Το θαύμα της Τήνου
Πριν από εξήνταπέντε περίπου χρόνια. Θα ήμουν πέντε έως έξι χρονών. Είχαμε ταξιδέψει με το "Αγγέλικα". Ξύλινο. Σαν τεράστιο καϊκι. Η μαμά μου, η γιαγιά μου, οι θείες μου. Ανθρώπινα σώματα χυμένα στο κατάστρωμα. Ίσως ο πρώτος μου πλους. Δεν θυμάμαι τα συναισθήματά μου αλλά υποθέτω πως θα υπερείχε ο φόβος.
Νύχτα. Ο δρόμος από το λιμάνι στην Παναγία της Τήνου ευθύς. Κόσμος πολύς κι όλοι από μία λαμπάδα στο χέρι. Κι εγώ. Που πάσχιζα να μη μου σβήσει γιατί θα ήταν αμαρτία. Έτσι έλεγε η γιαγιά-Κούλα που έκανε κουμάντο. Μαζί με τη γιαγιά-Κούλα και οι κόρες της. Η θεία Μαρία, η θεία Ευαγγελία και η μαμά μου, η κυρα-Χρηστίνα. Παντού σταυροκοπήματα και μουρμουρητά για θαύματα. Το άθλιο σφυροκόπημα στην παιδική ψυχή ήταν το θέαμα των αναξιοπαθούντων. Κουτσοί, κουλοί, αόματοι, ημιπαράλητοι να σέρνονται στο πλακόστρωτο. Να τους λυπηθεί η Παναγία και να τους φυτέψει χέρια, πόδια, μάτια, αυτιά.. ότι τους έλλειπε. Είχα τρομάξει. Γιατί η Παναγία που είναι τόσο καλή τους άφησε να γίνουν έτσι; Κι όταν γυρίζουμε με το "Αγγέλικα" όλοι αυτοί θα είχαν χέρια, πόδια, μάτια;
Πέσαμε για ύπνο στο έδαφος, στις κουρελούδες που κουβαλάγαμε από το σπίτι, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους πιστούς. Δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Φοβόμουν. Είχα καρφώσει το βλέμα μου στο μόνο σημείο της εκκλησίας που ήταν μέσα στο οπτικό μου πεδίο και μάλιστα φωτισμένο. Πρέπει να ήταν το καμπαναριό. Τότε, αυτό που κοίταζα άρχισε να κινείται. Πήρε τη μορφή μιας μαντηλοφορούσας Παναγίας που κίνησε για λίγο τα χέρια της. Μαμά, μαμά, ξύπνα, θαύμα.. θαύμα!. Κοίταξε κι αυτή, νυσταγμένη, θαύμα.. θαύμα!
Το πρωί, με το φως της μέρας, το καμπαναριό ήταν σταθερα και αναλλοίωτο στη θέση του. Και με το λίγο μου μυαλό κατάλαβα ότι είχα κάνει τον κόσμο να μιλάει για θαύμα. Δεν τόλμησα να πως την αλήθεια στη μάνα μου. Πρώτον γιατί δεν θα με πίστευε (αφού προτιμούσε το θαύμα) και δεύτερο γιατί θα τις έτρωγα.
Θαύμα!.. θαύμα!..