ΝΑΜΙΜΠΙΑ 6 - ΚΟΛΜΑΝΣΚΟΠ, ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΑΜΜΟΣ
Στρατιές ανθρώπων στα γόνατα σαν σε τάμα στην Παναγία της Τήνου, συλλέγοντας διαμαντια στο σεληνόφως. Πόλεις διάττοντες αστέρες που ξεπήδησαν μέσα από την άμμο σε λίγες εβδομάδες για να βυθιστούν στη λήθη μερικά χρόνια αργότερα. Όχι δεν πρόκειται για κάποιο ευφάνταστο παραμύθι. Είναι η ιστορία της αδαμαντοθηρίας στη Νοτιοδυτική Αφρική στις αρχές του 20ου αιώνα. Κι ένα ταξίδι στους τόπους που άλλοτε φωτίστηκαν από την λάμψη εκατομμυρίων καρατίων.
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 142 / 28.12.2002
Προηγούνται:
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 1 - ΕΤΟΣΑ ΠΑΝ, ΤΟ ΠΑΝ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 2 - ΦΥΛΗ ΧΙΜΠΑ, "ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΖΗΤΟΥΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 3, ΒΟΥΣΜΑΝΩΝ ΕΡΓΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 4 - ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΣΚΕΛΕΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 5 - ΝΑΜΙΜΠ, ΣΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
O Ζακαρία Λεγουάλα σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε σε χοντρούς κόμπους από το μέτωπό του και στάθηκε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα. Η άμμος της ερήμου, φερμένη από τους αδιάκοπους αγέρηδες που λυσσομανούσαν ως συνήθως στην περιοχή, διεκδικούσε και πάλι το φυσικό της χώρο. Από το χάραμα κιόλας ο Λεγουάλα είχε πιάσει να καθαρίσει τις ράγες στο ύψος του Γκράσπλατς. Μια σταθερή κοπιαστική ρουτίνα, ίδια κι απαράλλαχτη με αυτή της προηγούμενης μέρας, και της προ-προηγούμενης, κι εκατοντάδων άλλων πριν απ’ αυτήν. Και που θα επαναλαμβανόταν ασφαλώς και την επόμενη, και τη μεθεπόμενη, και σε όλο το ορατό μέλλον της προβλέψιμης ζωής του. Μιας ζωής ευθύγραμμης κι αυτή, σαν τη σιδηροτροχιά που σκούπιζε για νιοστή φορά, ώστε να περάσει απρόσκοπτα το απογευματινό τρένο που θα φόρτωνε εμπορεύματα από το γειτονικό λιμάνι του Λούντεριτς.
Με δεδομένες τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες στην περιοχή, η συντήρηση της μικρής σιδηροδρομικής γραμμής ισοδυναμούσε ουσιαστικά με παραλλαγή του γνωστού μαρτυρίου του Σισίφου.
Μα τον Λεγουάλα καθόλου δεν τον ενοχλούσε αυτό. Αντίθετα. Το συνεχές θάψιμο, ξεθάψιμο, ξαναθάψιμο και φτου από την αρχή καθάρισμα των ραγών του εξασφάλιζαν δουλειά. Και χάρη σ’ αυτήν, τα προς το ζειν. Ευλογημένοι λοιπόν ο αέρας και η άμμος.
Ευλογημένες επίσης και οι διάφορες πέτρες που περισυνέλεγε όλους αυτούς τους μήνες κατά μήκος της γραμμής, σκυμμένος καθώς ήταν σκουπίζοντας ολημερίς, με το βλέμμα στραμμένο στη γη. Από τότε που ο προϊστάμενός του, ο κύριος Άουγκουστ Στάουχ, του είχε τονίσει να έχει το νου του για πρωτότυπα πετρώματα καθότι φανατικός συλλέκτης, ο Λεγουάλα ποτέ δεν παράλειπε να του πηγαίνει ότι παράξενο εύρισκε. Φοβερό χούι ο Γερμανός μπος με τις πέτρες της περιοχής. Τις γνώριζε όλες με τα ονόματά τους, που τ’ απαριθμούσε καθώς επανατοποθετούσε κάθε φορά τα ευρήματα στο ράφι πάνω από το γραφείο του. Χαλαζίες, μαρμαρυγίες, ρόδα της ερήμου… Μα λίγο τον ένοιαζαν τον Λεγουάλα όλες αυτές οι πολύπλοκες ονομασίες. Φτάνει που είχε σιγουρέψει τη δουλειά του κερδίζοντας τη συμπάθεια του κυρίου Στάουχ. Χώρια τα ποτηράκια που τον κέρναγε πότε πότε ο ιδιόρρυθμος συλλέκτης.
Χάρη στο ορυκτό που μόλις είχε μαζέψει ο Λεγουάλα εκείνο το πρωινό του Απρίλη του 1908, σίγουρα είχε εξασφαλίσει τη δωρεάν βραδινή του μπύρα. Μπορεί και διπλή μάλιστα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξαναδεί κάτι ανάλογο μ’ αυτόν τον κρύσταλλο που αναπαυόταν τώρα στη χούφτα του σπιθίζοντας καθώς έπεφτε πάνω του το φως του ήλιου. Αναμφίβολα ο κύριος Στάουχ θα χαιρόταν ιδιαίτερα προσθέτοντας ένα τόσο εντυπωσιακό κομμάτι στη συλλογή του. Για μια στιγμή μάλιστα ο Λεγουάλα ταλαντεύτηκε να κρατήσει το εύρημα για τον εαυτό του. Γυάλιζε τόσο όμορφα! Μα έτσι θα έχανε το κέρασμα. Και μια καλή μπύρα άξιζε οπωσδήποτε παραπάνω από μια πέτρα, όσο ωραία κι αν ήταν αυτή.
ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΥΑΝΟ ΣΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
Απολαμβάνοντας ένα γενναίο γεύμα με θαλασσινά σε κάποιο εστιατόριο του Λούντεριτς, καμιά εικοσιπενταριά χιλιόμετρα από κει όπου ανακαλύφθηκε το πρώτο διαμάντι στη γη της Ναμίμπια, ανακαλώ για πολλοστή φορά στη σκέψη μου την ιστορία του Λεγουάλα. Ο ουρανός δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό από χτες να ψεκάζει τη γη με την υγρή πραμάτεια του. Μια βροχή ψιλή κι επίμονη, διανθισμένη πότε πότε από σποραδικές ολιγόλεπτες μπόρες που έχουν μετατρέψει σε παχιά στρώματα λάσπης τη συσσωρευμένη στους δρόμους άμμο της γειτονικής ερήμου της Ναμίμπ.
Κοιτάζω έξω από το τζάμι τα πολύχρωμα κεραμοσκεπή σπίτια με τις πλούσια διακοσμημένες προσόψεις και την πληθωρική βαυαρική αρχιτεκτονική, και προσπαθώ να πιστέψω πως όχι, δεν είναι παραίσθηση, και πως ναι, παρά τα φαινόμενα, βρίσκομαι στην Αφρική. Κι ας φέρουν οι γύρω δρόμοι ονομασίες όπως Μπίσμαρκ, Κίρσε, Γκέρινγκ και Χάφεν, κι ας βυθίζεται ολόκληρο το Λούντεριτς μέσα σε μια τυπικά κεντροευρωπαϊκή καταχνιά σαν σε παχύ πλεκτό πουλόβερ, μαζί με τα περιποιημένα καφέ του και τα ντελικατέσεν του και την επιβλητική λουθηριανή εκκλησία στο λόφο.
Πρόκειται για μια σύνθεση αλλόκοτη, σχεδόν σουρεαλιστική, κατ’ εικόνα πάντως των ασυνήθιστων γεγονότων που ανάδειξαν τούτη εδώ την πόλη με το καθαρά γερμανικό άρωμα στις νότιες εσχατιές της Μαύρης Ηπείρου.
Μια πόλη που ξεκίνησε να χτίζεται έντεκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο, πάνω στην πιο αφιλόξενη ακτή του κόσμου, σφήνα ανάμεσα στον μανιασμένο ωκεανό και μια εξίσου εχθρική θάλασσα άμμου, και που τράφηκε αρχικά σαν τριαντάφυλλο μέσα από την κοπριά.
Μέσα από το εμπόριο του γκουάνο για ν’ ακριβολογούμε, ήτοι της εντερικής παραγωγής των θαλασσοπουλιών των γύρω βραχονησίδων, προϊόν περιζήτητο ως λίπασμα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ώσπου ένα τυχαίο γεγονός το ‘φερε να εκτιναχτεί ξαφνικά από το στάτους του δύσοσμου διαμετακομιστικού λιμανιού της κουτσουλιάς σ’ εκείνο της κομψής εμπορικής μητρόπολης των διαμαντιών της αποκαλούμενης τότε Νοτιοδυτικής Αφρικής.

ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΜΠΥΡΑΣ
Με αφετηρία τον Λεγουάλα και τα παράξενα παιχνίδια της τύχης στη ζωή των ανθρώπων αμπελοφιλοσοφώ πάνω στην αντικειμενική (και μη) αξία των πραγμάτων. Ποιο είναι ας πούμε το κριτήριο που καθορίζει πως ένα διαμάντι έχει πολλαπλάσια αξία σε σχέση με μια μπύρα;
Μια πρόχειρη απάντηση θα ήταν η σπανιότητά του. Ναι, μα αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Και η αρκούδα είναι σπάνιο είδος στην Ελλάδα, τόσο που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, ποτέ της όμως δεν είδε ν’ ανεβαίνουν γι αυτό οι μετοχές της στο χρηματιστήριο.
Άρα εκτός από τη σπανιότητα, πρέπει παράλληλα να συντρέχει κι ο υποκειμενικός ανθρώπινος παράγοντας, αυτός της επιθυμίας απόκτησης του συγκεκριμένου αντικειμένου από πολλούς.
Τόση και τέτοια επιθυμία που να το μετατρέπει σε αγαθό ύψιστης εμπορικής αξίας, έστω κι αν η χρηστική του σημασία είναι από μηδαμινή έως παντελώς ανύπαρκτη.
Μια επιθυμία που απ’ ό,τι φαίνεται τα διαμάντια διαθέτουν την ιδιότητα να γεννούν και να τροφοδοτούν αμείωτα ανά τους αιώνες, εφόσον δεν γνωρίζει τέλος και η ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Πώς θα διαμορφωνόταν όμως αλήθεια η σχέση τιμής μπύρας προς διαμάντια ανάμεσα σ’ ανθρώπους στα πρόθυρα του θανάτου από δίψα στην έρημο; Να μια ωραία υπόθεση εργασίας για τη σύνταξη οικονομικού πονήματος πάνω στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Ο Λεγουάλα ωστόσο δεν πλησίαζε την αφυδάτωση όταν δώρισε στον κύριο Στάουχ τον ιριδίζοντα κρύσταλλο εκείνο το μοιραίο βράδυ του 1908. Έτσι το κόστος που πλήρωσε εν αγνοία του για την κερασμένη μπύρα πρέπει μάλλον να καταγραφεί σαν το υψηλότερο από καταβολής εμπορευματικής κοινωνίας.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Πρώτη δουλειά του ψυλλιασμένου Γερμανού έποικου το επόμενο πρωί ήταν να πάει το πέτρωμα για αναγνώριση κι εκτίμηση σε ειδικό εργαστήριο. Η επιβεβαίωση δεν άργησε να έρθει. Επρόκειτο για διαμάντι και μάλιστα ιδιαίτερα καλής ποιότητας. Από εκείνη τη στιγμή, ο Στάουχ δεν χάνει λεπτό. Φροντίζει να κατοχυρώσει στ’ όνομά του όσα περισσότερα οικόπεδα μπορεί στη γύρω περιοχή, και με το αναπάντεχο λόττο στην τσέπη, τρέχει να το εξαργυρώσει δηλώνοντας στις αποικιακές αρχές την ιδιοκτησία του ως ορυχείο και διεκπεραιώνοντας στο πιτς φυτίλι όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για την έκδοση άδειας έρευνας κι εκμετάλλευσης των τυχόν ευρημάτων.
Σύντομα οι φήμες αρχίζουν να καλπάζουν στη μικρή κοινωνία του Λούντεριτς, ξεσηκώνοντας τη λαϊκή φαντασία μα και τη χλεύη των γνωστικών. Τι έκανε λέει; Βρέθηκε επιφανειακό αδαμαντοφόρο κοίτασμα στην περιοχή; Μα ποιος φαντασιόπληκτος αραδιάζει τέτοιες αρλούμπες; Αφού και τα μικρά παιδιά γνωρίζουν πως τα διαμάντια προέρχονται από άνθρακα που θερμάνθηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια στα έγκατα του πλανήτη, και πως για να τ’ αναζητήσει κανείς πρέπει να σκάψει τη γη μέχρι να της ξεκολλήσει τα σπλάχνα. Σιγά μην άρχισαν τα διαμάντια να φυτρώνουν στην άμμο σαν τα μανιτάρια στο δάσος.
Κι όμως, αυτό που με βάση τη μέχρι τότε εμπειρία έμοιαζε με παραμύθι της Χαλιμάς, στην πράξη βγαίνει αληθινό πέρα ως πέρα. Το κοίτασμα που εντοπίστηκε είναι επιφανειακό και η αρχική περισυλλογή των διαμαντιών γίνεται κυριολεκτικά με τα χέρια. Σπαρμένοι καθώς είναι στην άμμο, η ανεύρεσή των πολύτιμων λίθων είναι καθαρά θέμα τύχης, με μηδέν επένδυση ως προς τον μηχανολογικό εξοπλισμό.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες η περιοχή ξεχειλίζει από τρελαμένους αδαμαντοθήρες που καταφτάνουν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με κάθε διαθέσιμο μέσο: καβάλα σ’ άλογα και μουλάρια, στοιβαγμένοι σε βοϊδάμαξες, ακόμα και πεζή, με όλο το έχειν τους πρόχειρα ριγμένο σ’ ένα τσουβάλι πάνω στον ώμο. Σύντομα τα νέα ταξιδεύουν και μέχρι την Ευρώπη, απ’ όπου καταπλέουν παραπέρα ενισχύσεις, ολόκληρες καραβιές φορτωμένες με κάθε καρυδιάς καρύδι.
Άνεργοι, τυχοδιώκτες, καταζητούμενοι, απελπισμένοι, ή απλά ονειροπόλοι, οι νεοαφιχθέντες κυνηγοί του χαμένου θησαυρού στριμώχνονται δέκα δέκα στα λιγοστά προς ενοικίαση δωμάτια του Λούντεριτς όπως οι εν Ελλάδι μετανάστες στα υπόγεια της Κυψέλης. Τα αντίσκηνα και τα παραπήγματα πέριξ της πόλης κι εν μέσω ερήμου απλώνονται σαν επιδημία χολέρας, ενώ οι τιμές για την απόκτηση γης προς κοσκίνισμα σκαρφαλώνουν οσονούπω στα δυσθεώρητα ύψη των πάλαι ποτέ ημερών δόξας της ημετέρας Σοφοκλέους. Και βεβαίως τα μαχαίρια παρεμβαίνουν όλο και συχνότερα στην επίλυση των αυξανόμενων κτηματικών διαφορών. Είναι φανερό πως το ένδοξο Φαρ Γουεστ έχει αλλάξει πλέον γεωγραφικό πλάτος κι έχει μετακομίσει για τα καλά στην έρημο της Ναμίμπ.
Εκείνους τους πρώτους μήνες της γενικευμένης ασυδοσίας, οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού συνοψίζονται ουσιαστικά στον εξής έναν και απλό: όποιος πρόλαβε τον Κύριον οίδε. Στην αρχή, τα επιφανειακά διαμάντια ήταν λέει τόσα πολλά που έμοιαζαν σαν να περίμεναν καρτερικά από αιώνες το χέρι που θα τα τρυγήσει. Έτσι τις νύχτες με φεγγάρι, ο πιστός δορυφόρος του πλανήτη μας γίνεται μάρτυρας ενός ιδιαίτερα παράδοξου θεάματος: ολόκληρες στρατιές ανθρώπων πεσμένων στα γόνατα σαν σε τάμα στην Παναγιά της Τήνου σούρνονται πάνω στην άμμο, πασχίζοντας να εντοπίσουν τα πολυπόθητα πετράδια από το λαμπύρισμα τους στο σεληνόφως.
SPERRGEBIET
Το πάρτι κράτησε ακριβώς τέσσερις μήνες. Τόσο χρειάστηκε από την στιγμή της αποκάλυψης του κρυμμένου Κέρατος της Αμαλθείας μέχρι η γερμανική κυβέρνηση να συνέλθει από το σάστισμα και να παρέμβει υπεραντλαντικώς για να επιβάλει την τάξη στα τεκταινόμενα στη μακρινή αποικία της. Τι διάολο, τόσο αίμα (ιθαγενών) χύθηκε τα προηγούμενα χρόνια για να επιβληθεί ο πρωσικός αυτοκρατορικός αετός στη νοτιοδυτική Αφρική, ε όχι και να πλουτίζει τώρα ο κάθε ρεμπεσκές από τις υπερπόντιες κτήσεις!
Έτσι το Σεπτέμβρη του 1908 εκδίδεται το σχετικό φιρμάνι: Από τούδε και στο εξής, κομμένο δια ροπάλου το μπάτε σκύλοι αλέστε.
Ξεκινώντας από τον 26ο νότιο παράλληλο και συνεχίζοντας νότια μέχρι τον ποταμό Οράγγη, όλη η παράκτια ζώνη της αποικίας κηρύσσεται Sperrgebiet, δηλαδή απαγορευμένη, και αυτό σε βάθος εκατό χιλιομέτρων από την ακτή. Μόνο οι έχοντες κατοχυρώσει νόμιμα δικαιώματα εκδίδοντας έγκαιρα τις σχετικές άδειες μπορούνε λέει από εδώ και πέρα να συμμετέχουν στο μεγάλο φαγοπότι.
Με λίγα λόγια, το αποφασίζομεν και διατάζομεν έχει κοπεί ουσιαστικά στα μέτρα του Στάουχ, φωτογραφίζοντας τέσσερις ακριβώς εταιρείες, με πρώτη και καλύτερη τη δικιά του.
Κατόπιν αυτού, η πολυάριθμη μαρίδα των ανεξάρτητων μεμονωμένων κυνηγών του ονείρου χωρίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Σ’ αυτούς που μαζεύουν την μπάζα τους, μικρή ή μεγάλη, και τραβάνε σιωπηρώς γι άλλη γη γι άλλα μέρη, σ’ εκείνους που είχαν ξανοιχτεί σε δάνεια και είτε τινάζουν τα μυαλά τους στον αέρα είτε παρακαλάνε ταπεινά για μια θέση εργασίας στα νέα ορυχεία, και στους λίγους που επιλέγουν το δρόμο της (προς ίδιον όφελος) αντίστασης και βγαίνουν στο βουνό, δηλαδή στην παρανομία του λαθρεμπορίου. Έτσι ή αλλιώς το βέβαιο είναι πως στις αρχές του 1909 η ιστορία της αδαμαντοθηρίας στη Ναμίμπια γυρίζει πλέον σελίδα. Κι εμείς πάμε τώρα να την ανταμώσουμε εκεί όπου κατ’ εξοχήν γράφτηκε τις δύο επόμενες δεκαετίες: στα ορυχεία του Κόλμανσκοπ, δεκατρία μόλις χιλιόμετρα από το Λούντεριτς.
ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΑΡΑΤΙΩΝ
Permits please. Ο ένστολος στην πύλη στέκεται εξεταστικός μπροστά μας, όχι εχθρικός αλλά πάντως καχύποπτος. Permits, τι permits? Αφού το συγκεκριμένο αδαμαντωρυχείο είναι εγκαταλειμμένο. Δεν έχει σημασία λέει, χρειάζεται permit, βρίσκεται μέσα στη ζώνη sperrgebiet. Μάλιστα. Και τώρα τι γίνεται που διανύουμε Σαββατοκύριακο και το αρμόδιο γραφείο στο Λούντεριτς είναι κλειστό; Τίποτε δεν μπορεί να γίνει λέει. Μήπως κάποια εξαίρεση, επιμένω, καθότι Greek journalists;
Το εξωτικόν του Greek δεν μοιάζει να συγκινεί ιδιαίτερα τον Ναμίμπιο αξιωματούχο ο οποίος αγνοεί εμφανώς την ύπαρξη της ένδοξης πατρίδας μας ως ξεχωριστή οντότητα στον παγκόσμιο άτλαντα. Επενεργεί όμως καταλυτικά το journalists και η σχετική βεβαίωση της Ελευθεροτυπίας που μας εξασφαλίζει την έκδοση άδειας επίσκεψης σε χρόνο ρεκόρ. Μόνο όμως για το Κόλμασκοπ όπως φροντίζει να μας υπογραμμίσει σε όλους τους τόνους. Το Ελίζαμπεθ Μπέι παραμένει sperrgebiet. Για να εκδοθούν άδειες για κει χρειάζεται μια βδομάδα και βάλε, no exception, ούτε για journalists ούτε για κανένα, τα ονόματα πρέπει πρώτα να περάσουν από το κόσκινο της Ιντερπόλ. Αν περάσουν, προσθέτει με νόημα. Εντάξει, μήνυμα ελήφθη, dankesen κι ευχαριστούμε.
Με την πολυπόθητη άδεια στην τσέπη, διασχίζουμε επιτέλους την πύλη για να εκτοξευθούμε αυτοστιγμεί μπροστά σε ένα θέαμα που παραπέμπει κατ’ ευθείαν σε εγκαταλειμμένο σκηνικό από γυρίσματα ταινίας εποχής. Τα κτίσματα ωστόσο που απλώνονται στο βλέμμα μας, γυμνά και παραδομένα στους καιρούς, με ρωγμές στους τοίχους, ξεφλουδισμένους σοβάδες και στραπατσαρισμένα πορτόφυλλα ανοιχτά σαν χαίνουσες πληγές, δεν φτιάχτηκαν με ημερομηνία λήξης, από τις γνωστές φτηνές σανίδες και το συμπιεσμένο χαρτί που οι μάστορες σκηνογράφοι της έβδομης τέχνης χρησιμοποιούν κατά κόρον και τόσο πειστικά στις αναπαραστάσεις τους.
Τα ντουβάρια αυτά είναι πέτρινα, ποτισμένα με μνήμες πέρα για πέρα αληθινές, και στέκουν ως τελευταίοι εναπομείναντες βουβοί μάρτυρες μιας αλλοτινής λάμψης ανεπανάληπτης. Μιας λάμψης πέντε εκατομμυρίων καρατίων για την ακρίβεια, αυτής των χιλίων κιλών διαμαντιών που εξορύχτηκαν στο Κόλμανσκοπ στην πρώτη μόνο φάση της λειτουργίας του, από το 1909 μέχρι το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, ποσότητα που αντιστοιχούσε τότε στο ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής όλου του πλανήτη. Μιας παραγωγής που στο ζενίθ της άγγιξε τον ιλιγγιώδη ρυθμό των τριάντα χιλιάδων καρατίων ημερησίως, και τροφοδότησε αδιαλείπτως τα ταμεία της Πρωσικής αυτοκρατορίας. Καθώς βεβαίως και τις τσέπες του Στάουχ και των άλλων μεγαλομετόχων της Deutsche Kolonial Gesellschaft fur Sudwest Afrika, μητέρα πασών των μεταλλείων μετά την εγκαθίδρυση του sperrgebiet.
ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ
Ενδεικτικός του ακατάσχετα παραγόμενου πλούτου στα ορυχεία του Κόλμανσκοπ την εποχή εκείνη υπήρξε κι ο τρόπος ανεφοδιασμού της πόλης σε νερό εν μέσω ερήμου με ειδικό θαλάσσιο δρομολόγιο από το Κέιπ Τάουν. Ένα καράβι ναυλωμένο επί τούτου και φορτωμένο με χίλιους τόνους από το πρωτεύον υγρό της ζωής σάλπαρε μια φορά το μήνα από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων του Κόλμανσκοπ μέσω του λιμανιού του Λούντεριτς. Είκοσι λίτρα ημερησίως ανά άτομο παρέχονταν μάλιστα εντελώς δωρεάν.
Αυτά όλα τα ωραία ανακόπτονται ωστόσο το 1915, όταν κάτω από αγγλική πίεση, κι ενώ ήδη μαίνεται ο πόλεμος στην Ευρώπη, ο νοτιοαφρικανικός στρατός εισβάλει στη Ναμίμπια. Σύντομα οι ηττημένοι Τεύτονες υποχρεούνται να παραδώσουν τον έλεγχο της αποικίας τους στην κυβέρνηση του Γιoχάνεσμπουργκ και ουσιαστικά, μέσω αυτής, στους προγόνους του Τόνυ Μπλερ που κρατούν στα χέρια τους τον έλεγχο της Νότιας Αφρικής. Μια εξέλιξη ασφαλώς δυσμενής για τον Στάουχ που ανησυχεί, όχι χωρίς λόγο, πως η κότα με τα αδαμάντινα αυγά κινδυνεύει να πέσει σε ξένα χέρια. Και ως ξένα νοούνται βεβαίως οποιαδήποτε χέρια δεν είναι τα δικά του.
Έτσι, καθώς ως γνωστόν το χρήμα δεν έχει πατρίδα, και προκειμένου να προλάβει μελλοντικές ανατροπές, ο Στάουχ προχωράει στα γρήγορα σε στρατηγική συμμαχία με τον Έρνεστ Οπενχάιμερ, Νοτιοαφρικανό αδαμαντομεγιστάνα και ιδρυτή της αποκαλούμενης Αγγλο-Αμερικάνικης Εταιρείας. Διορατική επιχειρηματική κίνηση που οδηγεί σε γάμο, από τον οποίο γεννιέται μια κόρη το 1920 στο Κέιπ Τάουν. Πρόκειται για την Consolidated Diamond Mines of South-West Africa (C.D.M.), ήτοι απλοελληνικά, Ενοποιημένα Αδαμαντωρυχεία Νοτιοδυτικής Αφρικής. Ο Στάουχ κατάφερε για άλλη μια φορά να διασφαλίσει τη θέση του.
Ξεπερνώντας σύντομα την μεταπολεμική ύφεση στην παγκόσμια αγορά των διαμαντιών, το Κόλμανσκοπ και τα γειτονικά ορυχεία του Ελίζαμπεθ Μπέι γνωρίζουν καινούργιες ημέρες δόξας στη δεκαετία του ’20. Ώσπου η ανακάλυψη το 1928 νέων και ακόμα πλουσιότερων αδαμαντοφόρων κοιτασμάτων στις εκβολές του ποταμού Οράγγη, μεταθέτει το κέντρο βάρους της εξόρυξης καμιά τριακοσαριά χιλιόμετρα πιο νότια. Σιγά σιγά το Κόλμανσκοπ παρακμάζει, τα ορυχεία του κλείνουν, η πόλη μετατρέπεται σε απλό μεταγωγικό σταθμό και χώρο αποθήκευσης για να εγκαταλειφθεί τελικά οριστικά κι από τον τελευταίο της κάτοικο το 1956.
ΑΜΜΟΣ ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ
Από την κορυφή του λόφου όπου και τα σκουριασμένα ντεπόζιτα καυσίμων, έρημο, μουντό και σιωπηρό το αλλοτινό καμάρι της αδαμαντοτραφείσας αποικιοκρατίας φαντάζει σαν ασπρόμαυρη πλανερή οφθαλμαπάτη. Διάττοντας αστέρας του αφρικανικού στερεώματος, η πόλη που σε λίγες μόνο βδομάδες αναδύθηκε μέσα από την έρημο την εποχή του μεγάλου πυρετού έχει πλέον παραδοθεί ανεπιστρεπτί στην αγκαλιά της άμμου που κάποτε τη γέννησε, βουλιάζοντας μέσα της σε αργή κίνηση, σ’ ένα βύθισμα αθόρυβο σαν σε μπαμπάκι.
Σ’ όποιο κτίριο κι αν θα μπεις, άμμος πανδαμάτωρ όπως ο χρόνος έχει εισβάλει παντού, καλύπτοντας ξεχαρβαλωμένα πατώματα, στομώνοντας τα βγαλμένα μάτια των κουφωμάτων, στοιβαζόμενη πλάι στους ρημαγμένους τοίχους, στρώνοντας σάβανα πάνω στις τρύπιες στέγες και καταπίνοντας εν τέλει σιγά σιγά τα πάντα, την πολιτεία ολόκληρη με τα σπίτια της, τους κοιτώνες της, τα εργαστήρια της, τα γραφεία της, το καζίνο της…
Ναι, το καζίνο της. Κι απ’ αυτό είχε το Κόλμανσκοπ. Έναν χώρο όπου κάθε βράδυ παίζονταν αμύθητα ποσά.
Μαζί με μια επιβλητική αίθουσα συνεστιάσεων όπου στα διαλείμματα του μπλακ τζακ και της ρουλέτας, ανάμεσα στα πηγαινέλα των δίσκων με τη σαμπάνια, το χαβιάρι και τους αστακούς στροβιλίζονταν ζευγάρια με φράκα και μακριές τουαλέτες υπό τον ήχο εκλεκτών μουσικών συνόλων φερμένων κατ’ ευθείαν από τη Γερμανία.
Και το καλύτερο νοσοκομείο όλου του αφρικανικού νότιου ημισφαιρίου διέθετε το Κόλμανσκοπ. Με μηχανολογικό εξοπλισμό τελευταίας γενιάς κι επιστημονικό προσωπικό πρώτης γραμμής. Και πρότυπο σχολείο επίσης, με δασκάλους εισαγωγής από την Ευρώπη, για τα ξανθά άρεια παιδάκια των ξανθών άρειων αποίκων. Και … Μια φορά κι έναν καιρό. Σε μια προηγούμενη ζωή. Γιατί τα διαμάντια μπορεί να είναι καθώς λένε παντοτινά, περαστικά όμως τα έργα των ανθρώπων στο ατέρμονο κυνήγι του πλούτου.
Για περισσότερες φωτογραφίες: Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν | Πάμε γι' άλλα...
Διαβάστε επίσης για τη Ναμίμπια:
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 1 - ΕΤΟΣΑ ΠΑΝ, ΤΟ ΠΑΝ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 2 - ΦΥΛΗ ΧΙΜΠΑ, "ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΖΗΤΟΥΝ" | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 3, ΒΟΥΣΜΑΝΩΝ ΕΡΓΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 4 - ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΣΚΕΛΕΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 5 - ΝΑΜΙΜΠ, ΣΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 7 - ΒΙΝΤΧΟΥΚ, Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 8 - ΚΟΚΕΡΜΠΟΥΜ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ-ΦΑΡΕΤΡΑ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 9 - ΝΤΟΥΓΟΥΙΣΙΜΠ, Η ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΗ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
ΝΑΜΙΜΠΙΑ 10 - ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν