κατάστημα, μου λέει το κορίτσι κι αφήνει μπροστά μου ένα παλιομοδίτικο παγωτό σοκολάτα με ξυλάκι. Είναι η δεκαοχτάχρονη Μαρίνα, η αδερφή του Νίκου. Διαισθάνομαι ότι έχει κι αυτή μερίδιο εξουσίας στην οικογένεια.

 

Εκτοπίζει ακαριαία το Νίκο από τη σφαίρα των ενδιαφερόντων μου (και από το τραπέζι) κι αρχίζει την ανάκριση: Ποιος είμαι, από πού έρχομαι, τι δουλειά κάνω, αν είμαι παντρεμένος, αν έχω παιδιά, τα πάντα.

 

Της απαντώ πρόθυμα και απολαμβάνω αυτό το ακατέργαστο κράμα θηλυκότητας, ευθύτητας, αθωότητας και ανεξαρτησίας μαζί.


 

Εγώ, δεν έχω φίλους εδώ, μου λέει, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι από την Αθήνα, όπως εσύ, Θα μου δώσεις τη διεύθυνσή σου;

 

Σε λίγο μου' ρθε πάλι κουβαλώντας και μια πολυτελή τουριστική έκδοση που περιείχε και τη δική της φωτογραφία με την παραδοσιακή της φορεσιά και όλη την προίκα της σε περιδέραια, αλυσίδες και φλουριά κρεμασμένα επάνω της. Μα τι είναι ολ' αυτά, τη ρωτώ, μη μου πεις ότι είναι χρυσά! Αμ τι είναι, μου απαντά προσβεβλημένη, η προίκα από τη μάνα μου είναι, τι με πέρασες;

 

Η Όλυμπος ξεκινά από την κορυφογραμμή και χύνεται στο ανατολικό πρανές. Το άγριο, απρόσιτο τοπίο εξηγεί, ίσως, γιατί επί αιώνες, από το χίλια τετρακόσια είκοσι που χτίστηκε, έμεινε ουσιαστικά αποκομμένη από το υπόλοιπο νησί. Και φαίνεται πως εξαιτίας αυτής της απομόνωσης ρίζωσαν και ευδοκίμησαν τόσες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που συνθέτουν αυτήν την ανεπανάληπτη μοναδικότητά της.

 

Εδώ και κάμποση ώρα περιφέρομαι στον οικισμό και δεν τον χορταίνω. Είναι έξω από τα συνηθισμένα κριτήρια περί ωραίου. Ένα παράξενο, αρμονικό και συνεπές αμάλγαμα, μεσαιωνικών και αιγαιοπελαγίτικων ρυθμών στα μπαλκόνια, στις πόρτες, στα γείσα, στα φορούσια, στα διακοσμητικά ανάγλυφα. Έως και κορινθιακούς ψευδοκίονες κάπου πήρε το μάτι μου. Δαιδαλώδη σοκάκια, με ή χωρίς σκαλιά, και εκκλησίες μικρές και μεγάλες ουκ έστιν ο αριθμός.


Πουθενά Ολυμπίτισσες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές καταπώς ισχυρίζονται οι τουριστικοί οδηγοί. Δυο τρεις πήρε το μάτι μου εκ του μακρόθεν κι αυτές στη θέα της φωτογραφικής έκλεισαν τα πατζούρια.

 

Καθώς εκβάλω όμως στην πλατεία, μπραφ μπροστά μου, στο άνοιγμα της πόρτας του ρουμς του ρεντ, να’σου η κυρά, καμαρωτή, ατενίζει το παρόν. Γι αυτό κι εγώ επιχειρώ το παλιό δοκιμασμένο κόλπο: Δήθεν ότι φωτογραφίζω την απέναντι εκκλησία και μετά, με αργό πανοραμίκ, φέρνω το φακό μου κατά πάνω της. Δεν αντιδρά αρνητικά. Κλικ κλικ. Επιτρέπετε; τη ρωτώ (εκ των υστέρων). Βεβαίως μου λέει. Κλικ κλικ. Και μου δίνει την κάρτα της: Οτέλ Αφροντάϊτ! Μπίζνες!



Ο ΣΤΟΧΟΣ


Ένας γεράκος μου ζητά ν' αγοράσω κάτι από τα απλωμένα μπροστά του χειροτεχνήματα. Κάτι ναϊφ ξύλινα αεροπλανάκια, αυτοκινητάκια, ποδηλατάκια... Μόνος μου τα φτιάνω, λέει, με το σουγιά μου, δεν φτάνει βλέπεις η σύνταξη. Υποψιάζομαι πως δεν έχουν όλοι οι Ολυμπίτες συγγενείς στην Αμέρικα. Τον ρωτώ αν η Όλυμπος έχει ανεμόμυλους. Άλλο τίποτα, μου λέει, σα πέρα, και μου δείχνει με το δάχτυλο κατά πού πέφτει το "σα πέρα".

 

Είναι βεβαίως η κορυφογραμμή, το πάνω όριο της Ολύμπου. Και είναι επομένως απολύτως λογικό να βρίσκονται ακριβώς εκεί αραδιασμένοι οι ανεμόμυλοι, στραμμένοι προς τη δύση.

 

Μέτρησα δώδεκα. Όλοι ερειπωμένοι πλην τριών που διατηρούν ακόμη τα πάνινα πτερύγιά τους. Αισθάνομαι ότι άγγιξα τον ευτυχή κολοφώνα της αποστολής μου. Αυτούς θέλω. Αυτούς έψαχνα. Αυτοί με περίμεναν. Κι αφού τους απαθανάτισα χορταστικώς, έκανα να φύγω. Οπότε, στη βάση ενός εξ αυτών βλέπω μια γιαγιά με την παραδοσιακή φορεσιά της να προσπαθεί ματαίως να μετακινήσει ένα από τα ξύλινα ακτινώματα για να βοηθήσει τον αδύναμο αέρα στην εκκίνηση, τουλάχιστον, του μύλου.

 

Μια γιαγιά μόνη με τον ανεμόμυλό της. Τι θέμα! Μα δεν υπάρχει κανείς να τη βοηθήσει, τέλος πάντων, γριά γυναίκα! Είπαμε γυναικοκρατία αλλά όχι κι έτσι!


Παρατώ καταγής τον εξοπλισμό μου και σπρώχνω μαζί της το ακτίνωμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να μετακινηθεί. Ο μύλος έχει παροπλιστεί από δεκαετίες. Τότε;

 

Γιαγιά, μήπως θα μπορούσα να, της λέω πιάνοντας τη φωτογραφική, πλην η γιαγιά παράτησε το ακτίνωμα και τράβηξε κατά την πίσω μεριά του ανεμόμυλου. Την ακολούθησα. Η πίσω μεριά είναι το καφενεδάκι της. Γλυκά κουταλιού, παγωτά, κοκακόλες, ακόμα και αυγά ομελέτα. Γιαγιά, μου την έφερες! Αλλά, χαλάλι σου, φτιάξε ένα ναι και όχι, το λοιπόν.


Τη στιγμή που έμπαινα στο τζίπ έρχεται τρέχοντας η Μαρίνα. Είπα στο Νίκο να κάτσει στο μαγαζί για να σε πάω κάτω, στον Αυλώνα, στα χωράφια μας, να φωτογραφίσεις τις γυναίκες που αλωνεύουν και να μου μιλήσεις για την Αθήνα.


Για περισσότερες φωτογραφίες:

Φωτογραφίες Ταξιδιών | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν